Κυριακή, Δεκεμβρίου 19, 2021

ραγιάς, ΜΕΡΕΣ ΚΑΙ ΝΥΧΤΕΣ 1821, Γιάννης Καλπούζος

     Μια ιστορική σύνθεση αριστοτεχνικά δομημένη, ένα χορταστικό μυθιστόρημα με χαρακτήρες, δράση και αγωνία, μια βουτιά στην πολύπαθη και πολυδιάστατη περίοδο της ελληνικής επανάστασης -από τα πρώτα πρώτα βήματα, πριν τη γενίκευσή της μέχρι και τη σύσταση του αυτόνομου ελληνικού κράτους-, είναι το τελευταίο αξιόλογο ιστορικό μυθιστόρημα του Γιάννη Καλπούζου. Κι ενώ είχαμε διατρέξει την περίοδο αυτή ως αναγνώστες του «Άγιοι δαίμονες/ Εις ταν πόλιν», με κέντρο όμως την Κωνσταντινούπολη (1808-1831), αυτή τη φορά ο συγγραφέας μάς μεταφέρει, με ακόμα πιο τολμηρό τρόπο, στην καρδιά της επανάστασης. Δηλαδή στον Μοριά, συγκεκριμένα στη Βοστίτσα (Αίγιο), στην Πάτρα, στην Τρίπολη και, ακολουθώντας τον βασικό ήρωα τον Αγγελή, στην Πύλο (Νεόκαστρο ή Ναυαρίνο), στο Μεσολόγγι, στο Ναύπλιο, Βραχώρι (Αγρίνιο), Καρβασαρά (Αμφιλοχία), Πέτα, Δερβενάκια, και πάλι Μεσολόγγι, Τρίπολη, Ναύπλιο. Και είναι τολμηρό το εγχείρημα, αφενός γιατί οι συντελεστές και οι παράμετροι (κοινωνικές, πολιτικές, ιδεολογικές) που έφεραν τον ξεσηκωμό είναι πάρα πολλές και αμφιλεγόμενες, αφετέρου γιατί ήδη υπάρχουν διαφορετικές ερμηνείες ανάμεσα στους ιστορικούς ως προς τα αίτια, τις συνέπειες, τον ρόλο των αγωνιστών, των κοτζαμπάσηδων, των ευρωπαίων, των διαφορετικών εθνικοτήτων που συμβιώνουν στην πολυπολιτισμική Οθωμανική αυτοκρατορία (Τούρκων, Ρωμιών, Εβραίων, Αρμένηδων, Αρβανιτών κλπ κλπ), τα διαφορετικά οικονομικά συμφέροντα, τις ταξικές αντιθέσεις.
     Ωστόσο, ο Καλπούζος δεν διδάσκει, δεν κάνει ιστορία. Θα μπορούσαμε να πούμε όμως ότι ζωντανεύει το παρελθόν, με όσες γνώσεις μπορούμε να έχουμε γι’ αυτό, σεβόμενος την ιστορία, τα ντοκουμέντα, τις μαρτυρίες. Γιατί έπρεπε όλοι αυτοί οι παράγοντες να συνδυαστούν, να συντεθούν και ν’ αποτελέσουν έναν καμβά ώστε να ζωντανέψουν τα γεγονότα με αξιόπιστο τρόπο, χωρίς να προδοθεί η Ιστορία -με γιώτα κεφαλαίο- , και παράλληλα να σκιαγραφηθούν χαρακτήρες μέσα σε μυθιστορηματική πλοκή με αρχή-μέση-τέλος, «δέση» και «λύση».
     Η τεχνική της αφήγησης, που είναι ιδιαίτερη, επιτρέπει αυτήν την ευελιξία: ο κεντρικός ήρωας, ο Αγγελής, ένας απλός πολίτης της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, χωρίς μόρφωση (δεν «ξεσκόλισε»), αφηγείται τα βιώματά του από τις απαρχές της επανάστασης μέχρι τα τέλη του 1825, εμπιστευόμενος τις μαρτυρίες του σε κάποιον «γραμματικό», μέσα από προφορική αφήγηση αλλά και από «ευτελή, κηλιδωμένα και καταταλαιπωρημένα χαρτία», σημειώεις που κρατά ο ίδιος. Παράλληλα, ο ίδιος γραμματικός αναλαμβάνει να συμπληρώσει, σε πιο λόγιο ύφος (και σε ξεχωριστά, εμβόλιμα κεφάλαια) την αφήγηση όπου υπάρχουν κενά. Μετά το 1825, ο Αγγελής, καταπτοημένος όχι μόνο από τις ήττες και τον αγώνα που φαίνεται χαμένος αλλά και απ’ τα δικά του προσωπικά προβλήματα παραιτείται απ’ το να κρατά σημειώσεις (χόρτασα κι από γραψίματα. Να κάψεις κι αυτά που σου έδωκα και που σου έστειλα). Ο γραμματικός όμως, πιστός θαυμαστής του Αγγελή, συνεχίζει να τον παρακολουθεί, και μέσα από μαρτυρίες κοντινών του προσώπων ανασυσταίνει τις νέες περιπέτειες του ήρωά μας αλλά και τα γεγονότα μέχρι τη λήξη του αγώνα και τις πρώτες συνθήκες ανεξαρτητοποίησης του ελληνικού κράτος.
     Ο Αγγελής είναι ένας έξυπνος και όμορφος νεαρός (18 χρονών το 1819) που καταφεύγει από τα 15 του στην Πάτρα αναζητώντας την τύχη του (η οικογένειά του, δέκα νοματαίοι, ζούσε σε χαμόσπιτο ανατολικά της Πάτρας, εφόσον ο πατέρας του ήταν επιστάτης σε χωράφια της χήρας Φιλίζ Χανούμ). Ο θυμώδης χαρακτήρας του και ο νεανικός ενθουσιασμός τον ρίχνουν μέσα σε διαρκείς δοκιμασίες, αλλά κυρίως στη δίνη του προεπαναστατικού αναβρασμού. Διωγμένος από την Πάτρα κακήν κακώς, καταφεύγει στην Καρύταινα δίπλα στον πραματευτή Τζίγνο (ανάποδος, στραβόξυλο, στριφνός, τσιγκούνης, καταφερτζής), με τον οποίο τριγυρνάνε όλο τον Μοριά (Φιλιατρά, Καρύταινα όπου έμειναν αρκετό διάστημα, Τριπολιτσά κλπ). Στο διάστημα μέχρι να αντρωθεί ο Αγγελής και να ξεκινήσει η επανάσταση κάνουμε γνωριμία με πρόσωπα που θα επανέρχονται στη διάρκεια της περιόδου που διατρέχουμε, σε άλλο πλαίσιο και με άλλο ρόλο ίσως: ο 15χρονος Αντριάς, τσιράκι του Τζίγνου, με τον οποίο καρπαζώνονται συνέχεια και μετά φιλιώνουν∙ η 20χρονη Ασπασία, η 4η (!) γυναίκα του Φερχάτ πασά που τον γουστάρει και τον προσελκύει στο κρεβάτι∙ ο Μουράτ (ανιψιός του Σαχίν Αγά) που ο Αγγελής τον είδε να βιάζει την αδερφή του, τη Γαρυφαλλιά∙ ο σοφός γέροντας Μελισσηνός που τον συμβουλεύει στα δύσκολα, και οι δυο του αδερφοί, ο Θεωνάς και ο αμίλητος Συμεών∙ ο μικρός Χαλίλ, γιος του Καρτάλ εφέντη (που πεθαίνει σε συμπλοκή καθώς Τούρκοι οχυρώνονται στο Νεόκαστρο) ∙ ο Γάσπαρης, σύντροφος που τον ακολουθεί απ’ το ξεκίνημα και τον στηρίζει∙ και τέλος η Εβραιοπούλα Σιμχά, κόρη του Βαρούχ, που την ερωτεύεται κεραυνοβόλα και παράφορα (απόμεινα να τη θαμάζω. Κέρωσα/χαμογέλιο άστραμμα μέσα στη νύχτα. Λαμποκόπησαν τα μάτια της κι έκαμναν τα μάγουλά της μικρές γούβες. Να βουτάνε και τα όνειρα να κολυμπούν. Παραλίγο να λιποθυμήσω).
     Αυτά και άλλα πρόσωπα, σημαντικά/ιστορικά και ασήμαντα, περιστρέφονται γύρω από την τυχοδιωκτική προσωπικότητα του Αγγελή, ο οποίος μπλέκεται σε περιπέτειες κάθε τόσο, καθώς περνάμε από την προεπαναστατική περίοδο στο «καζάνι που βράζει», στην αρχή του1821, όταν ήδη έχουν ξεκινήσει οι επαναστατικές πράξεις (πατούσα πια τα είκοσι. Από τα δεκαπέντε που έμπλεξα με τον Τζίγνο δεν είχα ξεκολλήσει ούτε μέρα. Πλιο πάντεχα να βρω του Ρωμιούς επαναστατημένους). Έχουμε ήδη γνωρίσει την Πάτρα και την Τριπολιτσά της εποχής (ό,τι ποθούσε κανείς το έβρισκε στο Τσαρσί, όπως λαλούσαν όλο το παζάρι. Ειδήσματα από την Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική. Ρούχα παπούτσια, δέρματα, υφάσματα, γουναρικά, γνέματα, κερί κλπ κλπ), την Καρύταινα, το Νεόκαστρο (Ναυαρίνο/Πύλος) αλλά και άλλες μικρότερες κωμοπόλεις, εφόσον οι πραματευτές γυρνάνε όλα τα χωριά της κεντρικής και Δυτικής Πελοποννήσου. Έχουμε δει αγριότητες των Τούρκων αλλά και των «φουστανελάδων», που τσάκισαν τον Αγγελή στο ξύλο εκ μέρους των κοτζαμπάσηδων («τέτοιοι είναι οι κοτζαμπάσηδες, φίδια φαρμακερά. Ορίζει το ντοβλέτι τους φόρους που πρέπει να πληρωθούν, αυτοί τους αυγατίζουν, τους μοιράζουν στα χωριά, τους εισπράττουν οι ίδιοι, δίνουν όσα ζήτησε στο ντοβλέτι και κρατάνε τη διαφορά για λογαριασμό τουςτ», του εξηγεί ο Ρήγας, «ένας αφέντης ο Τούρκος και δεύτερος και χειρότερος οι κοτζαμπάσηδες»).
     Ο «περίεργος αναβρασμός» που γίνεται αισθητός κι από τους ανυποψίαστους νεαρούς πραματευτές έχει ξεκινήσει από το 1820. Επεισόδια όπως να ζητούν με εκβιασμούς οι Τούρκοι τις κεφαλές Ελλήνων κάπων[1] και να τους πηγαίνουν άλλων, ή να παριστάνουν οι ξεσηκωμένοι τους ηττημένους -να παρουσιάζονται ως όμηροι («ρεέμια»), για να μη δώσουν χρόνο στους Τούρκους να προετοιμαστούν- είναι συνήθη. Όπως γράφει και ο γραμματικός του Αγγελή, ο λαός, βρισκόταν μεν σε επαναστατικό πυρετό, αλλά δεν γνώριζε λεπτομέρειες. Έτσι, ενημερωνόμαστε για τις λεπτομερείς κινήσεις Ρωμιών και Τούρκων απ’ τον γραμματικό, ο οποίος ζωντανεύει την ατμόσφαιρα της εποχής, με την υποκειμενικότητα που είναι φυσική για κάποιον καλοπροαίρετο, φυσικό μάρτυρα.
     Οι κινήσεις προς την απελευθέρωση είναι πολλές και αποσπασματικές, και καμιά φορά με σκοτεινά κίνητρα. Γυναικόπαιδα Τούρκων ξεσηκώνονται και κλείνονται στο φρούριο του Νεόκαστρου, ή στην Τριπολιτσά.

Η περίοδος της επανάστασης
Όταν στις είκοσι οκτώ του Μάρτη πήγα στην Κανδήλα ν’ αγοράσω αλεύρι, έμαθα πως είχε γυρίσει ο κόσμος ανάποδα. Στράφηκα στη σπηλιά, έκρυψα τα εργαλεία, έβαλα μπόλικο άχυρο και βρόμη στο μουλάρι και κίνησα για την Καρύταινα, παίρνοντας μαζί μου τον ντουλαμά και το τσεκούρι.
     Ο Μάρτης βρίσκει τον ήρωά μας στην Κανδήλα, ψηλά στα βουνά σε μια σπηλιά, να μαζεύει χιόνι για την επιχείρηση πώλησης πάγου που είχε μηχανευτεί ο Τζίγνος (!) Όταν παίρνει χαμπάρι τι γίνεται, έχει χαθεί πια με τους υπόλοιπους, αλλά τακιμιάζει με τον συνομήλικό του Γάσπαρη, αγνή ψυχή αλλά και μέσα στα πράγματα (είχε μια ελαφράδα, μια αποκοτιά ο Γάσπαρης που μ’ άρεσε. Δεν πολυσκότιζε το μυαλό του). Ήξερε περισσότερα από τον Αγγελή για την επανάσταση, αλλά κι αυτά μισά κι ανέσωστα. Μαθαίνουν για τα Καλάβρυτα, για την Καλαμάτα, για τη Γορτυνία όπου πολύ νωρίτερα έγινε ξεσηκωμός (βλέπουμε με πόσο έντεχνο τρόπο ο συγγραφέας μας μεταφέρει τη θολούρα των καιρών, τη δυσκολία της ενημέρωσης που ευθύνεται εν πολλοίς για την ασάφεια που υπάρχει σε σχέση με την ακριβή ημερομηνία έναρξης της επανάστασης) και ψάχνουν να βρουν μπουλούκι για να ενταχτούν, καθώς τραβάνε προς Καρύταινα.
     Καθώς οι συμπλοκές γενικεύονται, ο αναγνώστης εντυπωσιάζεται από τον τρόπο μάχης της εποχής, σώμα με σώμα… Μυρίζει ο αέρας μπαρούτι, ακούγονται πυροβολισμοί, κόσμος πηγαινοέρχεται, φωνές, οιμωγές, θρήνοι. Γυναίκες με μουλάρια φορτωμένα προσπαθούν να σώσουν το βιος τους, κουφάρια εδώ κι εκεί. Από τους Έλληνες που πολιορκούν την Καρύταινα (όπου είναι κλεισμένοι 600 Τούρκοι), ελάχιστοι βαστούν όπλα (πιστόλες και τουφέκια). Οι περισσότεροι κρατούν τσεκούρια, μαχαίρια, μυτερά ξύλα, κι ό, τι λογάριαζε καθένας για όπλο. Η αποτυχία της πολιορκίας στην Καρύταινα –και όχι μόνο, κόβει τα φτερά του ήρωά μας (δεν θα παραστήσω τον αντριωμένο. Και σκιαζόμουν και δε λογάριαζα να πετύχει η επανάσταση. Η φευγάλα της Καρύταινας με κρύωσε. Ξυπνήσανε μέσα μου και λόγια όσων στέκονταν εξαρχής ενάντιοι. Ποιος θα μας κυβερνούσε; Θα κάμναμε δικό μας κράτος όπως έλεγαν οι φιλικοί; Σάμπως καταλαβαίναμε ακόμα τι θα πει κράτος! Μήτε τι ακριβώς σήμαινε ελευθερία νογάγαμε).
     Παρόλες τις αρχικές επιφυλάξεις ο Αγγελής μπαίνει στο μάτι του κυκλώνα. Παρακολουθούμε το «βάφτισμά» του, τον Απρίλη του 1821, στη μάχη στον κάμπο του Λεβιδιού, όπου βρίσκεται σε χωσιά (ενέδρα) μόνο μ’ ένα γιαταγάνι (από τη μια χιλιάδες κι από την άλλη μια χούφτα παλληκάρια/τη ράχη μου Τούρκος δε θα τη ματα’δει/ο φόβος μου μου’ λεγε να τρέξω μα με κρατούσε το γινάτι). Είναι το πρώτο φονικό, αυτό που του χάρισε και το ασημοστολισμένο του καριοφίλι.
     Ακολουθεί θύελλα γεγονότων και καταστάσεων, καθώς παρακολουθούμε από κοντά τη βιωματική αφήγηση του συμπαθητικού ήρωα. Συναντάμε μαζί με τον Αγγελή τον Μπότσαρη, τον «γεροντολαγό» τον Θεοδωράκη Κολοκοτρώνη με τα κηρύγματά και τα «λοξοδρομήματά» του, τους γιους του Πάνο και τον 15χρονο Γιάννη (Γενναίο)[2] και όλη τους την πορεία, τους Υψηλάντηδες, τον Μαυροκορδάτο, τους Πλαπουταίους, τον Δράμαλη, τον Μακρυγιάννη, τον Ανδρέα Λόντο και τον Ανδρέα Ζαΐμη (προεστοί που συνεργάστηκαν με τον Κολοκοτρώνη), τον Καραϊσκάκη, τον Ι. Κωλέττη και μετέπειτα τον Καποδίστρια και άλλους πολλούς. Έχουμε άμεση επαφή -με την υποκειμενικότητα όσων μετέχουν στην ιστορία- με τις εθνοσυνελεύσεις και τα πρώτα συντάγματα, τις αντιπαλότητες στρατιωτικών και κοτζαμπάσηδων που οδηγούν στη συμφορά των εμφυλίων, τις απρόσμενες σκοτεινές συμμαχίες, τη φυλάκιση των καπεταναίων, την άφιξη του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, την καταστροφή του Μοριά και την τραγική κατάληξη του Μεσολογγίου. Περιστατικά γνωστά αλλά και άγνωστα, όπως η πολιορκία του Νεόκαστρου το 1821(κάστρο της Πύλου/Ναυαρίνου) ζωντανεύουν χαρίζοντας όχι μόνο την απόλαυση της επαφής με την ιστορία, αλλά και πλούσιες εμπειρίες στον ήρωά μας. Αλλά και η πολιορκία της Τριπολιτσάς[3] από τους Έλληνες, όπως αργότερα και του Μεσολογγίου, περιγράφεται λεπτομερώς με δεινά χρώματα, καθώς η πολιορκία πόλης είναι απ’ τα χειρότερα βιώματα που μπορεί να ζήσει άνθρωπος.
     Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, ο Αγγελής συναντά ανθρώπους σημαντικούς, ανθρώπους τιποτένιους, εχθρούς που γίνονται φίλοι, φίλους που γίνονται εχθροί, ιδεολόγους (άμα λογαριάζεις για πατρίδα τον ένα και τον άλλο που διαφεντεύει, λαθεύεις. Εμείς θελήσαμε να φτιάξουμε πατρίδα, τη βάλαμε στο νου μας, και θα της χρωστάμε μέχρι να βγει η ψυχή μας) αλλά και παραδόπιστους. Μετά τον φρικτό θάνατο (παλούκωμα) του 15χρονου αδερφού του να του καίει την καρδιά, δεν έχει πια αμφιβολίες και κατατάσσεται σε μπουλούκι ως στρατιώτης, γίνεται κι ο ίδιος μπουλουκτσής∙ τραυματίζεται δυο φορές αρκετά βαριά και αναγκάζεται να νοσηλευτεί και σ’ αυτό το διάστημα παντρεύεται την Εβραιοπούλα Σιμχά (θύμα της πολιορκίας της Τριπολιτσάς) που την αποκαλει εφεξής Κερασία, ενώ ένας τεράστιος θησαυρός κρυμμένος από τον πατέρα της Βαρούχ στο πηγάδι του -πυρπολημένου- σπιτιού τον βοηθά να επιζήσει με αρχοντική, σχετικά, άνεση. Έχει δίπλα του τον15χρονο Τούρκο Χιλάλ που του έσωσε τη ζωή και τον ακολουθεί ως Στάμος, αγοράζει την 11χρονη Χαλίλ (μετέπειτα Χρυσούλα) που γίνεται η ψυχοκόρη της Σιμχά/Κερασίας. Στρατεύεται κυρίως με τον Γενναίο Κολοκοτρώνη σε Πελοπόννησο και Δυτική Ελλάδα, γυρνάει μαζί του πριν τη μάχη του Πέτα στα Δερβενάκια κατ’ εντολήν του Θ. Κολοκοτρώνη για να αντιμετωπίσουν τον Δράμαλη, παρακολουθεί τις φαγωμάρες στις εθνοσυνελεύσεις αλλά αρνείται να συμμετάσχει (δεν το χωρούσε ο νους μου ότι Έλληνες σκότωναν Έλληνες, ούτε να κάμνω τον αστυνόμο ή τον εισπράκτορα, και προφασίστηκα τον κρεβατωμένο/να στέρξω να ορμήσω εναντίον λλήνων για τα πολιτικά, δεν το δεχόμουν). Δεν είναι και λίγες οι πονηριές του Κολοκοτρώνη, που καταφέρνει να είναι με το ένα ποδάρι με τους καπεταναίους, με το άλλο ποδάρι με τους πολιτικούς/προεστούς, αλλά κατά τα λεγόμενα και ο Μακρυγιάννης πούλησε τον Γενναίο (Κολοκοτρώνης, στραατιωτικός) και πήγε με τη μεριά των κυβερνητικών.
     Η μοίρα των Τριπολιτσαίων ίσως είναι και η πιο δύσκολη σε όλο το Μοριά. Γιατί την πήραν βέβαια οι Έλληνες σκορπώντας τον όλεθρο, αλλά τα στρατεύματα που μαζεύονται στην πόλη πλιατσικολογούν και απομυζούν τους ντόπιους. Το ίδιο παρατηρείται και στο Ναύπλιο, όπου καταφεύγει ο Αγγελής με την οικογένειά του (η Κερασία είναι και έγκυος), κι όπου τους περιμένουν νέες περιπέτειες (απατεωνιές, εκπλήξεις, ανατροπές κλπ).
     Όταν πια γεννά η Κερασία την ξανθόμαλλη Πασχαλιά, ο αγώνας βρίσκεται στο ναδίρ. Είναι Οκτώβρης του 1824 κι έχει ήδη ξεκινήσει η δεύτερη φάση του εμφυλίου πολέμου, ένα απ’ τα θύματα του οποίου ήταν ο Πάνος Κολοκοτρώνης. Ο Ι. Κωλέττης έφτασε στο απώγειο της ξαδιαντροπιάς στέλνοντας επιστολές στους οπλαρχηγούς να κάνουν κι αυτοί πλιάτσικο (τώρα άνοιξαν δια εσάς δύο πηγαί πλούτου, οι λίρες του δανείου και τα πλούσια λάφυρα του Μορέως. Τι άλλο επιθυμείτε;). Το πλιάτσικο το ακολούθησε η φυλάκιση των αγωνιστών, η κορυφαία πράξη διχασμού των Ελλήνων, που οδηγήθηκαν σε απίστευτες πράξεις βιαιότητας και «κακουργήματα» από μισθοφόρους (με λεφτά του δανείου), ενώ οπλαρχηγοί και κυβερνητικοί άλλαζαν παράταξη (τα κακουργήματα του εμφύλιου έβλαψαν βαριά τον αγώνα. Έσβησαν τη μεγάλη φλόγα. Τι έφταιξε; Ποιος; Ποιοι; Το στοχάστηκα και τότες κι αργότερα. Ήταν κείνη η φαρμακερή μεριά της ουσίας του «εγώ» που λαλούσε παλιότερα ο Μελισσηνός. Σίγουρα και οι έχθρες, οι κόντρες, το σελάγισμα των παράδων και των αξιωμάτων και ο ξάνθρωπος, ο ίδιος που όρμησε στην Τριπολιτσά το 1821).
     12 Φλεβάρη του 1825 ο Ιμπραήμ αποβιβάζεται στη Μεθώνη με στόλο, χιλιάδες «πεζούρα» και 600 «καβαλάρηδες» και… πλιο φαινόταν καθαρά το άσημο μούτρο της διχόνοιας. Για να στρατευτούν οι άντρες θέλουν «λουφέ». Ο Αγγελής, μετά από ανάρρωση, είναι αποφασισμένος να ηγηθεί μπουλουκιού. Αρχίζει μια περίοδος καταστροφής και ήττας όλου του Μοριά από τους Αιγυπτίους (30.000, κοκκίνισαν οι ράχες και οι λαγκαδιές απ’ τις φορεσιές τους), που θα καταλήξει όπως ξέρουμε στην τραγική έξοδο του Μεσολογγίου, ένα χρόνο αργότερα, στις 10 Απριλίου του 1826. Μέχρι τότε όμως πολλές τραγωδίες, που τις παρακολουθούμε από απόσταση ανάσας, τσακίζουν το ηθικό των αγωνιστών. Ένα από τα μεγαλύτερα σφάλματα που τα χρεώνεται ο Θ. Κολοκοτρώνης είναι η καταστροφή της Τρίπολης, (9 Ιουνίου 1825[4]) η οποία παραδόθηκε στον Ιμπραήμ αμαχητί. Αυτή η εξέλιξη επηρεάζει και την εκτεταμένη «οικογένεια» του Αγγελή (στην οποία, κατά τα ήθη της εποχής περιλαμβάνεται και ο Στάμος με τη Χρυσούλα, και ο Ανδριάς), εφόσον εγκαταλείπουν όλοι το σπίτι όσο ο Αγγελής βρίσκεται στον πόλεμο. Και αρχίζει η Οδύσσεια της προσφυγιάς και της αναζήτησης των οικείων προσώπων.
     Ενώ το καζάνι της ήττας βράζει, ο απελπισμένος Αγγελής ψάχνει τους δικούς του ανθρώπους όπως τη βελόνα στ’ άχερα –το πιθανότερο είναι να βίασαν τις δυο γυναίκες (Χρυσούλα και Κερασία) και να τις σκότωσαν. Μεταβαίνει πληγωμένος στο Ναύπλιο πάλι, όπου είχαν σπίτι, μπας και κατάφεραν να πάνε εκεί, κι αντικρίζουν τον όλεθρο που φέρνει ο πόλεμος: όλη η δυστυχιά του κόσμου ήταν συναγμένη εκεί: χήρες, ορφανά, κατατρεγμένοι απ’ την Τριπολιτσά, την Κρήτη, τα Ψαρά, τη Χίο, την Κάσο, χωριά της Ρούμελης και του Μοριά./Τριγύριζαν στα λασπόνερα ξυπόλυτα παιδιά, κοκαλιάρικα, πεινασμένα, άρρωστα, γιομάτα καντήλες κλπ κλπ. Η συνάντηση με τον Θωμά, το κουτσό παλληκάρι που τάσσει τον εαυτό του στον αγώνα μέχρι τελευταίας ρανίδος και η απελπισιά, τον σπρώχνουν στο Μεσολόγγι, όπου έχει ήδη ξεκινήσει η πολιορκία. Στις 9 του Γενάρη φτάνει ένας μικρός στόλος με υδραίικα και ψαριανά πλοία, με τρόφιμα και πολεμοφόδια, μαζί κι ο Αγγελής με το πλοίο του ναύαρχου Μιαούλη και με τον Θωμά.
     Αυτή η απόφαση του Αγγελή επιτρέπει σε… μας τους αναγνώστες να απολαύσουμε, από τη γραφίδα του συγγραφέα, σελίδες συναρπαστικές, όπου η Ιστορία -πείνα, στέρηση, ναυμαχίες- συμπλέκεται με τις προσωπικές περιπέτειες του πρωταγωνιστή, που δεν είναι και λίγες (φιλοξενία από τον ευκατάστατο Αζαρία που τον θέλει για γαμπρό, κόλπα για να παντρευτεί η νύφη αυτόν που αγαπά, κ.α.). Τότε είναι που ο ήρωάς μας αποφασίζει να παραδώσει τα στρατσόχαρτά του αδιαφορώντας πια για την υστεροφημία, ή ίσως, «από κακό προμάντεμα». Στις 10 Απριλίου 1825, τη μέρα που έχει οριστεί η Έξοδος, ο Αγγελής με 350 άντρες ξεφεύγουν από την ανατολική μεριά της Κλείσοβας.
     Η υπόλοιπη αφήγηση γίνεται από τη μεριά του γραμματικού, που είναι συγγενής του Αζαρία και τρέφει θαυμασμό για τον ήρωά μας. Η ναυμαχία του Ναυαρίνου, η άφιξη του Καποδίστρια, η λήξη του αγώνα και τα ιστορικά γεγονότα που οδήγησαν στην ανακήρυξη του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους[5], περιγράφονται από τον λόγιο με αδρές γραμμές, καθώς η αφήγηση εστιάζει κυρίως στην αναζήτηση της Κερασίας από τον Αγγελή. Η αγωνία σελίδα με τη σελίδα κορυφώνεται, καθώς η ελπίδα μια χάνεται και σβήνει, μια ξαναθεριεύει. Έχει φτάσει πια 1828, και ο τόπος είναι ρημαγμένος. Ο τύφος θερίζει, και τα μαντάτα από τις βιαιοπραγίες των «αραπάδων» απελπίζουν τον Αγγελή. Μια σειρά από γεγονότα τον οδηγούν στην απελευθέρωση της Κερασίας, που είναι η τελευταία και πιο ακραία «περιπέτεια» πριν να κοπάσει η θύελλα. Γιατί, οι πληγές είναι μεγάλες και οι μνήμες των ανθρώπων γεμάτες ένταση και πόνο, αλλά η αρχή του τέλους έχει φτάσει, και το μυθιστόρημα κλείνει με εικόνες αγάπης και λύτρωσης.
     Το μυθιστόρημα αυτό ζωντανεύει αυτήν την τόσο πολυδαίδαλη εποχή με τρόπο που φέρνει το τότε κοντά στο σήμερα. Γιατί, όπως λέει και στις τελευταίες σελίδες ο ίδιος ο -σοφός,πια, γεμάτος εμπειρίες και γνώση- Αγγελής στους φίλους του Μελισσηνό και Συμεών, «για μένα έχει αξία να γεννηθεί και να στεριώσει γερά μέσα στον άνθρωπο η φωνή που κράζει: δεν θα ζήσω σαν ραγιάς! Μα να ξεύρει όποιος λάβει την απόφαση ότι τούτο θα ζητήσει μέχρι το αίμα του να’ ναι έτοιμος να δώκει».
    Θα κλείσω την ανάρτηση με τα λόγια του ίδιου του συγγραφέα για την επιλογή του τίτλου «Ραγιάς» : «Ο ραγιάς, ήτοι ο υπόδουλος, σηματοδοτεί τη σκλαβιά, τον εξευτελισμό. Ανθρώπους που δεν τους ανήκε τίποτα, δεν έλεγχαν στοιχειωδώς τη ζωή τους και αδυνατούσαν να προστατέψουν τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Τους καταδυνάστευε ο φόβος. Με τη λαχτάρα να ζήσουν ανθρωπινά και να πάψουν να είναι ραγιάδες ξεσηκώθηκαν τότε οι Έλληνες. Όμως ο ραγιαδισμός συνεχίζει, κάτω από διαφορετικές συνθήκες, να υφίσταται φανερά ή με σκιώδη τρόπο και πρέπει να το κατανοήσει ο καθένας και να πασχίσει να τον αποτινάξει. Κοντολογίς, επέλεξα τον τίτλο ως σταυρό μαρτυρίου και ως αφετηρία για την ανάσταση, την ελευθερία».
Χριστίνα Παπαγγελή 

[1] Επί τουρκοκρατίας ο κλέφτης που έστηνε σε περάσματα ενέδρα για ληστεία, καπετάνιος/αρχηγός https://el.wiktionary.org/wiki/%CE%BA%CE%AC%CF%80%CE%BF%CF%82
[2] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%99%CF%89%CE%AC%CE%BD%CE%BD%CE%B7%CF%82_(%CE%93%CE%B5%CE%BD%CE%BD%CE%B1%CE%AF%CE%BF%CF%82)_%CE%9A%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%BA%CE%BF%CF%84%CF%81%CF%8E%CE%BD%CE%B7%CF%82
[3] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%86%CE%BB%CF%89%CF%83%CE%B7_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%A4%CF%81%CE%B9%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CF%83%CE%AC%CF%82 Την πτώση της Τριπολιτσάς ακολούθησαν σκηνές τυφλής βίας. Χιλιάδες Οθωμανών, άμαχοι στην πλειονότητά τους, αλλά και οι Εβραίοι της πόλης έγιναν θύματα μιας απερίγραπτης σφαγής που διήρκεσε τρεις μέρες. Οι πηγές δε συμφωνούν για τον αριθμό των θυμάτων. Το πιο πιθανό είναι ότι τις τρεις μέρες της άλωσης σφαγιάστηκαν περίπου 16.000 Τούρκοι, Εβραίοι και Αλβανοί, καθώς και περίπου εκατό Έλληνες από το στρατό των επαναστατών.
[4] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%AC%CF%87%CE%B7_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%A4%CF%81%CE%B1%CE%BC%CF%80%CE%AC%CE%BB%CE%B1%CF%82

[5] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CF%81%CF%89%CF%84%CF%8C%CE%BA%CE%BF%CE%BB%CE%BB%CE%BF_%CF%84%CE%BF%CF%85_%CE%9B%CE%BF%CE%BD%CE%B4%CE%AF%CE%BD%CE%BF%CF%85_(1830)

Τρίτη, Δεκεμβρίου 07, 2021

Χαλίλ, Γιασμίνα Χάντρα

Το μήνυμά μας θα είναι απόλυτα ξεκάθαρο.
Θα αποδείξουμε σ’ αυτούς τους άπιστους,
για μια ακόμα φορά,
πως είμαστε σε θέση να χτυπήσουμε
οποιονδήποτε και οπουδήποτε.
     Ο Χαλίλ είναι Μαροκινός, ζει στο Βέλγιο με την οικογένειά του και είναι κρυφά μάρτυρας του Ισλάμ («σαχίντ»). Στο «σήμερα», 13 Νοεμβρίου του 2015, είναι ζωσμένος με εκρηκτικά και μαζί με άλλους τρεις καμικάζι (τον παιδικό του φίλο Ντρις και άλλους δυο «αδελφούς») πηγαίνουν με αυτοκίνητο που οδηγεί ο Αλί στο Παρίσι, για να σκορπίσουν τον θάνατο στους άπιστους του Stade de France.[1] Είναι η αποφράδα μέρα κατά την οποία όλοι ξέρουμε ότι έγινε η επίθεση στο θέατρο Μπατακλάν[2] με την τραγική κατάληξη, ενώ παράλληλα έγιναν επτά ανεξάρτητες επιθέσεις στο 10ο και 11ο διαμέρισμα του Παρισιού.
     Σ’ αυτό το πλαίσιο τοποθετεί ο μεγάλος και καταξιωμένος Αλγερινός συγγραφέας Μοχάμεντ Μουλεσεχούλ (Γιασμίνα Χάντρα είναι γυναικείο όνομα, λογοτεχνικό ψευδώνυμο για πολιτικούς λόγους) την τραγική του ιστορία, που αγγίζει «από μέσα» ένα από τα πολύ καυτά φαινόμενα της εποχής μας, της ισλαμικής τρομοκρατίας. Και είναι «από μέσα» γιατί αφηγητής είναι ο ίδιος ο Χαλίλ, μυημένος στον ισλαμικό φονταμενταλισμό, περήφανος για την αποστολή του, ποτισμένος από την ιδεολογία του ήρωα που με τη θυσία του θα φέρει δικαιοσύνη (ιμάμης Σαντέκ: Η πίστη είναι η ολοκλήρωση των πιο ενδόμυχων πεποιθήσεών μας. Αυτή είναι που μας οδηγεί στον πραγματικό μας προορισμό: ή ανήκουμε στον Θεό ή του γυρνάμε την πλάτη γα να’ ρθουμε αντιμέτωποι με την αιώνια τιμωρία). Το εγχείρημα να καταπιαστεί ο συγγραφέας μ’ ένα ζήτημα τόσο οδυνηρό και καίριο δεν σημαίνει, εννοείται, ότι ταυτίζεται με την πρακτική του ακραίου ισλαμισμού, κι αυτό είναι φανερό, με διακριτικό και έμμεσο βέβαια τρόπο (δεν είναι τέχνη ο διδακτισμός, ούτε η στράτευση).
     Παρακολουθούμε με κομμένη την ανάσα τα σταδιακά βήματα αυτής της αποστολής του Ισλαμικού Κράτους[3] (ISIS ή Νταές) από τις μέρες ακόμα της προετοιμασίας, καθώς η πρωτοπρόσωπη αφήγηση δίνει όχι μόνο ζωντάνια, αμεσότητα και παραστατικότητα σα να είμαστε δίπλα, αλλά ένα είδος ταύτισης με τον ήρωα, όσο απεχθής κι αν είναι η ιδεολογία που σκορπά τόσο αβασάνιστα τον πόνο και τον θάνατο αθώων πολιτών (δε θυμάμαι τίποτα και κανέναν. Έχω διαγράψει εντελώς οτιδήποτε δεν αφορά την παρούσα στιγμή κι έχω στρώσει άσφαλτο από πάνω. Απόψε είμαστε οι εκλεκτοί του θεού. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο κολακευμένος νιώθω). Παρακολουθούμε επίσης με αμείωτο ενδιαφέρον την σταδιακή διάβρωση της αρχικής σιγουριάς και πίστης του Χαλίλ για την αποστολή του, καθώς η απροσδόκητη αποτυχία της πυροδότησης του εκρηκτικού μηχανισμού, την κρίσιμη και αποφασισμένη ώρα, τον «αδειάζει», τον αποπροσανατολίζει, τον φέρνει σε απίστευτη αμηχανία και αδιέξοδο (συνέχισα να πατάω τον διακόπτη, ενώ την ίδια στιγμή άρχισε να με πιάνει ίλιγγος. Ένιωσα κράμπες στα πόδια∙ το στόμα μου να γεμίζει μ’ ένα απαίσιο υγρό).
     Έτσι, ο Χαλίλ –που δεν έχει ουδεμία αμφιβολία για την αξία της αποστολής- βρίσκεται εν μέσω γενικού συναγερμού, ζωσμένος με το εκρηκτικό φορτίο, σε κατάσταση κινδύνου και χωρίς καμία καθοδήγηση, χωρίς χαρτιά-ταυτότητες-χρήματα, κυρίως χωρίς να ξέρει αν οποιαδήποτε απονενοημένη κίνησή του (π.χ. να τηλεφωνήσει στου «αδελφούς» ή να καταφύγει στην οικογένειά του) θα φέρει πρόβλημα στον ιερό πόλεμο. Δεν έχει ιδέα τι έγινε, αν η αποτυχία οφείλεται σε λάθος δικό του, των άλλων, ή σε προδοσία. Παράλληλα, δεν έχει τρόπο να επικοινωνήσει, αλλά ενημερώνεται ότι οι άλλες επιθέσεις έφεραν το κράτος σε επιφυλακή και ενδελεχείς έρευνες, και αν τον υποπτευθούν, είναι χαμένος.
     Χωρίς να κλονιστεί η πίστη του στην αξία του αγώνα, αρχίζει μια οδύσσεια επιβίωσης. Δεν είναι όμως δύσκολο για τον αποπροσανατολισμένο Χαλίλ να κάνει λάθος κινήσεις: τηλέφωνα επικίνδυνα παραβιάζοντας τις αρχικές εντολές, συναντήσεις με πρόσωπα που δεν θα έπρεπε (π.χ. τον πυροτέχνη, για να μάθει τι έγινε). Το άγχος του, πέρα από την επιβίωση, είναι να μην τον θεωρήσουν δειλό. Συναντά γνωστό κόσμο, που είναι σοκαρισμένος με τα γεγονότα και τον ψαρεύουν, μια κι ένας από τους καμικάζι είναι ο Ντρις, ο παιδικός του φίλος. Ο Χαλίλ βρίσκεται σε θέση άμυνας προσπαθώντας να υπερασπιστεί τις ιδέες του, αλλά και να μην προκαλέσει υποψίες.
     Ένα είδος «διάβρωσης» έχει αρχίσει, ενώ ταυτόχρονα εμείς οι αναγνώστες μαθαίνουμε λεπτομέρειες από τη ζωή του. Για την άβουλη μάνα βερβερικής καταγωγής (δεν θυμάμαι να είχα δει ποτέ τη μητέρα μου να τολμά να κάνει ένα βήμα έξω από την αφετηρία/η μάνα μου είχε απολιθωθεί στον χρόνο, χωρίς ηλικία και σημείο αναφοράς)∙ τον άξεστο πατέρα, μανάβη, και την ανύπαρκτη ως εχθρική σχέση τους, εφόσον δείχνει στον γιο του καταφρόνια∙ τη μεγάλη απρόβλεπτη αδερφή Γιέζα και την μικρή, τη Ζαχρά, δίδυμη με τον Χαλίλ στην οποία ο τελευταίος έχει ιδιαίτερη αδυναμία. Τον Ντρις, με τον οποίο μεγάλωσε μαζί, και ο οποίος, αφού τον σύστησε στον «αξιοσέβαστο» ιμάμη Σαντέκ, και στον Λυές (τους υπεύθυνους της ομάδας) εγγυήθηκε γι’ αυτόν (ο Χαλίλ είναι ντροπαλός, αλλά όταν δεσμεύεται σε κάτι δεν τον σταματάει ούτε μπουλντόζα. Μαζί μεγαλώσαμε, μαζί θα πεθάνουμε). Βλέπουμε μέσα από τις προσωπικές σκέψεις ή τις αναμνήσεις συνειρμικά την ψυχολογία όλων αυτών των προσώπων που αποτελούν το δίκτυο γνωριμιών του Χαλίλ.
     Αυτός όμως που παίζει καθοριστικό ρόλο είναι ο Ραγιάν, κι αυτό γιατί σ’ αυτόν κατέφυγε ο χαμένος Χαλίλ για να βρει στήριγμα. Ο Ραγιάν, παιδικός φίλος στην ίδια παρέα με τον Ντρις (η μάνα μου μας είχε μεγαλώσει σαν τρίδυμα), ήταν πολύ καλός μαθητής, σπούδασε, έπιασε δουλειά σε εταιρία και είναι πλήρως ενταγμένος στη βελγική κοινωνία και τις ευρωπαϊκές αξίες, επομένως και σοκαρισμένος από τα γεγονότα. Μια σειρά από υπεκφυγές φέρνει τον Χαλίλ σε αδιέξοδο, παρόλ’ αυτά ο Ραγιάν τον παραλαμβάνει απ’ το Παρίσι και τον πηγαίνει στη Μονς όπου μένει η μεγάλη, προβληματική αδελφή (η αδερφή μου μόλις συνερχόταν από μια βαριά κατάθλιψη). Τα αλλεπάλληλα ψέματα που σκαρφίζεται ο Χαλίλ βάζουν σε υποψία βασικά αυτούς τους δύο που τον βοηθούν εναλλάξ, ενώ ο ίδιος υπερασπίζεται τις αρχές των φανατικών μουσουλμάνων, αλλά και των τρομοκρατών.
     Η μόνη σκέψη που κρατά τον Χαλίλ είναι να έρθει σε επαφή με τον εμίρη. Και κάνει υπομονή, όμως συνεχή κύματα δοκιμασιών κλονίζουν τις βεβαιότητές του: πρώτα –πρώτα, μέσα στους νεκρούς υπάρχει και συγγενής, μια θεία –αδερφή της μάνας του. Έπειτα, μαθεύτηκε ότι ο κολλητός του ο Ντρις ήταν ένας από τους καμικάζι που σκόρπισαν τον θάνατο. Αυτό κλονίζει τον Ραγιάν (δεν ήταν τρελός ο Ντρις. Ποιο λόγοι μπορεί να υπάρχουν στο παράλογο;), όμως ο Χαλίλ τον υπερασπίζεται -και αρχίζουν οι υποψίες. Τα ψέματα γίνονται τερατώδη και ο ήρωάς μας μπαίνει σ’ έναν ανεξέλεγκτο κυκεώνα, εφόσον ούτε να υπεραμυνθεί των ιδεών του μπορεί, γιατί βάζει όλη την οργάνωση -και τον εαυτό του- σε κίνδυνο, ούτε βέβαια να τις απαρνηθεί.
     Η συναισθηματική φόρτιση είναι μεγάλη, και ο συγγραφέας είναι μάστορας στο να μας τη μεταφέρει: ο Χαλίλ είναι θυμωμένος με τον Ραγιάν που απαρνήθηκε τη χώρα του και τις αξίες της και «ο κόσμος του ήταν φτιαγμένος από ψευδαισθήσεις, τα όνειρά του ήταν θανάσιμες παγίδες, οι φιλοδοξίες του χάρτινες» (εσύ ήσουν πάντα ο χαϊδεμένος, ο φρεσκοπλυμένος, ο περιποιημένος γιόκας της μαμάκας σου/ ήμουν το κατακάθι της ανθρωπότητας, Ραγιάν, ένας καταραμένος περιθωριακός χωρίς μέλλον που δεν είχε πού να στηριχτεί και περίμενε να ξημερώσει για να βρει λίγη ανακούφιση σε κάποιο τζαμί. Και το τζαμί, πιο πολύ κι από καταφύγιο, με ανακύκλωσε όπως ανακυκλώνει κανείς ένα απόβλητο. Μας έκανε ορατούς, εμένα και τον Ντρις, τα μιάσματα, και μας έδωσε υπόσταση).
     Ο Χαλίλ τριγυρνά σα ζαλισμένο κοτόπουλο, είτε ρισκάροντας να συναντήσει μέλη της οργάνωσης και ζητώντας ευθύνες, είτε ερχόμενος σε σύγκρουση με φίλους, περαστικούς καθώς κάθε κουβέντα σχετική με το θέμα γι’ αυτόν είναι πρόκληση (-Οι τρομοκράτες και οι ρατσιστές είναι αδέρφια. (απάντηση Χαλίλ): Δε γίνεται να στήσουμε ξανά τον κόσμο στα πόδια του αν δεν ξεφορτωθούμε πρώτα αυτούς που σκύβουν το κεφάλι). Υπερασπίζεται τη θυσία του Ντρις απροκάλυπτα ακόμα και στη μάνα του ίδιου του Ντρις, που είναι απαρηγόρητη (Την κατάρα μου να έχει όποιος πήρε τα μυαλά του παιδιού μου/Χαλίλ: ο Ντρις πολέμησε για τη δικαιοσύνη).
     Μεγάλη όμως είναι η σύγκρουση με τον Ραγιάν για την αναγκαιότητα των τρομοκρατικών επιθέσεων (ο Ντρις πέθανε ως μάρτυρας/θυσιάστηκε για τον θεό, όχι για τους άλλους). Ο αντίλογος του Ραγιάν είναι τόσο ισχυρός, που παύει να τον νιώθει φίλο παρόλο που εκείνος του βρήκε ωστόσο δουλειά μεταφορέα/νυχτοφύλακα στην υπηρεσία ενός φίλου του.
     Η κρυμμένη ζώνη με τα εκρηκτικά είναι ένα από τα κλειδιά που επιταχύνουν τη δράση, γιατί η αποκάλυψή της από την Γέζα και στη συνέχεια από τον Ραγιάν είναι αιτίες έκρηξης και αποπομπής του Χαλίλ, ο οποίος νιώθει πάλι μόνος, εγκαταλελειμμένος και από γνωστούς/φίλους αλλά και από τα μέλη της ομάδας. Άλλο κλειδί στην εξέλιξη είναι η εμφάνιση του Ραμντάν, οικοδόμου-συνδέσμου με την ομάδα που τον φέρνει σε επαφή επιτέλους με τον Λυές και αρχίζει να λειτουργεί ένα πλέγμα στήριξης (σπίτι, σύντροφοι, άλλοθι κλπ), χωρίς όμως να του απαντιούνται τα «θανατηφόρα ερωτήματα, π.χ. αν το εκρηκτικό φορτίο προοριζόταν για μαθητευόμενους κι έγινε λάθος, γιατί ήταν αληθινό; (-Θέλω εξηγήσεις/-Ο σεΐχης θα στις δώσει όταν έρθει η ώρα).
     Η μυστική εξαφάνιση και προετοιμασία του Χαλίλ για νέα αποστολή, στο Μαρόκο αυτή τη φορά, συμπίπτει με την συνάντησή του με την αγαπημένη αδερφή, τη δίδυμη, με τη Ζαχρά. Ο Χαλίλ όμως δεν είναι πια ο ίδιος, και δεν μπορεί να ξανασυνδεθεί με την οικογένεια, και ειδικά με τον πατέρα (αν μ’ αγαπάς, Χαλίλ, κι αν θες να με ξαναδείς, έλα σπίτι να ζητήσεις συγγνώμη απ’ τον πατέρα σου/το ισλάμ μας παροτρύνει στη συγχώρεση). Η αδελφική σχέση διαταράσσεται αλλά ήδη ο Χαλίλ βρίσκεται αλλού.
     Η σκληρή περίοδος πριν την επίθεση έχει ξεκινήσει. Διακοπή από κάθε εξωτερική επαφή, μελέτη της λεπτομέρειας, προσευχή, αποχαιρετισμός της θάλασσας (Η θάλασσα με κατέπλησσε με τα μυστήριά της, συναρπαστικά όσο και του θανάτου. Την αγαπούσα επειδή ήξερε να αποσιωπά τα μυστικά της, σαν τον θεό. Κανείς δε γνωρίζει την ηλικία της, καμιά σοφία δεν μπορεί να υπολογίσει τη δύναμή της). Σ’ αυτήν τη χρονική φάση, της περίσκεψης και του διαλογισμού, παρακολουθούμε τον τρόπο σκέψης του Χαλίλ, την πνευματική του μεταμόρφωση ώστε να αποδεχτεί με ηρεμία τον θάνατο, στην αξία του οποίου πιστεύει ακλόνητα (ο ουρανός είχε πάψει να είναι ουρανός, ήταν μια όαση, η γη δεν ήταν πια γη, αλλά ένας αντικατοπτρισμός, κι εγώ περιφερόμουν σαν σχοινοβάτης ανάμεσα στα δυο, με λυγερό ανάστημα και το κεφάλι ψηλά, έχοντας υπέροχα λευκά φτερά στους ώμους). Παρακολουθούμε τις σκέψεις του κι αυτό ίσως είναι ένα από τα ωραιότερα σημεία του βιβλίου, γιατί δείχνει πόσο η ακλόνητη πίστη σε κάτι σταθερό και υψηλό, είναι πολλές φορές το κίνητρο γι’ αυτήν την ακατανόητη και αποτρόπαια πράξη. Πιστεύει ότι η απόλυτη αφοσίωσή του και η μετά χαράς αποδοχή να θυσιάσει τη ζωή του, δικαιώνει κάθε πράξη. Ο Χαλίλ, σ’ αυτό το στάδιο όπου η μοναξιά του είναι ακόμα πιο ενισχυμένη, αποδεικνύεται βασιλικότερος του βασιλέως. Είναι πολύ αυστηρός, ακόμα και με τους συντρόφους του: είχα μάθει να ξεχωρίζω ποιοι ήταν πιστοί και ποιοι πίστευαν πως ήταν πιστοί. Αυτοί οι τελευταίοι νομίζουν πως έχουν τη θεία χάρη αλλά κάνουν λάθος. Η θεία χάρη εν δίνεται παρά μόνο σε χαρακτήρες στιβαρούς, αλύγιστους, τους οποίους τίποτα σε τούτο τον κόσμο δεν μπορεί να τους παρασύρει.
     Τίποτα λοιπόν δεν δείχνει να μπορεί να διαταράξει την ισορροπία και την αποφασιστικότητα του Χαλίλ. Κι όμως, στις τελευταίες 50 σελίδες υπάρχει μια μεγάλη ανατροπή, και αυτό που αρχικά ήταν ευλογημένο γίνεται καταραμένο. Γιατί ένα συγκλονιστικό γεγονός επιταχύνει την εσωτερική σύγκρουση μέσα στον ίδιο τον Χαλίλ, αναπροσδιορίζει τις σχέσεις των προσώπων και τον ωθούν να δώσει απάντηση στα ερωτήματά του με ΠΡΑΞΗ.
Χριστίνα Παπαγγελή
[1] Το εθνικό στάδιο της Γαλλίας με χωρητικότητα 80.000 άτομα


[2] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A4%CF%81%CE%BF%CE%BC%CE%BF%CE%BA%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AD%CF%82_%CE%B5%CF%80%CE%B9%CE%B8%CE%AD%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82_%CF%84%CE%B7%CF%82_13%CE%B7%CF%82_%CE%9D%CE%BF%CE%B5%CE%BC%CE%B2%CF%81%CE%AF%CE%BF%CF%85_2015_%CF%83%CF%84%CE%BF_%CE%A0%CE%B1%CF%81%CE%AF%CF%83%CE%B9


[3] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%99%CF%83%CE%BB%CE%B1%CE%BC%CE%B9%CE%BA%CF%8C_%CE%9A%CF%81%CE%AC%CF%84%CE%BF%CF%82

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 02, 2021

Η χορτοφάγος, Χαν Γκανγκ

     Το βραβευμένο με το Διεθνές Booker μυθιστόρημα της Νοτιοκορεάτισας Han Kang είναι ένα παράξενο βιβλίο, που από τη μια οι ψυχικές καταστάσεις και τα συναισθήματα που περιγράφονται σ΄αυτό είναι τελείως ανοίκεια, απ’ την άλλη η γοητεία του να εμβαθύνει η γραφή σ’ αυτές τις παράδοξες αποκλίσεις της ψυχής ελκύουν το ενδιαφέρον. Και είναι ανοίκεια, γιατί οι δυο βασικοί ήρωες καθορίζονται από κάποια εμμονή, στα όρια του αρρωστημένου, του διαταραγμένου, του τελείως ανορθολογικού. Τόσο, που αν η γραφή δεν ήταν διεισδυτική, ψυχογραφική και… πρωτοπρόσωπη (στο πρώτο μέρος, αλλά και στα υπόλοιπα η αφήγηση είναι εσωτερική), θα το παρατούσα στη μέση.
     Το έργο είναι σπονδυλωτό και διακρίνονται τρία σχετικά αυτόνομα κεφάλαια, στα οποία η εστίαση γίνεται κάθε φορά σε διαφορετικό πρόσωπο: στην ΓιόνγκΧιε, στον γαμπρό της ΓεόνγκΧιε, και στην αδερφή της, την ΊνΧιε. Ωστόσο, θα λέγαμε ότι το κεντρικό πρόσωπο και στα τρία μέρη είναι η «χορτοφάγος», η ΓιόνΧιε, εφόσον επιδρά καταλυτικά και στους άλλους δύο, ταράζοντας τα ήρεμα νερά της καθημερινής ρουτίνας και ανατρέποντας τον ψυχισμό τους. Γιατί όλα ξεκινούν όταν αποφάσισε η ΓιόνΧιε να μην ξαναφάει ποτέ κρέας, και οτιδήποτε σχετίζεται με ζωικής προέλευσης εδώδιμο. Η απόφαση αυτή είναι ξαφνική (η μόνη δικαιολογία της είναι ότι «είδε ένα όνειρο»), και δεδομένου ότι ήταν μια ήσυχη παραδοσιακή γυναίκα που μαγείρευε καταπληκτικά τα παραδοσιακά κορεάτικα φαγητά, ο άντρας της, που είναι και ο αφηγητής του πρώτου μέρους, αιφνιδιάζεται δυσάρεστα, προσπαθεί να είναι διακριτικός αλλά δεν μπορεί να εμποδίσει να γίνεται και βίαιος.
     Μια σειρά από γεγονότα ακολουθούν σα χιονοστιβάδα, εφόσον η δυσαρέσκεια γίνεται κοινωνική πίεση (αδιανόητη η απόρριψη της κρεατοφαγίας, αλλα και η ανυπακοή της συζύγου/κόρης), όχι μόνο εκ μέρους του συζύγου, που σύντομα εγκαταλείπει την ΓιόνΧιε αλλά εκ μέρους και της πατρικής οικογένειας, ιδιαίτερα του πατέρα που αποδεικνύεται pader padrone. Η σκηνή κορυφώνεται με το να καταλήξει η ηρωίδα στο νοσοκομείο, όπου οι εμμονές πολλαπλασιάζονται, με πιο ακραία την ανάγκη να ξεγυμνώνεται στον ήλιο (χωρίς να την ενδιαφέρει φυσικά ο περίγυρος).
     Το δεύτερο κεφάλαιο, που τιτλοφορείται «Η μογγολική κηλίδα» μοιάζει στην αρχή να μη σχετίζεται με το πρώτο. Παρακολουθούμε έναν νεαρό, που γρήγορα καταλαβαίνουμε ότι είναι ο γαμπρός της ΓιόνΧιε, και τις καλλιτεχνικές του ανησυχίες. Είναι ζωγράφος και φωτογράφος, φτιάχνει βίντεο, έχει στούντιο, ψάχνει για έμπνευση∙ κι αυτό που τον αναστατώνει και τον διεγείρει δημιουργικά αλλά και ερωτικά, είναι η… μογγολική κηλίδα, το σημάδι δηλαδή που συχνά εμφανίζεται στα νεογέννητα, και που παρατήρησε στα οπίσθια της κουνιάδας του, της ΓιόνΧιε, όταν τη μετέφεραν στο νοσοκομείο. Η νέα αυτή, ακατανόητη εμμονή τρέφεται και φουντώνει καθώς ο ΓεόνγκΧιε προσεγγίζει την παράξενη κοπέλα ζητώντας του να του ποζάρει, γυμνή, ως μοντέλο, για να ζωγραφίσει λουλούδια πάνω στο σώμα και να φωτογραφίσει διάφορες στάσεις (αυτό ήταν το σώμα μιας όμορφης νεαρής γυναίκας, κλασικά ένα αντικείμενο πόθου, κι όμως ήταν ένα σώμα στο οποίο δεν είχε απομείνει ίχνος πόθου. Εκείνο το περίεργο, άδειο συναίσθημα, που προέρχεται απ’ αυτήν την αντίφαση). Η ενέργεια, η έξαψη, η «αφύπνιση να ζει στον κόσμο της στιγμής» παίρνει τη θέση της γαλήνης, της ηρεμίας αλλά και της σκοτεινιάς.
     Οι δύο εμμονές εξελίσσονται, γίνονται πάθη με απρόβλεπτες διαστάσεις, στα όρια του διαταραγμένου. Δεν είναι τυχαίο που στο τρίτο μέρος, η Γιόνχιε, που οραματίζεται ότι γίνεται δέντρο (αρνείται την τροφή, στέκεται γυμνή σε στάση κατακόρυφου κλπ) βρίσκεται πια σε ψυχιατρική κλινική. Στο τρίτο μέρος όμως («Δέντρα στις φλόγες»), όπως είπαμε, η εστίαση στρέφεται στην αδερφή, την ΊνΧιε, που επισκέπτεται την ΓιόνΧιε στην ψυχιατρική κλινική κάνοντας υπεράνθρωπες προσπάθειες να τη συνεφέρει, καθώς εκείνη βυθίζεται όλο και περισσότερο στην ψύχωσή της.
     Η ΊνΧιε, με διαλυμένη πια τη σχέση με τον σύζυγό της και μ’ ένα μικρό παιδί, προσπαθεί να συγκρατήσει τα κομμάτια της, να συναρμολογήσει το παρελθόν (όταν ήταν μικρές έπαιρναν σειρά όταν τους χτυπούσε στα μάγουλα το άγριο χέρι του πατέρα τους, και η ΊνΧιε αισθανόταν μια τόσο μεγάλη ανάγκη να προστατεύει τη μικρή αδερφή, ένα αίσθημα ευθύνης που έμοιαζε με μητρική στοργή). Επισκέπτεται την αδερφή της στην ψυχιατρική κλινική, σχετικά αραιά και απρόθυμα, καθώς εκείνη βυθίζεται όλο και περισσότερο στη σιωπή και στην ολοκληρωτική άρνηση λήψης τροφής. Η νοσηλεία της ΓιόνΧιε είναι επώδυνη όχι μόνο για την ίδια (παροχή τροφής με σωλήνα, ηρεμιστικές ενέσεις για να μην κάνει εμετό κλπ), αλλά και για την Ίνχιε, που σιγά σιγά μαθαίνει να αντιμετωπίζει τις ενοχές της και μεταστρέφεται στην προσπάθειά της να καταλάβει (Είναι το σώμα σου, μπορείς να το κάνεις ό, τι θέλεις. Το μόνο πράγμα που είσαι ελεύθερος να κάνεις ό, τι θέλεις).
     Η εμμονή των δύο ηρώων ν' ακολουθήσουν την παρόρμηση, το ένστικτο/όραμα/όνειρο αδιαφορώντας τελείως για τις κοινωνικές συνέπειες αλλά και χωρίς να «επεξεργάζονται» με το Νου τις επιλογές τους, είναι αυτό που κατά τη γνώμη μου κομίζει αυτό το βιβλίο. Έμμεσα, βέβαια, αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης κι όλη την κοινωνική κατασκευή, αυτό το φοβερό κοινωνικό «πλέγμα» ηθικών κανόνων και τρόπων συμπεριφοράς που στραγγαλίζουν την ελεύθερη βούληση.
     Όπως γράφει και η Εύα Στάμου «Η αυτονομία του σώματος, η αναζήτηση ταυτότητας μέσω της διαφορετικότητας, οι μέθοδοι με τις οποίες οι θεσμοί της οικογένειας, του γάμου, της σύγχρονης ιατρικής εγκλωβίζουν το γυναικείο σώμα ώστε να το οδηγήσουν στην υποταγή, ο τρόπος που η φαλλοκρατία συνδέεται με την κρεατοφαγία, η βία και η ανθρωποφαγία που ενέχουν και οι πιο στενές σχέσεις, είναι τα θέματα που κυριαρχούν στο έργο της Χαν Γκανγκ Η χορτοφάγος».
Χριστίνα Παπαγγελή