In girum imus nocte et consimimur igni (καρκινική φράση)
Στριφογυρίζουμε μέσα στη νύχτα και μας καταβροχθίζει η φωτιά
Όπως τα ψυχάρια -οι νυχτοπεταλούδες- στριφογυρίζουν γύρω από το φως και μετά από μια «κρίση φρενίτιδας» καταβροχθίζονται από την φλόγα, έτσι κι ο μοναχικός μας ήρωας ο Ισμαήλ παγιδεύεται μέσα σε μια δίνη γεγονότων όπου χάνει τον έλεγχο, και πνίγεται μέσα σ’ έναν ακατανόητο εφιάλτη. Δεν είναι λοιπόν τυχαία η τακτική αναφορά στα «δεκάδες απελπισμένα ψυχάρια που έφερναν γύρες το φανάρι και φαίνονταν να θέλουν πολύ να καψαλιστούν», άλλωστε τονίζεται αυτή η κεντρική αίσθηση στον τίτλο, που όπως επισημάναμε είναι το πρώτο τμήμα καρκινικής φράσης. Η ίδια φράση, επίσης, αποτελεί κατά κάποιον τρόπο την φράση-κλειδί στο μεγάλο αστυνομικού/νουάρ τύπου μυστήριο που εκτυλίσσεται σ’ αυτήν την πρωτότυπη -λιγοσέλιδη σχετικά- ιστορία του αγαπημένου συγγραφέα. Ο πρωταγωνιστής είναι ένας μοναχικός άντρας, με πολύ πονεμένο παρελθόν: ορφανός από μητέρα από τα 9 του χρόνια, αργεί ως παιδί να καταλάβει την ψυχική διαταραχή τού -φλαουτίστα-αντιγραφέα και επίδοξου μουσικού- πατέρα του, ο οποίος θεωρεί ένοχο τον γιο του για την απώλεια της γυναίκας του και τον φορτώνει ενοχές (ένα παιδί 10 χρονών δεν μπορεί να καταλάβει αν ο πατέρας του σιγά σιγά τρελαίνεται. Το μόνο που αισθάνθηκε ο Ισμαήλ ήταν λύπη κι έβαλε τα κλάματα). Όταν κλείνουν τον πατέρα στο ψυχιατρείο μετά από μια απόπειρα να… πυρπολήσει τον γιο του, τον Ισμαήλ τον αναλαμβάνει η Κοινωνική Πρόνοια και μεγαλώνει σ’ ένα διαμέρισμα με 4 «αδιάφορους συγκατοίκους» και τον επόπτη. Δεν μας δίνει ο συγγραφέας πολλές λεπτομέρειες απ’ αυτήν την ζοφερή περίοδο, παρά μόνο σαν καθοριστικό στοιχείο της διαμόρφωσης του χαρακτήρα του την επαφή με τον Σιμό, έναν διαβαστερό νεαρό που τον βάζει στην μαγεία της λογοτεχνίας και της ποίησης. Το «Μόμπι Ντικ», του οποίου η πρώτη φράση είναι «Λέγε με Ισμαήλ», γίνεται σημαδιακό και αποτελεί την απαρχή μιας άσβεστης αγάπης για τα γράμματα, για τη φιλολογία, για τις γλώσσες. Λύνει τον ομφάλιο λώρο πικρίας και ενοχών με τον πατέρα στην τελευταία συνάντηση μαζί του (στο τρελάδικο), πετάει οριστικά από πάνω του τις φιλοδοξίες του πατέρα του να γίνει μουσικός κι ετοιμάζεται να σπουδάσει στη Φιλοσοφική Σχολή, λατινικά και φιλολογία.
Λίγα μαθήματα λατινικών και λογοτεχνίας πρόλαβε να κάνει σ’ ένα φροντιστήριο πριν τον διώξουν για τις «πρωτοποριακές» του μεθόδους, και στη συνέχεια, μετά από περίοδο πόνου και ταπείνωσης, κι αφού πέρασε μια μοναχική περίοδο κάνοντας ιδιαίτερα μαθήματα, έγινε δεκτός στο Λύκειο Καρνέρ. Τότε είναι που γνωρίζει την Λεό, μια παλιά του συμμαθήτρια που τον αναγνώρισε, κι από τη χρονική αυτή στιγμή μπορούμε να πούμε ότι ξεκινά η περιπέτεια, η μεγάλη περιπέτεια που μας αφηγείται ο Καμπρέ.
Η Λεό, που κρύβει κι αυτή μεγάλους καημούς (Ist dies etwa der tod? Αυτό λοιπόν είναι ο θάνατος;), μπαίνει αποφασιστικά στην ζωή του παραιτημένου και παθητικού Ισμαήλ, τον φροντίζει, τον καθαρίζει, του μαγειρεύει. Οι δύο πονεμένες ψυχές μοιράζονται τα πάθη τους, δένονται μεταξύ τους και αγαπιούνται βαθιά, χωρίς ωστόσο να προλάβουν να έχουν ερωτική επαφή.
Μας καταβροχθίζει η φωτιά
ή αλλιώς, η δίνη μιας ακατανόητης μοίρας
Η φωτιά που θα καταπιεί τον Ισμαήλ έχει τις ρίζες της στην υποτιθέμενη τυχαία συνάντησή του με τον Τομέου, έναν παλιό μαθητή του, που τον βλέπει στον δρόμο και τον παροτρύνει με επιμονή να πάει μαζί του σ’ ένα συμπόσιο για πολύγλωσσους, που σίγουρα θα ενδιέφερε τον γλωσσομαθή ήρωά μας (κι ο πανύβλακας αυτός μπήκε στο αυτοκίνητο, ξεχνώντας εντελώς το ψωμί. Και τότε ξεκίνησαν όλα). Μετά απ’ αυτό το ασήμαντο περιστατικό, ο αναγνώστης βλέπει τον Ισμαήλ να ξυπνά στο νοσοκομείο, χωρίς να θυμάται το παραμικρό, χωρίς κανένα στοιχείο ταυτότητας και φυσικά, χωρίς να έχει ιδέα τι έχει συμβεί. Το ασύμμετρο παιχνίδι που ακολουθεί, μεταξύ χρόνου, μνήμης και ταυτότητας είναι κι αυτό που αποτελεί τον πυρήνα του έργου (γιατί να μην υπάρχει ένα βέλος της μνήμης που να πηγαίνει ανάποδα, ώστε αντί να θυμόμαστε τότε που ήμασταν μικρά και ανυπεράσπιστα γουρουνάκια, να θυμόμαστε πράγματα που δεν έχουμε ζήσει ακόμα;) Από το σημείο αυτό της πλοκής αρχίζει και μια παράλληλη αφήγηση (με τον συνήθη αντιστικτικό και χωρίς προετοιμασία τρόπο του Καμπρέ) όπου πρωταγωνιστούν ένα θηλυκό… αγριογούρουνο, η Λόττα, μάνα με πέντε παιδιά, εκ των οποίων το τελευταίο, ο Καπρέτ, που είναι και το πιο αδύναμο, ακολουθεί την δική του ανεξάρτητη πορεία. Κάποια στιγμή αντιλαμβανόμαστε την αναλογία που κάνει ο συγγραφέας ανάμεσα στον Ισμαήλ και στον Καπρέτ, ενώ οι δυο ιστορίες συναντιούνται με παράδοξο τρόπο. Προσωπικά δυσανασχετούσα όταν η ανάγνωσή μου έφτανε στην αφήγηση που αφορούσε τη Λόττα και τα παιδιά της, νομίζω ότι θα μπορούσαν να παραλειφθούν τελείως ή να συντομεύσουν. Το εύρημα αυτό είναι κατά τη γνώμη μου εξεζητημένο και περιττό, κάπως τραβηγμένο και το μόνο που ίσως προσθέτει στην όλη σύλληψη, είναι μια πινελιά ζωώδους υποταγής σε μια ανεξέλεγκτη μοίρα, κάτι που υποβάλλεται σαφώς και με το μοτίβο φωτιά-ψυχάρι.
Παρακολουθούμε με πολλές λεπτομέρειες τις θύμισες που αρχίζουν να αχνοφέγγουν στην συνείδηση του Ισμαήλ, με τη βοήθεια κάποιων περίεργων γιατρών/νοσοκόμων (όταν ήμουν μικρός δεν ήμουν ιδιαίτερα ευτυχισμένος, μάλλον καθόλου/ να με λέτε Ισμαήλ), ενώ καθώς επανέρχεται σιγά και σταδιακά η μνήμη του, μας ξεδιπλώνεται μια απίστευτη ιστορία στην οποία ενεπλάκη ο Ισμαήλ, άθελά του, ένα έγκλημα -ληστεία και δολοφονία- στο οποίο τον χρησιμοποίησαν με εκβιασμό αξιοποιώντας τις γνώσεις του γαλλικών και λατινικών!
Η θολή μνήμη κάποια στιγμή τού δίνει επαρκή στοιχεία για να καταλάβει ότι πρόκειται για παγίδα (ο Ισμαήλ ήταν ένας ναυαγός, δίχως παρελθόν, δίχως μαδέρι για να κρατηθεί μέσα στη θαλασσοταραχή (…) αυτό που περισσότερο τον τρόμαζε ήταν ότι αγνοούσε εντελώς το πλαίσιο), ότι ο χώρος στον οποίο βρισκόταν δεν ήταν νοσοκομείο (πανικός· φόβος πραγματικός, γιατί τώρα αισθανόταν εντελώς χαμένος). Το σκάει λοιπόν ημίγυμνος με τον ορό στο χέρι για να ζητήσει την βοήθεια της πρώτης γυναίκας που συνάντησε στον δρόμο, σαν μπάμπουρας που λαχταρά τη λάμψη τη φλόγας. Η γυναίκα δέχεται, τον φιλοξενεί στο σπίτι της, γνωρίζονται σιγά σιγά, τον βοηθά σαν γιατρός/ψυχολόγος να στοιχειοθετήσει τα ίχνη των αναμνήσεών του. Είναι αριστοτεχνικά δομημένοι οι διάλογοι δύο ανθρώπων που «συναντιούνται» σε τέτοιες συνθήκες και γνωρίζονται σιγά σιγά όλο και καλύτερα.
Η μνήμη επανέρχεται λοιπόν αμείλικτη, για να αποκαλύψει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες βρέθηκε σε κατάσταση αμνησίας ο Ισμαήλ, και να του δημιουργήσει καινούργια ερωτηματικά (θα ήθελα να μάθω γιατί με βοηθάς). Οι απαντήσεις δίνονται σε μια πλοκή αστυνομικού μυστηρίου (τι ήταν εκείνο το δύσκολο που έπρεπε να θυμηθείς, Ισμαήλ;) κι ο τρόμος που γεμίζει την ψυχή του Ισμαήλ όταν ανακαλεί όλα τα γεγονότα τού καίει την ψυχή, όπως καίγεται το ψυχάρι στην φωτιά που τον καταβροχθίζει. Ο πιο τρομακτικός εφιάλτης του είχε γίνει πραγματικότητα.
Χριστίνα Παπαγγελή