Πέμπτη, Μαρτίου 25, 2021

Τη νύχτα, όλα τα αίματα είναι μαύρα, David Diop

     Συγκλονιστικό και πολύ πρωτότυπο το βιβλίο του Σενεγαλέζου συγγραφέα, που παρουσιάζει από μια πρωτόφαντη πλευρά τη θηριωδία του πρώτου παγκόσμιου πολέμου, ενός πολέμου που εκτός από τις εκατόμβες νεκρών είχε την φρίκη των χαρακωμάτων, δηλαδή της σχεδόν σώμα με σώμα αντιμετώπισης του εχθρού.
     Ο ήρωάς μας και αφηγητής, Αλφά Ντιάγε, είναι ένας από τους χιλιάδες Σενεγαλέζους που ενίσχυσαν τον Γαλλικό στρατό στο Δυτικό Μέτωπο μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας, και μαζί με τον φίλο του Μαντέμπα Ντιοπ κατατάχτηκαν εθελοντικά στον Γαλλικό στρατό, έχοντας ως όνειρο να φύγουν από το Γκαντιόλ, να γίνουν Γάλλοι πολίτες, να ασχοληθούν με το χονδρεμπόριο, να προμηθεύουν με τρόφιμα όλα τα μαγαζιά στη Σενεγάλη…
     Η  πρωτοτυπία όμως του βιβλίου δεν έχει να κάνει με τις «πληροφορίες» που προσλαμβάνει έμμεσα ο αναγνώστης βλέποντας μια ακόμα πτυχή του Μεγάλου Πολέμου (τη συμμετοχή δηλαδή αποικιακών δυνάμεων σε μια καθαυτό ευρωπαϊκή σύρραξη)∙ του πολέμου που άλλαξε τον ρου της Ιστορίας και την αντίληψη των ανθρώπων, πράγμα που θα είχε και πάλι ενδιαφέρον. Η γραφή του Ντιοπ πάει πολύ πιο βαθιά, γιατί παρακολουθούμε τη διαταραχή που γεννιέται και σιγά σιγά τρέφεται και μεγαλώνει μέσα στην ψυχή του ήρωα- αφηγητή εξαιτίας του πολέμου, μια διαταραχή που όχι μόνο δεν αντιλαμβάνεται αμέσως ο αναγνώστης αλλά ζώντας την από μέσα, μέσα από τις εξομολογήσεις και τις σκέψεις του ήρωα, νιώθει ότι έχει τη δική της «λογική».
     Γιατί οι συνειδητοποιήσεις στις οποίες σπρώχνει η φρικωδία του πολέμου τον ήρωα έχουν ένα διαφορετικό βάθος κι… ευαισθησία! Μια δική τους, αυτόνομη και πέρα από το καθιερωμένο συναισθηματικότητα, καθώς ο ήρωας ακροβατεί ανάμεσα στον κίνδυνο και στον θάνατο, μέσα σ’ ένα σκηνικό σακατεμένων, ξεκοιλιασμένων και παραμορφωμένων συντρόφων ή εχθρών. Έτσι, η πρώτη πρώτη σκηνή που φέρνει παραλήρημα στον Αλφά είναι ο σύντροφός του και αδερφικός φίλος, χτυπημένος/ξαντεριασμένος να τον παρακαλεί να τον σκοτώσει για να απαλλαγεί από το μαρτύριο. Είναι για τον ήρωά μας το όριο, το όριο ανάμεσα στο χτες και στο σήμερα∙ γιατί γεννιέται η υποψία μιας νέας ηθικής, πέρα από τα καθιερωμένα («μην αποτελειώσεις τον καλύτερό σου φίλο, δεν έχεις το δικαίωμα»). Όταν ο Αλφά αρνείται να δώσει τη χαριστική βολή στον φίλο του, κι όταν εκείνος πεθαίνει πια μπροστά στα μάτια του, το άνοιγμα μιας νέου τύπου συνείδησης του φυτεύει την πεποίθηση ότι «σκέψεις που τις επέβαλλε το καθήκον, σκέψεις στις οποίες τον έσπρωχνε ο σεβασμός στους ανθρώπινους νόμους, τον έκαναν να μη δείξει ανθρωπιά». Γιατί, όπως λέει σε παραληρήματα που χτίζουν σιγα σιγά μια άλλη συνειδητότητα, «δεν σε άκουσα με την καρδιά/φέρθηκα απάνθρωπα, δεν άκουσα τον φίλο μου, άκουσα τον εχθρό», εννοώντας ότι εκείνη την οριακή στιγμή δεν σκεφτόταν τον φίλο του που υπέφερε, αλλά τον τρόπο να εκδικηθεί. Αργότερα θα αναμετρήσει και τις ευθύνες του μέσα στα αίτια που οδήγησαν τον Μαντέμπα να ορμήσει αλόγιστα στον εχθρό.
     Αυτό που στη συμβατική ζωή το ονομάζουμε «τρέλα» κυριεύει σιγά σιγά τον ήρωά μας ο οποίος επιδίδεται στο κυνήγι… χεριών. Την ανθρωπιά που δεν επέδειξε στον φίλο κι αδερφό του την δείχνει στους εχθρούς: μετά τη λήξη των εχθροπραξιών, παραμονεύει στα χαρακώματα κάποιον αντίπαλο στρατιώτη, τον ξαντεριάζει αλλά του χαρίζει γρήγορα τον θάνατο (αυτό που δεν έκανα για τον φίλο μου, θα το κάνω για τον εχθρό/τον σφάζω όπως πρέπει, με ανθρωπιά). Ως αποδεικτικό στοιχείο της εμμονής φέρνει πίσω στο στρατόπεδο κάθε φορά ένα κομμένο χέρι του εχθρού που ξεκοίλιασε, ένα είδος  λάφυρου, που του γίνεται μακάβρια παρηγοριά. Κι ενώ οι σύντροφοί του στην αρχή γελούν, χειροκροτούν κι επιδοκιμάζουν, στο 4ο χέρι (που συνδέεται χρονικά και με τον φρικτό θάνατο του Ζαν Μπατίστ, του φίλου του που διασκέδαζε με τα κομμένα χέρια), όλοι τρομοκρατούνται, αρχίζουν να αντιλαμβάνονται ότι έχει χαθεί το μέτρο (κι ο αναγνώστης το ίδιο), κι ο Αλφά βυθίζεται σε μια απόκοσμη μοναξιά. Γίνεται για όλους ο παράξενος, ο τρελός, ο μάγος, ο δαίμονας, ο Θάνατος∙ κι αυτό βέβαια γίνεται αντιληπτό κι απ’ τον ίδιο (τα ανθρώπινα πλάσματα αναζητούν πάντα παράλογες ευθύνες γα τα γεγονότα/έχουν ανάγκη ότι δεν είναι ο πόλεμος που μπορεί να τους σκοτώσει, αλλά το κακό μάτι). Μέσα του ανατρέπονται όλες οι αξίες, κι αυτό που εμείς ονομάζουμε «παραφροσύνη» εκείνος το ονομάζει «ανθρωπιά».
     Ο αφηγητής ήρωας μπορεί να παραληρεί, αλλά έχει απόλυτη συναίσθηση της φρικαλεότητας που συνοδεύει τον πόλεμο, και του άνωθεν παραλογισμού που οδηγεί τους στρατιώτες να «συναγωνίζονται μεταξύ τους στην τρέλα», να ορμάνε τραγουδώντας στον θάνατο «με μάτια τρελού» σαν άγριοι (θα πεθάνουν δίχως σκέψη). Έχει συναίσθηση ότι «η Γαλλία χρειάζεται τη θηριωδία» γι’ αυτό και στρατολόγησε από τις αποικίες τους «Σοκολατί». Το φρικτό επεισόδιο με τους επτά ανυπάκουους στρατιώτες και την τιμωρία τους από τον λοχαγό Αρμάν προσβάλλει κάθε ίχνος νοημοσύνης που μπορεί να έχει μείνει στον Αλφά (τα μαύρα μάτια του λοχαγού είναι γεμάτα μίσος για όλα εκτός από τον πόλεμο/ο λοχαγός κάνει στον πόλεμο όλα του τα χατήρια. Τον γεμίζει δώρα, του προσφέρει ζωές στρατιωτών χωρίς να τις υπολογίζει. Ο λοχαγός καταβροχθίζει ψυχές).
     Ο Αλφά λοιπόν οδηγείται στα μετόπισθεν, σε ψυχιατρική κλινική προφανώς, κουβαλώντας κρυφά μαζί του τα… επτά χέρια. Σ’ αυτό το δεύτερο μέρος του βιβλίου παρακολουθούμε τις εξομολογήσεις, τις αναμνήσεις, την αναδιευθέτηση του παρελθόντος και της ζωής του όλης, καθώς βυθίζεται ολοένα και περισσότερο σε μια δική του «τάξη» του κόσμου. Οι ζωγραφιές που φτιάχνει με τις οδηγίες του ψυχίατρου είναι ένας οδηγός που κατευθύνει τις σκέψεις του και τις αναμνήσεις του στην ανασκόπηση κι αποτίμηση του βίου του. Πρώτα πρώτα, η ζωγραφιά της μητέρας του, είναι η αφορμή να μας ξετυλίξει όλη την απίστευτη ιστορία της όμορφης νεαρής μητέρας που χάθηκε πρόωρα, και του γέρου πατέρα, που ήταν ευαίσθητος και γνωστικός (αξίζει να αναφερθεί η εξαιρετική απάντηση που έδωσε ο γέροντας Ντιάγε στον αρχηγό του χωριού ενάντια στη μονοκαλλιέργεια αραχίδων που ο αρχηγός θέλησε να επιβάλει).
     Η δεύτερη ζωγραφιά του Μαντέμπα δεν είναι τόσο ωραία, όχι επειδή δεν την πέτυχε, αλλά επειδή ο Μαντέμπα ήταν άσχημος. Βλέπουμε τρομακτική ευαισθησία καθώς ανασκοπεί τη σχέση του με τον Μαντάμπα, που, ενώ είναι τόσο διαφορετικός (καχεκτικός, μικροκαμωμένος και άσχημος) σε αντίθεση με τον όμορφο, ζηλευτό και δυνατό -αλλά ανεπίδεκτο μάθησης- Αλφά, είναι έξυπνος, μελετηρός έχει όμορφη ψυχή κι εντέλει επέδειξε μεγάλη γενναιότητα τη στιγμή της μοιραίας εφόδου (οι πραγματικά γενναίοι, όπως ο Μαντάμπα, είναι αυτοί που δεν φοβούνται τα χτυπήματα παρόλο που είναι αδύναμοι). Και όχι μόνο. Ο Αλφά ανατρέχει στις τύψεις του και στις ενοχές του, αλλά καθώς ωριμάζει παγιώνονται οδυνηρές παραδοχές (τίποτε δεν έμπαινε μέσα στο κεφάλι μου. Το ξέρω, το έχω καταλάβει ότι η ανάμνηση της μητέρας μου πάγωνε όλη την επιφάνεια του μυαλού μου, που ήταν σκληρή σαν το καύκαλο της χελώνας).
     Ανατρέχει με νοσταλγία και στην ερωτική σχέση της όμορφης Φαρί Τιάμ, που τον επέλεξε τέσσερα χρόνια πριν φύγει για τον πόλεμο αλλά του δόθηκε ψυχή τε και σώματι την τελευταία νύχτα. Απίστευτη η λυρική περιγραφή της προσέγγισής τους αλλά και της ένωσής τους κάτω απ το φως του φεγγαριού.
     Καθώς η καταβύθιση του Αλφά προχωρά στην αυτογνωσία, βλέπουμε να γίνεται σώμα (το σώμα μου μού λέει ότι είμαι ένας παλαιστής, κι αυτό μου αρκεί. Δε χρειάζεται να ξέρω το επώνυμό μου, μου αρκεί το σώμα μου. Δε χρειάζεται να ξέρω που βρίσκομαι, μου αρκεί το σώμα μου). Στις τελευταίες είκοσι σελίδες με δυσκολία παρακολουθούμε τις διακυμάνσεις της διαταραγμένης του ψυχής, που έφτασε στο σημείο να κάνει κι άλλη μια ακραία πράξη έχοντας χάσει τον έλεγχο της λογικής, φτάνουν όμως στον αναγνώστη διαμάντια μέσα στη φρενίτιδα που τον κυριεύει. Απαντά στην ερώτηση ποιος είναι με τρόπο «αμετάφραστο» (είμαι ο φυλακισμένος και ο δεσμοφύλακας∙ είμαι το δέντρο και ο σπόρος που το γέννησε∙ είμαι ο πατέρας και ο γιος∙ είμαι ο δολοφόνος και ο δικαστής∙ είμαι η σπορά και η σοδειά∙ είμαι η μητέρα και η κόρη∙ είμαι η νύχτα και η μέρα∙ είμαι η φωτιά και το ξύλο που το κατακαίει∙ είμαι ο αθώος και ο ένοχος∙ είμαι η αρχή και το τέλος∙ είμαι ο δημιουργός και ο καταστροφέας∙ είμαι δισυπόστατος).
     Η φωνή του σκοτωμένου/προδομένου φίλου του κλείνει την ιστορία του Αλφά Ντιάγε με τη συγκλονιστική συνειδητοποίηση: "το σώμα μου δεν μπορεί να αποκαλύψει τα πάντα για μένα/ το σώμα μου δεν μπορεί να αφηγηθεί την ιστορία μου". Η φωνή, υπενθυμίζοντας ότι ο Μαντέμπα σαν αδερφή ψυχή («Frère d’ âme» είναι ο αυθεντικός τίτλος, δηλαδή «Αδερφός ψυχής»/ «Αδερφική ψυχή») είναι το alter ego του Αλφά υπαγορεύει έναν σημαντικό μύθο προφανώς από τον τόπο τους, που καταλήγει στο ότι
εκείνος είναι εγώ κι εγώ είμαι εκείνος

Χριστίνα Παπαγγελή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου