Τσίμπι -τσιμπιτόνι
Χάθηκε βελόνι
Πήγα να το βρω
Χάθηκα κι εγώ
Την πολύπαθη πορεία μιας πολυμελούς οικογένειας Αλβανών, που κάτω από την πίεση των ιστορικών γεγονότων αναγκάστηκαν να εκπατριστούν, ξεδιπλώνει εδώ ο Αλβανικής καταγωγής καταξιωμένος συγγραφέας. Μοναδική ιστορία μεν που απηχεί ωστόσο τη μοίρα χιλιάδων συμπατριωτών του, που έζησαν σε συνθήκες στέρησης και φτώχειας λόγω της πολιτικής κατάστασης (η Αλβανία για μισόν αιώνα βρισκόταν σε άλλη διάσταση. Από το 1946 μέχρι και το 1991 ήταν αποκομμένη, φρούριο) και μετά την κατάρρευση του καθεστώτος του Εμβέρ Χότζα πήραν τον δρόμο της μετανάστευσης, δρόμο που τις περισσότερες φορές τους οδήγησε στην Ελλάδα της δεκαετίας του ΄90. Η ιστορία είναι ουσιαστικά μία αλλά το έργο είναι σπονδυλωτό, χωρισμένο σε πέντε κεφάλαια που παρουσιάζουν διακριτές ανομοιότητες μεταξύ τους: στο «μηδέν» κεφάλαιο που ονομάζεται «Πέτρος», ο αφηγητής -ο Πέτρος-, Έλληνας φοιτητής και συμφοιτητής του κεντρικού ήρωα, του Αλβανού Αλέξανδρου, μιλά για τον μυστηριώδη φίλο του και την αιφνίδια εξαφάνισή του από την χώρα. Ο Πέτρος είναι και το μόνο πρόσωπο που δεν έχει σχέση με την οικογένεια, ενώ στη συνέχεια δεν επανεμφανίζεται καθόλου. Είναι σαν να μας κάνει μια «εισαγωγή», μια θεατρική ή μάλλον βιωματική παρουσίαση του ήρωα, καθώς μας κάνει να τον δούμε με τα μάτια ενός συνομήλικου Έλληνα, ανοιχτόμυαλου σαφώς, φοιτητή. Παράλληλα μας δίνει με σύντομες πινελιές την κατάσταση στην Ελλάδα και τον φοιτητόκοσμο την εποχή αυτή, και αντίστοιχα τον κόσμο της Αλβανίας με την ιδιαίτερη ιστορική εξέλιξη, ενώ με έναν ευρηματικό τρόπο (τη μαρτυρία Έλληνα περιπτερά) μάς παρουσιάζει και τον πατέρα του Αλέξανδρου, τον Παύλο (ο Παύλος ήτανε απ’ τους πρώτους που μπήκανε στην Ελλάδα όταν ανοίξανε τα σύνορα της Αλβανίας, μαζί με την φαμίλια του. Μίλαγε ούλη η φαμίλια ελληνικά κανονικότατα αφού ήτανε Βορειοηπειρώτες).
Στην πρώτη ενότητα/κεφάλαιο (εφόσον το προηγούμενο «μηδέν» λειτουργεί ως εισαγωγή), το φως πέφτει στον παππού Βασίλη (γεννημένο το 1924) και την τραγική ιστορία που τον άφησε ανάπηρο. Η δομική πρωτοτυπία εδώ είναι ότι σταματάμε σε ημερομηνίες-κλειδιά, ξεκινώντας από το «σήμερα» που είναι το 1985 και κάνοντας φλας μπακ στο 1932, 1938, 1939, 1945 κλπ. φτάνοντας μέχρι το καλοκαίρι του 1989, οπότε, όπως μαθαίνουμε αργότερα, ο Βασίλης βρέθηκε νεκρός. Η αφήγηση, σε αντίθεση με την προηγούμενη και την επόμενη ενότητα, είναι κάπως απρόσωπη: έχουμε τον παντογνώστη αφηγητή δηλαδή τριτοπρόσωπη παρουσίαση, με ελαφρώς ποιητικό και αφαιρετικό λόγο. Γιατί ο βίος του Βασίλη είναι γεμάτος απρόοπτα και πολύ πόνο.
Στη συνέχεια αφηγήτρια είναι η Τέτα, η νύφη του Βασίλη, η μητέρα των έξι παιδιών. Μάνα για όλους, με ενσυναίσθηση και αγάπη βαθιά, πηγαία, ανεπιτήδευτη. Έντιμη και ντόμπρα όπως και τα λόγια της, κι ας είναι ντιπ αγράμματη. Ο λόγος της, σε ιδιωματική (βορειοηπειρώτικη) γλώσσα, ένας εσωτερικός μονόλογος με τον οποίο περιγράφει γεγονότα και συναισθήματα, είναι σπαραχτικός.
Στο επόμενο κεφάλαιο παρακολουθούμε τον νεαρό πια Αλέξανδρο να περιπλανιέται στην πολύβουη και πληθωρική Αμερική, κρατώντας ένα λεπτό νήμα στα ίχνη του αδερφού που δεν γνώρισε ποτέ, ενώ στο πέμπτο μέρος κρυφοκοιτάζουμε στο μαύρο σημειωματάριό του (του Αλέξανδρου), γεμάτο με τρυφερά, χειρόγραφα ποιήματα που αποκαλύπτουν την αθεράπευτη μοναξιά του.
Ο Βασίλης, η Τέτα και ο Αλέξανδρος είναι λοιπόν οι κύριοι άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφεται όλο το βιβλίο. Τρεις άνθρωποι που ανήκουν σε τρεις διαφορετικές γενιές, γενιές που διατρέχουν την ιστορία και τη μοίρα της Αλβανίας. Με τον διαφορετικό τρόπο γραφής που χαρακτηρίζει κάθε ενότητα και με τις ακραίες πολιτισμικές αντιθέσεις (σκληροτράχηλο ορεινό χωριό στην Αλβανία, φτώχεια και περιορισμοί στο εμβερικό καθεστώς από τη μια, μετανάστευση στην Ελλάδα, και πληθωρική καταναλωτική κοινωνία της Νέας Υόρκης στο τέταρτο κεφάλαιο που τιτλοφορείται «electric blue»), ο αναγνώστης βιώνει, μαζί με τους ήρωες, και κυρίως μαζί με τον κεντρικό ήρωα τον Αλέξανδρο, τις αντιφάσεις του σύγχρονου κόσμου. Ενός κόσμου που κουβαλάει στις αποσκευές του μνήμες από παππούδες μιας εποχής που μοιάζει μακρινή, αλλά είναι γεμάτη πληγές και σημάδια που καλούν, που προσκαλούν τον σύγχρονο άνθρωπο να τα «θεραπεύσει» για να μπορέσει να προχωρήσει. Όπως λέει ο ίδιος ο συγγραφέας στη συνέντευξή του στην Ελένη Γκίκα, «Δεν ήρθαμε μόνο από μια άλλη χώρα, ήρθαμε από μια άλλη εποχή, ήταν σαν να μπήκα σε μια κάψουλα και να βγήκα ξαφνικά μετά από 50 χρόνια μες στον χρόνο. Αυτή η διαφορά φάσης υπήρχε και σε σχέση με την οικογένειά μου, μιας και εγώ ήμουν με διαφορά ο μικρότερος και ο μόνος που πήγε σχολείο και μεγάλωσε στην Ελλάδα». Ο Αλέξανδρος λογικά είναι ένα από τα alter ego του συγγραφέα, λοιπόν.
Βασίλης Ζέφος, ο παππούς
Με καταγωγή από το Δρεπένι της Νότιας Αλβανίας (Βορείας Ηπείρου) και από πλούσια αρχοντική οικογένεια ο γεννημένος το 1924 Βασίλης -που από μικρό παιδί θέλει να φύγει από το Δρεπένι- είναι προορισμένος από τα 14 του χρόνια να παντρευτεί αυτήν που του υποδεικνύει ο πατέρας του Παύλος και να αυγατίσει την περιουσία που εμπιστεύτηκαν στους προγόνους του οι δημογέροντες του Δρεπενιού, για την «ζηλευτή» ανδρεία του παππού του στην Απελευθέρωση (έδωσαν στον μοναχογιό του και στη χήρα του έναν λόφο ολόκληρο σε καλή τοποθεσία και τη γύρω γη να τη δουλέψουν)! Ο Βασίλης θέλει να σπουδάσει, αλλά λίγο μετά τον ανεπιθύμητο αρραβώνα ένα απίθανο περιστατικό τον καθηλώνει, ανάπηρο σε καροτσάκι, με κρίσεις επιληψίας και χωρίς διάθεση για ζωή. Η ανημπόρια και ο φόβος των κρίσεων (την επόμενη στιγμή μπορεί να έρθει. Όσο τον περιμένει, ο αέρας μπαίνει κρύος στο στόμα του και ο φόβος τού παγώνει το αίμα) αλλάζουν πρόσωπο καθώς διανύουμε τις δεκαετίες, ο πατέρας του καταφέρνει να τον παντρέψει με την κουτσή Ρόζα, και γεννιέται κι ένα παιδί, ο Παύλος. Παρακολουθούμε τις διαλείψεις, τις εικασίες της προβληματικής του διανόησης, την επικοινωνία με τον επίσης ξέμπαρκο, τον Κοσμά, οσφραινόμαστε την αθέλητη βία που ασκεί στον μικρό Παύλο.
Με τον ιμπρεσσιονιστικό τρόπο με τον οποίο εξελίσσεται το δεύτερο κεφάλαιο διατρέχουμε τις δεκαετίες και βρίσκουμε τον Παύλο παντρεμένο με τέσσερα παιδιά (τα άλλα δύο έρχονται αργότερα) και τη νύφη Τέτα να αγκαλιάζει στοργικά τον ανήμπορο Βασίλη με τη μεγάλη της καρδιά, να τον ταΐζει, να τον προσέχει, να του μιλάει· να του κάνει παρέα και να του έχει μαλακώσει την καρδιά. Τον κάνει να νιώθει άνθρωπος, ένας άνθρωπος ακέραιος, με αξιοπρέπεια (αυτή η γυναίκα είναι ό, τι καλύτερο του συνέβη από τη μέρα που έφαγε τη σφαίρα (…) Η Τέτα είχε μια ψυχραιμία που σ’ εκείνο το σπίτι έλαμπε όπως τα κάρβουνα κάτω απ’ τη στάχτη του τζακιού. Δεν ύψωνε ποτέ τη φωνή της, ακόμα κι όταν διαφωνούσαν ή τσακωνόντουσαν με τον Παύλο/η Τέτα ό, τι ήθελε να πάρει ή να πει απλώς το έκανε, χωρίς να το μολύνει με αμφιβολία).
Ο Βασίλης, αυτός ο έξυπνος άνθρωπος που η κακοτυχιά τον χτύπησε σαν κεραυνός ανατρέποντας κάθε επίγεια χαρά συθέμελα, φεύγει από τη ζωή κάνοντας μια πράξη απίστευτης μεγαλοψυχίας, ουσιαστικά συγχωρώντας την πρώην αρραβωνιαστικιά του-αιτία της κακοδαιμονίας του, κατανοώντας και θαυμάζοντας «αυτή της την αδάμαστη θέληση για ζωή. Τη ζήλευε και τη θαύμαζε. Αυτός. Θαύμαζε εκείνη».
Το τρίτο κεφάλαιο (όπως και το δεύτερο), που επιγράφεται «τσιμπιτόνι», μπορεί να σταθεί αυτόνομο, και κατά τη γνώμη μου είναι κορυφαίο μέσα στο χώρο της ελληνικής διηγηματογραφίας. Ήδη όμως, από τα προηγούμενα κεφάλαια, έχουμε αποκτήσει ένα απαραίτητο περίγραμμα, ένα πλαίσιο όπου κινούνται οι ήρωες, κι αυτό προσδίδει ιδιαίτερο βάθος. Εδώ τώρα βλέπουμε την οπτική γωνία μιας γυναίκας, μιας γυναίκας ψημένης, έξυπνης, νοικοκυράς, με ισχυρό το μητρικό ένστικτο και μεγάλη αγάπη για τη ζωή.
Τέτα/Ηλέκτρα, η νύφη. Γυναίκα του Παύλου, μητέρα του Αλέξανδρου
Η Τέτα, αφηγείται όπως είπαμε στη λαϊκή ντόπια γλώσσα και με αρχετυπικό λόγο. Αυτοσυστήνεται ξεκινώντας με την περιεκτική φράση «μου’ λαχε μένα να φτιάσω τη μοίρα των Ζεφαίων». Μόνο κορίτσι σε πολυμελή οικογένεια, μεγάλωσε κάνοντας δουλειές (εγώ να μαγειρεύω, εγώ να πλένω, εγώ να σκομίζω για τόσους νοματαίους του σπιτιού. Σο χωράφι από τα δώδεκα, να κουβαλάω ξύλα για την κοπερατίβα. Να φορτώνω στην μπλάτη σαφύλια και πατάτες, κλπ κλπ). Μιλά για όλα, για τον «Ενβέρη», για τον αδερφό της τον άθεο, για τον κακοτράχαλο τόπο καταγωγής της. Αφηγείται με τον δικό της τρόπο την «ιστορία των Ζεφάδων», φωτίζοντας το μυστήριο της κακοδαιμονίας του Βασίλη και δίνοντας κι άλλη εκδοχή (κάποιος τον έφα, λέει, επειδή δεν ήθελε την Ένωση με την Ελλάδα. Τον είχαν ακούσει να λέει σα παιδία που τους έκανε μάθημα σο σκολείο ότι το Δρεπένι είχε και από παλαία Αλβανούς. Ότι πρέπει να μάθουμε να ζούμε μονοιασμένοι αναμεταξύ μας. Ότι άμα μάθουμε να δείχνουμε σέβα ο ένας σον άλλονε, θα είμεσα όλοι νούρι (μια χαρά). Πού ηκούστη!).
Η Τέτα μιλά με τρυφερότητα για τον Παύλο, για τη γνωριμία τους και την θετική της απάντηση να τον παντρευτεί παρόλο που ήταν ανήκουστο να θελήσει γυναίκα να «πάρει Ζέφο», άνθρωπο σημαδεμένο και ανάπηρο. Με συμπόνια και σπάνια καλοσύνη όμως μιλάει για τον πεθερό της τον Βασίλη, παρόλο που είναι τρομακτικός. Στη συνέχεια μιλά για τα παιδιά της που γεννιούνται ένα ένα, και φέρνουν αγάπη και χαρά στο σπιτικό, κι όλοι από τότε «γλύκαναν», ακόμα κι μισότρελη η Ρόζα.
Με τον θάνατο του Εμβέρ (κλάμα που ρίξαμε όλοι! Αναΐα!), βάζει πείσμα να κατέβουν στην Ελλάδα, πιο πολύ σκεπτόμενη τα παιδιά (ήδη είχαν γεννηθεί τα δυο μικρά, ο Αλέξανδρος κιο Μενέλαος), να μάθουν τέχνη, να σπουδάσουν. Η μεγάλη πληγή της απώλειας του τρίχρονου Μενέλαου, αγιάτρευτη. Παρόλ’ αυτά σφίγγουν τα δόντια, νιώθουν σαν τη μύγα μέσ’ στο γάλα αλλά συνεχίζουν για τη Μεθενιά (φανταστικό χωριό στην Πελοπόννησο). Οι δυσκολίες ανυπέρβλητες, η προσαρμογή δύσκολη, οι ταπεινώσεις συνεχείς και απροσδόκητες (το ήγλεπες στα μάτια τους ότι μας είχανε για Αλβανούς, για ξένους, για φτύματα).
Ο μονόλογος της Τέτας είναι συγκλονιστικός. Όχι μόνο γιατί διατρέχει όλα αυτά τα δύσκολα χρόνια της προσφυγιάς (μέχρι το 2014 που επιστρέφει χήρα πια στο Δρεπένι), της εξοντωτικής δουλειάς, της απίστευτης προσπάθειας να εξοικειωθούν και να βρουν τον πραγματικό τους εαυτό, να κάνουν φίλους, να σπουδάσουν τα παιδιά, να τα βλέπουν να φεύγουν και να εκπατρίζονται ξανά κλπ κλπ, αλλά γιατί κρατά μέσα σ’ όλες αυτές τις αντιξοότητες σαν σπάνια φλόγα την ανθρωπιά, την κατανόηση, την αγάπη της για όλους και για όλα. Μέσα στη δίνη μιας δύσκολης επιβίωσης καταφέρνει να δίνει την καρδιά της και να προσαρμόζεται σε κάθε αλλαγή, σε κάθε αναποδιά, να κάνει όνειρα, να βλέπει μπροστά.
Αλέξανδρος
Κάποτε είχε πιστέψει, είχε ελπίσει μάλλον ότι το μίσος θα έφτανε για να τον κάνει να σηκώνεται απ’ το κρεβάτι το πρωί, όμως τώρα το ξέρει:
Το μίσος δεν αρκεί, κι η αγάπη είναι τόσο δύσκολη
Μεταφερόμαστε απότομα στο «σήμερα», στο τέταρτο μέρος του βιβλίου (“Electric blue”) όπου ο αφηγηματικός λόγος είναι κλασικός (όπως και στο κεφάλαιο «Πέτρος»), σ’ ένα όμως τελείως φουτουριστικό σκηνικό, στον ουρανοξύστη Χάνκοκ της Βοστόνης. Μαθαίνουμε για τον νεαρό Αλέξανδρο ότι αγαπούσε μια Άννα αλλά χώρισε, ότι η σημερινή σύντροφός του απαιτεί κουβέντα κι όχι μόνο σεξ («Είσαι σαν μηχανή» του λέει. «Ναι ρε φίλε, σαν μηχανή»), ότι τον απασχολεί το γράψιμο καθώς κρατά ποιήματα σ΄ένα «μικρό μαύρο τετράδιο» (το γράψιμο, αυτή η ανάδευση κα το κλώσιμο του πόνου, είχε σταθεί η καλύτερη αφορμή που του είχε εμφανιστεί προκειμένου να μη ζει). Γρήγορα καταλαβαίνουμε ότι ο χαμένος, χωρίς πατρίδα Αλέξανδρος, εξαφανισμένος για όλους, αναζητά ίχνη από την μυστήρια εξαφάνιση του μικρού αδερφού (τον οποίο βέβαια δεν θυμάται): λένε ότι ο Μενέλαος χάθηκε στα σύνορα –χάθηκε; Πώς χάθηκε;- λοιπόν αν ο Μενέλαος είναι έκκεντρος, ο Μενέλαος είναι πιο έκκεντρος, αν ο Αλέξανδρος είναι ευερέθιστος, ο Μενέλαος είναι πιο ευερέθιστος. Μέσα στους συλλογισμούς του Αλέξανδρου αναδεύεται σαν σε όνειρο η εκδοχή του Μενέλαου, της πορείας του σαν μικρό παιδάκι που χάθηκε, το μεγάλωμά του, η ζωή του προβάλλει σαν σε ονειροφαντασία. Για τον Αλέξανδρο και για τον αναγνώστη.
Μια φωτογραφία τυχαία, μοιραία γίνεται αφορμή για να ξεδιπλώσει ο Αλέξανδρος την εμμονή του (με τον Μενέλαο μαζί θα μπορούσαν να γεμίσουν τις ξεχειλωμένες ρωγμές του χρόνου) και να ακολουθήσει το αμφίβολο νήμα της μέσα στις μεγαλουπόλεις της Αμερικής. Ο συγγραφέας, πέρα από το αίσθημα του «αδύνατου νόστου» μάς χαρίζει τρεις απίστευτες σελίδες όπου μεταφέρεται ο παλμός της Αμερικής, όλος αυτός ο πολύχρωμος σύνθετος κόσμος: ναι εδώ καταλήγουν, εδώ συσσωρεύονται όλα, σκόνη γίνονται και λιώνουν και χυλώνουν για να απλωθούν και να σκεπάσουν σαν μια αόρατη βλέννα στο τέλος τους δρόμους, τους ανθρώπους και τα κτίρια.
«Βρόμικο φως», το πέμπτο μέρος
Είναι το μαύρο σημειωματάριο που ξεφορτώνεται κάποια στιγμή ο Αλέξανδρος, γεμάτο «κείμενα γι΄αυτούς τους λίγους που μπόρεσε να αγγίξει». Αντιγράφω, από το ποίημα γραμμένο για την Άννα:
Βασίλης Ζέφος, ο παππούς
Με καταγωγή από το Δρεπένι της Νότιας Αλβανίας (Βορείας Ηπείρου) και από πλούσια αρχοντική οικογένεια ο γεννημένος το 1924 Βασίλης -που από μικρό παιδί θέλει να φύγει από το Δρεπένι- είναι προορισμένος από τα 14 του χρόνια να παντρευτεί αυτήν που του υποδεικνύει ο πατέρας του Παύλος και να αυγατίσει την περιουσία που εμπιστεύτηκαν στους προγόνους του οι δημογέροντες του Δρεπενιού, για την «ζηλευτή» ανδρεία του παππού του στην Απελευθέρωση (έδωσαν στον μοναχογιό του και στη χήρα του έναν λόφο ολόκληρο σε καλή τοποθεσία και τη γύρω γη να τη δουλέψουν)! Ο Βασίλης θέλει να σπουδάσει, αλλά λίγο μετά τον ανεπιθύμητο αρραβώνα ένα απίθανο περιστατικό τον καθηλώνει, ανάπηρο σε καροτσάκι, με κρίσεις επιληψίας και χωρίς διάθεση για ζωή. Η ανημπόρια και ο φόβος των κρίσεων (την επόμενη στιγμή μπορεί να έρθει. Όσο τον περιμένει, ο αέρας μπαίνει κρύος στο στόμα του και ο φόβος τού παγώνει το αίμα) αλλάζουν πρόσωπο καθώς διανύουμε τις δεκαετίες, ο πατέρας του καταφέρνει να τον παντρέψει με την κουτσή Ρόζα, και γεννιέται κι ένα παιδί, ο Παύλος. Παρακολουθούμε τις διαλείψεις, τις εικασίες της προβληματικής του διανόησης, την επικοινωνία με τον επίσης ξέμπαρκο, τον Κοσμά, οσφραινόμαστε την αθέλητη βία που ασκεί στον μικρό Παύλο.
Με τον ιμπρεσσιονιστικό τρόπο με τον οποίο εξελίσσεται το δεύτερο κεφάλαιο διατρέχουμε τις δεκαετίες και βρίσκουμε τον Παύλο παντρεμένο με τέσσερα παιδιά (τα άλλα δύο έρχονται αργότερα) και τη νύφη Τέτα να αγκαλιάζει στοργικά τον ανήμπορο Βασίλη με τη μεγάλη της καρδιά, να τον ταΐζει, να τον προσέχει, να του μιλάει· να του κάνει παρέα και να του έχει μαλακώσει την καρδιά. Τον κάνει να νιώθει άνθρωπος, ένας άνθρωπος ακέραιος, με αξιοπρέπεια (αυτή η γυναίκα είναι ό, τι καλύτερο του συνέβη από τη μέρα που έφαγε τη σφαίρα (…) Η Τέτα είχε μια ψυχραιμία που σ’ εκείνο το σπίτι έλαμπε όπως τα κάρβουνα κάτω απ’ τη στάχτη του τζακιού. Δεν ύψωνε ποτέ τη φωνή της, ακόμα κι όταν διαφωνούσαν ή τσακωνόντουσαν με τον Παύλο/η Τέτα ό, τι ήθελε να πάρει ή να πει απλώς το έκανε, χωρίς να το μολύνει με αμφιβολία).
Ο Βασίλης, αυτός ο έξυπνος άνθρωπος που η κακοτυχιά τον χτύπησε σαν κεραυνός ανατρέποντας κάθε επίγεια χαρά συθέμελα, φεύγει από τη ζωή κάνοντας μια πράξη απίστευτης μεγαλοψυχίας, ουσιαστικά συγχωρώντας την πρώην αρραβωνιαστικιά του-αιτία της κακοδαιμονίας του, κατανοώντας και θαυμάζοντας «αυτή της την αδάμαστη θέληση για ζωή. Τη ζήλευε και τη θαύμαζε. Αυτός. Θαύμαζε εκείνη».
Το τρίτο κεφάλαιο (όπως και το δεύτερο), που επιγράφεται «τσιμπιτόνι», μπορεί να σταθεί αυτόνομο, και κατά τη γνώμη μου είναι κορυφαίο μέσα στο χώρο της ελληνικής διηγηματογραφίας. Ήδη όμως, από τα προηγούμενα κεφάλαια, έχουμε αποκτήσει ένα απαραίτητο περίγραμμα, ένα πλαίσιο όπου κινούνται οι ήρωες, κι αυτό προσδίδει ιδιαίτερο βάθος. Εδώ τώρα βλέπουμε την οπτική γωνία μιας γυναίκας, μιας γυναίκας ψημένης, έξυπνης, νοικοκυράς, με ισχυρό το μητρικό ένστικτο και μεγάλη αγάπη για τη ζωή.
Τέτα/Ηλέκτρα, η νύφη. Γυναίκα του Παύλου, μητέρα του Αλέξανδρου
Η Τέτα, αφηγείται όπως είπαμε στη λαϊκή ντόπια γλώσσα και με αρχετυπικό λόγο. Αυτοσυστήνεται ξεκινώντας με την περιεκτική φράση «μου’ λαχε μένα να φτιάσω τη μοίρα των Ζεφαίων». Μόνο κορίτσι σε πολυμελή οικογένεια, μεγάλωσε κάνοντας δουλειές (εγώ να μαγειρεύω, εγώ να πλένω, εγώ να σκομίζω για τόσους νοματαίους του σπιτιού. Σο χωράφι από τα δώδεκα, να κουβαλάω ξύλα για την κοπερατίβα. Να φορτώνω στην μπλάτη σαφύλια και πατάτες, κλπ κλπ). Μιλά για όλα, για τον «Ενβέρη», για τον αδερφό της τον άθεο, για τον κακοτράχαλο τόπο καταγωγής της. Αφηγείται με τον δικό της τρόπο την «ιστορία των Ζεφάδων», φωτίζοντας το μυστήριο της κακοδαιμονίας του Βασίλη και δίνοντας κι άλλη εκδοχή (κάποιος τον έφα, λέει, επειδή δεν ήθελε την Ένωση με την Ελλάδα. Τον είχαν ακούσει να λέει σα παιδία που τους έκανε μάθημα σο σκολείο ότι το Δρεπένι είχε και από παλαία Αλβανούς. Ότι πρέπει να μάθουμε να ζούμε μονοιασμένοι αναμεταξύ μας. Ότι άμα μάθουμε να δείχνουμε σέβα ο ένας σον άλλονε, θα είμεσα όλοι νούρι (μια χαρά). Πού ηκούστη!).
Η Τέτα μιλά με τρυφερότητα για τον Παύλο, για τη γνωριμία τους και την θετική της απάντηση να τον παντρευτεί παρόλο που ήταν ανήκουστο να θελήσει γυναίκα να «πάρει Ζέφο», άνθρωπο σημαδεμένο και ανάπηρο. Με συμπόνια και σπάνια καλοσύνη όμως μιλάει για τον πεθερό της τον Βασίλη, παρόλο που είναι τρομακτικός. Στη συνέχεια μιλά για τα παιδιά της που γεννιούνται ένα ένα, και φέρνουν αγάπη και χαρά στο σπιτικό, κι όλοι από τότε «γλύκαναν», ακόμα κι μισότρελη η Ρόζα.
Με τον θάνατο του Εμβέρ (κλάμα που ρίξαμε όλοι! Αναΐα!), βάζει πείσμα να κατέβουν στην Ελλάδα, πιο πολύ σκεπτόμενη τα παιδιά (ήδη είχαν γεννηθεί τα δυο μικρά, ο Αλέξανδρος κιο Μενέλαος), να μάθουν τέχνη, να σπουδάσουν. Η μεγάλη πληγή της απώλειας του τρίχρονου Μενέλαου, αγιάτρευτη. Παρόλ’ αυτά σφίγγουν τα δόντια, νιώθουν σαν τη μύγα μέσ’ στο γάλα αλλά συνεχίζουν για τη Μεθενιά (φανταστικό χωριό στην Πελοπόννησο). Οι δυσκολίες ανυπέρβλητες, η προσαρμογή δύσκολη, οι ταπεινώσεις συνεχείς και απροσδόκητες (το ήγλεπες στα μάτια τους ότι μας είχανε για Αλβανούς, για ξένους, για φτύματα).
Ο μονόλογος της Τέτας είναι συγκλονιστικός. Όχι μόνο γιατί διατρέχει όλα αυτά τα δύσκολα χρόνια της προσφυγιάς (μέχρι το 2014 που επιστρέφει χήρα πια στο Δρεπένι), της εξοντωτικής δουλειάς, της απίστευτης προσπάθειας να εξοικειωθούν και να βρουν τον πραγματικό τους εαυτό, να κάνουν φίλους, να σπουδάσουν τα παιδιά, να τα βλέπουν να φεύγουν και να εκπατρίζονται ξανά κλπ κλπ, αλλά γιατί κρατά μέσα σ’ όλες αυτές τις αντιξοότητες σαν σπάνια φλόγα την ανθρωπιά, την κατανόηση, την αγάπη της για όλους και για όλα. Μέσα στη δίνη μιας δύσκολης επιβίωσης καταφέρνει να δίνει την καρδιά της και να προσαρμόζεται σε κάθε αλλαγή, σε κάθε αναποδιά, να κάνει όνειρα, να βλέπει μπροστά.
Αλέξανδρος
Κάποτε είχε πιστέψει, είχε ελπίσει μάλλον ότι το μίσος θα έφτανε για να τον κάνει να σηκώνεται απ’ το κρεβάτι το πρωί, όμως τώρα το ξέρει:
Το μίσος δεν αρκεί, κι η αγάπη είναι τόσο δύσκολη
Μεταφερόμαστε απότομα στο «σήμερα», στο τέταρτο μέρος του βιβλίου (“Electric blue”) όπου ο αφηγηματικός λόγος είναι κλασικός (όπως και στο κεφάλαιο «Πέτρος»), σ’ ένα όμως τελείως φουτουριστικό σκηνικό, στον ουρανοξύστη Χάνκοκ της Βοστόνης. Μαθαίνουμε για τον νεαρό Αλέξανδρο ότι αγαπούσε μια Άννα αλλά χώρισε, ότι η σημερινή σύντροφός του απαιτεί κουβέντα κι όχι μόνο σεξ («Είσαι σαν μηχανή» του λέει. «Ναι ρε φίλε, σαν μηχανή»), ότι τον απασχολεί το γράψιμο καθώς κρατά ποιήματα σ΄ένα «μικρό μαύρο τετράδιο» (το γράψιμο, αυτή η ανάδευση κα το κλώσιμο του πόνου, είχε σταθεί η καλύτερη αφορμή που του είχε εμφανιστεί προκειμένου να μη ζει). Γρήγορα καταλαβαίνουμε ότι ο χαμένος, χωρίς πατρίδα Αλέξανδρος, εξαφανισμένος για όλους, αναζητά ίχνη από την μυστήρια εξαφάνιση του μικρού αδερφού (τον οποίο βέβαια δεν θυμάται): λένε ότι ο Μενέλαος χάθηκε στα σύνορα –χάθηκε; Πώς χάθηκε;- λοιπόν αν ο Μενέλαος είναι έκκεντρος, ο Μενέλαος είναι πιο έκκεντρος, αν ο Αλέξανδρος είναι ευερέθιστος, ο Μενέλαος είναι πιο ευερέθιστος. Μέσα στους συλλογισμούς του Αλέξανδρου αναδεύεται σαν σε όνειρο η εκδοχή του Μενέλαου, της πορείας του σαν μικρό παιδάκι που χάθηκε, το μεγάλωμά του, η ζωή του προβάλλει σαν σε ονειροφαντασία. Για τον Αλέξανδρο και για τον αναγνώστη.
Μια φωτογραφία τυχαία, μοιραία γίνεται αφορμή για να ξεδιπλώσει ο Αλέξανδρος την εμμονή του (με τον Μενέλαο μαζί θα μπορούσαν να γεμίσουν τις ξεχειλωμένες ρωγμές του χρόνου) και να ακολουθήσει το αμφίβολο νήμα της μέσα στις μεγαλουπόλεις της Αμερικής. Ο συγγραφέας, πέρα από το αίσθημα του «αδύνατου νόστου» μάς χαρίζει τρεις απίστευτες σελίδες όπου μεταφέρεται ο παλμός της Αμερικής, όλος αυτός ο πολύχρωμος σύνθετος κόσμος: ναι εδώ καταλήγουν, εδώ συσσωρεύονται όλα, σκόνη γίνονται και λιώνουν και χυλώνουν για να απλωθούν και να σκεπάσουν σαν μια αόρατη βλέννα στο τέλος τους δρόμους, τους ανθρώπους και τα κτίρια.
«Βρόμικο φως», το πέμπτο μέρος
Είναι το μαύρο σημειωματάριο που ξεφορτώνεται κάποια στιγμή ο Αλέξανδρος, γεμάτο «κείμενα γι΄αυτούς τους λίγους που μπόρεσε να αγγίξει». Αντιγράφω, από το ποίημα γραμμένο για την Άννα:
Ποιος μου το κάρφωσε,
όταν γεννήθηκα
αυτό το σύννεφο στην πλάτη;
Χριστίνα Παπαγγελή