"Καταλαβαίνεις πολύ γρήγορα αν ένα τραύμα θα επουλωθεί. Η μουσική, ακόμα και όταν ήμουν διευθυντής, ήξερα τι ήταν για μένα μια παρηγοριά. Με βοηθούσε για λίγο. Μού άρεσε η αίσθηση της πίεσης του τραύματος, με γοήτευε. Ένα δυνατό τραύμα το κάνει αυτό, γοητεύει, δείχνει λίγο αλλιώτικο μέρα με τη μέρα. Έχει μήπως αλλάξει; αναρωτιέσαι. Μπορεί να επουλώνεται τελικά. Το κοιτάζεις στον καθρέφτη, δείχνει διαφορετικό. Αλλά όταν το πιάνεις, ξέρεις πως είναι το ίδιο, ο παλιός σου φίλος.
Τα χρόνια περνάνε και εσύ συνεχίζεις να το κάνεις, και κάποτε αντιλαμβάνεσαι πως δεν πρόκειται να επουλωθεί, και στο τέλος κουράζεσαι. Κουράζεσαι πάρα πάρα πολύ".
Ένας διάσημος πιανίστας, ο κ. Ράιντερ, καταφτάνει σε μια -ανώνυμη- παρακμασμένη πόλη της Κεντρικής Ευρώπης, όπου τον υποδέχονται με μεγάλες τιμές και προσδοκίες, γιατί η συναυλία που θα παίξει σε τρεις μέρες είναι το καθοριστικό γεγονός για την ιστορία του τόπου. Από τη στιγμή της άφιξής του μέχρι τη μέρα της συναυλίας πολιορκείται από ποικίλους καλοπροαίρετους ευγενικούς πολίτες (π.χ. από τον αχθοφόρο, τον διευθυντή του ξενοδοχείου, τον γιο του διευθυντή, τον παλιό του συμμαθητή Τζέφρι Σόντερς κ.α.), που τον απασχολούν με τα προβλήματά τους, τον προσκαλούν σε εκδηλώσεις, τον δεσμεύουν, του ζητούν μικρές και μεγάλες χάρες, τον παγιδεύουν σε διάφορες υποχρεώσεις. Εκείνος, ευάλωτος στις προσκλήσεις και στα προβλήματα των άλλων, ενδίδει κάθε φορά μην μπορώντας να διαχειριστεί τον χρόνο και τα πρόσωπα, παρασύρεται, ξεχνιέται, αναπροσαρμόζει το πρόγραμμά του ενώ συνέχεια προκύπτουν νέα έκτακτα κι επείγοντα περιστατικά.
Γρήγορα ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι δεν υπάρχει ρεαλιστική αφήγηση, ούτε συνέπεια στον χώρο και στον χρόνο. Η αρχική απογοήτευσή μου (προσωπικά με κουράζουν οι τελείως «ονειρικές» αφηγήσεις όπου απλώς παρακολουθείς το ατέρμονο, αυθαίρετο παραλήρημα του συγγραφέα -καθώς και τις ψυχαναλυτικές του προθέσεις-, σε βαθμό που όταν υπάρχει αφήγηση ονείρου, συνήθως πηδάω σελίδες) γρήγορα έδωσε τη θέση της στον ενθουσιασμό. Η γραφή του Ισιγκούρο, σε συνδυασμό με τη βιωματική πρωτοπρόσωπη αφήγηση είναι τόσο σαγηνευτική που έφτασε η στιγμή που δεν μπορούσα να αφήσω το βιβλίο από το χέρι μου: είχα… αγωνία (!), αν ο καλόβολος ήρωάς μας θα προλάβει, θα μπορέσει να επιστρέψει, αν θα τα βρει επιτέλους με την γυναίκα του, αν θα έχει χαθεί ο γιος του που τον περιμένει ώρες την καφετέρια, αν θα έχει χρόνο να κάνει πρόβα, αν επιτέλους θα βοηθήσει την παλιά του συμμαθήτρια Φιόνα να σώσει το γοήτρό της απέναντι στις κουτσομπόλες φίλες κλπ κλπ. Όλοι όσοι τον πλησιάζουν, με απίστευτο θαυμασμό και εκτίμηση, τον παρακαλούν ευγενικά να τους εξυπηρετήσει: ο ξενοδόχος για να του δείξει η γυναίκα του… δύο άλμπουμ με αποκόμματα εφημερίδας αποκλειστικώς αφιερωμένα στον ίδιο, ο αχθοφόρος για να τον βοηθήσει να βγάλει την κόρη του Σοφί από την απόγνωση (που έκπληκτοι καταλαβαίνουμε ότι είναι η γυναίκα του ήρωα, με την οποία βρίσκονται σε διάσταση), ο γιος του ξενοδόχου για να του παίξει πιάνο και να του πει τη γνώμη του, ο γιος του ο Μπόρις για να βρουν μαζί το στρατιωτάκι του «Αριθμός Εννέα» στο «παλιό διαμέρισμα», οι δημοσιογράφοι που θέλουν να τον φωτογραφίσουν μπροστά στο περίφημο «κτίριο Σάτλερ», η Ομάδα Αλληλεγγύης Πολιτών… κλπ κλπ, εκκρεμότητες που πλέκονται σ’ ένα ατελείωτο γαϊτανάκι που κρατάει τρεις μέρες και βέβαια προκαλούν στιγμιαία άγχος στον ήρωα, αλλά αυτός τις περισσότερες φορές ενδίδει στη ροή, ακούει με υπομονή και ενδιαφέρον ατέλειωτους μονολόγους, και μπλέκεται όλο και περισσότερο, όλο και πιο βαθιά στον ανθρώπινο κυκεώνα, μεταθέτοντας τις δικές του βασικές του ανάγκες στο άπειρο. Ακριβώς δηλαδή, όπως στα όνειρα (και ποιος δεν έχει δει όνειρο να πλησιάζεις όλο και περισσότερο τον ποθητό στόχο, αλλά όλο κάτι να συμβαίνει τελευταία στιγμή, που φαίνεται πιο σημαντικό;). Και όπως και στα όνειρα, οι προτεραιότητες γίνονται αστείες, το αρχικό νήμα χάνεται και το θυμάσαι στιγμιαία, ενώ αυτό που στον τρέχοντα κόσμο είναι σημαντικό γίνεται ασήμαντο, και το αντίθετο. Η αίθουσα «χαλαρωτικού» κινηματογράφου με τις μεταμεσονύχτιες προβολές γίνεται χώρος… χαρτοπαιξίας και διαπληκτισμών (ενώ εντωμεταξύ παίζεται το έργο «Οδύσσεια του διαστήματος 2000 (!)»), η «μικρή συγκέντρωση» γίνεται δεξίωση, αλλά ο ήρωάς μας υπομένει γιατί είναι αποφασισμένος να «μελετήσει τις τοπικές συνθήκες» (είχα επιβάλει στον εαυτό μου αυτό ακριβώς το καθήκον, να εξοικειωθώ με την κατάσταση του τόπου).
Ονειρικός είναι ο χρόνος αλλά και ο χώρος: μέσα στο ασφυκτικό -για τον αναγνώστη- πλαίσιο του χρόνου (πρέπει να γίνει πρόβα, να φτιάξει την ομιλία, να πάει εδώ ή εκεί), οι αποστάσεις που αρχικά φαίνονται σύντομες ξαφνικά διαστέλλονται: μια σύντομη διαδρομή που του υπόσχονται π.χ. οι φωτογράφοι, γίνεται ατέλειωτη, με σκοτεινούς δρόμους, στροφές, έρημες εκτάσεις, περίεργα κτίρια ενώ οι συνομιλητές του μακρηγορούν. Αντίθετα, εκεί που ο αναγνώστης έχει αγχωθεί ότι θα χρειαστεί άλλο τόσο χρόνο για να επιστρέψει ο ήρωας στην «αφετηρία» του (π.χ. στο ξενοδοχείο, την καφετέρια όπου τον περιμένει ο γιος του κλπ κλπ) ο δρόμος της επιστροφής μπορεί να είναι μια και μόνο πόρτα! Τα λίγα λεπτά με το αυτοκίνητο συνειδητοποιούμε ότι είναι καμιά ώρα με το… τραμ, το «παλιό διαμέρισμα» είναι σε άγνωστη περιοχή και διαβαίνεις σκάλες, εναέριες διαβάσεις και πόρτες «όμως καμία δεν του ξυπνούσε την παραμικρή ανάμνηση». Και ξαφνικά, π.χ. έξω από την αίθουσα δεξιώσεων, παρατημένο στο γρασίδι σ’έναν χορταριασμένο δρόμο ο Ράιντερ αποκαλύπτει τον σκελετό του… παλιό τους οικογενειακού αυτοκινήτου και βυθίζεται στις παιδικές αναμνήσεις (τότε αναδύθηκε η ανάμνηση μιας από τις πιο ευτυχισμένες οικογενειακές εκδρομές με αυτό το αμάξι).
Οι χαρακτήρες διαγράφονται αρκετά πειστικά και θα έλεγε κανείς ότι είναι όλοι κάπως υπερ-αισιόδοξοι, οπτιμιστές, ενόψει ενδεχομένως και του μεγάλου μουσικού γεγονότος που θα ανυψώσει την «καταδικασμένη» πόλη (η ψυχή αυτής της πόλης δεν είναι άρρωστη, κε Ράιντερ, είναι νεκρή). Πέρα από τη συναυλία που θα δώσει ο Ράιντερ, στην ίδια εκδήλωση αναμένεται να παίξει μετά από πολλά χρόνια αποχής και παραίτησης και ο πάλαι ποτέ φημισμένος κος Μπρόντσκι! Μέσα επομένως στην προετοιμασία των ημερών περιλαμβάνεται και το να πείσουν τον εξαθλιωμένο, και αλκοολικό μαέστρο/ πιανίστα, -που είναι απαρηγόρητος γιατί δεν τον θέλει η αγαπημένη του, η κα Κόλινς- να εμφανιστεί, και να παίξει στη συναυλία. Η αισιοδοξία όλων των διοργανωτών είναι ακατανόητη (έως τραγελαφική: έχουν διοργανώσει μια επίσκεψη στον… ζωολογικό κήπο όπου θα εμφανιστεί «τυχαία» η κα Κόλινς για να δώσει κουράγιο η παρουσία της στον Μπρόντσκι! Εννοείται ότι ένα από τα καθήκοντα του Ράιντερ είναι να παρευρίσκεται κι εκείνος!), κι όλοι μαζικά πιστεύουν γενικά ότι θα τα διορθώσουν όλα και θα
μπαλώσουν κάθε αναποδιά.
Δεν νιώθει επομένως άμεσα ο αναγνώστης ότι έχει να κάνει με «απαρηγόρητους». Υπάρχει διαρκής κίνηση απ΄τους ήρωες, αναδιευθέτηση και ανασχεδιασμός σε περίπτωση που κάτι στραβώνει, και έντονη εξωστρέφεια από όλους, οι οποίοι -στο ονειρικό πάντα πλαίσιο που είπαμε, επομένως μέσα πιθανόν από το υποκειμενικό φίλτρο του ήρωα - εξιστορούν αναλυτικά ό, τι τους απασχολεί και συμπαρασύρουν τον Ράιντερ σε έντονη (ξεκαρδιστική θα έλεγα) δράση. Δεν έχουμε εικόνες θλίψης και σπαραγμού, αν εξαιρέσουμε τον απελπισμένο Μπρόντσκι, που μας χαρίζει εικόνες καρικατούρας, και την απόμακρη Σόφι που ζητά με τον τρόπο της την προσοχή του άντρα της.
Ωστόσο σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, βρισκόμαστε κυριολεκτικά σε μια πόλη απαρηγόρητων (ίσως γι αυτό θεωρήθηκε πιο πετυχημένη η μετάφραση του τίτλου στον πληθυντικό αριθμό, απ’ ό, τι στην πρώτη έκδοση, «Ο απαρηγόρητος»/1997[1]). Στο οπισθόφυλλο και της πρώτης και της τελευταίας έκδοσης, η εστίαση γίνεται στον πρωταγωνιστή (είναι κάποιος που πάντα πίστευε πως αν καταφέρει να δώσει κάποια μέρα την καλύτερη συναυλία του κόσμου, θα μπορέσει να αποκαταστήσει μέσα του κάποιες χαμένες ισορροπίες και ότι από εκεί και πέρα η ζωή του θα μεταμορφωθεί σε παράδεισο/η δημόσια ζωή ξέφυγε εντελώς από τον έλεγχό του), και ασφαλώς τον πρώτο λόγο τον έχει ο αφηγητής. Ωστόσο, αν τον καλοσκεφτεί κανείς, όλοι οι βασικοί χαρακτήρες είναι άνθρωποι απαρηγόρητοι, που ψάχνουν απεγνωσμένα τις καινούριες τους ισορροπίες:
· Ο Γκουστάβ, ο αχθοφόρος, που ζητά από τον Ράιντερ να περιλάβει στο λογύδριό του μια μικρή παράγραφο για τα συμφέροντα των… αχθοφόρων (αρκεί μια και μόνο δική σας λέξη απόψε και όλα μπορεί να πάρουν μια άλλη τροπή. Θα μπορούσε αυτή η λέξη να αποτελέσει ιστορική καμπή για το επάγγελμά μας). Απαρηγόρητος καθώς η σχέση με την κόρη του είναι διαταραγμένη (η Σόφι κι εγώ εξακολουθούμε να νοιαζόμαστε ο ένας για τον άλλον. Απλώς δε μιλιόμαστε), κι όταν καταρρέει ζητά από τον Ράιντερ να του φέρει τη Σόφι και τον Μπόρις (άλλη μια επείγουσα υποχρέωση που καθυστερεί τον ήρωά μας). Η συμφιλίωση είναι σπαραχτική.
· Η Σόφι, που όπως είπαμε, είναι σε απόσταση από τον πατέρα της αλλά ψάχνει αφορμή να του δώσει το… παλτό του∙ που μπαινοβγαίνει στη ζωή του Ράιντερ με κρυφές προσδοκίες, να βρουν το «κατάλληλο σπίτι» (κάτι μου λέει ότι ίσως είναι το σπίτι που ψάχνουμε όλο αυτό το διάστημα), να σταθεί με αξιοπρέπεια δίπλα του στη δεξίωση της Γκαλερί Γκαρβίνσκι (αποφασισμένη να πάει καλά η βραδιά), να περάσουν οι τρεις μια όμορφη «φανταστική γιορτή» με τα φαγητά που αρέσουν στον Μπόρις, να κάνουν πράγματα μαζί με σπίτι ή χωρίς, και κυρίως, με την ελπίδα ότι οι σχέσεις του Μπόρις με τον πατέρα του θα γίνουν πιο θερμές. Η Σόφι ανιχνεύει τον θυμό που κρύβεται πίσω από την επιφανειακή νηφαλιότητα του Ράιντερ (αρχίζεις πάλι να θυμώνεις. Και η αποψινή βραδιά είναι πολύ σημαντική) και βασανίζεται που η πολυπραγμοσύνη του Ράιντερ δεν αφήνει χώρο για την ίδια και τον Μπόρις (Άφησέ μας. Πάντα ήσουν έξω από την αγάπη μας. Ήσουν έξω και από τη θλίψη μας. Άφησέ μας. Φύγε).
· Το μικρό αγοράκι, ο Μπόρις που αποζητά με τον δικό του, παιδικό και πεισματάρικο τρόπο τον Πατέρα και την οικογένεια. Βλέπουμε τον Ράιντερ να κάνει φιλότιμες προσπάθειες να χτίσει μια ουσιαστική σχέση («Μπόρις, επειδή μπορεί να αναρωτιέσαι μερικές φορές (…) είμαι πολύ ευτυχισμένος. Για σένα. Πολύ ευτυχισμένος που είμαστε μαζί. Δεν είναι ωραία αυτή η βόλτα με το λεωφορείο;), αλλά οι δραστηριότητές του συνέχεια τον απομακρύνουν (πρέπει να συνεχίσω ετούτα τα ταξίδια, επειδή δεν ξέρεις πότε θα συμβεί. Εννοώ το πολύ ξεχωριστό, το πολύ σπουδαίο ταξίδι, εκείνο που θα είναι πολύ σημαντικό όχι μόνο για μένα αλλά για όλον τον κόσμο). Το αγοράκι βυθίζεται στις φαντασιώσεις με κυκλοθυμική διάθεση, ωριμάζει, στηρίζει τη μητέρα/μιμείται τον πατέρα σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να εισπράξει αγάπη. Όμως, όταν «βρίσκει καταπληκτικό» το δώρο του πατέρα του (ένα άσχετο βιβλίο με κατασκευές), υφίσταται μια νέα έκρηξη θυμού.
· Ο ξενοδόχος Χόφμαν, που προσπαθεί να οργανώσει άψογα την εκδήλωση, κρατώντας ζωντανή τη φαντασίωση να έχει μια ρομαντική κοινή ζωή με τη γυναίκα του, με καλλιτεχνικές συγκινήσεις (νόμισα πως η ζωή μου θα ήταν η ευτυχία, μια συνεχόμενη αδιάκοπη ευτυχία). Νιώθει όμως μέτριος και αποτυχημένος γιατί δεν είναι καλλιτέχνης, ακόμα περισσότερο όμως γιατί χρεώθηκε την αποτυχία της βραδιάς (Η βραδιά αυτή. Όλεθρος. Γιατί να προσποιούμαστε το αντίθετο; Γιατί συνεχίζεις να με ανέχεσαι;) .
· Η κα Χόφμαν, με τα «άλμπουμ» που περιμένουν τον Ράιντερ να τα δει (!!!), απαρηγόρητη γιατί ζει με το όνειρο «μιας ζεστής και δεμένης οικογένειας» (έχω αυτήν την αίσθηση, πως μια στιγμή χρειάζεται μόνο, μία και μόνο στιγμή, αρκεί να είναι η σωστή), που φοβάται ότι «μπορεί και να αρχίζουμε να πεθαίνουμε συναισθηματικά», ενώ παίζει με τα συναισθήματα του άντρα της.
· Ο Στέφαν, ο γιος του ξενοδόχου που περιμένει επί ματαίω την αναγνώριση του ταλέντου του από τους δυο γονείς του (κλαυσίγελος οι τελικές σκηνές).
· Ο Ανρί Κριστόφ, ένας μέτριος τσελίστας, που αγαπά την γοητευτική και ψηλομύτα Ρόζα (πίστευε ότι όλοι οι ντόπιοι άνδρες ήταν κατώτεροί της) αλλά είναι απαρηγόρητος γιατί την έχει διαψεύσει ως προς το ότι είναι μεγάλο ταλέντο (η Ρόζα, σύμφωνα με αυτό που είναι, μπορεί να με αγαπάει μόνο υπό συγκεκριμένες συνθήκες. Αυτό όμως δεν κάνει την αγάπη της λιγότερο αληθινή).
· Ο Μπρόντσκι, η μεγάλη ελπίδα της πόλης, πάλαι ποτέ φίρμα και τώρα εξαθλιωμένος αλκοολικός, απαρηγόρητος για την απόρριψή του από τον μεγάλο του έρωτα, την κα Κόλινς. Όλη η μελέτη, η διοργάνωση και οι απίστευτες προετοιμασίες περιστρέφονται γύρω από την αμφιθυμία και τις παραξενιές του Μπρόντσκι, του οποίου οι διαθέσεις εξαρτώνται από την ανταπόκριση της κας Κόλινς. Ο αναγνώστης παρακολουθεί ξεκαρδιστικές/τραγελαφικές σκηνές απελπισμένων προσπαθειών από τον Μπρόντσκι να πλησιάσει τον μεγάλο του έρωτα αλλά και απ’ όλους να τον προσεγγίσουν, καθώς το γεγονός ότι… πέθανε ο αγαπημένος του σκύλος περιπλέκει τα πράγματα (στόχος –στην ομιλία όπου θα υποδεχτούν τον μουσικό- είναι να διατηρηθεί η ισορροπία ανάμεσα στη θλίψη και στη χαρά). Αποκορύφωμα της ιλαροτραγωδίας είναι η συναυλία, όπου ο απτόητος Μπρόντσκι εμφανίζεται με μια παλιά… σιδερώστρα αντί για πατερίτσα για το μόλις κομμένο πόδι του ("πού είναι εκείνη;") και καταρρέει ηρωικά πριν το τελευταίο, τρίτο μέρος του έργου.
· Η κα Κόλινς, άλλη μεγαλοπαρμένη (όπως η Ρόζα) που θέλει να συναναστρέφεται ιδιοφυΐες, που δεν διστάζει να εκφράζει την περιφρόνησή της στον Μπρόντσκι (δεν πρόκειται ποτέ να γίνεις κανονικός διευθυντής ορχήστρας. Ποτέ δεν ήσουν, ούτε και τότε, ούτε παλιά), απαρηγόρητη που ο Λίο δεν έχει «πάρει μια θέση που να του αξίζει σε τούτη την πόλη».
· Τέλος, ο μεγάλος απαρηγόρητος, ο ήρωάς μας και αφηγητής, ταλαντούχος κος Ράιντερ, προφανώς μεγάλος πιανίστας, για όλους «εμπνευσμένος», με «ιδιοφυείς μουσικές ιδέες»∙ με όνειρο να κάνει «το μεγάλο ταξίδι», «το ένα το σημαντικότερο», «που αν το χάσεις δεν υπάρχει δεύτερο», γι αυτό, όπως εξηγεί στον Μπόρις, πρέπει να συνεχίσει, πρέπει να συνεχίσει να ταξιδεύει συνεχώς. Η ιδιοφυής προσωπικότητά του είναι αδιαμφισβήτητη, και το αντιλαμβανόμαστε από τον θυελλώδη τρόπο με τον οποίο παίζει πιάνο, αλλά και όταν αποστομώνει με τρομακτική ετοιμολογία τους παθιασμένους συνομιλητές του σε μουσικά ζητήματα (π.χ. «οι κεχρωματισμένες τρίφωνες συγχορδίες δε διαθέτουν καμιά εγγενή συναισθηματική αξία. Για την ακρίβεια, το συναισθηματικό τους χρώμα μπορεί να αλλάξει σημαντικά όχι μόνο ανάλογα με το γενικό πλαίσιο, αλλά και ανάλογα με την ένταση του ήχου (!!!)). Όπως επισημαίνει η Κυριακή Μπεϊόγλου στην παρουσίαση του βιβλίου «Ο νους ονειρεύεται όταν δεν έχει υπομονή», ίσως θέμα του Ισιγκούρο είναι «η συχνά διαταραγμένη προσωπική ζωή των μεγάλων καλλιτεχνών που δεν καταφέρνει να ισορροπήσει ποτέ. Ο χρόνος που αφιερώνουν στην Τέχνη έρχεται σε ρήξη με τον χρόνο που χρειάζεται ένας άνθρωπος για να κρατήσει μια οικογένεια, γονείς και φίλους. Ο συγγραφέας εντόπισε την καρδιά ενός προβλήματος που φαίνεται να τον απασχολεί έντονα καθώς κι εκείνος δουλεύει κλεισμένος στην μοναχικότητα που απαιτεί η συγγραφή. Με τύψεις ίσως, και ενοχές, για όσους τον περιμένουν στον «έξω» κόσμο».
Ο χαλαρός και ευγενικός προσκεκλημένος, που ενδίδει πρόθυμα στο να παραχωρήσει λίγο από τον πολύτιμο χρόνο του σε όποιον το ζητά, δεν είναι και τόσο ενδοτικός: κρύβει βαθιά μέσα του έναν ανεξήγητο θυμό, που τον γευόμαστε απροσδόκητα σε αρκετά σημεία του μυθιστορήματος, πρώτοι και καλύτεροι η Σόφι με τον Μπόρις (ενώ απαντούσα, συνειδητοποίησα πόσο θυμωμένος ήμουν ακόμα μαζί της), οι συμπολίτες (αντιπροσωπεύετε ό, τι στραβό υπάρχει σε τούτη τη πόλη!), και τέλος η υπεύθυνη της διοργάνωσης κα Στράτμαν (είμαι δυσαρεστημένος με τα πάντα, κα Στράτμαν).
Ο κος Ράιντερ, είναι απαρηγόρητος εκτός όλων των παραπάνω, περιμένοντας αυτήν την εκδήλωση -«το υψηλότερο σημείο της καριέρας του»-, γιατί είναι η μόνη εκδήλωση όπου θα παρευρεθούν οι γονείς του (ένιωσα να με κυριεύει πανικός σχετικά με το τι θα έκανα με τους γονείς μου), γιατί του φαίνεται αδιανόητο που αυτό το κομμάτι δεν συγκινούσε τη μητέρα του, αλλά η άμαξα με τα άσπρα άλογα που θα τους έφερνε με επισημότητα μέσα από το δάσος δεν έφτασε ποτέ, γιατί ποτέ δεν εμφανίστηκαν οι γονείς ούτε στην αίθουσα συναυλιών, ούτε καν στην πόλη… (σωριάστηκα σε μια καρέκλα που ήταν δίπλα μου και διαπίστωσα πως είχα αρχίσει να κλαίω. Και εκείνη την ώρα θυμήθηκα πόσο ισχνές ήταν οι πιθανότητες να έρθουν εδώ οι γονείς μου).