Προχώρα. Προχώρα και δες τι έχεις εσύ μέσα σου.
Δεν μπορεί ο αναγνώστης αυτού του βιβλίου να μην φέρει στο νου του την «Οδύσσεια», τις περιπέτειες του ήρωα που πολέμησε περνώντας όλα τα φρικτά στάδια του πολέμου, περιπλανήθηκε για να επιστρέψει σπίτι του, και όταν έφτασε στην πατρίδα, στη συγκεκριμένη περίπτωση στο σπίτι, είχε να αντιμετωπίσει άλλου είδους «τέρατα». Είναι μια πιο πρόσφατη Οδύσσεια τοποθετημένη στον Αμερικανικό εμφύλιο (1862-65), μόνο που το πρόσθετο ενδιαφέρον έγκειται στο ότι ο ήρωας είναι ηρωίδα, είναι μια γυναίκα από την Ιντιάνα που αποφασίζει να καταταχτεί εθελοντικά στον στρατό των Βορείων ενάντια στους Νότιους, αφήνοντας στο σπίτι τον πιο αδύναμο κα ασθενικό άντρα της, με τον οποίο έχει άριστες σχέσεις. Κι όπως γράφει και η Βαρβάρα Ρούσσου στην εξαιρετική της παρουσίαση , σύμφωνα με τον συγγραφέα η μεταμφίεση της Κονστάνς στον Ας Τόμπσον βασίζεται σε «φαινόμενο πραγματικό αφού, σύμφωνα με τις έρευνές του, 500 περίπου γυναίκες έλαβαν μέρος στον πόλεμο μεταμφιεσμένες σε άντρες κινδυνεύοντας με εξευτελιστική τιμωρία ή κατηγορία προδοσίας εγκλεισμό ή θάνατο εάν αποκαλυφθούν. Η συγγραφή μάλιστα του Neverhome βασίστηκε σε βιβλίο που απαρτίστηκε από πραγματικές επιστολές γυναίκας που είχε πολεμήσει ως άντρας»[1].
Υπάρχει ένα πολύ βαθύ και σκοτεινό κίνητρο που σπρώχνει τη γυναίκα αυτή στα όρια της απόλυτης ατρομησιάς (υποψιαζόμαστε απ’ την αρχή ότι έχει να κάνει με τη φωνή της νεκρής μητέρας), ενώ η ένταξη στο στρατόπεδο την κάνει… «τρομερά ευτυχισμένη», όπως γράφει στο πρώτο γράμμα της στον Βαρθολομαίο. Έχουμε παρόλ’ αυτά ένα φρικτό πόλεμο σώμα με σώμα σχεδόν (μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για 19ο αι.), ιδωμένο όχι από τη συνήθη σκοπιά όπως καταγράφεται στην επίσημη ιστορία, ακόμα και στη μέχρι τώρα λογοτεχνία (ίσως όλοι έχουν τους λόγους τους. Για να αφηγηθούν την ιστορία σαν ποίημα, εννοώ, γράφει η ηρωίδα λίγο πριν την επιστροφή της). Δεν είναι αυτό που συνήθως αποκαλούμε «γυναικεία ευαισθησία» το συναίσθημα που διαποτίζει όλες τις απίστευτες σκηνές που περιγράφει σε α΄ενικό η αφηγήτρια, καθώς είναι τόσο σκληρή με τον θάνατο που σκορπά η ίδια (ήθελα να πιάσω το κεφάλι του νεκρού και να το κρατήσω στην αγκαλιά μου, αλλά δεν το έκανα, αφού ήξερα ότι σκέψεις όπως αυτή ήταν ένα από τα πράγματα που επίσης έπρεπε να μάθω να σκοτώνω), τόσο άσσος στο σημάδι και στο τρέξιμο και τόσο ανθεκτική στις κακουχίες, που ξεπερνά όλους τους άνδρες του τάγματός της, δεν δειλιάζει ποτέ και δεν κάνει πίσω στην πρώτη γραμμή, όταν μπαίνει μέσα στη φωτιά της μάχης. Ξεχωρίζει τόσο για τη γενναιότητά της, που γρήγορα την αποκαλούν «ο γενναίος Ας» και βγάζουν και τραγούδι με τα «ιπποτικά» κατορθώματά του/της (σώζει κάποιον που δεν ήξερε κολύμπι, σώζει μια κοπέλα από ντροπή σκαρφαλώνοντας σε δέντρο κ.α.). Ωστόσο, ενώ η περιγραφή έχει πολλές φορές τον φυσικό «κυνισμό» του ανθρώπου που είναι συνηθισμένος/εθισμένος στη φρίκη (το θέαμα εκείνων των υπέροχων καβαλάρηδων που ορμούσαν καταπάνω μας μέσα απ’ τον καπνό, ήταν στ’ αλήθεια πανέμορφο (!)), διαρρέει μια σπάνιας ποιότητας ευαισθησία (δεν μπορώ να σας πω ακριβώς το γιατί, αλλά αυτή η φράση για το φτερό που πέταξε μακριά για να με βρει, έφερε στη γωνιά του ματιού μου ένα δάκρυ που δεν έφυγε ακόμα κι όταν το σκούπισα).
Η σκληραγώγηση και η επίπονη προετοιμασία (φτάνεις στο σημείο να κάνεις πράγματα που στο παρελθόν δεν τα είχες ποτέ φανταστεί: «κηδείες του πενταλέπτου», προχώματα, ορύγματα, λάκκοι, γέφυρες) δίνουν γρήγορα τη θέση τους στη φρίκη όχι μόνο του πολέμου (εκατοντάδες άταφοι νεκροί, πληγωμένοι στα όρια του θανάτου, κ.α.) αλλά και των σημαδιών της σκλαβιάς των μαύρων (πλάι σε μια κατηφοριά στο χωμάτινο πάτωμα, βρήκαμε μια αλυσίδα και ένα ανοιχτό σιδερένιο κολάρο. Ήταν φανερό ότι το κολάρο είχε μείνει σφιγμένο γι’ αρκετό καιρό, και μάλλον περισσότερες από μία φορές, γύρω από κάτι μαλακό), εικόνες στις οποίες η ηρωίδα φαίνεται να λυγίζει εσωτερικά. Η πρώτη φάση λοιπόν είναι μια περίοδος με ατέλειωτες πορείες και διαρκείς μάχες (η φωτιά απ’ τα κανόνια έγινε τόσο καυτή που έμοιαζε σα να είχαμε τραυματιστεί πριν μπούμε καν στη μάχη και είχαμε γίνει κομμάτι της αιώνιας θλίψης και της δόξας του κόσμου, ενώ τα δέντρα γκρεμίζονταν με εκκωφαντικό θόρυβο και από όλες τις μεριές ακούγονταν οι κραυγές των πληγωμένων που άφηναν την τελευταία τους πνοή), όπου παράξενες ιστορίες ανθρώπων που χάνουν τα πάντα εγκιβωτίζονται στην αφήγηση. Το περιστατικό της αιχμαλωσίας της από ληστές που θα την παρέδιδαν στους αντίπαλους και ο περιπετειώδης τρόπος διαφυγής είναι ανάλογος των περιπετειών του Οδυσσέα, μια και μιλάμε για τετραπέρατη, πονηρή και απίστευτα τολμηρή γυναίκα-θηλυκό Οδυσσέα.
Ίσως και να κατάλαβε ο συνταγματάρχης «της» την απάτη τής αλλαγής φύλου, όταν κάλεσε τον Ας Τόμπσον κατηγορώντας τον/την για κλοπή. Πρόκειται για ένα πρόσωπο που καθώς προχωρά η αφήγηση και «φτάνουν στο μέρος όπου «θα άρχιζε η κόλαση», όπως προανήγγειλε η αφηγήτρια, παίζει όλο και σημαντικότερο ρόλο, ενώ ο «ξάδερφός» του της φέρεται με απροσδόκητη τρυφερότητα (ο πιο όμορφος άντρας που είχα αντικρίσει ποτέ, -ήταν η ομορφιά που βλέπεις μονάχα από κοντά, καθώς ζυγώνει ο θάνατος, μια ομορφιά μαυρισμένη απ΄την καπνιά, με μάγουλα απαλά και μάτια που φεγγοβολάνε).
Τα γεγονότα του δεύτερου μέρους, αυτή η «κόλαση» για την οποία κάνει λόγο, δεν αφορούν άμεσα το πεδίο της μάχης. Η ηρωίδα μας τραυματίζεται, σφηνώνεται για ώρες κάτω από ένα δέντρο, το σκάει, φιλοξενείται από την εξίσου ιδιόρρυθμη νοσοκόμα Νέβα Θάτσερ αποκαλύπτοντας φυσικά το μυστικό της, γίνεται αντικείμενο πάθους και μίσους και… μετά από απρόσμενη προδοσία παραδίδεται στο στρατόπεδο ως κατάσκοπος («μια πόρνη από την Τσατανούγκα, ντυμένη άντρας»). Η κατάληξή της στο φρενοκομείο αποδεικνύεται μεγαλύτερος εφιάλτης από την φωτιά της μάχης, ένα φρενοκομείο «παλιάς εποχής», όπου επανεμφανίζεται και κάνει μαζί της αποκαλυπτικό διάλογο ο συνταγματάρχης «της» (δεν είσαι πόρνη, δεν είσαι κατάσκοπος, απομένει η τρέλα). Ωστόσο, αφού περνά δια πυρός και σιδήρου, με κρίσεις βίας, πυρετού, οραμάτων, εξάντλησης κλπ πάλι καταφέρνει με παράδοξους τρόπους όχι μόνο να επιβιώσει αλλά και να δραπετεύσει. Το σχέδιο που βάζει σε εφαρμογή είναι απίστευτο, όσο και σκληρό.
Κι έτσι έχουμε το τρίτο μέρος, την επιστροφή, ή αλλιώς τον «νόστο». Όλο αυτό το διάστημα, αλλά κυρίως την «εποχή της κόλασης», η αφήγηση είναι διάσπαρτη από αναμνήσεις, από τρυφερές και σπαραχτικές στην απλότητά τους σκηνές με τον Βαρθολομαίο «της», αλλά κυρίως από αναφορές στη νεκρή μητέρα, στην οποία καταφεύγει συνεχώς για να πάρει δύναμη.
Από τη μητέρα αντλεί δύναμη μέχρι τώρα, ανοίγοντας κάθε τόσο διάλογο μαζί της, σταλάζοντας σε μας κάθε λίγο έμμεσες πληροφορίες για το σκοτεινό παρελθόν της οικογένειας, της εγκατάλειψης από τον απαράδεκτο πατέρα, του φρικώδους εμπρησμού των «βρωμονέγρων» γειτόνων, σκηνή που εγγράφεται ανεξίτηλα στην άγραφη παιδική μνήμη ως την πρώτη και μόνη στιγμή που είδε την άτεγκτη μητέρα να αναρριγά:
«Δεν γυρίζουμε ποτέ το άλλο μάγουλο, έτσι δεν είναι, μαμά;» είπα
(…)
«Όχι, ποτέ» είπε η μητέρα μου και κείνη τη στιγμή η φωνή της τρεμούλιασε. Ήταν ένα τόσο δά τρεμούλιασμα, σαν κλαδάκι που αναρριγεί στο άγγιγμα του χειμώνα, όμως εγώ δεν είχα ξανακούσει ποτέ τη φωνή της να τρεμουλιάζει.
Οι περιπέτειες και οι ιστορίες-επεισόδια, φρικτές και μεγαλειώδεις, συνεχίζονται (όπως με τη γυναίκα που είχε υπηρετήσει στο Πέμπτο έγχρωμο Σύνταγμα, η ιστορία με τα τρία μικρά κορίτσια κ.α.). Κι όταν με τα πολλά βρίσκει τον δρόμο για να επιστρέψει, «δεν πρόφτασε καλά καλά να φτάσει σπίτι και έφυγε ξανά», σαν τον Οδυσσέα που βρίσκει το σπίτι του κυριευμένο από άγνωστους εχθρούς…
Η τελική πράξη είναι βγαλμένη από τραγωδία, γεμάτη ανατροπές και ένταση και η έκβαση μοιραία.
Χριστίνα Παπαγγελή
[1] Από συνέντευξη του συγγραφέα, που παρεμπιπτόντως παντρεύτηκε τη δισεγγονή του Α. Σικελιανού: «Για το «Neverhome» βασιστήκατε σε αληθινή ιστορία; Υπήρξαν δηλαδή πράγματι γυναίκες οι οποίες πολέμησαν στον αμερικανικό Εμφύλιο μεταμφιεσμένες;
Μα έτσι μάλιστα άρχισαν όλα. Η γυναίκα μου, η Ελένη, μου δώρισε πριν από καμιά 20ετία, στα γενέθλιά μου, ένα βιβλίο («Uncommon soldier»-«Ασυνήθιστος στρατιώτης», έχει τίτλο) που περιλάμβανε την επιστολογραφία μιας γυναίκας που, κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, είχε πολεμήσει ως άντρας. Ήταν μια γυναίκα από μια πάμφτωχη αγροτική οικογένεια στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης, η οποία, ήδη πριν από τον Εμφύλιο, μεταμφιεζόταν σε άντρα για να μπορεί να βρει δουλειά. Οκτώ-εννιά χρόνια μετά, θυμήθηκα αυτή τη συναρπαστική ιστορία: Ήταν μάλλον κάτι, εκείνη την εποχή, διάχυτο στο πολιτιστικό κλίμα που με οδήγησε εκεί και γενικώς είχε αρχίσει και να με ενδιαφέρει να γράψω γυναικοκεντρικές ιστορίες».
https://www.efsyn.gr/tehnes/ekdoseis-biblia/312920_giati-prepei-na-einai-panta-i-pinelopi-poy-menei-piso-sto-spiti
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου