Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ένιωσα κακόβουλος,
ικανός να επιτεθώ και να κατακτήσω,
να σκοτώσω και να ληστέψω χωρίς ενδοιασμούς.
και πάνω απ’ όλα, ικανός να ζήσω.
Μόνο να ζήσω.
Ο Αμορεζάνο είναι ένας νεαρός Ναπολιτάνος, τριάντα χρονών, που μετά από σπουδές (δύο πτυχία) και έξι χρόνια εργασίας στα καράβια, επιστρέφει στη Νάπολι, ζει με τους γονείς του και προς το παρόν είναι άνεργος. Καθώς είναι και ο αφηγητής του βιβλίου, περιδιαβαίνουμε μαζί του την μελαγχολική Νάπολι, παρακολουθούμε τις αδιέξοδες προσπάθειές του να πιάσει αξιοπρεπή δουλειά, και τις χλωμές διεξόδους στην νωθρή του ζωή: το ποδόσφαιρο, τις βόλτες και τις μπίρες με τον φίλο του Ρούσο, και με την ανυπόφορη φιλενάδα του Ρούσο, την Σάρα. Ο Αμορεζάνο είναι λοιπόν ένας συνηθισμένος τριαντάρης της εποχής της κρίσης, με μια κοινότοπη ζωή, κινείται σε αργούς ρυθμούς και τίποτα δεν φαίνεται να διαταράσσει την καθημερινότητά του. Έχει κάποιες συγγραφικές εξάρσεις (έχει γράψει κάποια διηγήματα) και αόριστα στο μυαλό του λειτουργεί η φιλοδοξία να γίνει συγγραφέας, αλλά προς το παρόν το μεγάλο άγχος είναι ότι τελειώνουν τα χρήματά του, αυτά που έφερε από την εξαετή θητεία του στα καράβια (2053 ευρώ, ίσα για να περάσει έναν χρόνο με πολλή οικονομία). Σκέφτεται συχνά τον θάνατο, πολλές φορές σαν ύστατη λύση, στο αποκορύφωμα μιας ζωής χωρίς νόημα: ένιωσα μια στάλα θλίψη μόνο για το γεγονός ότι πέρασα από τούτη τη γη χωρίς ν’ αφήσω το σημάδι μου, χωρίς ν’ αφήσω απολύτως τίποτα σε κανέναν. Είχα γεννηθεί και θα πέθαινα, ενώ όλα θα έμεναν τα ίδια, ανεξάρτητα από την παρουσία ή την απουσία μου. Η πραγματική θλίψη ήρθε με τη σκέψη ότι κάτι αληθινά όμορφο θα μπορούσε να συμβεί στον κόσμο κι εγώ δεν θα το έπαιρνα καν χαμπάρι.
Ο μετριοπαθής χαρακτήρας του Αμορεζάνο αντανακλά στην κάπως πληκτική αφήγησή του (εφόσον κι ο ίδιος πλήττει), αν και κάποια στιγμή εκμυστηρεύεται: «η συστολή μου δεν είναι αληθινή, κάτι που ξεπερνάς και προχωράς, αλλά ένα είδος επιτακτικής ανάγκης για σιωπή, που μου υπαγόρευε η μεγάλη ιδέα που είχα για τον εαυτό μου», δίνοντας έτσι μια εξήγηση για την επιφυλακτικότητα και την ενδιάθετη αναβλητικότητά του. Με εξαίρεση κάποιες πινελιές που δηλώνουν έναν ενδιαφέροντα τύπο, η ανάγνωση δεν κρύβει μεγάλες εκπλήξεις, ούτε έντονα συναισθήματα για τον αναγνώστη· έχει το ύφος ενός συνηθισμένου ημερολογίου, με λεπτομέρειες που σε πρώτη ανάγνωση μπορεί να είναι αδιάφορες.
Κάπως επίπεδο λοιπόν το περιεχόμενο, χωρίς να είναι απωθητικό (όπως κι ακριβώς ο ήρωάς του) μέχρι… την σελίδα 68, μέχρι δηλαδή που ο Αμορεζάνο… «ξελογιάστηκε»! Eρωτεύτηκε στον δρόμο μια γυναίκα περαστική, παθιασμένα και κεραυνοβόλα, από την πρώτη στιγμή που την συνάντησε: μου έγινε σαφές ότι ανάμεσα στα πολλά πράγματα που έλειπαν από τη ζωή μου, αυτό που μου έλειπε περισσότερο δεν ήταν η περιπέτεια ή ο έρωτας, αλλά εκείνη.
Είναι και η διατύπωση της συγκεκριμένης πρότασης που διεγείρει το ενδιαφέρον: το Πρόσωπο, η ύπαρξη και μόνο ενός συγκεκριμένου προσώπου που δρα σαν «Αποκάλυψη» στον ήρωα! Και από κει και πέρα, ό, τι σχετίζεται με την εντυπωσιακή, «μυστηριώδη και όμορφη» κοπέλα που αρχικά του συστήθηκε ως Λόλα και στη συνέχεια έμαθε ότι το όνομά της είναι Νίνα, μας πείθει ότι πρόκειται πράγματι για ένα άτομο που τον μετουσιώνει, τον μεταμορφώνει, του ξεσκεπάζει τις πιο κρυμμένες θετικές πλευρές του χαρακτήρα του. Ο ήρωάς μας γεμίζει ενέργεια και αισιοδοξία, και κατ’ επέκταση αλλάζει και το ύφος που γίνεται πιο μεστό και περιεκτικό. Αρχίζει και γράφει τα διηγήματά του με περισσότερη όρεξη (σκέφτηκα πως το να κάθομαι όλη μέρα σπίτι και να γράφω ήταν, λίγο πολύ η μοναδική δουλειά που μ’ ενδιέφερε να κάνω/ φανταζόμουν τον εαυτό μου ως συγγραφέα, σιωπηλό κι αλαζονικό, και καμιά φορά ακόμα και φιλικό), ενώ η σχέση με τη Νίνα προχωρά βήμα βήμα. Παρακολουθούμε τους διαλόγους που την χτίζουν, τους οποίους μας παραθέτει ο αφηγητής με μεγάλη θεατρικότητα και μαεστρία, την πρώτη ερωτική συνεύρεση που τον απογειώνει και τις άλλες που ακολουθούν κι ανθίζουν σαν λουλούδια.
Καθώς όμως ο ήρωας αφήνεται στον ερωτικό ίλιγγο, υποθάλπεται και το άγχος του για τα χρήματα που ξοδεύονται τώρα περισσότερο ασυλλόγιστα. Ο αφηγητής/Αμορεζάνο μετά την πρώτη μέθη αρχίζει πάλι πανικόβλητος να υπολογίζει κάθε του καθημερινό έξοδο, ακόμα και τα τσιγάρα και τις μπίρες, και αναφέρεται λεπτομερώς στο ποσόν που συνέχεια κατεβαίνει, κάνοντας και τον αναγνώστη να μετέχει της σχετική αγωνίας και να αναρωτιέται γιατί τέλος πάντων δεν πιάνει μια οποιαδήποτε δουλειά που θα τον απαλλάξει από το στρες.
Ο έρωτας για την Λόλα /Νίνα απομακρύνει τον Αμορεζάνο από τον φίλο του τον Ρούσο, που τον βλέπει όλο και πιο ρηχό και προβλέψιμο, ενώ παράλληλα βαθαίνει η σχέση του με την ερωμένη αλλά και με τον εαυτό του. Έχει τώρα μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση για την συγγραφική του δεινότητα (που αυξάνεται κατακόρυφα με την έγκριση από τη Λόλα αλλά και τον συγγραφέα Ραφαέλε Λα Κάπρια, στον οποίο τα εμπιστεύτηκε), έχει μεγαλύτερες αξιώσεις από τον εαυτό του, παρακολουθεί γύρω του με παρατηρητικότητα συγγραφέα μικροεπεισόδια που μας μεταφέρουν στην αγαπημένη Νάπολι, αλλά ταυτόχρονα βαθαίνει και το υπάρχον χάσμα με τους γονείς του, με τους οποίους συγκατοικεί και οι οποίοι έχουν πιο «συνηθισμένες» προσδοκίες απ’ αυτόν.
Βλέπουμε λοιπόν αυτήν την μεταμόρφωση, παρακολουθούμε έναν άνθρωπο στην αυθεντικότητά του να ζει τις αντιφάσεις του, λάτρη της τέχνης της μουσικής, του σινεμά, της λογοτεχνίας να εξομολογείται με ειλικρίνεια συναισθημάτων και να καταθέτει έξυπνες και ουσιαστικές παρατηρήσεις (π.χ. τα λιμάνια ήταν κρύα και άσχημα μέρη και γι’ αυτό ήταν όμορφα). Και όσο η ερωτική ευφορία πραγματώνεται παράλληλα με την καταξίωση της συγγραφικής του ικανότητας, τόσο το διαθέσιμο χρηματικό ποσόν μειώνεται με ταχύτητα και, σαν ζυγαριά, υψώνεται κάθετο το άγχος (σκέφτηκα πως ίσως η φτώχεια ήταν ακριβώς αυτό: να είσαι ευτυχισμένος αλλά να γνωρίζεις πως αυτή η ευτυχία δεν θα διαρκέσει πολύ, γιατί όσο υπάρχει και διαρκεί, υπάρχει ταυτόχρονα και κάτι καταστροφικό στον υπόλοιπο κόσμο, στην υπόλοιπη ζωή σου, στην ατμόσφαιρα, ακόμη και στην ευτυχία την ίδια που την υπονομεύει).
Οι πρώτες ρωγμές εμφανίζονται από εξωτερικό παράγοντα –οι σπουδές, η ανεργία και το αδιέξοδο δίνουν λύσεις εκτός Νάπολης. Ήδη η Νίνα, δυσφορεί (στη Νάπολη ζούσαμε έξω απ’ την Ιστορία, στο έλεος της Φύσης, με την πόλη, τους ρυθμούς της και το κλίμα της να μας νανουρίζουν και να μας κοιμίζουν) κι όταν προτείνει τη Ρώμη, το Μιλάνο ή την Βαρκελώνη για Σχολή Κινηματογράφου, ο Αμορεζάνο τρέμει μέσα του και προσπαθεί να αντιδράσει αδύναμα (στην πραγματικότητα προσπάθησα να αναβάλω τη θανατική μου καταδίκη). Την θέλει, την έχει ανάγκη, προτιμά να είναι φτωχοί και δυστυχισμένοι αλλά μαζί, παρόλο που σύμφωνα με την μοντέρνα εποχή κάθε μέλος του ζευγαριού πρέπει να είναι ευτυχισμένο κι επιτυχημένο επαγγελματικά, έτσι ώστε να αγαπάει την ζωή την ίδια, τον εαυτό του, και κατά συνέπεια και τον άλλον.
Το πρώτο χτύπημα είναι όταν μαθαίνει «τα δυο ευχάριστα νέα» της Νίνας, να συμμετάσχει σε μια ταινία και ότι την επέλεξαν για το Εράσμους στην Βαρκελώνη, όπου σκεφτόταν να πάει και… δυο μήνες νωρίτερα για να «βρει δωμάτιο και ν’ απολαύσει την πόλη» (η μοναδική μου αντίδραση ήταν να μην κουνηθώ ούτε χιλιοστό. Παρέμεινα ακίνητος γιατί ήθελα να της δώσω να καταλάβει ότι μέσα στο κορμί μου κάτι είχε ραγίσει).
Η ψυχική σύγκρουση, το τρομακτικό κενό που νιώθει ο Αμορεζάνο σημαίνει την αρχή μιας αντίστροφης πορείας, μιας πάλης ανάμεσα στα αρνητικά συναισθήματα και την προσπάθεια να καταλάβει την αθώα Νίνα, που με την σειρά της δεν μπορεί να εννοήσει γιατί αυτή της η απόφαση τούς απομακρύνει. Ωστόσο, είναι πραγματικότητα: η μαγεία του έρωτα αρχίζει και καταρρέει –ο Αμορεζάνο συνεχίζει μεν απρόθυμα την σχέση με τη Νίνα, όμως τελικά προσφεύγει στον παλιό, μοναχικό κι αδιέξοδο εαυτό του (σκέφτηκα πως περπατούσα και πως η πόλη είχε τελειώσει κα πως δεν είχα καταφέρει τίποτα, και δεν υπήρχε η δυνατότητα να πάω παραπέρα, και τότε θυμήθηκα ότι στο καράβι μού άρεσε να κοιτάζω τη θάλασσα, γιατί μου άρεσε να φαντάζομαι ότι πέρα από τον ορίζοντα, όπου και να ήμουν, ήταν η Νάπολι).
Τίποτα δεν παρηγορεί πια τον Αμορεζάνο, ακόμα κι οι υποσχέσεις της Νίνας ότι «θα εξακολουθήσουν να είναι πάντα μαζί». Ο φόβος έχει φωλιάσει στην καρδιά του (ένιωσα τρελός και τρομαγμένος όπως ο Μάκβεθ), μυριάδες σκέψεις τον κατακλύζουν (δεν μου άξιζε αυτή η ευτυχία/δεν την άξιζα επειδή δεν έκανα τίποτα από το πρωί ως το βράδυ) και περνάει μια παραληρηματική νύχτα γράφοντας, κάνοντας μια βαθιά τομή στην ηττοπαθή ιδιοσυγκρασία του (έγραψα ότι καταριόμουν το πανεπιστήμιο, πεταμένα λεφτά και χαμένα χρόνια· ότι καταριόμουν τη θάλασσα, γιατί μου είχε εξηγήσει πράγματα που καλό ήταν να μην τα καταλαβαίνεις. Έγραψα ότι η Νίνα μ’ έκανε να νιώθω ζωντανός, κι αυτή η αίσθηση του κινδύνου και ο φόβος που τη συνόδευε ήταν εκεί για να μου υπενθυμίζουν ότι κρατιόμουν ακόμη στη ζωή, κλπ, κλπ), κι επειδή δεν μπορώ να αντιγράψω όλα, λέω μονάχα ότι στο σημείο αυτό ο συγγραφέας μάς χαρίζει τις δύο πιο σπαραχτικές σελίδες του μυθιστορήματος.
Το βιβλίο δεν τελειώνει εδώ, ούτε η σχέση με την Νίνα τελειώνει -δεν χωρίζουν, δεν αποχαιρετιούνται, αν κι εκείνη φεύγει με το τρένο (όλα απέδρασαν χωρίς κανείς να τα εμποδίσει, έφυγαν μαζί με το τρένο, σώα και μελαγχολικά, στοιβαγμένα και ανώνυμα, αγνώριστα το ένα πάνω απ τ’ άλλο, όλα επί μέρους κομμάτια μιας μόνο αποσκευής). Ο Αμορεζάνο όμως μένει μόνος, μπαίνοντας όλο και πιο βαθιά μέσα σε μια σπείρα, από την οποία δεν καταφέρνει να βγει.
Χριστίνα Παπαγγελή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου