Παρασκευή, Ιανουαρίου 29, 2021

Η επιστροφή του βαρόνου Βένκχαϊμ, László Krasznahorkai

 Η επιστροφή -λόγω «ατυχών περιστάσεων»- του βαρόνου Βένκχαϊμ στη γενέτειρά του, μια μικρή πόλη στην επαρχία της Ουγγαρίας, από το Μπουένος Άιρες όπου διέμενε αυτοεξόριστος για πολλά χρόνια, είναι ένας από τους δύο κύριους άξονες του βιβλίου. Η αναμονή της άφιξης του Μπέλα Βένκχαϊμ και το γεγονός αυτό καθαυτό  ταράζει τα νερά της στάσιμης ζωής στην ασήμαντη επαρχιακή κωμόπολη και σαν ντόμινο δημιουργεί μια σειρά από αποκαλυπτικά συμβάντα που παρατίθενται  συσσωρευτικά, με τον γνώριμο και μοναδικό τρόπο με τον οποίο αφηγείται ο Κρασναχορκάι, καθώς γκρεμίζουν σαν χάρτινο πύργο τις δομημένες, στέρεες ανθρώπινες σχέσεις. Ο άλλος άξονας, φαινομενικά άσχετος, είναι η δράση και οι σκέψεις της δεύτερης καταλυτικής προσωπικότητας του βιβλίου, του «Καθηγητή». Ενός διακεκριμένου επιστήμονα  που, αποκαρδιωμένος από την εξαθλίωση που βλέπει γύρω του, αποφασίζει να αποτινάξει από πάνω του κάθε ίχνος αστικής ζωής και να αποτραβηχτεί στη μοναξιά μιας παράγκας που φτιάχνει εκ των ενόντων στην πιο δύσβατη περιοχή της πόλης, στα Βάτα. Μια σειρά πάλι γεγονότων λειτουργούν σα χιονοστιβάδα και τινάζουν στον αέρα την κυρίαρχη «τάξη», την ασφάλεια και τη ρουτίνα της μικρής πόλης.

Αυτό είναι το ζοφερό απόσταγμα που πλαισιώνει τα επιμέρους «συμβάντα». Δυο επιφανείς προσωπικότητες στροβιλίζονται σε διαφορετική τροχιά∙ ο ένας επιφανής λόγω αριστοκρατικής καταγωγής, μα ξεπεσμένος, που επιστρέφει στην ουτοπία των παιδικών χρόνων∙ ο άλλος επιφανής λόγω μόρφωσης, που αποσύρεται απηυδισμένος απ’ την έλλειψη Νοήματος. Το πλήθος, μέσα στο οποίο ξεχωρίζουν ανθρώπινοι τύποι/ρόλοι, προσωπικότητες και χαρακτήρες (ο Διοικητής της Αστυνομίας, ο Δήμαρχος, η Μάρικα/Μάριετα, η κόρη του Καθηγητή, η Ίρεν, το Μικραστέρι, κ.α.) αναμοχλεύεται ζαλισμένο απ΄ τη δίνη των γεγονότων που σχηματίζουν οι δυο βασικοί αυτοί περιστρεφόμενοι άξονες, σαν φτερά μέσα στους κύκλους που σχηματίζει η πέτρα που πέφτει στο νερό. Η αποσύνθεση κάθε σταθεράς έρχεται σταδιακά για να κορυφωθεί στο τέλος, όπου βλέπουμε να επέρχεται η συντέλεια, να επικρατεί  το πλήρες σκοτάδι.

Με μακροσκοπική ματιά είναι σκοτεινός ο Κρασνοχαρκάι, όπως και ο φίλος του σκηνοθέτης Μπέλα Ταρ που ανέβασε πολλά απ’ τα έργα του, αλλά είναι τόσο μα τόσο σαγηνευτικός. Και δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει τον τόσο ιδιότυπα συναρπαστικό τρόπο γραφής, ένα ύφος που δύσκολα μπορεί κανείς να περιγράψει. Προσωπικά μου θυμίζει λίγο το ύφος του Σαραμάγκου: τεράστιες παράγραφοι χωρίς καθόλου τελείες, φράσεις μικρές με επαναλήψεις κι επαυξήσεις όπου με πολλή παραστατικότητα εκφράζονται οι μύχιες σκέψεις, οι λεπτομέρειες του συμβάντος, τα γεγονότα, και κυρίως, σκηνές/εικόνες απαράμιλλες, ναι, κάποιες καθαρά κινηματογραφικές. Χαρακτηριστικό (όπως και στον Σαραμάγκου), ότι δεν έχει κανένα απολύτως νόημα να «διαβάσεις διαγωνίως» για να καταλάβεις την «υπόθεση», πρέπει να είσαι απόλυτα συγκεντρωμένος στην κάθε μία λέξη ξεχωριστά κι ας μην προωθείται η «πλοκή» παρά ελάχιστα, και τότε αντιλαμβάνεσαι το γλυκόπικρο της περιγραφής, μιας περιγραφής υπό το πρίσμα του αιώνιου, που προκαλεί μειδίαμα, πολλές φορές και γέλιο, άλλες φορές συγκίνηση ή αποτροπιασμό. Γιατί είναι φανερό ότι η γραφή του Κρασνοχαρκάι εστιάζει στις πανταχού παρούσες ανθρώπινες αδυναμίες, στα πάθη τα ατομικά και τα συλλογικά. Στα μικρά, εξαθλιωμένα ανθρωπάκια απ’ όπου διαρρέουν λάμψεις μεγαλείου.

Και βέβαια υπάρχει πλοκή, ολίγον σουρεαλιστική αν τη δεις συνολικά, ολίγον ανεξήγητη σε μερικά σημεία, ολίγον ονειρική/εφιαλτική,  που αγγίζει και το τραγελαφικό σε κάποιες περιπτώσεις. Το τραγελαφικό όμως έχει μέσα του το στοιχείο της τραγωδίας, που δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει και που προχωρά βαθιά στην ανθρώπινη μοίρα, εφόσον αγγίζει καθολικές κατηγορίες στον άνθρωπο και γίνεται κάποια στιγμή υπαρξιακό/μεταφυσικό: η επιβίωση, η ματαιότητα, η τέχνη, ο θάνατος, η ενοχή, ο έρωτας, το Νόημα. Όποια σελίδα κι αν επιλέξεις, κάτω απ’ την αναλυτική παραληρηματική αφήγηση θα ανιχνεύσεις μια τουλάχιστον απ’ αυτές τις «μαύρες τρύπες» που στοιχειώνουν την ανθρώπινη φύση, την αποπροσανατολίζουν, ενίοτε και την αποδιοργανώνουν.

Αλλά και η αινιγματική δομή φαίνεται ότι υπογραμμίζει τα παραπάνω: υπάρχει αρχικά ένας «πρόλογος», που λέγεται «προειδοποίηση» -ένας εξασέλιδος μονόλογος όπου ο «μαέστρος» της συμφωνικής ορχήστρας, ή μάλλον ο ιμπρεσάριος της παράστασης, ζητά την εμπιστοσύνη των μουσικών επισημαίνοντας με έμφαση ότι εδώ δεν χωρούν λάθη/ απλούστατα δεν υπάρχει λάθος, γιατί δεν μπορεί να υπάρξει και ότι δεν έχουν καταλάβει τίποτα από το σύνολο γιατί το σύνολο τους ξεπερνάει όλους. Η κατάληξη της «προειδοποίησης» ότι πρόκειται για μια και μοναδική παράσταση (δεν θα υπάρξει λοιπόν ούτε χαρά ούτε παρηγοριά – όταν τελειώσουμε εμείς θα τελειώσει  και τέρμα), δεν αφήνει αμφιβολία για την αλληγορική της διάσταση, μιας και όλοι μας με την πορεία της ζωής μας διατρέχουμε έναν ρόλο. Το κυρίως βιβλίο είναι η κυρίως παράσταση/συμφωνία, δεδομένου ότι χωρίζεται σε κεφάλαια («κατάλογος χορού») που έχουν ως τίτλους άναρθρους ήχους (τρρρ…, ραμ, παμ, παμ, ραρίρα, ρι, ρομ) κλπ. Στοιχεία καρναβαλικά που υπογραμμίζουν τον τραγέλαφο κάθε  ανθρώπινης παράστασης, που είναι πάντα μία και ανεπανάληπτη για τον καθένα μας.

Κάθε εκτενής «παράγραφος» (1-5 σελίδες) -απ’ αυτές που είπαμε ότι δεν έχουν ποτέ τελεία παρά μόνο στο τέλος-, εστιάζει σ’ ένα από τα πρόσωπα που περιδινίζονται γύρω απ’ τους δυο πρωταγωνιστές. Κατά κανόνα οι εικόνες αιφνιδιάζουν, ενώ επέρχεται ένα είδος εξήγησης ή συμπλήρωσης στη συνέχεια. Κάθε τέτοια παράγραφος/ενότητα είναι μια «ψηφίδα» που οδηγεί στην τελική εικόνα, την οποία σχηματίζει αργά και βασανιστικά  ο αναγνώστης καθώς ο χρόνος δεν είναι πάντα γραμμικός. Παρόλο που ακούγεται  κουραστικό, η επανασύνθεση αυτή της αποσυντεθειμένης πραγματικότητας είναι πολύ γοητευτική, γιατί κατά κανόνα κάθε ψηφίδα εγείρει ερωτήματα, κοινώς διεγείρει την περιέργεια του αναγνώστη.

Καθηγητής

Παρόλο που ο βαρόνος βέβαια (λόγω τίτλου) είναι ο βασικός καταλύτης που αποσυντονίζει τη μικρή πόλη, η πρώτη ενότητα του βιβλίου («Τρρρ…») εστιάζει αποκλειστικά στον Καθηγητή. Η πρώτη εικόνα στην πρώτη σελίδα, είναι ένα παράδειγμα απ’ τα πολλά, αυτού που ειπώθηκε παραπάνω:  «κάποιος» (μετά μαθαίνουμε ότι πρόκειται για τον Καθηγητή), κρύβεται πίσω από ένα φελιζόλ στερεωμένο στο παράθυρο και κοιτάζει επίμονα (για την ακρίβεια δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του απ’ αυτό) την κοπέλα που ήρθε και τον βρήκε μετά από δεκαεννέα χρόνια (προσπάθησε να θυμηθεί αλλά δεν τα κατάφερε, μέχρι τώρα είχε εξασκηθεί τόσο αποτελεσματικά ώστε ουσιαστικά δεν ήταν πλέον ικανός για ενθύμηση). Πλαισιώνεται από δημοσιογράφους, κάνει σαματά,  κρατά τηλεβόα, απειλητικά πλακάτ («Δίκαιο και Λογοδοσία») και στέκεται επίμονα έξω από το αυτοσχέδιο χαμόσπιτό του για να διεκδικήσει την αναγνώρισή της από τον εξαφανισμένο πατέρα. Ό, τι συνέβαινε εκεί έξω δεν ήταν μια επίθεση αλλά μια απειλή επίθεσης.

Ο συγγραφέας μάς χαρίζει σπαρταριστές εικόνες π.χ. με τους δημοσιογράφους που περιμένουν ανυπόμονα να γίνει κάτι αλλά  δεν γίνεται τίποτα καινούριο, με τον πανικό που σκορπίστηκε όταν ο Καθηγητής άρχισε να πυροβολεί (πυ-ρο-βο-λεί, φώναζαν συλλαβίζοντας, καθώς πετάγονταν επάνω κι άρχιζαν να την κοπανάνε με την ψυχή στο στόμα ανάμεσα στα αιχμηρά βάτα, ναι, και πυροβολεί, και ξέρουν πως είναι απίστευτο, αλλά πυροβολεί και πυροβολεί, εξηγούσαν στους κατάπληκτους συντάκτες στην άλλη άκρη της γραμμής (…) ενώ οι άνθρωποι της τηλεόρασης, χοροπηδώντας ανάμεσα στους αγκαθωτούς θάμνους, άνοιξαν γρήγορα τις κάμερες και διαφεύγοντας στρέφονταν λίγο προς τα πίσω, όπως οι αλλοτινοί Ούννοι, άρχισαν να δείχνουν τα δέντρα και τους θάμνους, δεν μπορούσαν άλλωστε να δείξουν και τίποτε άλλο με όλη αυτήν την πιλάλα)κ.α. Σπαρταριστές εικόνες της εντυπωσιακής κόρης με τον εκρηκτικό χαρακτήρα, τα ξανθά μαλλιά και τα φωτεινά μάτια που καταφεύγει στα ΜΜΕ γιατί εκείνη, το μόνο που έχει ανάγκη είναι να πάρει δημοσιότητα η υπόθεσή της.

Με την αντιστικτική μέθοδο των «ψηφίδων», που επιτρέπουν την μεταπήδηση στον χρόνο και στον τόπο βλέπουμε, στις πρώτες 100 σελίδες περίπου, τον βίο και την πολιτεία του Καθηγητή. Ο Καθηγητής δεν αγαπούσε κανέναν και κανένας δεν τον αγαπούσε, και ήταν απολύτως ικανοποιημένος μ’ αυτήν την κατάσταση. Υποφέρει απίστευτα από την ανθρώπινη ηλιθιότητα απέναντι στην οποία ήταν ανήμπορος και ίσως ήταν κι η βασική αιτία που σταμάτησε την επιστημονική του έρευνα  για τα βρύα (!!!) (τα βρύα απλώς υπάρχουν κι εγώ επίσης απλώς υπάρχω, κι αυτό φτάνει). Παρακολουθούμε, μέσα απ’ τη μοναδική γραφή του Κρασνοχαρκάι τα σταδιακά βήματα να απαλλαγεί ο ήρωας από κάθε δέσμευση που τον κρατούσε ως ευυπόληπτο πολίτη παγκόσμιας φήμης (γιατί απ’ αυτό το περιβάλλον και απ’ αυτό το αίσθημα του ευάλωτου, που τον είχε καταβάλει ξαφνικά, ήταν πολύ δύσκολο να απαλλαγεί μονομιάς). Παρακολουθούμε τις κινήσεις του όταν επέλεγε ως τόπο «κατοικίας» τα «Βάτα», με κριτήριο ότι  σε κείνον τον τόπο δεν υπήρχε τίποτ’ άλλο από φελιζόλ (έμειναν εκεί, όπως έπεσαν, κι ύστερα τα σκέπασαν τα βάτα και οι ακακίες και τα άπειρα αγριόχορτα, και δημιουργήθηκε αυτό που σήμερα οι κάτοικοι της πόλης αποκαλούν «Βάτα», σαν να ήταν κάποιο διοικητικό διαμέρισμα, που  τελικά μάλλον ήταν, στην ουσία, και γι’ αυτό κατέστη δυνατόν να επέλθουν το φελιζόλ πρώτα κι ύστερα τα ζιζάνια, ακριβώς όπως έγινε κάποτε η εγκατάσταση των Ούγγρων στη νέα του πατρίδα κλπ κλπ). Έτσι αποδίδεται συμβολικά η εγκατάσταση των Ούγγρων, σαν επιδρομή από ζιζάνια που εγκαταστάθηκαν μέσα στα άπειρα, χρήσιμα, άχρονα σκουπίδια…  είναι η πρώτη νύξη για τον λίβελο που θα ακολουθήσει ενάντια στον ουγγρικό λαό.

Αηδιασμένος από την ποταπότητα των ανθρώπων αλλά κυρίως από τους Ούγγρους  (ο ανώνυμος λίβελος κατά του Ουγγρικού λαού προς το τέλος του βιβλίου, που τάραξε όλους του πολίτες της μικρής πόλης δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ήταν δικός του, αν και δεν δηλώνεται ρητά), γίνεται όχι μόνο «βίαιος και τραχύς» (έπρεπε να απαλλαγεί απ’ όλους) αλλά απομονώνεται εξαγριωμένος αναζητώντας τη γαλήνη, ενώ επιβάλλει στον εαυτό του «υποχρεωτική ημερήσια άσκηση πνευματικής αποφόρτισης», για δυο ώρες ακριβώς, 3-5 κάθε μέρα, μη μπορώντας  -ακόμα!- να εμποδίσει μέσα του τον αρρωστημένο καταναγκασμό του σκέπτεσθαι.

Πέρα όμως από την ανεπιθύμητη κόρη και τις ανεπιθύμητες αναμνήσεις που αυτή ανακίνησε, εμφανίζονται και οι «μηχανές», σαν στράτευμα με την κυκλωτική στρατηγική κίνησή του, για να του ταράξουν την ησυχία. Οι μηχανόβιοι με αρχηγό το «Μικραστέρι», μια νεοναζιστική συμμορία όπως μαθαίνουμε εκ των υστέρων, ίσως είναι και ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στις δύο ιστορίες που ουσιαστικά δεν επικοινωνούν (του Καθηγητή και του βαρόνου)  παρά μόνο στο ότι διαδραματίζονται στον ίδιο τόπο και στον ίδιο χρόνο. Όμως η δύναμη της συμμορίας (μηχανές, όπλα) είναι μεγάλη, και φαίνεται ότι λόγω κάποιας παλιάς παρεξήγησης εξακολουθούν να συμπαραστέκονται στον Καθηγητή (μάλιστα δοκίμασαν και να τον στρατολογήσουν), ο οποίος κάποτε τους υπερασπίστηκε λέγοντας «όταν είμαστε στο έλεος απατεώνων, κλεφτών, ληστών και δολοφόνων, θα πρέπει κανείς να χαιρετίζει τη δημιουργία και τη δραστηριότητα μιας τέτοιας ομάδας» (βρήκε να πει ακριβώς αυτό, πράγμα για το οποίο μετάνιωσε ακριβώς επτά φορές, μετά όμως δεν μπορούσε να κάνει τίποτα). Η χρήση των όπλων που ήταν δικού τους ανθρώπου και η παρέμβασή τους ωθούν τον απεγνωσμένο Καθηγητή σε φόνο, κι από κει και πέρα σε μια διαδικασία προσπάθειας αυτοεξαφάνισης μέσα σε «ανελέητες συνθήκες» , καθώς αντιλαμβάνεται ότι οι «σιχαμεροί» νεοναζί θα πενθήσουν το «Μικραστέρι» με δυναμικό τρόπο.  

Η πολυδιάστατη γραφή του Κρασνοχαρκάι επιτρέπει την αλληγορική ερμηνευτική διάσταση (άλλωστε, κάποια μοτίβα επαναλαμβάνονται, και είναι κοινά και στον Μπέλα Ταρ). Παραθέτω την κριτική οπτική της Λίνας Πανταλέων:

Στο πρόσωπο του Καθηγητή ο Κρασναχορκάι υποστασιοποιεί τη νικημένη διάνοια. Βέβαια, όπως είδαμε, ο εν λόγω ήρωας δεν κραδαίνει το σκήπτρο της σοφίας. Παρ’ όλα αυτά, είναι ο μοναδικός διανοούμενος που εκκόλαψε ο τόπος, ή, αλλιώς, το θνήσκον πνεύμα του τόπου. Σαρκάζοντας την ασθενική φλόγα της διάνοιάς του, ο Κρασναχορκάι τον βάζει να απελπίζεται από τη ματαιοπονία κάθε εγκεφαλικής δραστηριότητας. Το έσχατο πνευματικό έργο του Καθηγητή είναι ο ακρωτηριασμός του μυαλού του, διότι κάθε αξίωση αυτού του μυαλού απέληγε είτε σε πλάνες είτε σε σοφίσματα. Η ήδιστη ευδαιμονία της ύπαρξης συνίστατο στην αποποίηση κάθε πνευματικού μόχθου. Μόνο ο άνθρωπος που κατάφερνε στον απόλυτο βαθμό να μην σκέφτεται, είχε ελπίδα να αντικρίσει μια γωνιά του Παραδείσου και, γιατί όχι, τον Θεό. Στην επαγγελία των ουρανών κατέφασκε ένα απαστράπτον «Ναι», που ακτινοβολούσε «με φοβερή ένταση προς τα έξω, προς το πάντοτε ατελές Σύμπαν».

Βαρόνος

Η είδηση της άφιξης του βαρόνου στη μικρή πόλη μετά από 46 χρόνια απουσίας έχει σημάνει γενικό συναγερμό, που φτάνει στα όρια του πανικού. Όλοι ανεξαιρέτως πιστεύουν ότι πρόκειται για έναν «πάμπλουτο βαρόνο», έναν «ευπατρίδη» που ως ευεργέτης θα αλλάξει τα πάντα, ότι με τα χρήματα που λογικά θα φέρει θα κάνει δωρεές, θα ανοικοδομήσει, θα επισκευάσει, θα ιδρύσει, θα βγάλει τη μικρή πόλη από τη μιζέρια. Έτσι παρακολουθούμε έναν οργασμό προετοιμασιών, πάντοτε με τον γνώριμο αντιστικτικό τρόπο του συγγραφέα, ενώ ο αναγνώστης γνωρίζει ότι πρόκειται για έναν αποτυχημένο τζογαδόρο που τον κυνηγούν για χρέη, που γυρίζει στη γενέτειρά του κυνηγώντας μια χίμαιρα, με πρόσχημα κάποια κηδεία, αδιάφορο, απαθή ίσως και λίγο… χαζό.  

Ήδη ο τραγέλαφος έχει αρχίσει από το τρένο. Ο ζήλος των ελεγκτών, των επιβατών κλπ. έρχεται σε αντίθεση με την ωχρή και αδιάφορη φιγούρα του ξερακιανού βαρόνου, που παρόλ’ αυτά είναι κομψός, με πανάκριβα ρούχα, προσεγμένα και αγορασμένα  από τους συγγενείς στη Βιέννη όπου σταμάτησε το τρένο, οι οποίοι έσπευσαν να τον σουλουπώσουν (μπάτλερ, ράφτες, τσαγκάρηδες κλπ), γιατί φυσικά το όνομα Βένκχαϊμ δεν επιτρέπεται να κηλιδωθεί. 

Σ΄αυτήν την ενότητα βέβαια τα πρόσωπα που διασταυρώνονται και οι σχέσεις μεταξύ τους είναι πολύ περισσότερα/ες απ’ ό, τι στην πρώτη. Η απολαυστική γραφή του Κρασνοχαρκάι είναι σε πλήρη κορύφωση στις σκηνές όπου περιγράφονται όχι μόνο οι προετοιμασίες των Βιεννέζων συγγενών,  ή οι αντίστοιχες αντιδράσεις στο τρένο, αλλά και οι προετοιμασίες στη μικρή πόλη. Διάφοροι  ανθρώπινοι τύποι παρελαύνουν, σε πλήρη δράση και ενθουσιασμό, και σε τρομερή αντίθεση με την ήρεμη απάθεια (ήταν ευτυχισμένος που έβλεπε αυτά που δεν ήλπιζε να ξαναδεί ποτέ, ήταν ευτυχισμένος που μπορούσε και πάλι να είναι ευτυχισμένος), αδιαφορία ως και «βλακεία» του βαρόνου (ο ίδιος παραδέχτηκε τους συγγενείς του στη Βιέννη ότι τον είχαν προειδοποιήσει όταν ήταν σαράντα χρονών ότι έτσι θα γινόταν, ότι ήταν βλάκας). Από τον ξεκαρδιστικά φλύαρο ελεγκτή, στους διάφορων ειδών επιβάτες, στον καθηκοντολάγνο μηχανοδηγό με κορυφαίο τον ιδιοτελή κομπιναδόρο Ντάντε (που αποδεικνύεται γνωστός στην πόλη απατεώνας):  αυτοπαρουσιάζεται σαν «γραμματέας» (γι’ αυτό βρισκόταν εκείνος σε τούτη τη γη), δίνει κυριολεκτικά θεατρική παράσταση και βολιδοσκοπεί για επιχείρηση με κουλοχέρηδες έχοντας πάρει χαμπάρι την αδυναμία του βαρόνου στον τζόγο (είχε διαβλέψει σε γενικές γραμμές ότι τούτος εδώ ο βαρόνος δεν ήταν παρά ένα μάτσο χάλια/του πέρασε σαν αστραπή απ’ το μυαλό μήπως δεν στοιχημάτιζε στο σωστό άλογο).

Αλλά κι όσο αφορά τους πολίτες της μικρής πόλης, ενεργοποιείται όλος ο μηχανισμός κι όλοι προσπαθούν να δώσουν τον καλύτερο εαυτό τους. Είναι από τα πιο συναρπαστικά μέρη του βιβλίου: ένα σύνολο από παλιάτσους παίρνουν ξαφνικά φωτιά και αρνούνται να δουν τη γύμνια τους -γιατί στην ουσία τίποτα δεν λειτουργεί, τίποτα δεν είναι ορθό. Δεν υπάρχει ξενοδοχείο, δεν υπάρχουν φορτηγά, δεν υπάρχουν άλογα για τις μπερλίνες, δεν υπάρχουν… κουλοχέρηδες (είναι γνωστή η αδυναμία του βαρόνου), και πρέπει σε μια μέρα όλα αυτά να εφευρεθούν. Ο  Δήμαρχος που αναλαμβάνει τη διοργάνωση ενός «τεράστιου έργου», ενός αξέχαστου εορτασμού, μιας τελετής υποδοχής, ξεσηκώνει όλους τους φορείς πιέζοντάς τους μέσα σε μια μέρα να κατεβάσουν ιδέες (στο πρόσωπό του εγκαταστάθηκε ξανά όλο το οπλοστάσιο των σημαδιών της σκυθρωπής αυτοσυγκέντρωσης) που η μία αποδεικνύεται πιο άθλια απ’ την άλλη (π.χ. διαγωνισμός «ουρλιάζω και φταρνίζομαι» (!)). Η έκτακτη σύσκεψη του Δημ. Συμβουλίου (με όλους τους φορείς της πόλης) που ακολουθεί, δίνει με ακόμα πιο έντονα χρώματα τη μιζέρια, εφόσον αποφασίζουν να μετακομίσουν τα 37 παιδιά του Ορφανοτροφείου απ’ το κτίριο όπου στεγάζονταν μέχρι τώρα (που θα το αποκαλέσουν «Μέγαρο Βένκχαϊμ») για να εγκαταστήσουν εκεί τον βαρόνο∙ να συσταθεί χορωδία γυναικών (που θα τραγουδήσουν το  «Μην κλαις για μένα Αρτζεντίνα» (!)∙ να γίνει πομπή των  -γνωστών νεοναζί- μοτοσικλετιστών που σκέφτηκαν να πλαισιώσουν με μπάντα από κόρνες την τελετή υποδοχής στον σταθμό του τρένου∙ να εκφωνηθούν  λόγοι πύρινοι από τον Δήμαρχο, τον Διοικητή της Αστυνομίας και τον γυμνασιάρχη (απίστευτης γελοιότητας συμβατικότητες και κολακείες), φανφάρες, ταμπούρλα και σημαίες, κι ένα σωρό άλλες ξεκαρδιστικές λεπτομέρειες που προκαλούν κλαυσίγελω. 

Το πλήθος πάντως ξεπερνούσε το αναμενόμενο, ευθέως ανάλογο με την προσδοκία «Εκείνου» που θα σώσει την μικρή πόλη από τη μιζέρια: στην αντίληψη των ντόπιων ο κόσμος των ανεξάντλητων δυνατοτήτων βρισκόταν αριστερά απ’ το κτίριο του σταθμού. Ο κλαυσίγελως κορυφώνεται όταν έφτασε πια το τρένο και βλέπουμε την έκβαση όλων αυτών των προετοιμασιών, που θυμίζει ταινία του Τσάρλυ Τσάπλιν. Είναι απίθανες οι σκηνές που διαδραματίζονται (που στον γραπτό λόγο υπογραμμίζονται βέβαια από τα εκάστοτε συναισθήματα των ηρώων) μέσα στην αταξία και την έλλειψη συντονισμού, αλλά φυσικά δεν είναι σκόπιμο να καταγραφούν εδώ. Η γελοιότητα της υποδοχής φτάνει στο αποκορύφωμα, ο βαρόνος δυσφορεί απίστευτα ενώ ο τραγέλαφος και η αθλιότητα συνεχίζεται και κατά τη διάρκεια της σύντομης διαμονής του βαρόνου στην μικρή πόλη. Έτσι, πολύ σύντομα ο βαρόνος  αντιλαμβάνεται ότι τούτη δεν είναι η ίδια πόλη, ταυτόχρονα όμως έπρεπε να παραδεχτεί ότι η πόλη ήταν ακριβώς εκείνη/πώς θα έβρισκε τη διαφορά ανάμεσα στο ότι έπρεπε να φύγει αμέσως από κει και το ότι επιτέλους είχε φτάσει εκεί όπου λαχταρούσε τόσο καιρό.

 

Ρομαντισμός μέσα στην αποδόμηση

Τι είδους ζωή είναι αυτή, στην οποία δεν συμβαίνει απολύτως τίποτα,

εκτός του ότι υπάρχει ένας κόσμος, κι εκεί μέσα ένας έρωτας,

μέσα σ’ έναν κόσμο ένας έρωτας,

η απατηλή ύπαρξη του οποίου μόνο στο τέλος τέλος της ζωής του αποκαλύφθηκε

 

Κι όμως μέσα σ’ όλο αυτόν τον ζόφο υπάρχει μια νησίδα απίθανου ρομαντισμού. Γιατί, ένας και ίσως ο κυριότερος λόγος για τον οποίο επιστρέφει ο βαρόνος είναι η Μάρικα/Μαριέτα. Μια εφηβική αγάπη, άπιαστη, αέρινη κι αμόλυντη που έζησε μέσα στη μνήμη του και όλα αυτά τα χρόνια αποτελούσε καταφύγιο. Έχουν βέβαια περάσει 46 χρόνια αλλά εκείνος της έγραψε ένα γράμμα (αφού έσκισε κάποιες δεκάδες δοκιμαστικά) κι ύστερα δεύτερο (παρακολουθούμε όλες τις ψυχικές μεταπτώσεις και τα σκαμπανεβάσματα) για να πάρει την πολύ βασανισμένη διστακτική απάντηση «Σας περιμένω». Γιατί η Μάρικα δεν τον πολυθυμάται, βέβαια, αλλά ξεπήδησε εντούτοις μια σκηνή, πο πο, πόση τρέλα κουβαλούσε εκείνο το αγόρι/στεκόταν εκεί μπροστά μου με τα μεγάλα κόκκινα αυτιά του, αλλά τα μάτια του ήταν υπέροχα, τόσο φωτεινά πράσινα που σχεδόν έφεγγαν τριγύρω. Τα δυο γράμματα τα φύλαξε στη ρόμπα της στο μέρος της καρδιάς και προσπαθούσε να μοιραστεί αυτήν την υπέρτατη ευτυχία που ένιωθε, γιατί ένιωθε και πάλι ευτυχισμένη, που της συνέβη ώρα στα 67 της χρόνια το «θαύμα που περίμενε πάντα».

Η περιγραφή της αδημονίας τη Μάρικας και αντίστοιχα του βαρόνου, επιτέλους να συναντηθούν, θυμίζει λίγο Μαρκές (πετάω προς εσένα, σκέφτηκε η Μάρικα, και δεν είχε μέσα της παρά μόνο αυτές τις τρεις λέξεις, αυτές αντηχούσαν γλυκά σαν ήμερη καμπάνα στην ψυχή της). Αν και κάποιες στιγμές έχει συναίσθηση του χρόνου που πέρασε (ξαφνικά όλα ήταν δύσκολα, ένιωθε γριά, είμαι γριά, τι γυρεύω λοιπόν, και κούνησε το κεφάλι σαν να είχε πιάσει τον εαυτό της να κάνει κάποια απερισκεψία, διότι τι ακριβώς ήλπιζε, ο Μπέλα είναι γέρος κι εκείνη μια γερόντισσα κι αυτό δεν μπορεί να διορθωθεί). Όμως ο πόθος του αυθεντικού συναισθήματος υπερισχύει, γιατί όπως λέει η φίλη της η Ιρέν, η Μάρικα είναι μια εξαίρεση, μια αγία, μια γνήσια ρομαντική που ζούσε μέσα στα όνειρα/κι ήταν ακόμα ανάμεσα στα σύννεφα, ακόμα ονειροπαρμένη.  

Έτσι, το μόνο που κρατά σε εγρήγορση τον βαρόνο μέσα στην αθλιότητα που τον περιτριγυρίζει είναι η συνάντηση με την ουτοπία του (το μόνο που δεν μπορούσε να περιμένει ήταν η επίσκεψη σ’ εκείνη). Κι όταν το αργά έγινε αιωνιότητα και η Μάρικα γύρισε επιτέλους το κλειδί της πόρτας όπου περίμενε ο βαρόνος (καλημέρα σας κυρία, θα ήθελα τη Μάριετα), η ανατροπή όλου του βιβλίου κορυφώνεται, αν και είμαστε ακόμα στη μέση του μυθιστορήματος. Όλα τα στοιχεία της τραγωδίας (τραγική ειρωνεία, περιπέτεια, αναγνώριση) επισυμβαίνουν μέσα σε λίγα λεπτά, και αφήνουν τους ήρωες χτυπημένους, κυριολεκτικά κεραυνοβολημένους από τη μάστιγα που λέγεται χρόνος.

Μετά από το κομβικό επεισόδιο οι δυο αυτοί ήρωες σιγά σιγά καταρρέουν. Ο βαρόνος κινείται σαν κατατονικός, η βαθιά του κατάθλιψη τον οδηγεί στην προσπάθεια αυτό-εξαφάνισης (άλλο κοινό στοιχείο με τον Καθηγητή), ενώ η Μάρικα μετά το πρώτο σοκ μεταμορφώνεται, βγαίνει απ’ όλην αυτήν την περιπέτεια «εντελώς αλλαγμένη» (είχε απέναντί της το «μεγάλο άπαν»: τι της είχε προσφέρει αυτή η «μικρή μαγική πόλη» της, μια ζωή ολόκληρη, τι άλλο από πόνο, χλευασμό, ειρωνεία, μέχρι και περιφρόνηση, ώστε στο τέλος, σαν σε σκυλί, να της ρίξουν και μια κλοτσιά (…)/αλλά κανένας τους δεν της είχε κάνει ποτέ, ούτε σε μια περίπτωση, αυτό που της έκανε αυτός ο άνθρωπος, διότι ποτέ κανένας δεν είχε ταπεινώσει τη θηλυκότητά της/έδωσε μια κλωτσιά στη γυναικεία της υπόσταση). Έτσι αποφασίζει κι εκείνη να εγκαταλείψει, πράγμα που το καταφέρνει με τη συνοδεία του… παλιάτσου Νο1, του Ντάντε, και με σπαρταριστά επεισόδια τύπου Σαρλό γίνεται η δική της «έξοδός».

Όμως πιο σπαραχτική είναι η «έξοδος» του βαρόνου (αυτό που δεν καταλαβαίνω δεν είναι γιατί πρέπει να πεθάνω, αλλά γιατί έπρεπε να ζήσω), που μετά από άκαρπες προσπάθειες του Ντάντε να του ξυπνήσει το ένστικτο του τζογαδόρου, φεύγει και κείνος αποφασισμένος (αποφάσισε ότι έπρεπε να προηγηθεί του θανάτου, αφού δεν μπορούσε να τον περιμένει). Παρακολουθούμε κάθε μύχιο σκοτεινό συναίσθημά του, όμως  μετά από ομηρική περιπλάνηση, λίγο πριν το τέλος του λυτρώνεται∙ βρίσκει τη διάθεσή του, βρίσκει Το νόημα, ξέρει πια γιατί πρέπει να ζήσει διότι του είχε ανοιχτεί το μονοπάτι το αληθινό, που ακολουθώντας το θα μπορούσε να φτάσει εκεί όπου έπρεπε ήδη να βρίσκεται. Και αυτό το νόημα είναι βαθύ κι αληθινό, και ναι, πείθει (και συγκινεί) και τον αναγνώστη.

Φασισμός μέσα στην αποδόμηση

Και στην ιστορία του Καθηγητή και στην ιστορία του βαρόνου (που όπως είπαμε τέμνονται χαλαρά, με την έννοια ότι διαδραματίζονται παράλληλα) στο φόντο κινείται, σαν σκιά, η συμμορία των φασιστών («ΚΑΘΑΡΗ ΑΥΛΗ, ΝΟΙΚΟΚΥΡΕΜΕΝΟ ΣΠΙΤΙ»). Οι πινελιές εκ μέρους του συγγραφέα είναι διακριτικές αλλά εφιαλτικές (όλοι περίμεναν τη διαταγή). Είναι η ομάδα του οποίου αρχηγός ήταν το «Μικραστέρι», αυτός που δολοφονήθηκε από τον καθηγητή, οι ίδιοι που χαλάνε τον κόσμο με τις μοτοσυκλέτες και τις κόρνες στην υποδοχή του βαρόνου. Μαζεύονται σε μια συγκεκριμένη ταβέρνα, έχουν τους φίλους τους και τους εχθρούς τους, αυτούς που τους ενθαρρύνουν, αυτούς που τους ανέχονται, αυτούς που τους φοβούνται. Βρίσκονται σε στενή σχέση με τον Διοικητή της αστυνομίας, δεν είναι άλλωστε τυχαίο που ο Διοικητής επέλεξε «αυτή τη ναζιστική ορδή» για το κυνήγι του Καθηγητή (πάντα σκεφτόταν με τη λογική του θηράματος, να νιώσει πώς σκεφτόταν εκείνος που ήθελαν να παγιδέψουν/πλημμύρισε από μια φονική οργή).  

Το «τέλειο» σχέδιο του Καθηγητή να ξεφύγει  απ΄αυτόν τον «όχλο από φασίστες» ήταν πραγματικά μεγαλοφυές (γνώριζε ότι οποιαδήποτε φυγή από εκείνους θα ήταν μάταιη, εφόσον μπορούσε να υποτεθεί ότι ο εν λόγω καταζητούμενος παρά ταύτα κάπου υπήρχε). Μεθοδεύει εμπρησμό! εμπρησμό μιας τεράστιας έκτασης των Βάτων («Καιόμενη Βάτος!»), εξασφαλίζοντας το δυσεύρετο για τη χώρα ντίζελ με έξυπνο και γρήγορο τρόπο, και προσφέροντας την εκδοχή ότι κάηκε κι αυτός μαζί. Έτσι η δίψα για εκδίκηση πήγε στράφι (τι σόι εκδίκηση είναι αυτή, ου δεν την επιφέρουν εκείνοι στο θύμα αλλά το θύμα στον εαυτό του).  Είναι αυτονόητο ότι ο Κρασναχορκάι παραδίδει και σ’ αυτήν την ενότητα ψηφίδα ψηφίδα τα βήματα του Καθηγητή (ο αναγνώστης δεν ξέρει πού θα καταλήξει), προσφέροντας εξαιρετικά δείγματα της απολαυστικής γραφής του.

Ο Φόβος

Ο φόβος, γυμνός, ανεξήγητος, υπαρξιακός -«πρωτόγνωρα βαθύς, πρωτογενής, κατακλυσμιαίας δύναμης»- γίνεται αισθητός σε πολλά μέρη του βιβλίου. Σε κάποια απρόβλεπτη και χωρίς αιτία χρονική στιγμή, όλα μαρμάρωσαν και πάγωσαν/ σταμάτησε η ζωή για μια στιγμή στο Μπάικερ, διότι αυτή η στιγμή με κάποιον τρόπο ράγισε –σαν να είχε προβάλει ένας βαρύς, σκοτεινός, φρικτός φόβος, αναταράσσοντας όλα όσα υπήρχαν μέχρι τότε. Την καθολική αυτή διακοπή ακολουθεί μια μυστηριώδης «πομπή αυτοκινήτων», ατέλειωτα οχήματα άγνωστα, με άγνωστους οδηγούς. Ένα εξωγήινο στράτευμα, σκηνή από καθαρό εφιάλτη, κινηματογραφική, που επαναλαμβάνεται παραλλαγμένη προς το τέλος του βιβλίου, όταν όλα απορρυθμίζονται. Θα μπορούσε κανείς να επικαλεστεί το συλλογικό ασυνείδητο  (μνήμη εισβολής σοβιετικών στρατευμάτων) μα δεν υπάρχει φυσικά  συγκεκριμένη αναφορά παρά μόνο η φράση «έμοιαζαν πιο πολύ με κάποιο εξωγήινο στράτευμα». Οι πιο πολλοί το ξέχασαν, κι αν ήταν κάτι να θυμούνται ήταν φόβος και τίποτ’ άλλο, ένας φόβος που θύμιζε πλέον τον προηγούμενο φόβο, φόβος και ανάμνηση του φόβου, όσο συνταρακτικό ήταν ο ένας, άλλο τόσο ήταν και η άλλη.  

Ο ίδιος φόβος που κοκαλώνει τα πάντα επανέρχεται ως μοτίβο στη μικρή πόλη, μαζί με την εφιαλτική αυτοκινητοπομπή, που περνά τους δρόμους «σα θύελλα», ενώ η τελική σκηνή, όταν όλα πια καταρρέουν, είναι γεμάτη τεράστια, ογκώδη, απρόσωπα βυτιοφόρα, κολλητά και στριμωχτά, αναγκάζοντας τους έντρομους πολίτες να εγκλωβιστούν μέσα στα σπίτια τους.

Η μόνη «φωνή» απέναντι στον φόβο ανήκει στον διανοούμενο, στον Καθηγητή. Ο Καθηγητής, όπως είπαμε, κάθε μεσημέρι επί 2 ώρες (3-5) αυτό-υποβάλλεται σε μια διαδικασία «ιδεολογικής αποφόρτισης». Παρακολουθούμε αυτά τα παραληρήματα στοχασμών και συλλογισμών (μόνο το ΝΑΙ υπάρχει/εν αρχή εμφανίστηκε ο Θεός και το θεϊκό, και όλα τα συμπαρομαρτούντα, κι αυτός είναι ο μοναδικός, θανάσιμος, ο μοναδικός αληθινός, ο μοναδικός ιός που σπρώχνει ολόκληρη την ανθρωπότητα στην ανίατη ασθένεια), ένα είδος εφόρμησης στις έννοιες, και μια μάταιη προσπάθεια να μην σκεφτόμαστε καθόλου περί σκέψης, αλλά να αφεθούμε να παρασυρθούμε μέσα στην ύπαρξη. Μέσα στην καταιγίδα των σκέψεων περιδιαβαίνει στις έννοιες του μοντερνισμού, της επιστήμης, του απείρου και της υπερβατικότητας, τη θεωρία των συνόλων του Κάντορ ενώ καταλήγει στο ότι ο φόβος, ο φόβος προσδιορίζει την ολότητα της ανθρώπινης ύπαρξης/κανένα άλλο πράγμα δεν αποτελεί τόσο μεγάλη όσο ο φόβος/ο φόβος γίνεται η ουσία της ύπαρξης/ο φόβος της διακοπής της ύπαρξης είναι μια δύναμη τόσο μεγάλη που δεν μπορεί να μετρηθεί/αυτός, ο φόβος της μη ύπαρξης εμποδίζει να συμβεί η μη ύπαρξη/το λίκνο του πολιτισμού δεν είναι η Κοιλάδα του Κίτρινου ποταμού ούτε η Αίγυπτος αλλά ο φόβος.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Καθηγητής είναι που έγραψε τον λίβελο στον Ουγγρικό λαό που συνέπεσε με την εξαφάνιση του βαρόνου και τάραξε ακόμα περισσότερο τα νερά της μικρής πόλης. Σύμφωνα με το κείμενο, ο λαός των Ούγγρων είναι σιχαμερός, απαίσιος –οι Ούγγροι είναι άξεστοι, κακοήθεις, δουλοπρεπείς, τεμπέληδες, αδιάφοροι κλπ κλπ., ενώ ακολουθούν συγκεκριμένα ονόματα πολιτών. Η διαφωνία ανάμεσα στον αρχισυντάκτη και την ομάδα του με τον Δήμαρχο και άλλους φορείς για τη δημοσίευσή του διχάζει τους πολίτες και δίνει πάλι σπαρταριστές σελίδες ενώ η αποσύνθεση, η διάλυση όλων των δομών.

Όπως γράφει ο ΚωστήςΚαλογρούλης, «το πρώτο που παρατηρεί κανείς είναι ότι το μυθιστόρημα έχει εντονότερες πολιτικές νύξεις από τα προηγούμενα του συγγραφέα. Η καυστική κριτική προς το απολυταρχικό και υστερικά ξενοφοβικό καθεστώς του Όρμπαν είναι μεν έμμεση αλλά σαφής, κάτι που φαίνεται από τη διαρκή ξενοφοβική ρητορική και την παθολογική φοβία προς τους μετανάστες που χαρακτηρίζει τους κατοίκους της πόλης, καθώς και από την άνοδο ακραίων φασιστικών συμπεριφορών, που όμως δεν κρύβουν την κωμική δουλικότητα που όλοι επιδεικνύουν όταν μυρίζονται χρήμα. Ο Κρασναχορκάι δείχνει πιο βάναυσα επικριτικός από ποτέ για τη χώρα του, κάτι που τον οδηγεί στο να επιστρατεύει ένα έντονα δηκτικό και σαρκαστικό χιούμορ. Το χιούμορ και η ειρωνεία ανέκαθεν υπήρχαν στο έργο του, αλλά υποσκελίζονταν από τη μελαγχολία και το παράλογο. Στην προκειμένη περίπτωση φαίνεται πως ο Ούγγρος συγγραφέας επιλέγει να δώσει τη θέση του οδηγού στη σάτιρα.

Απλώς δεν έμεινε κανείς για ν’ αφηγηθεί τι συνέβη

Η φράση «κάτι συμβαίνει» επαναλαμβάνεται πολλές φορές στις τελευταίες αυτές σελίδες: ο Διοικητής της Αστυνομίας νιώθει ότι κάτι συμβαίνει, για το οποίο εκείνος δεν έχει την παραμικρή ιδέα. Και αρκετά παρακάτω, ενίσχυσε τις περιπολίες σ’ ολόκληρη την έκταση της πόλης, όχι όμως επειδή είχε συμβεί κάτι, αλλά επειδή δεν είχε συμβεί τίποτε. Αλλά και η αρχιγραμματέας του δήμαρχου, νιώθει ότι πάντα συμβαίνει κάτι.

Το φιάσκο της υποδοχής του βαρόνου και το απροσδόκητο τέλος του, ήταν η αφορμή να απαρνηθούν όλοι οι εμπλεκόμενοι την ύπαρξη του συμβάντος. Ο δήμαρχος παίρνει πίσω τον λόγο του λέγοντας ότι δεν υπήρξε ποτέ, πολλοί προσπαθούν να εξαφανίσουν τα τεκμήρια, οι αναγνώστες επιστρέφουν τα βιβλία στη βιβλιοθήκη, και μια σειρά από τραγελαφικά επεισόδια συμβαίνουν για να πειστούν όλοι ότι τίποτε δεν είχε συμβεί. Όμως ο χρόνος αποδεικνύεται αμείλικτος. Η υπόθεση του βαρόνου, αλλά και ο  εμπρησμός στα Βάτα, η κυριαρχία του φόβου, το εμπρηστικό κείμενο είναι κόμβοι γύρω από τους οποίους ξεκινά σα γαϊτανάκι η ολοκληρωτική αποδόμηση –εφιαλτική, αναίτια, γκροτέσκα.

Η δύναμη της διάλυσης γίνεται χιονοστιβάδα: αρχικά εξαφανίζονται τα ΜΜΜ, δεν κυκλοφορούν διαβάτες στο δρόμο, έχουν εξαφανιστεί ακόμα κι οι Τσιγγάνοι, οι άστεγοι, τα ορφανά. Καταστρέφονται προτομές, βρίσκονται σφαγμένα ζώα, βιάζονται γυναίκες, κάποιοι βρίσκονται νεκροί, οι γιατροί έχουν εξαφανιστεί. Η αποσύνθεση οδηγεί στην πλήρη κατερείπωση με αποκορύφωμα την έλευση των βυτιοφόρων, όλη η πόλη γέμισε απ’ αυτά τα απίστευτα γιγαντιαία βυτία καυσίμων, κι ήταν σαν να είχαν βρεθεί εκεί κατά λάθος, σαν να ήθελαν να πάνε εντελώς αλλού/άσκοπα ηλίθια και τρομαχτικά.

Το «παραμύθι τρόμου» συνεχίζεται, καθώς την εφιαλτική σκηνή με τους τεράστιους φρύνους που κατέλαβαν κάθε γωνιά ακολουθεί καθολική πυρκαγιά, μια πύρινη επέλαση, οδηγώντας στον πλήρη εκμηδενισμό  τη μικρή αυτή πόλη, κι αυτή η πόλη δεν είχε πλέον ούτε κατοίκους, διότι μ’ αυτήν την επέλαση τούτη η πόλη κατήγγειλε την ύπαρξή της.

Και το μόνο που θα μπορούσε να πει κανείς,

απλώς δεν έμεινε κανένας για να αφηγηθεί τι συνέβη.

Χριστίνα Παπαγγελή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου