Όταν καίγεται, έτσι που καίγεται εδώ με πυρωμένο σίδερο η σάρκα,
όλα τα’ άλλα σωπαίνουν.
Έχουν να λένε πως κανένας πόνος δε μπορεί να είναι ισοδύναμος με τον ηθικό πόνο.
Αυτά τα λένε οι σοφοί και τα βιβλία.
Όμως, αν βγεις στα τρίστρατα και ρωτήσεις τους μάρτυρες,
αυτούς που τα κορμιά τους βασανίστηκαν ενώ πάνω τους σαλάγιζε ο θάνατος
–και είναι τόσο εύκολο να τους βρεις, η εποχή μας φρόντισε και γέμισε τον κόσμο-
αν τους ρωτήσεις, θα μάθεις πως τίποτα,
τίποτα δεν υπάρχει πιο βαθύ και πιο ιερό από ένα σώμα που βασανίζεται.
(Ηλίας Βενέζης, από τον πρόλογό του στη 2η έκδοση του «Το νούμερο 31328)
Πράγματι, πρόκειται για ένα βιβλίο-γροθιά στο στομάχι, και δεν είναι υπερβολή τα λόγια του «ανιχνευτή του βιβλίου»[1] που μας προειδοποιεί ότι δεν πρόκειται για εννέα ιστορίες-διηγήματα που χαϊδεύουν τα αυτιά∙ δεν αποτελούν «παρηγορία» και δεν έχουν ευχάριστο τέλος. Όπως ακριβώς συμβαίνει καθημερινά, για χιλιάδες ανθρώπους ανά τον κόσμο. Παρόλο που πρόκειται για μυθοπλασία, οι ιστορίες είναι βγαλμένες μέσα από τη σκληρή πραγματικότητα της σύγχρονης ζωής, με κοινό στοιχείο τον ανθρώπινο πόνο και την εκμηδένιση της αξίας της ανθρώπινης προσωπικότητας/ζωής από τον ίδιο τον άνθρωπο. Διαβάζοντας τα διηγήματα αυτά κινδυνεύεις να χάσεις τα οποιαδήποτε «ψήγματα» πίστης στην ανθρώπινη ψυχή/αλληλεγγύη και την ελπίδα για έναν εφικτό, καλύτερο και ανθρώπινο κόσμο. Γιατί αυτές οι «ιστορίες» απηχούν πραγματικές, συγκλονιστικές καταστάσεις εκμετάλλευσης και βίας, που φτάνουν συνέχεια στα αυτιά μας ως ειδήσεις από μακρινές, ψηφιακές και μη πηγές (π.χ. για εμπορία οργάνων, εκπόρνευση, βιασμούς ανηλίκων, ναρκωτικά, κλειτοριδεκτομή, συμμορίες, εκμετάλλευση προσφύγων, ξεκλήρισμα αμάχων κ.α.). Η λογοτεχνική τους όμως εξιστόρηση δίνει σάρκα και οστά, γιατί πια δεν έχουμε να κάνουμε με νούμερα, αλλά με «πρόσωπα»∙ μας εξοικειώνει και μας ευαισθητοποιεί, μας εξοργίζει και μας καταθλίβει (γι αυτό ο Γιάννης Καλογερόπουλος μιλάει για «συναισθηματικά απαιτητική συλλογή»), μας σοκάρει και μας προβληματίζει, κι αν θέλει ο αναγνώστης, μας οδηγεί στην καθαρτήρια «ταύτιση».
Είναι βέβαια πολύ δύσκολο, ή μάλλον είναι ακατόρθωτο να περιγραφεί με λόγια όλη αυτή η άφατη οδύνη. Όπως γράφει και ο Βενέζης στο παραπάνω απόσπασμα (που αναφέρεται βέβαια σε τελείως διαφορετικές συνθήκες, του πρώτου παγκοσμίου πολέμου), δεν υπάρχει πιο ιερός πόνος από του σώματος που βασανίζεται, και καμιά παρηγορία, ηθικολογία ή αφήγηση δεν μπορεί να ξορκίσει. Έχοντας βαθιά μέσα του αυτού του είδους την επίγνωση, ο συγγραφέας βάζει βαθιά το νυστέρι και με κοφτερό, πυκνό και λιτό λόγο μάς οδηγεί στην καρδιά εννέα διαφορετικών μορφών «σύγχρονης» βίας, ενώ σε κάθε ένα από τα διηγήματα παραθέτει στο τέλος πραγματικά στατιστικά στοιχεία με «νούμερα» που σοκάρουν… (π.χ. “140 εκατομμύρια γυναίκες παγκοσμίως έχουν υποστεί βάναυσο ακρωτηριασμό”). Που σοκάρουν γιατί συνειδητοποιούμε ότι η εξατομικευμένη περίπτωση που διαβάσαμε και με την οποία ταυτιστήκαμε είναι μία από τις χιλιάδες τραγωδίες που διαδραματίζονται αυτήν την στιγμή στον κόσμο.
Στην «Τερμιτοφωλιά», για την εννιάχρονη Καντίντια από το Μάλι έφτασε η ώρα «να γίνει γυναίκα», γιατί σύμφωνα με τον μύθο τα γυναικεία γεννητικά όργανα είναι σαν τερμιτοφωλιά που πρέπει να καθαρίσει για να δεχτεί τον σπόρο στα σωθικά της... Σε πρώτο ενικό η ηρωίδα εκφράζει τον ενθουσιασμό της για την τελετή της κλειτοριδεκτομής στην αρχή (εγώ είμαι η μικρότερη, η πιο τυχερή) ενώ η μητέρα της κλαίει (δεν χρειάζεσαι Εξιζέρ[2], για να σε κάνει σωστή και καθαρή. Είσαι γεννημένη πιο καθαρή κι από το νερό της βροχής, λουλούδι μου) -και στη συνέχεια τον ανείπωτο πόνο. Ήταν τυχερή, γιατί επέζησε.
Στο διήγημα «Οι παράνομοι του Γκρόζνι» μεταφερόμαστε στην Τσετσενία, όπου τον Απρίλιο του 2017 ξεκίνησε απίστευτο πογκρόμ κατά των ομοφυλόφιλων (απαγωγές, εκτελέσεις, στρατόπεδα συγκέντρωσης), με τη συγκάλυψη των εφημερίδων και τις ευλογίες του Καντίροφ[3]. Ο κεντρικός ήρωας, ο Μάιρμπεκ δηλώνει με παρρησία στον έξαλλο πατέρα του ότι αγαπά τον Ολκάζαρ και δεν τον απαρνείται (έξω το Γκρόζνι διαμελιζόταν, χανόταν σε μικρές στιβάδες μίσους ακουμπισμένες η μία πάνω στην άλλη, συνθέτοντας ένα φριχτό οικοδόμημα φτιαγμένο από βρώμικο χρήμα και υποτιθέμενα υψηλά ιδεώδη/όμως μέσα στο δεκατρία της οδού Σεβτσένκο ο ήλιος έλαμπε, γελούσε στα γαλάζια του μάτια, γύρω από το στόμα του διαγραφόταν η μόνη περεστρόικα που μπορούσε να αλλάξει τον κόσμο). Πριν συλλάβουν τον Ολκάζαρ και τον οδηγήσουν στα βασανιστήρια, οι στιγμές ευτυχίας μεταφέρουν στους ερωτευμένους αίσθηση αιωνιότητας (ευτυχισμένοι μέσα στην υπερβολή, τον πλουραλισμό και το ψέμα που χαρίζει ο έρωτας) και εξουδετερώνουν την τραγωδία που νιώθουν ότι θα ακολουθήσει (τίποτα δεν είχε σημασία εκείνη τη στιγμή, ούτε η μάνα, ούτε ο σκατόγερος, ούτε οι μπάτσοι, ούτε ο γαμιόλης ο Καντίροφ, ούτε τίποτα πέρα από το δέρμα του, την ανάσα του το κορμί του), ενώ η τραγωδία κορυφώνεται απρόβλεπτα και για τον θαρραλέο Μάιρμπεκ.
Στο διήγημα «Μόρια θανάτου», που διακρίνεται για την αριστοτεχνική, εσωτερική δομή του- παρακολουθούμε σε γ΄ενικό την κόλαση της μικρής Αΐσα (δυο χρόνια μέσα στη «ζούγκλα») εναλλάξ με την πρωτοπρόσωπη αφήγησης της εθελόντριας γιατρού/γυναικολόγου που έτυχε να την εξετάσει. Βλέπουμε αρχικά την Αΐσα να την κυνηγούν Σύροι καθώς βγήκε στο πλάτωμα πίσω από τις τουαλέτες ουρλιάζοντας για να καταλήξει αμίλητη τρέμοντας στο εξεταστήριο, και την γιατρό που ψάχνει διερμηνέα για να καταλάβει τι συμβαίνει σ αυτό το κορίτσι (δεν μπορούσα να φανταστώ το είδος της κόλασης που θα ζούσα εκείνο το βράδυ). Βλέπουμε εκ των έσω όχι μόνο τις τραγωδίες παιδιών που φτάνουν στο σημείο να αυτοκτονήσουν (δεκατρία, π.χ. σε μια βδομάδα) μέσα σ’ ένα κολαστήριο για 2.500 ανθρώπους όπου έχουν στοιβαχτεί 9.000, αλλά και την οδύσσεια των εθελοντών/ντριών που θέλοντας να βοηθήσουν, έφτασαν εκεί με όραμα που γίνεται κομμάτια (έσπασα εκείνο το βράδυ και ο Τζέικομπ το ήξερε). Η τραγική ιστορία που κρύβει στην ψυχούλα της η Αΐσα απηχεί τη μοίρα χιλιάδων μικρών κοριτσιών στις ίδιες συνθήκες, και η αφηγήτρια, απελπιστικά ανήμπορη, γίνεται μάρτυρας μιας ακόμη απεγνωσμένης παραίτησης από τη ζωή.
Ο λευκός δικέφαλος σε μαύρο φόντο -στο ομώνυμο διήγημα- είναι το σήμα της Ελληνικής εθελοντικής Φρουράς[4] που έλαβε μέρος στον πόλεμο της Βοσνίας στο πλευρό των Σέρβων. Βρισκόμαστε στη Σρεμπρένιτσα τον Ιούλιο του 1995, όπου όλοι γνωρίζουμε πως διαπράχτηκε γενοκτονία (7.500 Βόσνιοι, άμαχοι) υπό την επίβλεψη των Ολλανδών κυανόκρανων του ΟΗΕ, που ήταν οχυρωμένοι στο Ποτοτσάρι. Όμως εδώ, στο διήγημα, δεν μιλούν τα νούμερα, μιλούν τα πρόσωπα: ο Μπακίρ που σήμερα θα πεθάνει, ο Αζούρ, η Αλμίνα, δεκάδες που κρύβονται μαζί τους, και χιλιάδες πολιορκημένοι χωρίς εφόδια, με την πείνα και τη δίψα να τους καίει τα σωθικά (είμαστε πάρα πολλοί για τη σιωπή της νύχτας, δεν χωράνε τόσοι στη νύχτα της Σρεμπρένιτσα. Είμαστε πενήντα χιλιάδες και στα βουνά γύρω από την πόλη εκείνος ο μπάσταρδος ο Κάρατζιτς έχει παραταγμένους πολλές χιλιάδες στρατιώτες). Πρόκειται για την αξεπέραστη φρίκη ενός ακόμα πολέμου. Όμως η πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Αζούρ, που μας μεταφέρει τη αγωνία και την ελπίδα, ώρα με την ώρα, ότι η ειρηνευτική δύναμη θα τους δεχτεί στο καταφύγιο, κάνει ακόμα πιο συγκλονιστική την τραγωδία. Να βλέπεις τον συνάνθρωπό σου να καταρρέει (δεν αντιδράσαμε. Δεν υπάρχει αρκετός χώρος για τον πόνο του άλλου μέσα μας) γνωρίζοντας ότι δεν υπάρχει ελπίδα, να βλέπεις τις γυναίκες να τις οδηγούν σε τόπους μαζικών βιασμών (στην σερβική Τούζλα).
Οι απάνθρωπες συνθήκες στα εργοστάσια του Μπαγκλαντές κι ο εκμηδενισμός της αξίας της ανθρώπινης ζωής και αξιοπρέπειας είναι το θέμα του διηγήματος «MADE IN BANGLADESH». Στην Ντάκα, εκεί που ράβεται η ανθρωπότητα, εκεί που ράβεται η γύμνια, μέσα στη λάσπη και τα σκουπίδια. Για δυο δολάρια τη μέρα. Για 300 κομμάτια την ώρα, κι αν δεν το πιάσεις το νούμερο απολύεσαι, ή αφήνεις το αφεντικό σου να σε πηδά (στο τέλος την συνέφερε η πείνα. Πάντα κερδίζει η πείνα).
Η μόνη παρηγοριά της Σουμάιβα, μιας από τις εργαζόμενες στη βιομηχανία μόδας (Benetton, H&M κλπ) είναι η μονάκριβη κόρη της, η Ριφάχ. Η Ριφάχ είναι ο λόγος για να ζει, για να αντέχει τον χαμένο χρόνο, τη χαμένη αξιοπρέπεια, παρόλο που γεννήθηκε… κορίτσι (για τόσο είσαι ικανή, της είπε η μάνα της). Η Σουμάιβα έχει ράψει βιτρίνες για όλον τον δυτικό κόσμο. Στην Πέμπτη Λεωφόρο, στην πλατεία Ταξίμ, στο Πικαντίλι, στην Ερμού, στο Σανζ Ελιζέ. Ωστόσο η τραγωδία παραμονεύει από κει που δεν περιμένει κανείς, από ένα πραγματικό γεγονός που έφερε τον θάνατο σε 1127 ανθρώπους (και διπλάσιους τραυματίες), επιβεβαιώνοντας ότι η ανθρώπινη ζωή είναι ένα σκουπίδι και η απειλή προέρχεται από τον ίδιο τον (απ)άνθρωπο.
Δεν είναι τυχαίο που η επόμενη ιστορία, η ιστορία της «Μίστι Λαβ», έκανε την ηρωίδα του τελευταίου διηγήματος να «σπάσει». Η Μίστι Λαβ, ή άλλιώς Μάγια Ιβανέτσκο, κατηγορούμενη για δολοφονία, εξιστορεί τον βίο της με πικρό κυνισμό στον επιθεωρητή Χάνινγκς (πώς μπορώ και γελάω; Αυτό σου κάνει εντύπωση; Αν ήσουν γυναίκα δεν θα σου φαινόταν τόσο παράξενο. Θα είχες συνηθίσει το αίμα). Για τη Μίστι Λαβ η έκφραση «απίστευτη περιπέτεια» είναι ωραιοποιημένη, έχει μια ρομαντική αύρα. Δεν είναι απλή «περιπέτεια» αυτό που περνάνε οι γυναίκες για να γίνουν πόρνες (μέσα σε όλα εξαναγκαστικό εθισμό στα ναρκωτικά) με απώτερο σκοπό την διακίνηση ανθρώπων, την μαύρη αγορά μοσχευμάτων -κοινώς την εμπορία οργάνων. Η ενθουσιώδης φοιτήτρια λογοτεχνίας, με «Τα άνθη του κακού» στο χέρι έπεσε στην παγίδα της εξάρτησης για να περάσει γρήγορα στο σημείο χωρίς επιστροφή. Ο μηχανισμός δημιουργίας ενός άλλου πλάσματος (όταν ένας άλλος άνθρωπος σε εκμηδενίζει, δεν μπορείς, πρέπει να είσαι κάτι άλλο) είναι αριστοτεχνικά στημένος. Δεν είναι γυναίκα που βγαίνει απ’ αυτόν, είναι ένα άψυχο αντικείμενο (ένα υλικό είναι/δεν υπάρχω, ανήκω). Όμως, δεν φτάσαμε ακόμα στο βαρέλι του πάτου: το μωρό που ήρθε και που φρόντισαν οι μαστροποί να γεννηθεί, κάποια στιγμή εξαφανίστηκε από τη μάνα του (η αξία του στις παράνομες υιοθεσίες είναι είκοσι χιλιάρικα. Θέλω να σκέφτομαι πως αυτό έγινε).
«4449» λέγεται το επόμενο διήγημα, γιατί τόσα χιλιόμετρα είναι η απόσταση από το Σαν Πέδρο Σούλα της Ονδούρας μέχρι την Τιχουάνα του Μεξικού, στα σύνορα με τις ΗΠΑ. Παρόλο το τείχος του Τραμπ και τις οδηγίες να πυροβολούν όσους προσπαθούν να μπουν παράνομα, χιλιάδες άνθρωποι μέχρι τώρα, απελπισμένοι από τον καθημερινό κίνδυνο της ζωής στην Ονδούρα (συμμορίες που διακινούν ναρκωτικά, δολοφονίες, κοκαΐνη) αλλά και όχι μόνο, αποτολμούν το «πέρασμα» σε μια καλύτερη ζωή…
Παρακολουθούμε τον 14χρονο Χέκτορ να έρχεται σε σύγκρουση με τον αδερφό του Μιγκέλ εξαιτίας της «Μάρα 18» (τέτοια σε μαθαίνουν τα αδέρφια σου στη Μάρα 18, ρε αρχίδι; Πώς να σφάζεις γυναίκες και να φυτεύεις σφαίρες σε αθώους;), συμμορίας που ήδη έχει καθαρίσει τους γονείς τους. Ήδη τον Χέκτορ τον πιέζουν με απειλές να ταχτεί με την αντίπαλη συμμορία, την Μάρα Σαλβατρούτσα (ή Μάρα 13). Η φυγή των δύο αδερφών μαζί με την αδερφή τους Κλάρα προς τα σύνορα (μαζί με τη θεία Ονόρα που τους φρόντιζε) είναι μονόδρομος, δεδομένου ότι χιλιάδες μετανάστες φεύγουν απελπισμένοι προσπαθώντας να γλυτώσουν τις ανεξέλεγκτες δολοφονίες (οι Μάρα σκοτώνουν καμιά σαρανταριά ανθρώπους κάθε βδομάδα). Ο τρόπος πληρωμής των «κογιότ» είναι πάντα πολύ σκοτεινά παράνομος. Πολλές οικογένειες συγκεντρώνονται στα σύνορα Γουατεμάλας-Ονδούρας (στο Κορίντο), σε 12 μέρες διασχίζουν τη Γουατεμάλα, όμως στα σύνορα με το Μεξικό αρχίζει η κόλαση (πάνω στη στενή γέφυρα επικρατούσε πανικός, οι Μεξικάνοι τους χτυπούσαν με δακρυγόνα, οι πύλες κρεμόντουσαν πάνω απ’ τις όχθες, καθώς η μάζα έσπρωχνε τους μπροστινούς να προχωρήσουν).
Το διήγημα είναι κι αυτό «αντιστικτικό»: παρακολουθούμε παράλληλα την «άλλη πλευρά», δηλαδή τον Αμερικανό αστυνόμο Τζόνι Γουάιλντερ Τζούνιορ με τους βοηθούς του να υπερασπίζονται την πατρίδα τους (η Αμερική κερδίζει πάντα, Έντι) περιμένοντας τους «παράνομους» μετανάστες να τους αφανίσουν σαν κοτόπουλα (το μυστικό, Έντι, είναι να τραβήξεις τη σκανδάλη τη στιγμή ακριβώς που θα σηκώσει το πόδι του πάνω α’ το τείχος, όσο το υπόλοιπο του σώα θα είναι απ’ την άλλη μεριά).
Το διήγημα «In nomine patris» αναδεικνύει μια άλλη πληγή στις ανθρώπινες κοινωνίες, τα σεξουαλικά εγκλήματα σε βάρος παιδιών (παιδοφιλία), ειδικά παιδιών σε ιδρύματα. Ο συγγραφέας εδώ αφορμή πήρε από καταγγελίες 67 πρώην μαθητών της εκκλησιαστικής σχολής «Αντόνιο Πρόβολο»[5]στη Βερόνα (από το 2009, εκδικάστηκε η υπόθεση το 2016), για να δώσει μια πρωτότυπη οπτική: ο κεντρικός ήρωας Τζιρόλαμι Εμιλιάνι είναι πια ένας γλυκύτατος, ευαίσθητος παππούς, που με αφορμή κάποια αγγελία θανάτου στην εφημερίδα αναστοχάζεται τα φοβερά παιδικά χρόνια στο ορφανοτροφείο, και τη σχέση αγάπης που είχε αναπτύξει ως εξάχρονο ορφανό, με τον κωφάλαλο πεντάχρονο Νίκολα. Η κοινή, αποτρόπαια εμπειρία του σωματικού και ψυχικού βιασμού φέρνει πολύ κοντά τα δυο αγόρια, που χτίζουν μια σιωπηλή και τρυφερή επικοινωνία (ήσουν περισσότερο από αγάπη, ναι. Ήσουν ελευθερία μέσα σε μια φυλακή που χωρίς αυτήν την επιλογή θα είχε γίνει αιώνια).
Τέλος, το διήγημα «Η καθαρίστρια» σοκάρει μ’ έναν τελείως απροσδόκητο τρόπο, γιατί δείχνει ανάγλυφα τη σύγχρονη διαστροφή, τη διαστροφή της διαμεσολάβησης της πληροφορίας, που κόβει, ράβει κατά το δοκούν τα γεγονότα, τις εικόνες, τις μαρτυρίες, τα λογοκρίνει, τα επαναφηγείται και τα πολλαπλασιάζει με τη δύναμη του διαδικτύου, χειραγωγώντας τα πλήθη και διαμορφώνοντας μια νέου τύπου ηθική. Η «καθαρίστρια» δεν είναι άλλη από την υπηρεσία στα μέσα κοινωνική δικτύωσης που λογοκρίνει κι επιβάλλει το τι θα κυκλοφορήσει (αυτή η απόλυτη ελευθερία των πληροφοριών έγινε ο νέος σκοταδισμός).
Η κεντρική ηρωίδα είναι η Νόρα, η «προϊσταμένη του καθαρισμού», μητέρα του «χαρούμενου έφηβου» Γκάμπριελ, που στην πρώτη σκηνή την βλέπουμε να βρίσκεται σε απόγνωση, στο κατώφλι της αυτοκτονίας (γιατί σκότωσε μέσα μου το τελευταίο ίχνος εμπιστοσύνης που είχα στους ανθρώπους). Με αριστοτεχνικά φλας μπακ, βρισκόμαστε στη Γάνδη, και στο γραφείο της συμβουλευτικής εταιρείας των «Stoppendraggers» όπου οι εργαζόμενοι εξετάζουν «αναφορές δημοσιεύσεων» στο Facebook, Instagram κλπ. Πορνό ως επί το πλείστον, αλλά μέσα σ’ αυτά περνάνε και σκηνές από όλα τα διηγήματα που διαβάσαμε μέχρι τώρα, δίνοντας μια υπερφυσική διάσταση καθώς πολλαπλασιάζονται «τα άπλυτα της ανθρωπότητας». Βίντεο που κυκλοφορούν και είναι «τοξικά», θύλακες φανατισμού, γεμάτα βία και χυδαιότητα, όπου ο καθένας μπορεί να είναι ό, τι πραγματικά επιθυμεί να είναι, χωρίς αναστολές. Εκεί ακριβώς, την ώρα της ανάρτησης, ο άνθρωπος μπερδεύει τον φυσικό κόσμο με τον ψηφιακό. Πληροφορίες, εικόνες και βίντεο που πρέπει να αποφασιστεί αν πρέπει να βγουν στη δημοσιότητα (ποιος έχει το δικαίωμα να μολύνει με τη διαστροφή του τις ψυχές των υπόλοιπων; Η διαστροφή έχει την τάση να διαχέεται, είναι μολυσματική. Η διαστροφή και η αλήθεια).
Βλέπουμε ότι το βιβλίο τελειώνει με ένα καυτό, αναπάντητο -για τον αναγνώστη- ερώτημα για την «αληθινή φύση» του ανθρώπου, που σχετίζεται με την εμπιστοσύνη στον άνθρωπο και στο συλλογικό μέλλον.
Θα τελειώσω την ανάρτηση μιλώντας κάπως πιο προσωπικά –πράγμα που δεν το συνηθίζω: συζητώντας το βιβλίο αυτό στη «Λέσχη ανάγνωσης Δράμας», σε ατμόσφαιρα υψηλής συγκίνησης λόγω της βιωματικής συμμετοχής σε όλες αυτές τις τραγωδίες, όλοι νιώθαμε φορτισμένοι και απελπισμένοι με την πραγματικότητα, τον πόνο και την οδύνη που φέρνει η διαστροφή του ανθρώπινου γένους, που με τα σύγχρονα μέσα γίνεται ακόμα πιο οδυνηρή. Γιατί είναι σαφές ότι όλες οι ιστορίες αυτές προέκυψαν από έρευνα πάνω σε πραγματικά ντοκουμέντα, απλώς η μυθοπλασία ζωντάνεψε αληθινές καταστάσεις. Προσπαθήσαμε λοιπόν να αναζητήσουμε ίχνη ελπίδας, ζωής, αγάπης και ανθρωπιάς μέσα στο βιβλίο, σ’ αυτά τα πολυδιάστατα διηγήματα που καταφέρνουν πολυπρισματικά να αναδείξουν την ανθρώπινη πολυπλοκότητα:
...είναι ο θρήνος της μάνας της μικρής Καντίντια, του θύματος ακρωτηριασμού∙ η παρρησία του Μάιρμπεκ που δεν απαρνήθηκε την ομοφυλόφιλη αγάπη του μέχρι τέλους∙ η γυναικολόγος στη Μόρια που αγκάλιασε τη μικρή Αΐσα και μαζί της όλοι οι εθελοντές/ντριες που συμπάσχουν∙ η αγάπη της Σουμάιβα για την κόρη της κι ας είναι καταραμένα τα κορίτσια στην κοινωνία όπου ζει∙ η αυτοδικία της Μίστι Λαβ∙ ο θυμός του 14χρονου Χέκτορ απέναντι στον αδερφό του και τη συμμορία Μάρα 18∙ η τρυφερότητα του Τζιρόλαμι Εμιλιάνι που έμεινε ανέπαφη παρόλο το ψυχολογικό μαρτύριο.
Τέλος, η συναισθηματική απελπισία της Νόρας, της «προϊσταμένης καθαρισμού»...
Όλα αυτά συντηρούν την ελπίδα.
Χριστίνα Παπαγγελή
[1] Ο Λεωνίδας Οικονομάκης, στον πρόλογο που τιτλοφορεί «Ένας ανιχνευτής»
[2] Η ηλικιωμένη γυναίκα που αναλαμβάνει ηγετικό ρόλο στην τελετή της ενηλικίωσης
[3] Πρόεδρος/Επικεφαλής της Δημοκρατίας της Τσετσενίας, εμπλεκόμενος στο πογκρόμ εναντίον της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας
[4] Η Ελληνική Εθελοντική Φρουρά ήταν μονάδα Ελλήνων εθελοντών η οποία πολέμησε στον Πόλεμο της Βοσνίας στο πλευρό του Στρατού της Σερβικής Δημοκρατίας. Μερικά μέλη της μονάδας ήταν παρόντα στην περιοχή της Σφαγής της Σρεμπρένιτσα και ύψωσαν την Ελληνική σημαία πάνω από την πόλη κατά παρότρυνση του Ράτκο Μλάντιτς.
[5] http://xairete.blogspot.com/2009/02/blog-post_5052.html?m=1, https://www.efsyn.gr/node/220464
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου