Ν’ αναζητάς μια ζωή να βρεις το νόημα.
Να ελπίζεις ότι θα το βρεις γιατί νομίζεις ότι είναι εκεί
μπροστά σου,
ανακατωμένο ανάμεσα σε μυριάδες άλλα,
σχεδόν όμοια μεταξύ τους, αλλά διαφορετικά τελικά.
Σήκωσε το κεφάλι αποκαρδιωμένη.
Δεν ήθελε να ελπίζει. Ήθελε να ξέρει.
Και τώρα δεν ήξερε, μόνο έλπιζε.
Παράγκες στη
Δραπετσώνα μετά τη μικρασιατική καταστροφή∙ απόδραση των Βούρλων το 1955∙
τεκέδες, χασίσια, μπουρδέλα∙ οι μάχες «της παράγκας»∙ παιδικά χρόνια στον
κάμπο∙ καταυλισμός Τσιγγάνων στο χωριό∙
ο Μπεζεντάκος το 1931∙ αποκλεισμός από σπουδές λόγω ιδεολογίας∙ φυλακή,
δικτατορία και ψυχική οδύνη∙ κατάθλιψη και κρίσεις επιληψίας.
Και η σημερινή Αθήνα (πλατεία
Αττικής, νεραντζιές, πορείες, δακρυγόνα), όπου συγκλίνουν όλες αυτές οι μνήμες.
Μια πολυσύνθετη αφήγηση
που ζωντανεύει τραυματικές πτυχές της ελληνικής σύγχρονης πραγματικότητας με
αξιοθαύμαστο τρόπο, καθώς οι παράλληλες μικρο-ιστορίες των τριών βασικών ηρώων
συνθέτουν μια μεγάλη Ιστορία, που
κορυφώνεται στο τέλος καθώς αποκαλύπτονται μυστικά και μυστήρια που προέκυψαν
για να «θεραπεύσουν» όλες τις κοινωνικές αντιφάσεις: πρόκειται για την δύσκολη
ζωή της Μικρασιάτισσας γριάς Ευδοκίας, την ιστορία της ορφανής από μητέρα 30χρονης
Εύας που επέστρεψε από το Λονδίνο (όπου δίδασκε κοινωνική ψυχολογία) στην Αθήνα
του σήμερα για να μάθει την «αλήθεια» για τον μυστηριώδη-αριστερό-νεκρό πατέρα
της, και τέλος, την πορεία του
«κατσίβελου» Γιώργη που τέμνει τη ζωή της Εύας μ’ έναν παράξενο τρόπο.
Είναι ευρηματική και
αξιοθαύμαστη η δομή, κατάλληλη για να εξυπηρετήσει αυτόν τον πολύπλευρο στόχο,
να αποδοθεί όχι μόνο το κυρίαρχο συναίσθημα της «απόδρασης», της φυγής, του
άστατου και του φευγαλέου (οι πρωταγωνιστές τρέχουν να σωθούν από το «βόλεμα»,
λέει ο Παύλος Καστανάρας, αλλά και η ιστορική συγκυρία όπου ισορρόπησε αυτή η ρευστότητα. Μικρά κεφάλαια
εναλλάσσονται καθώς προχωρά η πλοκή παράλληλα, σε τρεις
διαφορετικούς άξονες: έχουμε στο «σήμερα» την πρωτοπρόσωπη αφήγηση της γριάς
Ευδοκίας που κάνει βουτιές στο παρελθόν, και φαίνεται απ΄την αρχή ότι ξέρει
πολλά για την οικογένεια της Εύας∙ ακολουθεί η μετάβαση στο παρελθόν της
παιδικής ηλικίας της Εύας, στο χωριό «στον κάμπο», όπου παρακολουθούμε να
μεγαλώνει ένα τολμηρό κι ατίθασο, περίεργο κορίτσι («άγριο θηρίο»), που το
ιντριγκάρει ο καταυλισμός των τσιγγάνων και οι σχετικές απαγορεύσεις∙ τέλος,
κάθε τρία κεφάλαια μεταφερόμαστε πάλι στο «σήμερα», όπου η Εύα συναντά επεισοδιακά τον Γιώργο, για ν’
ανακαλύψει προς το τέλος του βιβλίου ότι υπάρχει κάτι πολύ βαθύ που τους
ενώνει. Τα μέρη αυτά, φαινομενικά παράλληλα και ασύνδετα, από ένα σημείο και
μετά αποκτούν μια εσωτερική σύνδεση, σαν να «ερμηνεύει» το ένα τ’ άλλο.
Η Ευδοκία σαν μια
μετενσάρκωση της Νίνας από το «Τρίτο στεφάνι», είναι μια γυναίκα απλή και
λαϊκή, χιλιοβασανισμένη, που μετά την προσφυγιά του ’22 αναγκάστηκε να δουλέψει
στα μπουρδέλα της Δραπετσώνας, και γνώρισε κόσμο και κοσμάκη. Μέσα από την
προφορικότητα της ζωντανής αφήγησης της Ευδοκίας προς τη νιόφερτη στην πόλη Εύα
(διανθισμένη με λογής λογής πετυχημένα και σπαρταριστά γνωμικά και παραβολές),
αναβιώνουμε τις μνήμες αυτής της πολύπαθης γειτονιάς, και μέσα σ’ αυτές και την
ιστορία του πατέρα της Εύας, που είναι και το κλειδί του μυστηρίου. Οι
αποκαλύψεις της Ευδοκίας, που γίνονται σταδιακά -όπως σταδιακά τις συνθέτουμε κι
εμείς μαζί με τις άλλες παράλληλες ιστορίες- πυροδοτούν νέες τάσεις φυγής στην
παράξενη, μοναχική και ασυμβίβαστη πρωταγωνίστρια (Ν’ αναζητάς ανάμεσα στα πετραδάκια της παραλίας ένα συγκεκριμένο που
το’ χες στα χέρια σου και κάποιος κακοήθης θεός το πέταξε τυχαία και σ’ έβαλε
να ψάχνεις να το βρεις. Ν’ αναζητάς μια ζωή να βρεις το νόημα. Να ελπίζεις ότι
θα το βρεις γιατί νομίζεις ότι είναι εκεί μπροστά σου, ανακατωμένο ανάμεσα σε
μυριάδες άλλα, σχεδόν όμοια μεταξύ τους, αλλά διαφορετικά τελικά. Σήκωσε το
κεφάλι αποκαρδιωμένη. Δεν ήθελε να ελπίζει. Ήθελε να ξέρει. Και τώρα δεν ήξερε
μόνο έλπιζε).
Δεν αποκαλύπτει μόνο
πτυχές του παρελθόντος αλλά και του… μέλλοντος η γριά Ευδοκία, μιας και είναι
αστέρι στο να λέει το φλιτζάνι! Έτσι λοιπόν, με τη φυσικότητα και τη σιγουριά
της λαϊκής πίστης (Κάτσε να σου πω και τα
δικά σου. Μμμμ… τον βλέπω να έρχεται καταπάνω σου, Εύα μου. Ένας ψηλός,
μελαχρινός. Φυλάξου παιδάκι μου. Αυτός είναι αέρας. Σε παίρνει και σε σηκώνει.
Κι ύστερα μην τον είδατε… Δεν είσαι για τέτοια εσύ…), η Ευδοκία, με την
αμφισημία που έχουν οι προφητικές ρήσεις, γίνεται άγγελος των μελλοντικών. Και
μαζί της η συγγραφέας μάς προετοιμάζει, ήδη από την σελίδα 15, για τον μοιραίο ρόλο του Γιώργη, που αρχικά
συστήνεται για πλάκα στην Εύα ως Αδάμ!
Η Εύα όμως είναι κι
αυτή άπιαστο πουλί . Είναι δύσκολο για κείνην να ερωτευτεί, αν και αφήνεται στη
μαγεία (προχωρούσε σταθερά προς την αυταπάτη).
Άλλωστε έχει ως ευχή και κατάρα, κληρονομιά από τον πατέρα της, την συμβουλή να
μην είναι στη ζωή της «Εύα», αλλά «Λίλιθ»[1],
μια ολοκληρωμένη γυναίκα που δεν προέκυψε από το πλευρό του Αδάμ, κι ήθελε
κόπο αυτό (να βρεις το δρόμο σου. Να
αμφισβητήσεις κάθε κανόνα. Μη μείνεις στον παράδεισο. Φύγε, ζήσε! Χωρίς
μετάνοιες. Αυτό θέλω Εύα, να μου υποσχεθείς). Είναι το μοναδικό «παραμύθι»
που επιτρέπει στον εαυτό της να της αρέσει. Το αίσθημα του φευγαλέου, της απόδρασης
ή του μη βολέματος υπογραμμίζεται και από την έλξη που νιώθει η Εύα για τον
τρόπο ζωής των Τσιγγάνων.
Παρακολουθούμε λοιπόν την
εξέλιξη μιας άστατης αλλά ουσιαστικής ερωτικής σχέσης (φοβάμαι… την ελευθερία/σε ποιο παραμύθι θα’ θελες να ζεις;), ενώ
από τη μέση του βιβλίου και μετά αρχίζει να γεννιούνται αλλεπάλληλα ερωτήματα,
που προεικάζουν ένα μυστήριο, όχι ακριβώς αστυνομικό∙ πρόκειται για μια -ή μάλλον
δυο- οικογενειακές/κοινωνικές ιστορίες με περίεργες συμπτώσεις, που επαυξάνουν
την περιέργεια στον αναγνώστη να γίνουν αποκαλύψεις που συμπληρώνουν το παζλ.
Κλειδί, όπως είπαμε, ο «αλλόκοτος» πατέρας και κάποια «μαύρα μάτια» -κλειδί και
οι κοινωνικοί και πολιτικοί αποκλεισμοί που καθορίζουν τις τύχες των ανθρώπων.
Ακόμη, πέρα από το
έντονο κοινωνικοπολιτικό στοιχείο, υπάρχει και ψυχογραφικό ενδιαφέρον, μιας και οι δυο
συμπρωταγωνιστές (Εύα- Γιώργης) είναι μεγαλωμένοι χωρίς μητέρα, επομένως η
σχέση πατέρα- κόρης (Ευδοκία: Ήσουν η
επανάσταση που δεν έκανε αυτός) αλλά και πατέρα-γιου ερμηνεύουν σε μεγάλο
βαθμό την ψυχολογία τους και τις αντιδράσεις τους. Γιατί και η σχέση του Γιώργη
με τον πατέρα του κρύβει μυστήριο, και φυσικά αποτελεί άλλο ένα κλειδί, άλλη
μια ψηφίδα στο παζλ αυτού του μυστηρίου. Πρόκειται για δυο προσωπικότητες όχι
συνηθισμένες, που μπορεί να αιφνιδιάζουν με τις ακρότητές τους. Ομολογώ πως δεν μου ήταν πάντα συμπαθής η Εύα,
αλλά οι σχέσεις γιαγιάς με πατέρα, γιαγιάς με την εγγονή κάνει πιο διάφανο αυτόν
τον χαρακτήρα (Ευδοκία: δεν μπορούσες,
πουλάκι μου, να μην την αγαπάς την γιαγιά σου. Δεν γινόταν να μην την μισείς τη
μάνα του πατέρα σου. (…) Κι εσύ έπρεπε να διαλέξεις στρατόπεδο. Διάλεξες τον
πατέρα σου. Η γιαγιά δεν στο συγχώρεσε αυτό. Κι εσύ, ίδια στόφα με κείνη, δεν της
συγχώρεσες που δεν έδειξε στο παιδί της την αγάπη που’ δειξε στο εγγόνι της).
Το πρώτο αυτό βιβλίο της
Μαριάνθης Νταφούλη δείχνει ποιότητα γραφής και σύνθεσης, γιατί πρόκειται όχι
για μια απλή εξιστόρηση αλλά για ένα πολυεπίπεδο αφήγημα, με υψηλά τον πήχυ,
και με πολύπλευρο ενδιαφέρον. Οι ήρωες ξεφεύγουν από το περιστασιακό και το
κοινωνικά προσδιορισμένο, κι αποκτούν μια υπαρξιακή καθολικότητα, όπως και στην αρχαία
τραγωδία. Και αναφέρω το αρχαίο δράμα γιατί οι δυο ήρωες καίγονται να βρουν την «αλήθεια»
τους, και περνούν από όλα τα μοιραία στάδια: περιπέτεια, ειρωνεία, αναγνώριση. Όμως, όπως λέει και η Ευδοκία, δεν ξέρει κανείς πώς να προσεγγίσει την αλήθεια:
Πότε είναι η σωστή η ώρα; Δεν το ξέρεις αυτό. Μία
στιγμή είναι που πηδάς στο κενό. Δεν είσαι έτοιμος. Μια στιγμή τρέλας είναι. (…)
Μια στιγμή που λες: «Θα σπάσω το τσιμέντο». (…) Μία στιγμή που το πιστόλι σκάει
πάνω σ’ έναν μπασκίνα ή πηδάς απ΄το κελί στο στο κενό. Που πηδάς απ’ το κελί
σου σ’ ένα άλλο κελί. Για να φύγεις ύστερα κι απ’ αυτό. για πού; Έξω. Μια στιγμή
που σε κυνηγάει σαν προπατορικό αμάρτημα. Δεν είναι η σωστή η ώρα. Μια στιγμή
είναι. Μια ζωή είναι. Μια ζωή έξω.
(…)
Ίκλι Αβρίκ, ζήσε, φύγε.
[1] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9B%CE%AF%CE%BB%CE%B9%CE%B8
Η Λίλιθ είναι μυθικός θηλυκός Μεσοποτάμιος νυχτερινός δαίμονας που σχετίζεται με τον άνεμο και
πιστεύεται ότι βλάπτει τα παιδιά. Στο Ταλμούδ και
το Μιδράς,
η Λίλιθ εμφανίζεται σαν νυχτερινός δαίμονας. Σύμφωνα με κάποια απόκρυφα κείμενα
της καθολικής
εκκλησίας, η Λίλιθ
ήταν η πρωτόπλαστη γυναίκα και φτιάχτηκε όπως ο Αδάμ από χώμα, οπότε ήταν ίση του, σε αντίθεση με
την Εύα.
Όταν ο Αδάμ προσπάθησε να την καθυποτάξει, η Λίλιθ πρόφερε το ιερότερο από τα ονόματα του Θεού και υψώθηκε στον ουρανό. Ο Αδάμ παραπονέθηκε στον Θεό, ο οποίος της έδωσε την επιλογή ή να υποταχθεί στον Αδάμ είτε να φύγει από τον Κήπο της Εδέμ και πολλά από τα παιδιά που θα κάνει να πεθαίνουν. Η Λίλιθ, για να μπορέσει να έχει ελεύθερη βούληση, διάλεξε να εγκαταλείψει τον Κήπο της Εδέμ. Έπειτα από τη φυγή της, ο Αδάμ νιώθοντας μοναξιά παρακάλεσε το Θεό και του έδωσε μια γυναίκα υποτακτική, την Εύα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου