Κυριακή, Δεκεμβρίου 19, 2021

ραγιάς, ΜΕΡΕΣ ΚΑΙ ΝΥΧΤΕΣ 1821, Γιάννης Καλπούζος

     Μια ιστορική σύνθεση αριστοτεχνικά δομημένη, ένα χορταστικό μυθιστόρημα με χαρακτήρες, δράση και αγωνία, μια βουτιά στην πολύπαθη και πολυδιάστατη περίοδο της ελληνικής επανάστασης -από τα πρώτα πρώτα βήματα, πριν τη γενίκευσή της μέχρι και τη σύσταση του αυτόνομου ελληνικού κράτους-, είναι το τελευταίο αξιόλογο ιστορικό μυθιστόρημα του Γιάννη Καλπούζου. Κι ενώ είχαμε διατρέξει την περίοδο αυτή ως αναγνώστες του «Άγιοι δαίμονες/ Εις ταν πόλιν», με κέντρο όμως την Κωνσταντινούπολη (1808-1831), αυτή τη φορά ο συγγραφέας μάς μεταφέρει, με ακόμα πιο τολμηρό τρόπο, στην καρδιά της επανάστασης. Δηλαδή στον Μοριά, συγκεκριμένα στη Βοστίτσα (Αίγιο), στην Πάτρα, στην Τρίπολη και, ακολουθώντας τον βασικό ήρωα τον Αγγελή, στην Πύλο (Νεόκαστρο ή Ναυαρίνο), στο Μεσολόγγι, στο Ναύπλιο, Βραχώρι (Αγρίνιο), Καρβασαρά (Αμφιλοχία), Πέτα, Δερβενάκια, και πάλι Μεσολόγγι, Τρίπολη, Ναύπλιο. Και είναι τολμηρό το εγχείρημα, αφενός γιατί οι συντελεστές και οι παράμετροι (κοινωνικές, πολιτικές, ιδεολογικές) που έφεραν τον ξεσηκωμό είναι πάρα πολλές και αμφιλεγόμενες, αφετέρου γιατί ήδη υπάρχουν διαφορετικές ερμηνείες ανάμεσα στους ιστορικούς ως προς τα αίτια, τις συνέπειες, τον ρόλο των αγωνιστών, των κοτζαμπάσηδων, των ευρωπαίων, των διαφορετικών εθνικοτήτων που συμβιώνουν στην πολυπολιτισμική Οθωμανική αυτοκρατορία (Τούρκων, Ρωμιών, Εβραίων, Αρμένηδων, Αρβανιτών κλπ κλπ), τα διαφορετικά οικονομικά συμφέροντα, τις ταξικές αντιθέσεις.
     Ωστόσο, ο Καλπούζος δεν διδάσκει, δεν κάνει ιστορία. Θα μπορούσαμε να πούμε όμως ότι ζωντανεύει το παρελθόν, με όσες γνώσεις μπορούμε να έχουμε γι’ αυτό, σεβόμενος την ιστορία, τα ντοκουμέντα, τις μαρτυρίες. Γιατί έπρεπε όλοι αυτοί οι παράγοντες να συνδυαστούν, να συντεθούν και ν’ αποτελέσουν έναν καμβά ώστε να ζωντανέψουν τα γεγονότα με αξιόπιστο τρόπο, χωρίς να προδοθεί η Ιστορία -με γιώτα κεφαλαίο- , και παράλληλα να σκιαγραφηθούν χαρακτήρες μέσα σε μυθιστορηματική πλοκή με αρχή-μέση-τέλος, «δέση» και «λύση».
     Η τεχνική της αφήγησης, που είναι ιδιαίτερη, επιτρέπει αυτήν την ευελιξία: ο κεντρικός ήρωας, ο Αγγελής, ένας απλός πολίτης της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, χωρίς μόρφωση (δεν «ξεσκόλισε»), αφηγείται τα βιώματά του από τις απαρχές της επανάστασης μέχρι τα τέλη του 1825, εμπιστευόμενος τις μαρτυρίες του σε κάποιον «γραμματικό», μέσα από προφορική αφήγηση αλλά και από «ευτελή, κηλιδωμένα και καταταλαιπωρημένα χαρτία», σημειώεις που κρατά ο ίδιος. Παράλληλα, ο ίδιος γραμματικός αναλαμβάνει να συμπληρώσει, σε πιο λόγιο ύφος (και σε ξεχωριστά, εμβόλιμα κεφάλαια) την αφήγηση όπου υπάρχουν κενά. Μετά το 1825, ο Αγγελής, καταπτοημένος όχι μόνο από τις ήττες και τον αγώνα που φαίνεται χαμένος αλλά και απ’ τα δικά του προσωπικά προβλήματα παραιτείται απ’ το να κρατά σημειώσεις (χόρτασα κι από γραψίματα. Να κάψεις κι αυτά που σου έδωκα και που σου έστειλα). Ο γραμματικός όμως, πιστός θαυμαστής του Αγγελή, συνεχίζει να τον παρακολουθεί, και μέσα από μαρτυρίες κοντινών του προσώπων ανασυσταίνει τις νέες περιπέτειες του ήρωά μας αλλά και τα γεγονότα μέχρι τη λήξη του αγώνα και τις πρώτες συνθήκες ανεξαρτητοποίησης του ελληνικού κράτος.
     Ο Αγγελής είναι ένας έξυπνος και όμορφος νεαρός (18 χρονών το 1819) που καταφεύγει από τα 15 του στην Πάτρα αναζητώντας την τύχη του (η οικογένειά του, δέκα νοματαίοι, ζούσε σε χαμόσπιτο ανατολικά της Πάτρας, εφόσον ο πατέρας του ήταν επιστάτης σε χωράφια της χήρας Φιλίζ Χανούμ). Ο θυμώδης χαρακτήρας του και ο νεανικός ενθουσιασμός τον ρίχνουν μέσα σε διαρκείς δοκιμασίες, αλλά κυρίως στη δίνη του προεπαναστατικού αναβρασμού. Διωγμένος από την Πάτρα κακήν κακώς, καταφεύγει στην Καρύταινα δίπλα στον πραματευτή Τζίγνο (ανάποδος, στραβόξυλο, στριφνός, τσιγκούνης, καταφερτζής), με τον οποίο τριγυρνάνε όλο τον Μοριά (Φιλιατρά, Καρύταινα όπου έμειναν αρκετό διάστημα, Τριπολιτσά κλπ). Στο διάστημα μέχρι να αντρωθεί ο Αγγελής και να ξεκινήσει η επανάσταση κάνουμε γνωριμία με πρόσωπα που θα επανέρχονται στη διάρκεια της περιόδου που διατρέχουμε, σε άλλο πλαίσιο και με άλλο ρόλο ίσως: ο 15χρονος Αντριάς, τσιράκι του Τζίγνου, με τον οποίο καρπαζώνονται συνέχεια και μετά φιλιώνουν∙ η 20χρονη Ασπασία, η 4η (!) γυναίκα του Φερχάτ πασά που τον γουστάρει και τον προσελκύει στο κρεβάτι∙ ο Μουράτ (ανιψιός του Σαχίν Αγά) που ο Αγγελής τον είδε να βιάζει την αδερφή του, τη Γαρυφαλλιά∙ ο σοφός γέροντας Μελισσηνός που τον συμβουλεύει στα δύσκολα, και οι δυο του αδερφοί, ο Θεωνάς και ο αμίλητος Συμεών∙ ο μικρός Χαλίλ, γιος του Καρτάλ εφέντη (που πεθαίνει σε συμπλοκή καθώς Τούρκοι οχυρώνονται στο Νεόκαστρο) ∙ ο Γάσπαρης, σύντροφος που τον ακολουθεί απ’ το ξεκίνημα και τον στηρίζει∙ και τέλος η Εβραιοπούλα Σιμχά, κόρη του Βαρούχ, που την ερωτεύεται κεραυνοβόλα και παράφορα (απόμεινα να τη θαμάζω. Κέρωσα/χαμογέλιο άστραμμα μέσα στη νύχτα. Λαμποκόπησαν τα μάτια της κι έκαμναν τα μάγουλά της μικρές γούβες. Να βουτάνε και τα όνειρα να κολυμπούν. Παραλίγο να λιποθυμήσω).
     Αυτά και άλλα πρόσωπα, σημαντικά/ιστορικά και ασήμαντα, περιστρέφονται γύρω από την τυχοδιωκτική προσωπικότητα του Αγγελή, ο οποίος μπλέκεται σε περιπέτειες κάθε τόσο, καθώς περνάμε από την προεπαναστατική περίοδο στο «καζάνι που βράζει», στην αρχή του1821, όταν ήδη έχουν ξεκινήσει οι επαναστατικές πράξεις (πατούσα πια τα είκοσι. Από τα δεκαπέντε που έμπλεξα με τον Τζίγνο δεν είχα ξεκολλήσει ούτε μέρα. Πλιο πάντεχα να βρω του Ρωμιούς επαναστατημένους). Έχουμε ήδη γνωρίσει την Πάτρα και την Τριπολιτσά της εποχής (ό,τι ποθούσε κανείς το έβρισκε στο Τσαρσί, όπως λαλούσαν όλο το παζάρι. Ειδήσματα από την Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική. Ρούχα παπούτσια, δέρματα, υφάσματα, γουναρικά, γνέματα, κερί κλπ κλπ), την Καρύταινα, το Νεόκαστρο (Ναυαρίνο/Πύλος) αλλά και άλλες μικρότερες κωμοπόλεις, εφόσον οι πραματευτές γυρνάνε όλα τα χωριά της κεντρικής και Δυτικής Πελοποννήσου. Έχουμε δει αγριότητες των Τούρκων αλλά και των «φουστανελάδων», που τσάκισαν τον Αγγελή στο ξύλο εκ μέρους των κοτζαμπάσηδων («τέτοιοι είναι οι κοτζαμπάσηδες, φίδια φαρμακερά. Ορίζει το ντοβλέτι τους φόρους που πρέπει να πληρωθούν, αυτοί τους αυγατίζουν, τους μοιράζουν στα χωριά, τους εισπράττουν οι ίδιοι, δίνουν όσα ζήτησε στο ντοβλέτι και κρατάνε τη διαφορά για λογαριασμό τουςτ», του εξηγεί ο Ρήγας, «ένας αφέντης ο Τούρκος και δεύτερος και χειρότερος οι κοτζαμπάσηδες»).
     Ο «περίεργος αναβρασμός» που γίνεται αισθητός κι από τους ανυποψίαστους νεαρούς πραματευτές έχει ξεκινήσει από το 1820. Επεισόδια όπως να ζητούν με εκβιασμούς οι Τούρκοι τις κεφαλές Ελλήνων κάπων[1] και να τους πηγαίνουν άλλων, ή να παριστάνουν οι ξεσηκωμένοι τους ηττημένους -να παρουσιάζονται ως όμηροι («ρεέμια»), για να μη δώσουν χρόνο στους Τούρκους να προετοιμαστούν- είναι συνήθη. Όπως γράφει και ο γραμματικός του Αγγελή, ο λαός, βρισκόταν μεν σε επαναστατικό πυρετό, αλλά δεν γνώριζε λεπτομέρειες. Έτσι, ενημερωνόμαστε για τις λεπτομερείς κινήσεις Ρωμιών και Τούρκων απ’ τον γραμματικό, ο οποίος ζωντανεύει την ατμόσφαιρα της εποχής, με την υποκειμενικότητα που είναι φυσική για κάποιον καλοπροαίρετο, φυσικό μάρτυρα.
     Οι κινήσεις προς την απελευθέρωση είναι πολλές και αποσπασματικές, και καμιά φορά με σκοτεινά κίνητρα. Γυναικόπαιδα Τούρκων ξεσηκώνονται και κλείνονται στο φρούριο του Νεόκαστρου, ή στην Τριπολιτσά.

Η περίοδος της επανάστασης
Όταν στις είκοσι οκτώ του Μάρτη πήγα στην Κανδήλα ν’ αγοράσω αλεύρι, έμαθα πως είχε γυρίσει ο κόσμος ανάποδα. Στράφηκα στη σπηλιά, έκρυψα τα εργαλεία, έβαλα μπόλικο άχυρο και βρόμη στο μουλάρι και κίνησα για την Καρύταινα, παίρνοντας μαζί μου τον ντουλαμά και το τσεκούρι.
     Ο Μάρτης βρίσκει τον ήρωά μας στην Κανδήλα, ψηλά στα βουνά σε μια σπηλιά, να μαζεύει χιόνι για την επιχείρηση πώλησης πάγου που είχε μηχανευτεί ο Τζίγνος (!) Όταν παίρνει χαμπάρι τι γίνεται, έχει χαθεί πια με τους υπόλοιπους, αλλά τακιμιάζει με τον συνομήλικό του Γάσπαρη, αγνή ψυχή αλλά και μέσα στα πράγματα (είχε μια ελαφράδα, μια αποκοτιά ο Γάσπαρης που μ’ άρεσε. Δεν πολυσκότιζε το μυαλό του). Ήξερε περισσότερα από τον Αγγελή για την επανάσταση, αλλά κι αυτά μισά κι ανέσωστα. Μαθαίνουν για τα Καλάβρυτα, για την Καλαμάτα, για τη Γορτυνία όπου πολύ νωρίτερα έγινε ξεσηκωμός (βλέπουμε με πόσο έντεχνο τρόπο ο συγγραφέας μας μεταφέρει τη θολούρα των καιρών, τη δυσκολία της ενημέρωσης που ευθύνεται εν πολλοίς για την ασάφεια που υπάρχει σε σχέση με την ακριβή ημερομηνία έναρξης της επανάστασης) και ψάχνουν να βρουν μπουλούκι για να ενταχτούν, καθώς τραβάνε προς Καρύταινα.
     Καθώς οι συμπλοκές γενικεύονται, ο αναγνώστης εντυπωσιάζεται από τον τρόπο μάχης της εποχής, σώμα με σώμα… Μυρίζει ο αέρας μπαρούτι, ακούγονται πυροβολισμοί, κόσμος πηγαινοέρχεται, φωνές, οιμωγές, θρήνοι. Γυναίκες με μουλάρια φορτωμένα προσπαθούν να σώσουν το βιος τους, κουφάρια εδώ κι εκεί. Από τους Έλληνες που πολιορκούν την Καρύταινα (όπου είναι κλεισμένοι 600 Τούρκοι), ελάχιστοι βαστούν όπλα (πιστόλες και τουφέκια). Οι περισσότεροι κρατούν τσεκούρια, μαχαίρια, μυτερά ξύλα, κι ό, τι λογάριαζε καθένας για όπλο. Η αποτυχία της πολιορκίας στην Καρύταινα –και όχι μόνο, κόβει τα φτερά του ήρωά μας (δεν θα παραστήσω τον αντριωμένο. Και σκιαζόμουν και δε λογάριαζα να πετύχει η επανάσταση. Η φευγάλα της Καρύταινας με κρύωσε. Ξυπνήσανε μέσα μου και λόγια όσων στέκονταν εξαρχής ενάντιοι. Ποιος θα μας κυβερνούσε; Θα κάμναμε δικό μας κράτος όπως έλεγαν οι φιλικοί; Σάμπως καταλαβαίναμε ακόμα τι θα πει κράτος! Μήτε τι ακριβώς σήμαινε ελευθερία νογάγαμε).
     Παρόλες τις αρχικές επιφυλάξεις ο Αγγελής μπαίνει στο μάτι του κυκλώνα. Παρακολουθούμε το «βάφτισμά» του, τον Απρίλη του 1821, στη μάχη στον κάμπο του Λεβιδιού, όπου βρίσκεται σε χωσιά (ενέδρα) μόνο μ’ ένα γιαταγάνι (από τη μια χιλιάδες κι από την άλλη μια χούφτα παλληκάρια/τη ράχη μου Τούρκος δε θα τη ματα’δει/ο φόβος μου μου’ λεγε να τρέξω μα με κρατούσε το γινάτι). Είναι το πρώτο φονικό, αυτό που του χάρισε και το ασημοστολισμένο του καριοφίλι.
     Ακολουθεί θύελλα γεγονότων και καταστάσεων, καθώς παρακολουθούμε από κοντά τη βιωματική αφήγηση του συμπαθητικού ήρωα. Συναντάμε μαζί με τον Αγγελή τον Μπότσαρη, τον «γεροντολαγό» τον Θεοδωράκη Κολοκοτρώνη με τα κηρύγματά και τα «λοξοδρομήματά» του, τους γιους του Πάνο και τον 15χρονο Γιάννη (Γενναίο)[2] και όλη τους την πορεία, τους Υψηλάντηδες, τον Μαυροκορδάτο, τους Πλαπουταίους, τον Δράμαλη, τον Μακρυγιάννη, τον Ανδρέα Λόντο και τον Ανδρέα Ζαΐμη (προεστοί που συνεργάστηκαν με τον Κολοκοτρώνη), τον Καραϊσκάκη, τον Ι. Κωλέττη και μετέπειτα τον Καποδίστρια και άλλους πολλούς. Έχουμε άμεση επαφή -με την υποκειμενικότητα όσων μετέχουν στην ιστορία- με τις εθνοσυνελεύσεις και τα πρώτα συντάγματα, τις αντιπαλότητες στρατιωτικών και κοτζαμπάσηδων που οδηγούν στη συμφορά των εμφυλίων, τις απρόσμενες σκοτεινές συμμαχίες, τη φυλάκιση των καπεταναίων, την άφιξη του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, την καταστροφή του Μοριά και την τραγική κατάληξη του Μεσολογγίου. Περιστατικά γνωστά αλλά και άγνωστα, όπως η πολιορκία του Νεόκαστρου το 1821(κάστρο της Πύλου/Ναυαρίνου) ζωντανεύουν χαρίζοντας όχι μόνο την απόλαυση της επαφής με την ιστορία, αλλά και πλούσιες εμπειρίες στον ήρωά μας. Αλλά και η πολιορκία της Τριπολιτσάς[3] από τους Έλληνες, όπως αργότερα και του Μεσολογγίου, περιγράφεται λεπτομερώς με δεινά χρώματα, καθώς η πολιορκία πόλης είναι απ’ τα χειρότερα βιώματα που μπορεί να ζήσει άνθρωπος.
     Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, ο Αγγελής συναντά ανθρώπους σημαντικούς, ανθρώπους τιποτένιους, εχθρούς που γίνονται φίλοι, φίλους που γίνονται εχθροί, ιδεολόγους (άμα λογαριάζεις για πατρίδα τον ένα και τον άλλο που διαφεντεύει, λαθεύεις. Εμείς θελήσαμε να φτιάξουμε πατρίδα, τη βάλαμε στο νου μας, και θα της χρωστάμε μέχρι να βγει η ψυχή μας) αλλά και παραδόπιστους. Μετά τον φρικτό θάνατο (παλούκωμα) του 15χρονου αδερφού του να του καίει την καρδιά, δεν έχει πια αμφιβολίες και κατατάσσεται σε μπουλούκι ως στρατιώτης, γίνεται κι ο ίδιος μπουλουκτσής∙ τραυματίζεται δυο φορές αρκετά βαριά και αναγκάζεται να νοσηλευτεί και σ’ αυτό το διάστημα παντρεύεται την Εβραιοπούλα Σιμχά (θύμα της πολιορκίας της Τριπολιτσάς) που την αποκαλει εφεξής Κερασία, ενώ ένας τεράστιος θησαυρός κρυμμένος από τον πατέρα της Βαρούχ στο πηγάδι του -πυρπολημένου- σπιτιού τον βοηθά να επιζήσει με αρχοντική, σχετικά, άνεση. Έχει δίπλα του τον15χρονο Τούρκο Χιλάλ που του έσωσε τη ζωή και τον ακολουθεί ως Στάμος, αγοράζει την 11χρονη Χαλίλ (μετέπειτα Χρυσούλα) που γίνεται η ψυχοκόρη της Σιμχά/Κερασίας. Στρατεύεται κυρίως με τον Γενναίο Κολοκοτρώνη σε Πελοπόννησο και Δυτική Ελλάδα, γυρνάει μαζί του πριν τη μάχη του Πέτα στα Δερβενάκια κατ’ εντολήν του Θ. Κολοκοτρώνη για να αντιμετωπίσουν τον Δράμαλη, παρακολουθεί τις φαγωμάρες στις εθνοσυνελεύσεις αλλά αρνείται να συμμετάσχει (δεν το χωρούσε ο νους μου ότι Έλληνες σκότωναν Έλληνες, ούτε να κάμνω τον αστυνόμο ή τον εισπράκτορα, και προφασίστηκα τον κρεβατωμένο/να στέρξω να ορμήσω εναντίον λλήνων για τα πολιτικά, δεν το δεχόμουν). Δεν είναι και λίγες οι πονηριές του Κολοκοτρώνη, που καταφέρνει να είναι με το ένα ποδάρι με τους καπεταναίους, με το άλλο ποδάρι με τους πολιτικούς/προεστούς, αλλά κατά τα λεγόμενα και ο Μακρυγιάννης πούλησε τον Γενναίο (Κολοκοτρώνης, στραατιωτικός) και πήγε με τη μεριά των κυβερνητικών.
     Η μοίρα των Τριπολιτσαίων ίσως είναι και η πιο δύσκολη σε όλο το Μοριά. Γιατί την πήραν βέβαια οι Έλληνες σκορπώντας τον όλεθρο, αλλά τα στρατεύματα που μαζεύονται στην πόλη πλιατσικολογούν και απομυζούν τους ντόπιους. Το ίδιο παρατηρείται και στο Ναύπλιο, όπου καταφεύγει ο Αγγελής με την οικογένειά του (η Κερασία είναι και έγκυος), κι όπου τους περιμένουν νέες περιπέτειες (απατεωνιές, εκπλήξεις, ανατροπές κλπ).
     Όταν πια γεννά η Κερασία την ξανθόμαλλη Πασχαλιά, ο αγώνας βρίσκεται στο ναδίρ. Είναι Οκτώβρης του 1824 κι έχει ήδη ξεκινήσει η δεύτερη φάση του εμφυλίου πολέμου, ένα απ’ τα θύματα του οποίου ήταν ο Πάνος Κολοκοτρώνης. Ο Ι. Κωλέττης έφτασε στο απώγειο της ξαδιαντροπιάς στέλνοντας επιστολές στους οπλαρχηγούς να κάνουν κι αυτοί πλιάτσικο (τώρα άνοιξαν δια εσάς δύο πηγαί πλούτου, οι λίρες του δανείου και τα πλούσια λάφυρα του Μορέως. Τι άλλο επιθυμείτε;). Το πλιάτσικο το ακολούθησε η φυλάκιση των αγωνιστών, η κορυφαία πράξη διχασμού των Ελλήνων, που οδηγήθηκαν σε απίστευτες πράξεις βιαιότητας και «κακουργήματα» από μισθοφόρους (με λεφτά του δανείου), ενώ οπλαρχηγοί και κυβερνητικοί άλλαζαν παράταξη (τα κακουργήματα του εμφύλιου έβλαψαν βαριά τον αγώνα. Έσβησαν τη μεγάλη φλόγα. Τι έφταιξε; Ποιος; Ποιοι; Το στοχάστηκα και τότες κι αργότερα. Ήταν κείνη η φαρμακερή μεριά της ουσίας του «εγώ» που λαλούσε παλιότερα ο Μελισσηνός. Σίγουρα και οι έχθρες, οι κόντρες, το σελάγισμα των παράδων και των αξιωμάτων και ο ξάνθρωπος, ο ίδιος που όρμησε στην Τριπολιτσά το 1821).
     12 Φλεβάρη του 1825 ο Ιμπραήμ αποβιβάζεται στη Μεθώνη με στόλο, χιλιάδες «πεζούρα» και 600 «καβαλάρηδες» και… πλιο φαινόταν καθαρά το άσημο μούτρο της διχόνοιας. Για να στρατευτούν οι άντρες θέλουν «λουφέ». Ο Αγγελής, μετά από ανάρρωση, είναι αποφασισμένος να ηγηθεί μπουλουκιού. Αρχίζει μια περίοδος καταστροφής και ήττας όλου του Μοριά από τους Αιγυπτίους (30.000, κοκκίνισαν οι ράχες και οι λαγκαδιές απ’ τις φορεσιές τους), που θα καταλήξει όπως ξέρουμε στην τραγική έξοδο του Μεσολογγίου, ένα χρόνο αργότερα, στις 10 Απριλίου του 1826. Μέχρι τότε όμως πολλές τραγωδίες, που τις παρακολουθούμε από απόσταση ανάσας, τσακίζουν το ηθικό των αγωνιστών. Ένα από τα μεγαλύτερα σφάλματα που τα χρεώνεται ο Θ. Κολοκοτρώνης είναι η καταστροφή της Τρίπολης, (9 Ιουνίου 1825[4]) η οποία παραδόθηκε στον Ιμπραήμ αμαχητί. Αυτή η εξέλιξη επηρεάζει και την εκτεταμένη «οικογένεια» του Αγγελή (στην οποία, κατά τα ήθη της εποχής περιλαμβάνεται και ο Στάμος με τη Χρυσούλα, και ο Ανδριάς), εφόσον εγκαταλείπουν όλοι το σπίτι όσο ο Αγγελής βρίσκεται στον πόλεμο. Και αρχίζει η Οδύσσεια της προσφυγιάς και της αναζήτησης των οικείων προσώπων.
     Ενώ το καζάνι της ήττας βράζει, ο απελπισμένος Αγγελής ψάχνει τους δικούς του ανθρώπους όπως τη βελόνα στ’ άχερα –το πιθανότερο είναι να βίασαν τις δυο γυναίκες (Χρυσούλα και Κερασία) και να τις σκότωσαν. Μεταβαίνει πληγωμένος στο Ναύπλιο πάλι, όπου είχαν σπίτι, μπας και κατάφεραν να πάνε εκεί, κι αντικρίζουν τον όλεθρο που φέρνει ο πόλεμος: όλη η δυστυχιά του κόσμου ήταν συναγμένη εκεί: χήρες, ορφανά, κατατρεγμένοι απ’ την Τριπολιτσά, την Κρήτη, τα Ψαρά, τη Χίο, την Κάσο, χωριά της Ρούμελης και του Μοριά./Τριγύριζαν στα λασπόνερα ξυπόλυτα παιδιά, κοκαλιάρικα, πεινασμένα, άρρωστα, γιομάτα καντήλες κλπ κλπ. Η συνάντηση με τον Θωμά, το κουτσό παλληκάρι που τάσσει τον εαυτό του στον αγώνα μέχρι τελευταίας ρανίδος και η απελπισιά, τον σπρώχνουν στο Μεσολόγγι, όπου έχει ήδη ξεκινήσει η πολιορκία. Στις 9 του Γενάρη φτάνει ένας μικρός στόλος με υδραίικα και ψαριανά πλοία, με τρόφιμα και πολεμοφόδια, μαζί κι ο Αγγελής με το πλοίο του ναύαρχου Μιαούλη και με τον Θωμά.
     Αυτή η απόφαση του Αγγελή επιτρέπει σε… μας τους αναγνώστες να απολαύσουμε, από τη γραφίδα του συγγραφέα, σελίδες συναρπαστικές, όπου η Ιστορία -πείνα, στέρηση, ναυμαχίες- συμπλέκεται με τις προσωπικές περιπέτειες του πρωταγωνιστή, που δεν είναι και λίγες (φιλοξενία από τον ευκατάστατο Αζαρία που τον θέλει για γαμπρό, κόλπα για να παντρευτεί η νύφη αυτόν που αγαπά, κ.α.). Τότε είναι που ο ήρωάς μας αποφασίζει να παραδώσει τα στρατσόχαρτά του αδιαφορώντας πια για την υστεροφημία, ή ίσως, «από κακό προμάντεμα». Στις 10 Απριλίου 1825, τη μέρα που έχει οριστεί η Έξοδος, ο Αγγελής με 350 άντρες ξεφεύγουν από την ανατολική μεριά της Κλείσοβας.
     Η υπόλοιπη αφήγηση γίνεται από τη μεριά του γραμματικού, που είναι συγγενής του Αζαρία και τρέφει θαυμασμό για τον ήρωά μας. Η ναυμαχία του Ναυαρίνου, η άφιξη του Καποδίστρια, η λήξη του αγώνα και τα ιστορικά γεγονότα που οδήγησαν στην ανακήρυξη του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους[5], περιγράφονται από τον λόγιο με αδρές γραμμές, καθώς η αφήγηση εστιάζει κυρίως στην αναζήτηση της Κερασίας από τον Αγγελή. Η αγωνία σελίδα με τη σελίδα κορυφώνεται, καθώς η ελπίδα μια χάνεται και σβήνει, μια ξαναθεριεύει. Έχει φτάσει πια 1828, και ο τόπος είναι ρημαγμένος. Ο τύφος θερίζει, και τα μαντάτα από τις βιαιοπραγίες των «αραπάδων» απελπίζουν τον Αγγελή. Μια σειρά από γεγονότα τον οδηγούν στην απελευθέρωση της Κερασίας, που είναι η τελευταία και πιο ακραία «περιπέτεια» πριν να κοπάσει η θύελλα. Γιατί, οι πληγές είναι μεγάλες και οι μνήμες των ανθρώπων γεμάτες ένταση και πόνο, αλλά η αρχή του τέλους έχει φτάσει, και το μυθιστόρημα κλείνει με εικόνες αγάπης και λύτρωσης.
     Το μυθιστόρημα αυτό ζωντανεύει αυτήν την τόσο πολυδαίδαλη εποχή με τρόπο που φέρνει το τότε κοντά στο σήμερα. Γιατί, όπως λέει και στις τελευταίες σελίδες ο ίδιος ο -σοφός,πια, γεμάτος εμπειρίες και γνώση- Αγγελής στους φίλους του Μελισσηνό και Συμεών, «για μένα έχει αξία να γεννηθεί και να στεριώσει γερά μέσα στον άνθρωπο η φωνή που κράζει: δεν θα ζήσω σαν ραγιάς! Μα να ξεύρει όποιος λάβει την απόφαση ότι τούτο θα ζητήσει μέχρι το αίμα του να’ ναι έτοιμος να δώκει».
    Θα κλείσω την ανάρτηση με τα λόγια του ίδιου του συγγραφέα για την επιλογή του τίτλου «Ραγιάς» : «Ο ραγιάς, ήτοι ο υπόδουλος, σηματοδοτεί τη σκλαβιά, τον εξευτελισμό. Ανθρώπους που δεν τους ανήκε τίποτα, δεν έλεγχαν στοιχειωδώς τη ζωή τους και αδυνατούσαν να προστατέψουν τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Τους καταδυνάστευε ο φόβος. Με τη λαχτάρα να ζήσουν ανθρωπινά και να πάψουν να είναι ραγιάδες ξεσηκώθηκαν τότε οι Έλληνες. Όμως ο ραγιαδισμός συνεχίζει, κάτω από διαφορετικές συνθήκες, να υφίσταται φανερά ή με σκιώδη τρόπο και πρέπει να το κατανοήσει ο καθένας και να πασχίσει να τον αποτινάξει. Κοντολογίς, επέλεξα τον τίτλο ως σταυρό μαρτυρίου και ως αφετηρία για την ανάσταση, την ελευθερία».
Χριστίνα Παπαγγελή 

[1] Επί τουρκοκρατίας ο κλέφτης που έστηνε σε περάσματα ενέδρα για ληστεία, καπετάνιος/αρχηγός https://el.wiktionary.org/wiki/%CE%BA%CE%AC%CF%80%CE%BF%CF%82
[2] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%99%CF%89%CE%AC%CE%BD%CE%BD%CE%B7%CF%82_(%CE%93%CE%B5%CE%BD%CE%BD%CE%B1%CE%AF%CE%BF%CF%82)_%CE%9A%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%BA%CE%BF%CF%84%CF%81%CF%8E%CE%BD%CE%B7%CF%82
[3] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%86%CE%BB%CF%89%CF%83%CE%B7_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%A4%CF%81%CE%B9%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CF%83%CE%AC%CF%82 Την πτώση της Τριπολιτσάς ακολούθησαν σκηνές τυφλής βίας. Χιλιάδες Οθωμανών, άμαχοι στην πλειονότητά τους, αλλά και οι Εβραίοι της πόλης έγιναν θύματα μιας απερίγραπτης σφαγής που διήρκεσε τρεις μέρες. Οι πηγές δε συμφωνούν για τον αριθμό των θυμάτων. Το πιο πιθανό είναι ότι τις τρεις μέρες της άλωσης σφαγιάστηκαν περίπου 16.000 Τούρκοι, Εβραίοι και Αλβανοί, καθώς και περίπου εκατό Έλληνες από το στρατό των επαναστατών.
[4] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%AC%CF%87%CE%B7_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%A4%CF%81%CE%B1%CE%BC%CF%80%CE%AC%CE%BB%CE%B1%CF%82

[5] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CF%81%CF%89%CF%84%CF%8C%CE%BA%CE%BF%CE%BB%CE%BB%CE%BF_%CF%84%CE%BF%CF%85_%CE%9B%CE%BF%CE%BD%CE%B4%CE%AF%CE%BD%CE%BF%CF%85_(1830)

1 σχόλιο:

  1. It was my excitement discovering your site last night. I came here now hoping to find out interesting things. I was not dissatisfied. Your ideas for new methods on this subject were useful and an excellent help to myself. 토토

    ΑπάντησηΔιαγραφή