Πέμπτη, Οκτωβρίου 14, 2021

Τα αστέρια του Σίντι Μουμέν, Mahi Binebine

     Η πείνα απλώνει τα πλοκάμια της, σφίγγει τους λαιμούς μέχρι την ασφυξία, αλλά δεν σκοτώνει το Σίντι Μουμέν, γιατί οι άνθρωποι μοιράζονται το λίγο που έχουν. Γιατί ορκίστηκαν πίστη στην κοινή τους απόγνωση. Αύριο θα είναι η σειρά κάποιου. Μεθαύριο κάποιου άλλου. Η ρόδα γυρίζει τόσο γρήγορα. Στο λίγο ή στο τίποτα υπάρχουν μόνο ψίχουλα που παίρνει το παραμικρό φύσημα αέρα.
     
     Χωρίς αμφιβολία, είναι ένα απ’ τα καλύτερα μυθιστορήματα που έχουν γραφτεί πάνω στο θέμα της ισλαμικής τρομοκρατίας, του φονταμενταλιστικού κινήματος[1] που επιτάσσει την τιμωρία των απίστων (των χριστιανών), με θάνατο αθώων μέσω «αυτοθυσίας». Και είναι απ’ τα καλύτερα απ’ την άποψη ότι μπαίνουμε βαθιά στην καρδιά της ψυχολογίας των νεαρών που δέχονται με απίστευτη αυταπάρνηση τη σκληραγώγηση και την μύηση σε μια τόσο σκοτεινή και αδιέξοδη αποστολή, θεωρώντας τους εαυτούς τους ήρωες. 
     Ο πρωταγωνιστής και αφηγητής Μωχ, που τον φωνάζουν όμως Γιασίν όπως τον διάσημο τερματοφύλακα -ίνδαλμα των παιδιών της αλάνας όπου παίζουν ποδόσφαιρο-, έζησε με την οικογένειά του στο Σίντι Μουμέν, σ’ έναν «δημόσιο» σκουπιδότοπο με χωματερή μιας «ανύπαρκτης» γειτονιάς της Καζαμπλάνκα ∙ εννιά αγόρια και οι γονείς μέσα σε δυο δωμάτια (14 γέννες έκανε η βερβερικής καταγωγής Γιέμμα, η μητέρα του(!)), σε μια πόλη γεμάτη «ευρηματικές κατασκευές από κατσαρολικά» για κεραίες, σe γειτονιά όπου κυριαρχεί η σαπίλα, ο θάνατος, οι τρωγλοδύτες, οι μύγες, τα κουνούπια. Σ’ αυτά τα «σιχαμερά ερείπια» ο Γιασίν, τα αδέρφια του κι οι φίλοι τους έστησαν τα παιδικά τους χρόνια, γεμάτα έντονες αναμνήσεις (δεν ντρέπομαι να σας ομολογήσω ότι μου’ τυχε να είμαι χαρούμενος πάνω στα σκουπίδια αυτού του καταραμένου κοπρόλακκου, ναι, ήμουν ευτυχισμένος στο Σίντι Μουμέν, στον τόπο μου). Σ’ αυτόν τον τόπο όπου ο «θάνατος είναι πανταχού παρών».
     Όπως μας πληροφορεί ήδη από την δεύτερη σελίδα: «δεν έχω την παραμικρή νοσταλγία των δεκαοχτώ βασανισμένων χρόνων της δύσκολης ζωής που μου δόθηκε να ζήσω», επομένως «δεν λυπάται που τέλειωσε», προοικονομώντας ότι έχει ήδη πεθάνει, έχει ήδη "θυσιαστεί" και μας μιλά το πνεύμα του εκ των υστέρων (το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι έχω καταντήσει μια οντότητα και –για να χρησιμοποιήσω τη γλώσσα που μιλούν εδώ κάτω- θα την ονομάσω συνείδηση: δηλαδή, την ατάραχη απόρροια από μυριάδες καθαρές σκέψεις. Όχι τις σκοτεινές και μίζερες που διέτρεχαν τη μίζερη ύπαρξή μου, αλλά σκέψεις με χίλιες όψεις, τόσο αστραφτερές που πολλές φορές τυφλώνουν). 
     Εκτός από τον θρυλικό ποδοσφαιριστή Γιασίν, ίνδαλμά του είναι και ο μεγαλύτερος αδερφός του, ο Χαμίντ, ατρόμητος στη γειτονιά, που «ήξερε να χειρίζεται τις γροθιές» του, ο μόνος που αψηφούσε τους πάντες (ακόμα και την «τελετή» όσφρησης της Γιέμμα που τους απαγόρευε να σκαλίζουν τα σκουπίδια), που είχε κάνει ολόκληρη επιχείρηση με τα απορρίμματα και που δεν δίστασε να σκοτώσει κάποιον και να τον θάψει στη χωματερή όταν υποπτεύτηκε ότι εκείνος προσπαθούσε να βιάσει τον ανυποψίαστο, οκτάχρονο Γιασίν.
     Ο Γιασίν μάς ξεναγεί στον μικρό, κλειστό του κόσμο: στην καθημερινή οδύσσεια της «καθαρής και σχολαστικής» Γιέμμα (Γιέμμα = μάνα στα βερβέρικα) που τους πρόσεχε όπως η κλώσα τα κλωσόπουλά της, στη μοναξιά του πατέρα που γέρασε πριν την ώρα του στα λατομεία, αλλά κυρίως στη δύσκολη ζωή των παιδικών του φίλων, τόσο ιδιαίτερων και μοναδικών. Ακόμα, ιδιαίτερο λυρικό τόνοστην αφήγησή του έχουν οι σελίδες όπου περιγράφεται η παιδική/εφηβική αγάπη προς την αδερφή του Φουάντ, την Γκισλάν (είχα δικαίωμα κι εγώ στο μερίδιο της ευτυχίας).
     Ο μικρόκοσμος αυτός ξετυλίγεται μέσα από τη «σημερινή» συνείδηση του νεκρού πια ήρωα (όσα σας διηγούμαι εδώ είναι η περίληψη δεκαοχτώ χρόνων σε μια σφηκοφωλιά), ο οποίος αφηγείται έχοντας το «προνόμιο» να παρακολουθεί από μακριά την κηδεία του, των φίλων του και τη δική του, όπου ξεχωρίζει ο σπαραγμός της τραγικής μάνας, της Γιέμμα. Οι «όψιμες» σκέψεις του νεκρού πια ήρωα, έχουν μεν το ανατολίτικο μεταφυσικό στοιχείο αλλά και μια ιδιαίτερη γοητεία (όταν οι ζωντανοί με σκέφτονται, μου ανοίγουν έναν φεγγίτη στον κόσμο τους/διαθέτουμε έναν περιορισμένο αριθμό από σήματα που μ’ αυτά πλησιάζουμε την πορεία κάποιων δικών μας ανθρώπων, φτάνει να κάνουν τον κόπο να μας συλλογιστούν).
     Τα «Αστέρια του Σίντι Μουμέν» λοιπόν, είναι η παρέα αυτή που συσπειρώθηκε γύρω από μια μπάλα σ’ ένα γήπεδο- σκουπιδότοπο. Ο Ναμπίλ, ο πιο στενός φίλος του Γιασίν, όμορφος κι ανοιχτόχρωμος, με μάνα «καλλιτέχνη» (πουτάνα), που σαγηνεύει γνωστούς και άγνωστους με την καλλίπυγο εμφάνισή του∙ ο Φουάντ που πήγαινε σχολείο και του απαγορευόταν η μπάλα, μέχρι που τον έσπασε στο ξύλο ο μουεζίνης πατέρας του και ξαναγύρισε στο γήπεδο όταν ο πατέρας αρρώστησε με παράλυση∙ ο Αλί, λευκός αλλά πάντα μαύρος ως παιδί καρβουνιάρη, που έκρυβε πίσω από το αληθινό του όνομα (Γιουσέφ) μια απίστευτα πικρή ιστορία∙ ο Χαλίλ, ο κεντρικός αμυντικός, ξεπεσμένος κοινωνικά που κατέληξε λούστρος. Οι πέντε αυτοί φίλοι μαζί με τον μεγάλο αδερφό, τον Χαμίντ , είναι πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους, ο καθένας με την προσωπική του οικογενειακή μικροϊστορία, ωστόσο καθώς μεγαλώνουν, πιάνουν δουλειές, γνωρίζονται καλύτερα, φτιάχνουν το στέκι τους, ενώνουν τα ταλέντα τους ενάντια στους κοινούς αντιπάλους (μυθικά παιχνίδια που σχεδόν πάντα τελείωναν σαν μάχες Ρωμαίων μονομάχων) και… ονειρεύονται πίνοντας και καπνίζοντας διάφορα (βρισκόμαστε σ’ ένα κόσμο φανταστικό, μακριά απ’ τη βρόμα, μακριά απ’ τη μιζέρια και τα φαντάσματα που τη στοιχειώνουν. Το μόνο που λογάριαζε ήταν το αόρατο αίσθημα που μας τύλιγε. Ήμαστε οι βασιλιάδες του κόσμου). Αυτοί οι έξι, χωρισμένοι σε δυο ομάδες, είναι που μετά από κάποια κοινά στάδια προετοιμασίας θα βρουν κοινό ηθελημένο θάνατο.
     Τα πρώτα σημάδια της αλλαγής αφορούν τον Χαμίντ, που πρώτος άρχισε να επηρεάζεται από τις διδασκαλίες των καθοδηγητών, να μεταμορφώνεται, να μην ασχολείται τόσο με το ποδόσφαιρο, μέχρι που έφυγε κι απ’ το σπίτι. Στη συνέχεια προτρέπονται και τα υπόλοιπα «αστέρια» να παρακολουθήσουν μαθήματα (κι έτσι άρχισε ο σκοτεινός κατήφορος σ’ έναν κόσμο που δεν ήταν ο δικός μας. Ένας κόσμος καινούριος όπου σιγά σιγά θα γλιστρούσαμε και στο τέλος θα μας καταβρόχθιζε για τα καλά). Πρόλαβαν βέβαια οι μαθητευόμενοι να γευτούν κάποιες από τις χαρές της ζωής (χαρές του τεχνίτη, έρωτες, πάθη, μέθη κλπ), αλλά καθώς ο αφηγητής περιγράφει τα στάδια της μύησης (πολεμικές τέχνες, αυτοσυγκράτηση, φιγούρες, τεχνικές χειρισμού όπλων, φιλμ, προπαγάνδα κατά του δυτικού πολιτισμού) η κατάσταση για τους έφηβους φίλους γίνεται ιδιαίτερα γοητευτική και ηρωική (κι εμείς θέλαμε να υπερασπιστούμε τους αδύναμους και να εφαρμόσουμε τη δικαιοσύνη).
     Ο πνευματικός καθοδηγητής της ομάδας, Αμπού Ζουμπέιρ, και οι τρεις σύντροφοί του δεν δυσκολεύονται να ενσταλάξουν την πίστη στους νεαρούς μαθητές (ήταν μια νίκη στη μετριότητα της μικρής μα ζωής. Ρουφούσαμε τα λόγια του γιατί μπορούσαμε να τα καταλάβουμε). Νιώθουν περήφανοι, και είναι έτοιμοι για κάθε θυσία. Μαθαίνουν απέξω το Κοράνι, κάνουν αναλύσεις, και πείθονται ότι η Τζιχάντ είναι η μοναδική τους σωτηρία, με τη φωτογραφία του νεκρού αγοριού της Παλαιστίνης στην αγκαλιά του πατέρα του.
     Η αντίστροφη μέτρηση είναι συγκλονιστική. Η τελευταία φορά που βλέπει τους γονείς (όπου ο Χαμίντ προκάλεσε με τα αστεία του ένα «τρελό οικογενειακό γέλιο», η τελευταία φορά με την Γκισλάν. Οι τελετές, οι προσευχές στο βουνό, η κατασκήνωση, το μοναδικό στη ζωή τους ταξίδι με το φορτηγό στο βουνό (οι μέρες που περάσαμε στο βουνό θα μείνουν από τις πιο ευτυχισμένες αναμνήσεις της σύντομης ύπαρξής μου). Ο έρωτας με τον Ναμπίλ. Το τελευταίο σαρανταοκτάωρο. Το τρέμουλο του αδίστακτου Χαμίντ, που φαίνεται να έχει περισσότερη συναίσθηση του τρομακτικού εγχειρήματος (δεν καταλάβαινε γιατί ήμουν τόσο ήρεμος, σχεδόν νηφάλιος. Ψηλά στο σύννεφο που βρισκόμου, αυτό μού φαινόταν σαν παιχνιδι: παιχνίδι ζωής και θανάτου τυλιγμένου με άγνοια). Τα τελευταία γεύματα, οι τελευταίες συγγνώμες, το ζώσιμο με τα εκρηκτικά, το σχέδιο δράσης (προχωρούσα σαν υπνοβάτης. Ήμουν εγώ και συγχρόνως κάποιος άλλος). 
     Από τα λόγια του «μάρτυρα» πλέον Γιασίν διαρρέουν κάποια ίχνη αμφισβήτησης. Ο ίδιος όσο ζούσε αμφέβαλλε για το κατά πόσο ο Αλλά είναι δίκαιος (αλλιώς πώς να δικαιολογήσω την ύπαρξη τόπων σαν το Σίντι Μουμέν), και ως νεκρός αφηγείται ότι η από τη μέρα του θανάτου του «βασανίζεται» γιατί θεωρεί ότι ο Αμπού Ζουμπέιρ «τους κορόιδεψε όταν τους υποσχέθηκε άμεση πρόσβαση στον Παράδεισο». Ο «εκλεκτός», που τον επέλεξε ο θάνατος για να φέρει την ισότητα και τη δικαιοσύνη στον κόσμο, να μη βλέπει πια τα πιτσιρίκια με τα κουρέλια να τρέχουν πίσω από τα φορτηγά με τα σκουπίδια, ως πνεύμα πια τριγυρνά βαρύς στον ουρανό των παιδικών χρόνων, κλαίγοντας, με τον δικό του τρόπο, «περιμένοντας το ξημέρωμα».
Χριστίνα Παπαγγελή 

[1] Δεν γνωρίζω, ούτε αναφέρεται πουθενά στο βιβλίο αν πρόκειται για τον ISIS.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου