Στις 11 Σεπτεμβρίου του 2018, ο καταξιωμένος ποιητής των νεοελληνικών γραμμάτων, Κωνσταντίνος Καρδιανός, βρίσκεται νεκρός σε ερημική παραλία της Καρπάθου∙ ωστόσο η «σκιώδης», η σκοτεινή πλευρά της προσωπικότητάς του είναι αυτή που ανιχνεύει ο συγγραφέας, μέσα από τους τέσσερις άλλους συμπρωταγωνιστές: την ερωτική φίλη, ποιήτρια και γραμματέα του επί χρόνια Νιόβη Μελασσιανού, τον αφηγητή και δημοσιογράφο πολιτιστικού ρεπορτάζ Νίκο Μιχαηλίδη και την φιλόλογο Μαρίνα Αναγνωστάκη, φιλόλογο που συντροφεύει τον Νίκο στην έρευνά του. Τέλος, σημαντικό ρόλο παίζει και η δεύτερη γραμματέας του ποιητή, η Άννα Χριστοφόρου, που συνεργάστηκε μαζί του ως γραμματέας του τα τελευταία δεκαεννιά χρόνια.
Ο περίεργος και απροσδόκητος θάνατος του ποιητή, που όπως φαίνεται από την αρχή ήταν προσχεδιασμένος («ηθελημένη αυτοκτονία») δίνει μια ατμόσφαιρα μυστηρίου, δεδομένου ότι πρόκειται για έναν αγαπητό και δημοφιλή ποιητή, πολύ διακεκριμένη μορφή των γραμμάτων, όχι μόνο για το ποιητικό του έργο αλλά και για την πλούσια αρθρογραφία του. Ο αιφνίδιος και ριζικός χωρισμός του με την Νιόβη πριν δεκαεννιά χρόνια -μετά από συμβίωση εικοσιπέντε χρόνων-, και η δική της άρνηση να τον ξαναδεί μετά απ’ αυτό, όταν εκείνος επισκέφτηκε το νησί της τον Σεπτέμβριο του 2018, αυξάνει ακόμα περισσότερο την περιέργεια και το ενδιαφέρον για την άβυσσο που κρύβει η ψυχή του ανθρώπου. Γιατί μετά απ’ αυτήν την άρνηση, κι εκείνος με τη σειρά του αρνείται να πάρει τα φάρμακα για την καρδιά, που τον κρατούσαν στη ζωή.
Ο κεντρικός ήρωας και αφηγητής Νίκος Μιχαηλίδης θέτει ως στόχο να διερευνήσει αυτόν τον παράδοξο θάνατο, τον μυστήριο αυτόν χαρακτήρα, τις σχέσεις του μοναχικού ποιητή με την ερωμένη-γραμματέα του αλλά και την νεαρή φοιτήτρια φιλολογίας που την προσέλαβε λίγο πριν η Νιόβη τον εγκαταλείψει, και που τον στήριξε με πολλή αφοσίωση και σπάνια ικανότητα, καθώς χειριζόταν όλες του τις υποθέσεις, συγγραφικές και εκδοτικές. Ως έμπειρος δημοσιογράφος, ο Μιχαηλίδης διακρίνει ότι ίσως αν γράψει ακόμα και βιβλίο με τον βίο και την πολιτεία του Καρδιανού -το πρώτο του- θα παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον (ένα σημαντικό πρόσωπο των γραμμάτων μας, με ελάχιστα πράγματα γνωστά για την ιδιωτική του ζωή, ένας παράξενος θάνατος σε μια ερημική και αποκομμένη παραλία ενός απομακρυσμένου νησιού του Αιγαίου, μια παλιά σχέση που τον συνέδεε με το νησί αυτό/τα λίγα στοιχεία αυτής της ιστορίας που μέχρι τότε είχα στα χέρια μου μού επιβεβαίωναν ότι ο μοναχικός θάνατος του Καρδιανού έκρυβε από πίσω του μια πονεμένη ιστορία). Σ’ αυτήν του την απόπειρα, ζητά τη βοήθεια της παλιάς του φίλης Μαρίνας, που κατάγεται κι αυτή από την Κάρπαθο, με το αρχικό πρόσχημα να τον φέρει σ’ επαφή με τη Νιόβη Μελασσιανού.
Έτσι, αποκτούμε σιγά σιγά πρόσβαση σε πέντε ψυχογραφίες, πέντε ανθρώπους των οποίων σταδιακά οι ζωές συγκλίνουν γύρω από ένα μεγάλο ερώτημα, το ερώτημα στο οποίο αποτελεί απάντηση όλο το βιβλίο: ποια είναι η σχέση του ποιητή, του ποιητή δηλαδή ως δημιουργού με τη Ζωή, με την αγάπη, με τους ανθρώπους γύρω του. Και καθώς βέβαια η κεντρική ποιητική μορφή είναι ο Κωνσταντίνος Καρδιανός, οι άλλοι τέσσερις, φίλοι του λόγου και δημιουργοί κι εκείνοι, αποτελούν αντανάκλαση ή, έστω, διαφορετικές εκδοχές μιας προσωπικότητας στην οποία δεν «σκόνταψαν» τυχαία. Όλοι είναι μοναχικοί και πρώτα πρώτα ο ποιητής αλλά και η σύντροφος της ζωής του, η Νιόβη. Ποιήτρια κι εκείνη, δέχτηκε με πρόθυμη αυταπάρνηση να μην κάνει οικογένεια και παιδιά, ούτε καν να έχει επίσημη σχέση με τον Κωνσταντίνο, προκειμένου να υπηρετούν την τέχνη τους.
Η μοναχικότητα είναι ένα από τα κοινά στοιχεία τουλάχιστον των τεσσάρων πρωταγωνιστών (η Άννα Χριστοφόρου φαίνεται πιο κοινωνική, άλλωστε έκανε οικογένεια). Στο μυθιστορηματικό σήμερα, εκτός από τις έρευνες για τον ποιητή, παρακολουθούμε τα δειλά βήματα συμβίωσης δύο εργένηδων από πεποίθηση, του Νίκου και της Μαρίνας, δύο ανθρώπων που βρίσκονται ήδη στη μέση ηλικία (42 και 52 αντίστοιχα, μεγαλύτερη η γυναίκα) και διστάζουν να ενώσουν την καθημερινότητά τους με τους ρυθμούς ενός άλλου προσώπου. Αντίστοιχες επιφυλάξεις είχε και ο Καρδιανός («κλασικό γραφιά» τον χαρακτηρίζει ο Μιχαηλίδης) με τη Νιόβη, τη νεαρή ποιήτρια που εμφανίστηκε ξαφνικά στο σπίτι του για να ζητήσει τη γνώμη του για τα νιόκοπα ποιήματά της, και έμεινε μαζί του ως γραμματέας και ερωμένη. Όλοι αγαπούν τον λόγο, τη γραφή, τη λογοτεχνία, τον πολιτισμό με κάποιον τρόπο. Μέσα από συγγραφικά τεχνάσματα (ημερολόγιο του Καρδιανού, απομαγνητοφωνημένη συνέντευξη της Μελασσιανού, αφηγήσεις και συνεντεύξεις) ο αναγνώστης συνθέτει τις βιογραφίες πέντε ανθρώπων που παρόλη τη μοναξιά αναζητούν την ταυτότητά τους, ίσως τον αληθινό τους εαυτό μέσα από τη σχέση τους με τον Άλλον. Πέντε ανθρώπων που μεγάλωσαν σε αστικό περιβάλλον, με τον συντηρητισμό και τους περιορισμούς της εποχής τους (ως μεγαλύτερος ο Καρδιανός ζει την χούντα, τη μεταπολίτευση κλπ και στη συνέχεια όλη την πνευματική εξέλιξη μέσα από τα μάτια των πιο νεαρών γραμματέων του), που παίρνουν θέση στα πολιτικά και πολιτιστικά δρώμενα της εποχής, στα οποία ο συγγραφέας εντάσσει τον αναγνώστη με μαεστρία. Έτσι έμμεσα παρακολουθούμε σκέψεις και τοποθετήσεις που ξεκινούν απ τα χρόνια της χούντας μέχρι το σήμερα∙ απόψεις για την οικονομική κρίση, για τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, για την ακροδεξιά, για την αριστερά, τον Σύριζα, τους πρόσφυγες.
Παρόλη την κοινή «μαγιά» μέσα στην οποία μεγαλώνουν οι ήρωες, ξεχωρίζουν φυσικά και οι ιδιαιτερότητες των χαρακτήρων τους. Ο Μιχαηλίδης π.χ. είναι ατημέλητος, ακοινώνητος, απεριποίητος ενώ η Μαρίνα είναι πιο θετική, πιο οργανωτική και πιο… νοικοκυρά. Η εστίαση στην προσωπικότητα της Νιόβης έχει ενδιαφέρον ιδιαίτερο, γιατί βλέπουμε την εξάρτηση της προσωπικότητάς της και κυρίως της ποιητικής της αξίας από την κρίση του συντρόφου της, του Καρδιανού. Ωστόσο, όλοι έχουν κάνει την «επανάστασή» τους, ιδιαίτερα οι γυναίκες που έχουν να αντιμετωπίσουν τον συντηρητισμό της οικογένειας απέναντι στη χειραφέτηση των γυναικών, ή τις δυσκολίες μιας εργαζόμενης γυναίκας να κάνει οικογένεια. Η ενηλικίωση της Μαρίνας στην Κάρπαθο μας δίνει την ευκαιρία να γνωρίσουμε από κοντά όχι μονάχα την ασφυξία που προκαλεί η μεγαλούπολη σ’ ένα νεαρό κορίτσι (δυσκολίες της Άννας να δουλέψει δίπλα στον ποιητή), αλλά και η νησιωτική επαρχία, που ακόμα και στο «σήμερα» δυσκολεύεται να αποδεχτεί μια «ελεύθερη» σχέση.
Ο δημοφιλής και αγαπητός ποιητής Καρδιανός, «ισχυρός πνευματικός παράγοντας» πια στη χώρα, μάλλον απογοητεύει τον βιογράφο του. Όταν πια ολοκληρώνεται ο κύκλος των ερευνών, η αυτοβιογραφία που άφησε ο ίδιος ο ποιητής φωτίζει πτυχές της προσωπικότητάς του, σκοτεινές και άγνωστες (τα ποιήματά μου, στο βάθος, απηχούν στιγμές της ζωής μου/δεν άφησα κανέναν να με γνωρίσει αληθινά) και ο ίδιος ο δημοσιογράφος ομολογεί ότι τελείωσε το χειρόγραφο με «ανάμεικτα συναισθήματα», απογοητευμένος γιατί περίμενε ένα μεγαλύτερο και πιο φοβερό μυστικό από μια ζωή μάλλον βαρετή. Ίσως κι ο αναγνώστης να απογοητευτεί περιμένοντας μια πιο αποκαλυπτική και μοναδική «λύση», όμως προσωπικά πιστεύω ότι η ψυχογραφία ενός ανθρώπου «μονόχνοτου» που, όπως λέει ο Μιχαηλίδης, «άφησε μια μόνη ηλιαχτίδα να μπει στη ζωή του και εγωιστικά φρόντισε να τη στραγγαλίσει», όταν μάλιστα στηρίζεται ψυχολογικά επαρκώς στα βιογραφικά στοιχεία που παραθέτει ο ποιητής, έχει οπωσδήποτε σημασία.
Η σχέση της ζωής του δημιουργού ποιητή με το έργο του είναι ένα ερώτημα που βασανίζει όχι μόνο τον αφηγητή μας, αλλά την παγκόσμια τέχνη. Η αδιαφορία που επέδειξε ο Καρδιανός προς τη γυναίκα της ζωής του, η ανεξήγητη αδράνεια όταν τον εγκατέλειψε, δεν απηχούσε τα αληθινά του συναισθήματα όπως φάνηκε στο τέλος. Η Νιόβη Μελασσιανού, δέκτης αυτή της αδιαφορίας, καταθέτει όλα τα συναισθήματα που έζησε δίπλα στον άνθρωπό της (πάθος, ικανοποίηση, περηφάνεια, θαυμασμό, εξάρτηση, χαρά) που δεν ήξερε και κείνη να πει αν της έκοψε εντέλει τον δρόμο να αναδειχθεί και κείνη νωρίτερα ως ποιήτρια, ή αν όντως την καθοδήγησε σωστά (ο σύντροφος της ζωής μου επί δύο και περισσότερο δεκαετίες επιτέλους είδε ότι ήμουν έτοιμη να προχωρήσω στη ζωή μου/χρειάζονταν πραγματικά όλα αυτά τα χρόνια για να αναγνωριστεί η γραφή μου, το ταλέντο μου;). Έτσι, ακολουθεί τον δικό της δρόμο ψάχνοντας τη λύτρωση, την ταυτότητά της ως ποιήτριας μακριά από τη «σκιά του ποιητή», αλλά και ως γυναίκας.
Tο ενδιαφέρον είναι ότι παρόμοια αδιαφορία, αδράνεια και ανωριμότητα στην προσωπική του σχέση δείχνει κάποια στιγμή ο ίδιος ο Μιχαηλίδης προ τη Μαρίνα, όταν την παραμελεί παρασυρμένος από το πάθος της έρευνάς του. Κάποια στιγμή κι ο ίδιος συνειδητοποιεί ότι ερμηνεύει τον Καρδιανό «σε α΄πρόσωπο»: "πολλές φορές εγκλωβιζόμαστε σε αγκυλώσειςτου χαρακτήρα μας/ το εγώ μας κυριαρχεί της λογικής και φοβόμαστε να απελευθερώσουμε τα συναισθήματά μας". Όμως η Μαρίνα, ως διαφορετικός χαρακτήρας αντιδρά διαφορετικά, όπως βέβαια δέχεται και διαφορετικά την αντίδρασή της ο Μιχαηλίδης. Η σχέση των δύο νεότερων ηρώων μας είναι πιο υπεύθυνη, πιο ώριμη, σα να έχουν προχωρήσει ένα βηματάκι παρακάτω…
Έτσι λοιπόν, το μυστήριο που ουσιαστικά μας υπόσχεται η «δέση» του βιβλίου, αυτό που ψάχνει ο αναγνώστης μαζί με τον δημοσιογράφο/αφηγητή, βρίσκεται μέσα στη σκοτεινή και ανεξερεύνητη πλευρά της ανθρώπινης ψυχής, μέσα στους δαιδάλους που σχηματίζονται ιδιαίτερα όταν σε μερικούς ανθρώπους, προικισμένους ή έστω αφοσιωμένους σε μια τέχνη, αποκρυσταλλώνεται ως αναπάντητο το ερώτημα που αποτελεί και τίτλο έργου του περίφημου Χόρχε Σεμπρούν:
γραφή ή ζωή;
Χριστίνα Παπαγγελή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου