Παρασκευή, Ιανουαρίου 29, 2021

Η επιστροφή του βαρόνου Βένκχαϊμ, László Krasznahorkai

 Η επιστροφή -λόγω «ατυχών περιστάσεων»- του βαρόνου Βένκχαϊμ στη γενέτειρά του, μια μικρή πόλη στην επαρχία της Ουγγαρίας, από το Μπουένος Άιρες όπου διέμενε αυτοεξόριστος για πολλά χρόνια, είναι ένας από τους δύο κύριους άξονες του βιβλίου. Η αναμονή της άφιξης του Μπέλα Βένκχαϊμ και το γεγονός αυτό καθαυτό  ταράζει τα νερά της στάσιμης ζωής στην ασήμαντη επαρχιακή κωμόπολη και σαν ντόμινο δημιουργεί μια σειρά από αποκαλυπτικά συμβάντα που παρατίθενται  συσσωρευτικά, με τον γνώριμο και μοναδικό τρόπο με τον οποίο αφηγείται ο Κρασναχορκάι, καθώς γκρεμίζουν σαν χάρτινο πύργο τις δομημένες, στέρεες ανθρώπινες σχέσεις. Ο άλλος άξονας, φαινομενικά άσχετος, είναι η δράση και οι σκέψεις της δεύτερης καταλυτικής προσωπικότητας του βιβλίου, του «Καθηγητή». Ενός διακεκριμένου επιστήμονα  που, αποκαρδιωμένος από την εξαθλίωση που βλέπει γύρω του, αποφασίζει να αποτινάξει από πάνω του κάθε ίχνος αστικής ζωής και να αποτραβηχτεί στη μοναξιά μιας παράγκας που φτιάχνει εκ των ενόντων στην πιο δύσβατη περιοχή της πόλης, στα Βάτα. Μια σειρά πάλι γεγονότων λειτουργούν σα χιονοστιβάδα και τινάζουν στον αέρα την κυρίαρχη «τάξη», την ασφάλεια και τη ρουτίνα της μικρής πόλης.

Αυτό είναι το ζοφερό απόσταγμα που πλαισιώνει τα επιμέρους «συμβάντα». Δυο επιφανείς προσωπικότητες στροβιλίζονται σε διαφορετική τροχιά∙ ο ένας επιφανής λόγω αριστοκρατικής καταγωγής, μα ξεπεσμένος, που επιστρέφει στην ουτοπία των παιδικών χρόνων∙ ο άλλος επιφανής λόγω μόρφωσης, που αποσύρεται απηυδισμένος απ’ την έλλειψη Νοήματος. Το πλήθος, μέσα στο οποίο ξεχωρίζουν ανθρώπινοι τύποι/ρόλοι, προσωπικότητες και χαρακτήρες (ο Διοικητής της Αστυνομίας, ο Δήμαρχος, η Μάρικα/Μάριετα, η κόρη του Καθηγητή, η Ίρεν, το Μικραστέρι, κ.α.) αναμοχλεύεται ζαλισμένο απ΄ τη δίνη των γεγονότων που σχηματίζουν οι δυο βασικοί αυτοί περιστρεφόμενοι άξονες, σαν φτερά μέσα στους κύκλους που σχηματίζει η πέτρα που πέφτει στο νερό. Η αποσύνθεση κάθε σταθεράς έρχεται σταδιακά για να κορυφωθεί στο τέλος, όπου βλέπουμε να επέρχεται η συντέλεια, να επικρατεί  το πλήρες σκοτάδι.

Με μακροσκοπική ματιά είναι σκοτεινός ο Κρασνοχαρκάι, όπως και ο φίλος του σκηνοθέτης Μπέλα Ταρ που ανέβασε πολλά απ’ τα έργα του, αλλά είναι τόσο μα τόσο σαγηνευτικός. Και δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει τον τόσο ιδιότυπα συναρπαστικό τρόπο γραφής, ένα ύφος που δύσκολα μπορεί κανείς να περιγράψει. Προσωπικά μου θυμίζει λίγο το ύφος του Σαραμάγκου: τεράστιες παράγραφοι χωρίς καθόλου τελείες, φράσεις μικρές με επαναλήψεις κι επαυξήσεις όπου με πολλή παραστατικότητα εκφράζονται οι μύχιες σκέψεις, οι λεπτομέρειες του συμβάντος, τα γεγονότα, και κυρίως, σκηνές/εικόνες απαράμιλλες, ναι, κάποιες καθαρά κινηματογραφικές. Χαρακτηριστικό (όπως και στον Σαραμάγκου), ότι δεν έχει κανένα απολύτως νόημα να «διαβάσεις διαγωνίως» για να καταλάβεις την «υπόθεση», πρέπει να είσαι απόλυτα συγκεντρωμένος στην κάθε μία λέξη ξεχωριστά κι ας μην προωθείται η «πλοκή» παρά ελάχιστα, και τότε αντιλαμβάνεσαι το γλυκόπικρο της περιγραφής, μιας περιγραφής υπό το πρίσμα του αιώνιου, που προκαλεί μειδίαμα, πολλές φορές και γέλιο, άλλες φορές συγκίνηση ή αποτροπιασμό. Γιατί είναι φανερό ότι η γραφή του Κρασνοχαρκάι εστιάζει στις πανταχού παρούσες ανθρώπινες αδυναμίες, στα πάθη τα ατομικά και τα συλλογικά. Στα μικρά, εξαθλιωμένα ανθρωπάκια απ’ όπου διαρρέουν λάμψεις μεγαλείου.

Και βέβαια υπάρχει πλοκή, ολίγον σουρεαλιστική αν τη δεις συνολικά, ολίγον ανεξήγητη σε μερικά σημεία, ολίγον ονειρική/εφιαλτική,  που αγγίζει και το τραγελαφικό σε κάποιες περιπτώσεις. Το τραγελαφικό όμως έχει μέσα του το στοιχείο της τραγωδίας, που δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει και που προχωρά βαθιά στην ανθρώπινη μοίρα, εφόσον αγγίζει καθολικές κατηγορίες στον άνθρωπο και γίνεται κάποια στιγμή υπαρξιακό/μεταφυσικό: η επιβίωση, η ματαιότητα, η τέχνη, ο θάνατος, η ενοχή, ο έρωτας, το Νόημα. Όποια σελίδα κι αν επιλέξεις, κάτω απ’ την αναλυτική παραληρηματική αφήγηση θα ανιχνεύσεις μια τουλάχιστον απ’ αυτές τις «μαύρες τρύπες» που στοιχειώνουν την ανθρώπινη φύση, την αποπροσανατολίζουν, ενίοτε και την αποδιοργανώνουν.

Αλλά και η αινιγματική δομή φαίνεται ότι υπογραμμίζει τα παραπάνω: υπάρχει αρχικά ένας «πρόλογος», που λέγεται «προειδοποίηση» -ένας εξασέλιδος μονόλογος όπου ο «μαέστρος» της συμφωνικής ορχήστρας, ή μάλλον ο ιμπρεσάριος της παράστασης, ζητά την εμπιστοσύνη των μουσικών επισημαίνοντας με έμφαση ότι εδώ δεν χωρούν λάθη/ απλούστατα δεν υπάρχει λάθος, γιατί δεν μπορεί να υπάρξει και ότι δεν έχουν καταλάβει τίποτα από το σύνολο γιατί το σύνολο τους ξεπερνάει όλους. Η κατάληξη της «προειδοποίησης» ότι πρόκειται για μια και μοναδική παράσταση (δεν θα υπάρξει λοιπόν ούτε χαρά ούτε παρηγοριά – όταν τελειώσουμε εμείς θα τελειώσει  και τέρμα), δεν αφήνει αμφιβολία για την αλληγορική της διάσταση, μιας και όλοι μας με την πορεία της ζωής μας διατρέχουμε έναν ρόλο. Το κυρίως βιβλίο είναι η κυρίως παράσταση/συμφωνία, δεδομένου ότι χωρίζεται σε κεφάλαια («κατάλογος χορού») που έχουν ως τίτλους άναρθρους ήχους (τρρρ…, ραμ, παμ, παμ, ραρίρα, ρι, ρομ) κλπ. Στοιχεία καρναβαλικά που υπογραμμίζουν τον τραγέλαφο κάθε  ανθρώπινης παράστασης, που είναι πάντα μία και ανεπανάληπτη για τον καθένα μας.

Κάθε εκτενής «παράγραφος» (1-5 σελίδες) -απ’ αυτές που είπαμε ότι δεν έχουν ποτέ τελεία παρά μόνο στο τέλος-, εστιάζει σ’ ένα από τα πρόσωπα που περιδινίζονται γύρω απ’ τους δυο πρωταγωνιστές. Κατά κανόνα οι εικόνες αιφνιδιάζουν, ενώ επέρχεται ένα είδος εξήγησης ή συμπλήρωσης στη συνέχεια. Κάθε τέτοια παράγραφος/ενότητα είναι μια «ψηφίδα» που οδηγεί στην τελική εικόνα, την οποία σχηματίζει αργά και βασανιστικά  ο αναγνώστης καθώς ο χρόνος δεν είναι πάντα γραμμικός. Παρόλο που ακούγεται  κουραστικό, η επανασύνθεση αυτή της αποσυντεθειμένης πραγματικότητας είναι πολύ γοητευτική, γιατί κατά κανόνα κάθε ψηφίδα εγείρει ερωτήματα, κοινώς διεγείρει την περιέργεια του αναγνώστη.

Καθηγητής

Παρόλο που ο βαρόνος βέβαια (λόγω τίτλου) είναι ο βασικός καταλύτης που αποσυντονίζει τη μικρή πόλη, η πρώτη ενότητα του βιβλίου («Τρρρ…») εστιάζει αποκλειστικά στον Καθηγητή. Η πρώτη εικόνα στην πρώτη σελίδα, είναι ένα παράδειγμα απ’ τα πολλά, αυτού που ειπώθηκε παραπάνω:  «κάποιος» (μετά μαθαίνουμε ότι πρόκειται για τον Καθηγητή), κρύβεται πίσω από ένα φελιζόλ στερεωμένο στο παράθυρο και κοιτάζει επίμονα (για την ακρίβεια δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του απ’ αυτό) την κοπέλα που ήρθε και τον βρήκε μετά από δεκαεννέα χρόνια (προσπάθησε να θυμηθεί αλλά δεν τα κατάφερε, μέχρι τώρα είχε εξασκηθεί τόσο αποτελεσματικά ώστε ουσιαστικά δεν ήταν πλέον ικανός για ενθύμηση). Πλαισιώνεται από δημοσιογράφους, κάνει σαματά,  κρατά τηλεβόα, απειλητικά πλακάτ («Δίκαιο και Λογοδοσία») και στέκεται επίμονα έξω από το αυτοσχέδιο χαμόσπιτό του για να διεκδικήσει την αναγνώρισή της από τον εξαφανισμένο πατέρα. Ό, τι συνέβαινε εκεί έξω δεν ήταν μια επίθεση αλλά μια απειλή επίθεσης.

Ο συγγραφέας μάς χαρίζει σπαρταριστές εικόνες π.χ. με τους δημοσιογράφους που περιμένουν ανυπόμονα να γίνει κάτι αλλά  δεν γίνεται τίποτα καινούριο, με τον πανικό που σκορπίστηκε όταν ο Καθηγητής άρχισε να πυροβολεί (πυ-ρο-βο-λεί, φώναζαν συλλαβίζοντας, καθώς πετάγονταν επάνω κι άρχιζαν να την κοπανάνε με την ψυχή στο στόμα ανάμεσα στα αιχμηρά βάτα, ναι, και πυροβολεί, και ξέρουν πως είναι απίστευτο, αλλά πυροβολεί και πυροβολεί, εξηγούσαν στους κατάπληκτους συντάκτες στην άλλη άκρη της γραμμής (…) ενώ οι άνθρωποι της τηλεόρασης, χοροπηδώντας ανάμεσα στους αγκαθωτούς θάμνους, άνοιξαν γρήγορα τις κάμερες και διαφεύγοντας στρέφονταν λίγο προς τα πίσω, όπως οι αλλοτινοί Ούννοι, άρχισαν να δείχνουν τα δέντρα και τους θάμνους, δεν μπορούσαν άλλωστε να δείξουν και τίποτε άλλο με όλη αυτήν την πιλάλα)κ.α. Σπαρταριστές εικόνες της εντυπωσιακής κόρης με τον εκρηκτικό χαρακτήρα, τα ξανθά μαλλιά και τα φωτεινά μάτια που καταφεύγει στα ΜΜΕ γιατί εκείνη, το μόνο που έχει ανάγκη είναι να πάρει δημοσιότητα η υπόθεσή της.

Με την αντιστικτική μέθοδο των «ψηφίδων», που επιτρέπουν την μεταπήδηση στον χρόνο και στον τόπο βλέπουμε, στις πρώτες 100 σελίδες περίπου, τον βίο και την πολιτεία του Καθηγητή. Ο Καθηγητής δεν αγαπούσε κανέναν και κανένας δεν τον αγαπούσε, και ήταν απολύτως ικανοποιημένος μ’ αυτήν την κατάσταση. Υποφέρει απίστευτα από την ανθρώπινη ηλιθιότητα απέναντι στην οποία ήταν ανήμπορος και ίσως ήταν κι η βασική αιτία που σταμάτησε την επιστημονική του έρευνα  για τα βρύα (!!!) (τα βρύα απλώς υπάρχουν κι εγώ επίσης απλώς υπάρχω, κι αυτό φτάνει). Παρακολουθούμε, μέσα απ’ τη μοναδική γραφή του Κρασνοχαρκάι τα σταδιακά βήματα να απαλλαγεί ο ήρωας από κάθε δέσμευση που τον κρατούσε ως ευυπόληπτο πολίτη παγκόσμιας φήμης (γιατί απ’ αυτό το περιβάλλον και απ’ αυτό το αίσθημα του ευάλωτου, που τον είχε καταβάλει ξαφνικά, ήταν πολύ δύσκολο να απαλλαγεί μονομιάς). Παρακολουθούμε τις κινήσεις του όταν επέλεγε ως τόπο «κατοικίας» τα «Βάτα», με κριτήριο ότι  σε κείνον τον τόπο δεν υπήρχε τίποτ’ άλλο από φελιζόλ (έμειναν εκεί, όπως έπεσαν, κι ύστερα τα σκέπασαν τα βάτα και οι ακακίες και τα άπειρα αγριόχορτα, και δημιουργήθηκε αυτό που σήμερα οι κάτοικοι της πόλης αποκαλούν «Βάτα», σαν να ήταν κάποιο διοικητικό διαμέρισμα, που  τελικά μάλλον ήταν, στην ουσία, και γι’ αυτό κατέστη δυνατόν να επέλθουν το φελιζόλ πρώτα κι ύστερα τα ζιζάνια, ακριβώς όπως έγινε κάποτε η εγκατάσταση των Ούγγρων στη νέα του πατρίδα κλπ κλπ). Έτσι αποδίδεται συμβολικά η εγκατάσταση των Ούγγρων, σαν επιδρομή από ζιζάνια που εγκαταστάθηκαν μέσα στα άπειρα, χρήσιμα, άχρονα σκουπίδια…  είναι η πρώτη νύξη για τον λίβελο που θα ακολουθήσει ενάντια στον ουγγρικό λαό.

Αηδιασμένος από την ποταπότητα των ανθρώπων αλλά κυρίως από τους Ούγγρους  (ο ανώνυμος λίβελος κατά του Ουγγρικού λαού προς το τέλος του βιβλίου, που τάραξε όλους του πολίτες της μικρής πόλης δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ήταν δικός του, αν και δεν δηλώνεται ρητά), γίνεται όχι μόνο «βίαιος και τραχύς» (έπρεπε να απαλλαγεί απ’ όλους) αλλά απομονώνεται εξαγριωμένος αναζητώντας τη γαλήνη, ενώ επιβάλλει στον εαυτό του «υποχρεωτική ημερήσια άσκηση πνευματικής αποφόρτισης», για δυο ώρες ακριβώς, 3-5 κάθε μέρα, μη μπορώντας  -ακόμα!- να εμποδίσει μέσα του τον αρρωστημένο καταναγκασμό του σκέπτεσθαι.

Πέρα όμως από την ανεπιθύμητη κόρη και τις ανεπιθύμητες αναμνήσεις που αυτή ανακίνησε, εμφανίζονται και οι «μηχανές», σαν στράτευμα με την κυκλωτική στρατηγική κίνησή του, για να του ταράξουν την ησυχία. Οι μηχανόβιοι με αρχηγό το «Μικραστέρι», μια νεοναζιστική συμμορία όπως μαθαίνουμε εκ των υστέρων, ίσως είναι και ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στις δύο ιστορίες που ουσιαστικά δεν επικοινωνούν (του Καθηγητή και του βαρόνου)  παρά μόνο στο ότι διαδραματίζονται στον ίδιο τόπο και στον ίδιο χρόνο. Όμως η δύναμη της συμμορίας (μηχανές, όπλα) είναι μεγάλη, και φαίνεται ότι λόγω κάποιας παλιάς παρεξήγησης εξακολουθούν να συμπαραστέκονται στον Καθηγητή (μάλιστα δοκίμασαν και να τον στρατολογήσουν), ο οποίος κάποτε τους υπερασπίστηκε λέγοντας «όταν είμαστε στο έλεος απατεώνων, κλεφτών, ληστών και δολοφόνων, θα πρέπει κανείς να χαιρετίζει τη δημιουργία και τη δραστηριότητα μιας τέτοιας ομάδας» (βρήκε να πει ακριβώς αυτό, πράγμα για το οποίο μετάνιωσε ακριβώς επτά φορές, μετά όμως δεν μπορούσε να κάνει τίποτα). Η χρήση των όπλων που ήταν δικού τους ανθρώπου και η παρέμβασή τους ωθούν τον απεγνωσμένο Καθηγητή σε φόνο, κι από κει και πέρα σε μια διαδικασία προσπάθειας αυτοεξαφάνισης μέσα σε «ανελέητες συνθήκες» , καθώς αντιλαμβάνεται ότι οι «σιχαμεροί» νεοναζί θα πενθήσουν το «Μικραστέρι» με δυναμικό τρόπο.  

Η πολυδιάστατη γραφή του Κρασνοχαρκάι επιτρέπει την αλληγορική ερμηνευτική διάσταση (άλλωστε, κάποια μοτίβα επαναλαμβάνονται, και είναι κοινά και στον Μπέλα Ταρ). Παραθέτω την κριτική οπτική της Λίνας Πανταλέων:

Στο πρόσωπο του Καθηγητή ο Κρασναχορκάι υποστασιοποιεί τη νικημένη διάνοια. Βέβαια, όπως είδαμε, ο εν λόγω ήρωας δεν κραδαίνει το σκήπτρο της σοφίας. Παρ’ όλα αυτά, είναι ο μοναδικός διανοούμενος που εκκόλαψε ο τόπος, ή, αλλιώς, το θνήσκον πνεύμα του τόπου. Σαρκάζοντας την ασθενική φλόγα της διάνοιάς του, ο Κρασναχορκάι τον βάζει να απελπίζεται από τη ματαιοπονία κάθε εγκεφαλικής δραστηριότητας. Το έσχατο πνευματικό έργο του Καθηγητή είναι ο ακρωτηριασμός του μυαλού του, διότι κάθε αξίωση αυτού του μυαλού απέληγε είτε σε πλάνες είτε σε σοφίσματα. Η ήδιστη ευδαιμονία της ύπαρξης συνίστατο στην αποποίηση κάθε πνευματικού μόχθου. Μόνο ο άνθρωπος που κατάφερνε στον απόλυτο βαθμό να μην σκέφτεται, είχε ελπίδα να αντικρίσει μια γωνιά του Παραδείσου και, γιατί όχι, τον Θεό. Στην επαγγελία των ουρανών κατέφασκε ένα απαστράπτον «Ναι», που ακτινοβολούσε «με φοβερή ένταση προς τα έξω, προς το πάντοτε ατελές Σύμπαν».

Βαρόνος

Η είδηση της άφιξης του βαρόνου στη μικρή πόλη μετά από 46 χρόνια απουσίας έχει σημάνει γενικό συναγερμό, που φτάνει στα όρια του πανικού. Όλοι ανεξαιρέτως πιστεύουν ότι πρόκειται για έναν «πάμπλουτο βαρόνο», έναν «ευπατρίδη» που ως ευεργέτης θα αλλάξει τα πάντα, ότι με τα χρήματα που λογικά θα φέρει θα κάνει δωρεές, θα ανοικοδομήσει, θα επισκευάσει, θα ιδρύσει, θα βγάλει τη μικρή πόλη από τη μιζέρια. Έτσι παρακολουθούμε έναν οργασμό προετοιμασιών, πάντοτε με τον γνώριμο αντιστικτικό τρόπο του συγγραφέα, ενώ ο αναγνώστης γνωρίζει ότι πρόκειται για έναν αποτυχημένο τζογαδόρο που τον κυνηγούν για χρέη, που γυρίζει στη γενέτειρά του κυνηγώντας μια χίμαιρα, με πρόσχημα κάποια κηδεία, αδιάφορο, απαθή ίσως και λίγο… χαζό.  

Ήδη ο τραγέλαφος έχει αρχίσει από το τρένο. Ο ζήλος των ελεγκτών, των επιβατών κλπ. έρχεται σε αντίθεση με την ωχρή και αδιάφορη φιγούρα του ξερακιανού βαρόνου, που παρόλ’ αυτά είναι κομψός, με πανάκριβα ρούχα, προσεγμένα και αγορασμένα  από τους συγγενείς στη Βιέννη όπου σταμάτησε το τρένο, οι οποίοι έσπευσαν να τον σουλουπώσουν (μπάτλερ, ράφτες, τσαγκάρηδες κλπ), γιατί φυσικά το όνομα Βένκχαϊμ δεν επιτρέπεται να κηλιδωθεί. 

Σ΄αυτήν την ενότητα βέβαια τα πρόσωπα που διασταυρώνονται και οι σχέσεις μεταξύ τους είναι πολύ περισσότερα/ες απ’ ό, τι στην πρώτη. Η απολαυστική γραφή του Κρασνοχαρκάι είναι σε πλήρη κορύφωση στις σκηνές όπου περιγράφονται όχι μόνο οι προετοιμασίες των Βιεννέζων συγγενών,  ή οι αντίστοιχες αντιδράσεις στο τρένο, αλλά και οι προετοιμασίες στη μικρή πόλη. Διάφοροι  ανθρώπινοι τύποι παρελαύνουν, σε πλήρη δράση και ενθουσιασμό, και σε τρομερή αντίθεση με την ήρεμη απάθεια (ήταν ευτυχισμένος που έβλεπε αυτά που δεν ήλπιζε να ξαναδεί ποτέ, ήταν ευτυχισμένος που μπορούσε και πάλι να είναι ευτυχισμένος), αδιαφορία ως και «βλακεία» του βαρόνου (ο ίδιος παραδέχτηκε τους συγγενείς του στη Βιέννη ότι τον είχαν προειδοποιήσει όταν ήταν σαράντα χρονών ότι έτσι θα γινόταν, ότι ήταν βλάκας). Από τον ξεκαρδιστικά φλύαρο ελεγκτή, στους διάφορων ειδών επιβάτες, στον καθηκοντολάγνο μηχανοδηγό με κορυφαίο τον ιδιοτελή κομπιναδόρο Ντάντε (που αποδεικνύεται γνωστός στην πόλη απατεώνας):  αυτοπαρουσιάζεται σαν «γραμματέας» (γι’ αυτό βρισκόταν εκείνος σε τούτη τη γη), δίνει κυριολεκτικά θεατρική παράσταση και βολιδοσκοπεί για επιχείρηση με κουλοχέρηδες έχοντας πάρει χαμπάρι την αδυναμία του βαρόνου στον τζόγο (είχε διαβλέψει σε γενικές γραμμές ότι τούτος εδώ ο βαρόνος δεν ήταν παρά ένα μάτσο χάλια/του πέρασε σαν αστραπή απ’ το μυαλό μήπως δεν στοιχημάτιζε στο σωστό άλογο).

Αλλά κι όσο αφορά τους πολίτες της μικρής πόλης, ενεργοποιείται όλος ο μηχανισμός κι όλοι προσπαθούν να δώσουν τον καλύτερο εαυτό τους. Είναι από τα πιο συναρπαστικά μέρη του βιβλίου: ένα σύνολο από παλιάτσους παίρνουν ξαφνικά φωτιά και αρνούνται να δουν τη γύμνια τους -γιατί στην ουσία τίποτα δεν λειτουργεί, τίποτα δεν είναι ορθό. Δεν υπάρχει ξενοδοχείο, δεν υπάρχουν φορτηγά, δεν υπάρχουν άλογα για τις μπερλίνες, δεν υπάρχουν… κουλοχέρηδες (είναι γνωστή η αδυναμία του βαρόνου), και πρέπει σε μια μέρα όλα αυτά να εφευρεθούν. Ο  Δήμαρχος που αναλαμβάνει τη διοργάνωση ενός «τεράστιου έργου», ενός αξέχαστου εορτασμού, μιας τελετής υποδοχής, ξεσηκώνει όλους τους φορείς πιέζοντάς τους μέσα σε μια μέρα να κατεβάσουν ιδέες (στο πρόσωπό του εγκαταστάθηκε ξανά όλο το οπλοστάσιο των σημαδιών της σκυθρωπής αυτοσυγκέντρωσης) που η μία αποδεικνύεται πιο άθλια απ’ την άλλη (π.χ. διαγωνισμός «ουρλιάζω και φταρνίζομαι» (!)). Η έκτακτη σύσκεψη του Δημ. Συμβουλίου (με όλους τους φορείς της πόλης) που ακολουθεί, δίνει με ακόμα πιο έντονα χρώματα τη μιζέρια, εφόσον αποφασίζουν να μετακομίσουν τα 37 παιδιά του Ορφανοτροφείου απ’ το κτίριο όπου στεγάζονταν μέχρι τώρα (που θα το αποκαλέσουν «Μέγαρο Βένκχαϊμ») για να εγκαταστήσουν εκεί τον βαρόνο∙ να συσταθεί χορωδία γυναικών (που θα τραγουδήσουν το  «Μην κλαις για μένα Αρτζεντίνα» (!)∙ να γίνει πομπή των  -γνωστών νεοναζί- μοτοσικλετιστών που σκέφτηκαν να πλαισιώσουν με μπάντα από κόρνες την τελετή υποδοχής στον σταθμό του τρένου∙ να εκφωνηθούν  λόγοι πύρινοι από τον Δήμαρχο, τον Διοικητή της Αστυνομίας και τον γυμνασιάρχη (απίστευτης γελοιότητας συμβατικότητες και κολακείες), φανφάρες, ταμπούρλα και σημαίες, κι ένα σωρό άλλες ξεκαρδιστικές λεπτομέρειες που προκαλούν κλαυσίγελω. 

Το πλήθος πάντως ξεπερνούσε το αναμενόμενο, ευθέως ανάλογο με την προσδοκία «Εκείνου» που θα σώσει την μικρή πόλη από τη μιζέρια: στην αντίληψη των ντόπιων ο κόσμος των ανεξάντλητων δυνατοτήτων βρισκόταν αριστερά απ’ το κτίριο του σταθμού. Ο κλαυσίγελως κορυφώνεται όταν έφτασε πια το τρένο και βλέπουμε την έκβαση όλων αυτών των προετοιμασιών, που θυμίζει ταινία του Τσάρλυ Τσάπλιν. Είναι απίθανες οι σκηνές που διαδραματίζονται (που στον γραπτό λόγο υπογραμμίζονται βέβαια από τα εκάστοτε συναισθήματα των ηρώων) μέσα στην αταξία και την έλλειψη συντονισμού, αλλά φυσικά δεν είναι σκόπιμο να καταγραφούν εδώ. Η γελοιότητα της υποδοχής φτάνει στο αποκορύφωμα, ο βαρόνος δυσφορεί απίστευτα ενώ ο τραγέλαφος και η αθλιότητα συνεχίζεται και κατά τη διάρκεια της σύντομης διαμονής του βαρόνου στην μικρή πόλη. Έτσι, πολύ σύντομα ο βαρόνος  αντιλαμβάνεται ότι τούτη δεν είναι η ίδια πόλη, ταυτόχρονα όμως έπρεπε να παραδεχτεί ότι η πόλη ήταν ακριβώς εκείνη/πώς θα έβρισκε τη διαφορά ανάμεσα στο ότι έπρεπε να φύγει αμέσως από κει και το ότι επιτέλους είχε φτάσει εκεί όπου λαχταρούσε τόσο καιρό.

 

Ρομαντισμός μέσα στην αποδόμηση

Τι είδους ζωή είναι αυτή, στην οποία δεν συμβαίνει απολύτως τίποτα,

εκτός του ότι υπάρχει ένας κόσμος, κι εκεί μέσα ένας έρωτας,

μέσα σ’ έναν κόσμο ένας έρωτας,

η απατηλή ύπαρξη του οποίου μόνο στο τέλος τέλος της ζωής του αποκαλύφθηκε

 

Κι όμως μέσα σ’ όλο αυτόν τον ζόφο υπάρχει μια νησίδα απίθανου ρομαντισμού. Γιατί, ένας και ίσως ο κυριότερος λόγος για τον οποίο επιστρέφει ο βαρόνος είναι η Μάρικα/Μαριέτα. Μια εφηβική αγάπη, άπιαστη, αέρινη κι αμόλυντη που έζησε μέσα στη μνήμη του και όλα αυτά τα χρόνια αποτελούσε καταφύγιο. Έχουν βέβαια περάσει 46 χρόνια αλλά εκείνος της έγραψε ένα γράμμα (αφού έσκισε κάποιες δεκάδες δοκιμαστικά) κι ύστερα δεύτερο (παρακολουθούμε όλες τις ψυχικές μεταπτώσεις και τα σκαμπανεβάσματα) για να πάρει την πολύ βασανισμένη διστακτική απάντηση «Σας περιμένω». Γιατί η Μάρικα δεν τον πολυθυμάται, βέβαια, αλλά ξεπήδησε εντούτοις μια σκηνή, πο πο, πόση τρέλα κουβαλούσε εκείνο το αγόρι/στεκόταν εκεί μπροστά μου με τα μεγάλα κόκκινα αυτιά του, αλλά τα μάτια του ήταν υπέροχα, τόσο φωτεινά πράσινα που σχεδόν έφεγγαν τριγύρω. Τα δυο γράμματα τα φύλαξε στη ρόμπα της στο μέρος της καρδιάς και προσπαθούσε να μοιραστεί αυτήν την υπέρτατη ευτυχία που ένιωθε, γιατί ένιωθε και πάλι ευτυχισμένη, που της συνέβη ώρα στα 67 της χρόνια το «θαύμα που περίμενε πάντα».

Η περιγραφή της αδημονίας τη Μάρικας και αντίστοιχα του βαρόνου, επιτέλους να συναντηθούν, θυμίζει λίγο Μαρκές (πετάω προς εσένα, σκέφτηκε η Μάρικα, και δεν είχε μέσα της παρά μόνο αυτές τις τρεις λέξεις, αυτές αντηχούσαν γλυκά σαν ήμερη καμπάνα στην ψυχή της). Αν και κάποιες στιγμές έχει συναίσθηση του χρόνου που πέρασε (ξαφνικά όλα ήταν δύσκολα, ένιωθε γριά, είμαι γριά, τι γυρεύω λοιπόν, και κούνησε το κεφάλι σαν να είχε πιάσει τον εαυτό της να κάνει κάποια απερισκεψία, διότι τι ακριβώς ήλπιζε, ο Μπέλα είναι γέρος κι εκείνη μια γερόντισσα κι αυτό δεν μπορεί να διορθωθεί). Όμως ο πόθος του αυθεντικού συναισθήματος υπερισχύει, γιατί όπως λέει η φίλη της η Ιρέν, η Μάρικα είναι μια εξαίρεση, μια αγία, μια γνήσια ρομαντική που ζούσε μέσα στα όνειρα/κι ήταν ακόμα ανάμεσα στα σύννεφα, ακόμα ονειροπαρμένη.  

Έτσι, το μόνο που κρατά σε εγρήγορση τον βαρόνο μέσα στην αθλιότητα που τον περιτριγυρίζει είναι η συνάντηση με την ουτοπία του (το μόνο που δεν μπορούσε να περιμένει ήταν η επίσκεψη σ’ εκείνη). Κι όταν το αργά έγινε αιωνιότητα και η Μάρικα γύρισε επιτέλους το κλειδί της πόρτας όπου περίμενε ο βαρόνος (καλημέρα σας κυρία, θα ήθελα τη Μάριετα), η ανατροπή όλου του βιβλίου κορυφώνεται, αν και είμαστε ακόμα στη μέση του μυθιστορήματος. Όλα τα στοιχεία της τραγωδίας (τραγική ειρωνεία, περιπέτεια, αναγνώριση) επισυμβαίνουν μέσα σε λίγα λεπτά, και αφήνουν τους ήρωες χτυπημένους, κυριολεκτικά κεραυνοβολημένους από τη μάστιγα που λέγεται χρόνος.

Μετά από το κομβικό επεισόδιο οι δυο αυτοί ήρωες σιγά σιγά καταρρέουν. Ο βαρόνος κινείται σαν κατατονικός, η βαθιά του κατάθλιψη τον οδηγεί στην προσπάθεια αυτό-εξαφάνισης (άλλο κοινό στοιχείο με τον Καθηγητή), ενώ η Μάρικα μετά το πρώτο σοκ μεταμορφώνεται, βγαίνει απ’ όλην αυτήν την περιπέτεια «εντελώς αλλαγμένη» (είχε απέναντί της το «μεγάλο άπαν»: τι της είχε προσφέρει αυτή η «μικρή μαγική πόλη» της, μια ζωή ολόκληρη, τι άλλο από πόνο, χλευασμό, ειρωνεία, μέχρι και περιφρόνηση, ώστε στο τέλος, σαν σε σκυλί, να της ρίξουν και μια κλοτσιά (…)/αλλά κανένας τους δεν της είχε κάνει ποτέ, ούτε σε μια περίπτωση, αυτό που της έκανε αυτός ο άνθρωπος, διότι ποτέ κανένας δεν είχε ταπεινώσει τη θηλυκότητά της/έδωσε μια κλωτσιά στη γυναικεία της υπόσταση). Έτσι αποφασίζει κι εκείνη να εγκαταλείψει, πράγμα που το καταφέρνει με τη συνοδεία του… παλιάτσου Νο1, του Ντάντε, και με σπαρταριστά επεισόδια τύπου Σαρλό γίνεται η δική της «έξοδός».

Όμως πιο σπαραχτική είναι η «έξοδος» του βαρόνου (αυτό που δεν καταλαβαίνω δεν είναι γιατί πρέπει να πεθάνω, αλλά γιατί έπρεπε να ζήσω), που μετά από άκαρπες προσπάθειες του Ντάντε να του ξυπνήσει το ένστικτο του τζογαδόρου, φεύγει και κείνος αποφασισμένος (αποφάσισε ότι έπρεπε να προηγηθεί του θανάτου, αφού δεν μπορούσε να τον περιμένει). Παρακολουθούμε κάθε μύχιο σκοτεινό συναίσθημά του, όμως  μετά από ομηρική περιπλάνηση, λίγο πριν το τέλος του λυτρώνεται∙ βρίσκει τη διάθεσή του, βρίσκει Το νόημα, ξέρει πια γιατί πρέπει να ζήσει διότι του είχε ανοιχτεί το μονοπάτι το αληθινό, που ακολουθώντας το θα μπορούσε να φτάσει εκεί όπου έπρεπε ήδη να βρίσκεται. Και αυτό το νόημα είναι βαθύ κι αληθινό, και ναι, πείθει (και συγκινεί) και τον αναγνώστη.

Φασισμός μέσα στην αποδόμηση

Και στην ιστορία του Καθηγητή και στην ιστορία του βαρόνου (που όπως είπαμε τέμνονται χαλαρά, με την έννοια ότι διαδραματίζονται παράλληλα) στο φόντο κινείται, σαν σκιά, η συμμορία των φασιστών («ΚΑΘΑΡΗ ΑΥΛΗ, ΝΟΙΚΟΚΥΡΕΜΕΝΟ ΣΠΙΤΙ»). Οι πινελιές εκ μέρους του συγγραφέα είναι διακριτικές αλλά εφιαλτικές (όλοι περίμεναν τη διαταγή). Είναι η ομάδα του οποίου αρχηγός ήταν το «Μικραστέρι», αυτός που δολοφονήθηκε από τον καθηγητή, οι ίδιοι που χαλάνε τον κόσμο με τις μοτοσυκλέτες και τις κόρνες στην υποδοχή του βαρόνου. Μαζεύονται σε μια συγκεκριμένη ταβέρνα, έχουν τους φίλους τους και τους εχθρούς τους, αυτούς που τους ενθαρρύνουν, αυτούς που τους ανέχονται, αυτούς που τους φοβούνται. Βρίσκονται σε στενή σχέση με τον Διοικητή της αστυνομίας, δεν είναι άλλωστε τυχαίο που ο Διοικητής επέλεξε «αυτή τη ναζιστική ορδή» για το κυνήγι του Καθηγητή (πάντα σκεφτόταν με τη λογική του θηράματος, να νιώσει πώς σκεφτόταν εκείνος που ήθελαν να παγιδέψουν/πλημμύρισε από μια φονική οργή).  

Το «τέλειο» σχέδιο του Καθηγητή να ξεφύγει  απ΄αυτόν τον «όχλο από φασίστες» ήταν πραγματικά μεγαλοφυές (γνώριζε ότι οποιαδήποτε φυγή από εκείνους θα ήταν μάταιη, εφόσον μπορούσε να υποτεθεί ότι ο εν λόγω καταζητούμενος παρά ταύτα κάπου υπήρχε). Μεθοδεύει εμπρησμό! εμπρησμό μιας τεράστιας έκτασης των Βάτων («Καιόμενη Βάτος!»), εξασφαλίζοντας το δυσεύρετο για τη χώρα ντίζελ με έξυπνο και γρήγορο τρόπο, και προσφέροντας την εκδοχή ότι κάηκε κι αυτός μαζί. Έτσι η δίψα για εκδίκηση πήγε στράφι (τι σόι εκδίκηση είναι αυτή, ου δεν την επιφέρουν εκείνοι στο θύμα αλλά το θύμα στον εαυτό του).  Είναι αυτονόητο ότι ο Κρασναχορκάι παραδίδει και σ’ αυτήν την ενότητα ψηφίδα ψηφίδα τα βήματα του Καθηγητή (ο αναγνώστης δεν ξέρει πού θα καταλήξει), προσφέροντας εξαιρετικά δείγματα της απολαυστικής γραφής του.

Ο Φόβος

Ο φόβος, γυμνός, ανεξήγητος, υπαρξιακός -«πρωτόγνωρα βαθύς, πρωτογενής, κατακλυσμιαίας δύναμης»- γίνεται αισθητός σε πολλά μέρη του βιβλίου. Σε κάποια απρόβλεπτη και χωρίς αιτία χρονική στιγμή, όλα μαρμάρωσαν και πάγωσαν/ σταμάτησε η ζωή για μια στιγμή στο Μπάικερ, διότι αυτή η στιγμή με κάποιον τρόπο ράγισε –σαν να είχε προβάλει ένας βαρύς, σκοτεινός, φρικτός φόβος, αναταράσσοντας όλα όσα υπήρχαν μέχρι τότε. Την καθολική αυτή διακοπή ακολουθεί μια μυστηριώδης «πομπή αυτοκινήτων», ατέλειωτα οχήματα άγνωστα, με άγνωστους οδηγούς. Ένα εξωγήινο στράτευμα, σκηνή από καθαρό εφιάλτη, κινηματογραφική, που επαναλαμβάνεται παραλλαγμένη προς το τέλος του βιβλίου, όταν όλα απορρυθμίζονται. Θα μπορούσε κανείς να επικαλεστεί το συλλογικό ασυνείδητο  (μνήμη εισβολής σοβιετικών στρατευμάτων) μα δεν υπάρχει φυσικά  συγκεκριμένη αναφορά παρά μόνο η φράση «έμοιαζαν πιο πολύ με κάποιο εξωγήινο στράτευμα». Οι πιο πολλοί το ξέχασαν, κι αν ήταν κάτι να θυμούνται ήταν φόβος και τίποτ’ άλλο, ένας φόβος που θύμιζε πλέον τον προηγούμενο φόβο, φόβος και ανάμνηση του φόβου, όσο συνταρακτικό ήταν ο ένας, άλλο τόσο ήταν και η άλλη.  

Ο ίδιος φόβος που κοκαλώνει τα πάντα επανέρχεται ως μοτίβο στη μικρή πόλη, μαζί με την εφιαλτική αυτοκινητοπομπή, που περνά τους δρόμους «σα θύελλα», ενώ η τελική σκηνή, όταν όλα πια καταρρέουν, είναι γεμάτη τεράστια, ογκώδη, απρόσωπα βυτιοφόρα, κολλητά και στριμωχτά, αναγκάζοντας τους έντρομους πολίτες να εγκλωβιστούν μέσα στα σπίτια τους.

Η μόνη «φωνή» απέναντι στον φόβο ανήκει στον διανοούμενο, στον Καθηγητή. Ο Καθηγητής, όπως είπαμε, κάθε μεσημέρι επί 2 ώρες (3-5) αυτό-υποβάλλεται σε μια διαδικασία «ιδεολογικής αποφόρτισης». Παρακολουθούμε αυτά τα παραληρήματα στοχασμών και συλλογισμών (μόνο το ΝΑΙ υπάρχει/εν αρχή εμφανίστηκε ο Θεός και το θεϊκό, και όλα τα συμπαρομαρτούντα, κι αυτός είναι ο μοναδικός, θανάσιμος, ο μοναδικός αληθινός, ο μοναδικός ιός που σπρώχνει ολόκληρη την ανθρωπότητα στην ανίατη ασθένεια), ένα είδος εφόρμησης στις έννοιες, και μια μάταιη προσπάθεια να μην σκεφτόμαστε καθόλου περί σκέψης, αλλά να αφεθούμε να παρασυρθούμε μέσα στην ύπαρξη. Μέσα στην καταιγίδα των σκέψεων περιδιαβαίνει στις έννοιες του μοντερνισμού, της επιστήμης, του απείρου και της υπερβατικότητας, τη θεωρία των συνόλων του Κάντορ ενώ καταλήγει στο ότι ο φόβος, ο φόβος προσδιορίζει την ολότητα της ανθρώπινης ύπαρξης/κανένα άλλο πράγμα δεν αποτελεί τόσο μεγάλη όσο ο φόβος/ο φόβος γίνεται η ουσία της ύπαρξης/ο φόβος της διακοπής της ύπαρξης είναι μια δύναμη τόσο μεγάλη που δεν μπορεί να μετρηθεί/αυτός, ο φόβος της μη ύπαρξης εμποδίζει να συμβεί η μη ύπαρξη/το λίκνο του πολιτισμού δεν είναι η Κοιλάδα του Κίτρινου ποταμού ούτε η Αίγυπτος αλλά ο φόβος.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Καθηγητής είναι που έγραψε τον λίβελο στον Ουγγρικό λαό που συνέπεσε με την εξαφάνιση του βαρόνου και τάραξε ακόμα περισσότερο τα νερά της μικρής πόλης. Σύμφωνα με το κείμενο, ο λαός των Ούγγρων είναι σιχαμερός, απαίσιος –οι Ούγγροι είναι άξεστοι, κακοήθεις, δουλοπρεπείς, τεμπέληδες, αδιάφοροι κλπ κλπ., ενώ ακολουθούν συγκεκριμένα ονόματα πολιτών. Η διαφωνία ανάμεσα στον αρχισυντάκτη και την ομάδα του με τον Δήμαρχο και άλλους φορείς για τη δημοσίευσή του διχάζει τους πολίτες και δίνει πάλι σπαρταριστές σελίδες ενώ η αποσύνθεση, η διάλυση όλων των δομών.

Όπως γράφει ο ΚωστήςΚαλογρούλης, «το πρώτο που παρατηρεί κανείς είναι ότι το μυθιστόρημα έχει εντονότερες πολιτικές νύξεις από τα προηγούμενα του συγγραφέα. Η καυστική κριτική προς το απολυταρχικό και υστερικά ξενοφοβικό καθεστώς του Όρμπαν είναι μεν έμμεση αλλά σαφής, κάτι που φαίνεται από τη διαρκή ξενοφοβική ρητορική και την παθολογική φοβία προς τους μετανάστες που χαρακτηρίζει τους κατοίκους της πόλης, καθώς και από την άνοδο ακραίων φασιστικών συμπεριφορών, που όμως δεν κρύβουν την κωμική δουλικότητα που όλοι επιδεικνύουν όταν μυρίζονται χρήμα. Ο Κρασναχορκάι δείχνει πιο βάναυσα επικριτικός από ποτέ για τη χώρα του, κάτι που τον οδηγεί στο να επιστρατεύει ένα έντονα δηκτικό και σαρκαστικό χιούμορ. Το χιούμορ και η ειρωνεία ανέκαθεν υπήρχαν στο έργο του, αλλά υποσκελίζονταν από τη μελαγχολία και το παράλογο. Στην προκειμένη περίπτωση φαίνεται πως ο Ούγγρος συγγραφέας επιλέγει να δώσει τη θέση του οδηγού στη σάτιρα.

Απλώς δεν έμεινε κανείς για ν’ αφηγηθεί τι συνέβη

Η φράση «κάτι συμβαίνει» επαναλαμβάνεται πολλές φορές στις τελευταίες αυτές σελίδες: ο Διοικητής της Αστυνομίας νιώθει ότι κάτι συμβαίνει, για το οποίο εκείνος δεν έχει την παραμικρή ιδέα. Και αρκετά παρακάτω, ενίσχυσε τις περιπολίες σ’ ολόκληρη την έκταση της πόλης, όχι όμως επειδή είχε συμβεί κάτι, αλλά επειδή δεν είχε συμβεί τίποτε. Αλλά και η αρχιγραμματέας του δήμαρχου, νιώθει ότι πάντα συμβαίνει κάτι.

Το φιάσκο της υποδοχής του βαρόνου και το απροσδόκητο τέλος του, ήταν η αφορμή να απαρνηθούν όλοι οι εμπλεκόμενοι την ύπαρξη του συμβάντος. Ο δήμαρχος παίρνει πίσω τον λόγο του λέγοντας ότι δεν υπήρξε ποτέ, πολλοί προσπαθούν να εξαφανίσουν τα τεκμήρια, οι αναγνώστες επιστρέφουν τα βιβλία στη βιβλιοθήκη, και μια σειρά από τραγελαφικά επεισόδια συμβαίνουν για να πειστούν όλοι ότι τίποτε δεν είχε συμβεί. Όμως ο χρόνος αποδεικνύεται αμείλικτος. Η υπόθεση του βαρόνου, αλλά και ο  εμπρησμός στα Βάτα, η κυριαρχία του φόβου, το εμπρηστικό κείμενο είναι κόμβοι γύρω από τους οποίους ξεκινά σα γαϊτανάκι η ολοκληρωτική αποδόμηση –εφιαλτική, αναίτια, γκροτέσκα.

Η δύναμη της διάλυσης γίνεται χιονοστιβάδα: αρχικά εξαφανίζονται τα ΜΜΜ, δεν κυκλοφορούν διαβάτες στο δρόμο, έχουν εξαφανιστεί ακόμα κι οι Τσιγγάνοι, οι άστεγοι, τα ορφανά. Καταστρέφονται προτομές, βρίσκονται σφαγμένα ζώα, βιάζονται γυναίκες, κάποιοι βρίσκονται νεκροί, οι γιατροί έχουν εξαφανιστεί. Η αποσύνθεση οδηγεί στην πλήρη κατερείπωση με αποκορύφωμα την έλευση των βυτιοφόρων, όλη η πόλη γέμισε απ’ αυτά τα απίστευτα γιγαντιαία βυτία καυσίμων, κι ήταν σαν να είχαν βρεθεί εκεί κατά λάθος, σαν να ήθελαν να πάνε εντελώς αλλού/άσκοπα ηλίθια και τρομαχτικά.

Το «παραμύθι τρόμου» συνεχίζεται, καθώς την εφιαλτική σκηνή με τους τεράστιους φρύνους που κατέλαβαν κάθε γωνιά ακολουθεί καθολική πυρκαγιά, μια πύρινη επέλαση, οδηγώντας στον πλήρη εκμηδενισμό  τη μικρή αυτή πόλη, κι αυτή η πόλη δεν είχε πλέον ούτε κατοίκους, διότι μ’ αυτήν την επέλαση τούτη η πόλη κατήγγειλε την ύπαρξή της.

Και το μόνο που θα μπορούσε να πει κανείς,

απλώς δεν έμεινε κανένας για να αφηγηθεί τι συνέβη.

Χριστίνα Παπαγγελή

Σάββατο, Ιανουαρίου 09, 2021

Ο κύριος Γουάιλντερ κι εγώ, Τζόναθαν Κόου

Ο κύριος Γουάιλντερ είναι ο γνωστός σκηνοθέτης Μπίλι Γουάιλντερ[1] ("Μερικοί το προτιμούν καυτό", "Γλυκιά μου Σαμπρίνα", "Η τροτέζα" κ.α.) και η αφηγήτρια (το «εγώ») είναι η Καλλιστώ, μια μεσήλικη γυναίκα  μισοελληνικής καταγωγής (πατέρας ελληνο-σλοβένος, μητέρα αγγλίδα) που αφηγείται τη συνάντησή της με τον σκηνοθέτη στην Αμερική το 1978, όταν με επεισοδιακό τρόπο τον γνώρισε και τελικά διείσδυσε ως  μεταφράστρια ελληνικών στα γυρίσματα της ταινίας του «Φαιδώρα»[2], και στη συνέχεια τον ακολούθησε ως σύμβουλος στην κινηματογραφική ομάδα. 

Ο ιστορικός χρόνος, το «σήμερα», είναι χρόνια μετά (2020), όπου η εξηντάχρονη Καλλιστώ ζει στο Λονδίνο, είναι παντρεμένη μητέρα δύο κοριτσιών και στην αφήγησή της κάνει αλλεπάλληλα φλας μπακ, είτε επτά χρόνια πίσω, στην εποχή που οι κόρες της βρίσκονται στο δύσκολο σταυροδρόμι των σπουδών/σχέσεων με αγόρια κλπ, είτε στην εποχή που αντίστοιχα εκείνη, στην ηλικία των αναζητήσεων αποφάσισε να κάνει ένα τυχοδιωκτικό ταξίδι το 1978 τελείως μοναχή της, όντας μόλις 19 χρονών. Σε κείνο το ταξίδι είναι, που με απίστευτα τυχαίο  τρόπο γνώρισε τον δημοφιλή χολιγουντιανό σκηνοθέτη (χωρίς να έχει ιδέα ότι δεν ήταν απλώς διάσημος αλλά πασίγνωστος, θρυλικός για την ακρίβεια), που της χάρισε όχι μόνο σημαντικές εμπειρίες από το πλατώ του κινηματογράφου, αλλά απίθανες στιγμές και εξαιρετικές γνωριμίες με αξιόλογους ανθρώπους που τους γνωρίζει εκ των έσω (Μάρθα Κέλλερ, Γουίλλιαμ Χόλντεν, Χένρι Φόντα, Αλ Πατσίνο). Γιατί ο αυθορμητισμός και το νεαρόν της ηλικίας της 19χρονης Καλλιστώς προσελκύουν τον μεσήλικα πια Γουάιλντερ και κυρίως τον περίφημο συνεργάτη του και συν-σεναριογράφο του σε πολλές ταινίες, τον εσωστρεφή  Ιζ Ντάιαμοντ[3], που αναπτύσσει μια  ιδιαίτερα εσωτερική σχέση με την Καλλιστώ.

Βρισκόμαστε στη δεκαετία του ’70, και στην Ελλάδα οι γνώσεις αλλά και η σχετική βιβλιογραφία γύρω από την  κινηματογραφική τέχνη είναι στα σπάργανα. Η Καλλιστώ, που ήδη πειραματίζεται με τη μουσική σύνθεση,  γοητεύεται αλλά είναι αδαής στα κινηματογραφικά. Έτσι, βλέπουμε με ενδιαφέρον να βουτάει στα βαθιά, να μπαίνει με φόρα στον κόσμο του κινηματογράφου με την παρθένα ματιά της νιότης, να βλέπει ταινίες, να ψάχνει σε βιβλία, μια ενεργητική ύπαρξη με πάθος και όρεξη. Η Καλλιστώ άλλωστε γράφει μουσική, κι έτσι προσελκύεται ιδιαίτερα απ’ τον περίφημο Μίκλος Ρόζα (έπαιξαν τη μουσική σας για τον κινηματογράφο ή τη σοβαρή;/δεν θεωρείτε σοβαρή τη μουσική για τον κινηματογράφο;), του οποίου ηχογραφεί όλες τις μουσικές επενδύσεις σε ταινίες του Γουάιλντερ (είμαι πια πολύ εξοικειωμένη με την τρυφερότητα και τον λυρισμό που τον χαρακτήριζε).

Δεν μπορώ να κρίνω ούτε να ερευνήσω τα μυθοπλαστικά στοιχεία που χρησιμοποίησε ο συγγραφέας, πού δηλαδή τελειώνει η πραγματικότητα  και πού αρχίζει η φαντασία. Σίγουρα η ταινία Φαιδώρα παίχτηκε ακριβώς με το καστ που αναφέρεται στο μυθιστόρημα, και σίγουρα η νεαρή μεταφράστρια στην Κέρκυρα ήταν προϊόν φαντασίας. Η ταινία δεν είχε την ίδια τύχη με τις προηγούμενες, ούτε καν υπάρχει τώρα στο διαδίκτυο, παίχτηκε ελάχιστα και ήταν «Η πιο περίεργη ταινία που παίχτηκε ποτέ στην Κέρκυρα», μετά το μεσουράνημα του σκηνοθέτη, εφόσον δεν ήταν μόνο το χιούμορ και το ύφος του Μπίλι Γουάιλντερ κάπως πια ξεπερασμένο, αλλά και η εποχή που ο απαστράπτων ρομαντισμός του μεσοπολεμικού Χόλλυγουντ έδινε τα σκήπτρα σε άλλου είδους ταινίες, όπως του Σπίλπεργκ . Άλλωστε κι ο ίδιος ο σκηνοθέτης, όπως ομολογεί μέσα στο βιβλίο, ήθελε να δείξει ακριβώς αυτό με την ηρωίδα του την Φαιδώρα: μια ξεπεσμένη μεγάλη ηθοποιό που καταφεύγει στην Κέρκυρα σε απομόνωση, αναζητώντας τη χαμένη ομορφιά και λάμψη του Χόλλυγουντ.

Ο εβδομηντάχρονος πλέον Μπίλι Γουάιλντερ βιώνει μια ανάλογη δοκιμασία την εποχή που περιγράφεται στο βιβλίο: τη δοκιμασία του αστέρα που έχει περάσει πια η λάμψη του. Νομίζω αυτό το υπαρξιακό μεταίχμιο ήθελε να αποδώσει μυθιστορηματικά ο Τζόναθαν Κόου, όπως άλλωστε φαίνεται κι απ την συνέντευξή του, την «αποτυχία» μιας κορυφαίας καταξιωμένης ιδιοφυΐας αλλά και κάτι ακόμα:

Ο Μπίλι Γουάιλντερ, παρόλο που αποδίδει πολύ χαρακτηριστικά το αμερικάνικο πνεύμα στις  ταινίες του, ο ίδιος δεν ήταν Αμερικανός. Ήταν Αυστροεβραίος, κι έφυγε από τη Γερμανία με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, ενώ κυνηγήθηκε η οικογένειά του λόγω εβραϊκής καταγωγής. Τον καίει η «κοινοτοπία του κακού» που τη βίωσε  στο πετσί του, όταν επιστρέφοντας στην μεταπολεμική Γερμανία διαπίστωσε ότι οι ντόπιοι Γερμανοί απαρνούνταν τις θηριωδίες και την συλλογική ευθύνη. Έτσι, καθώς το άστρο του που μεσουρανούσε επί δεκαετίες άρχισε να γέρνει  προς τη δύση, η φράση-κλειδί στο πίσω μέρος του μυαλού του, όταν έφτιαχνε τη «Φαιδώρα» με χρηματοδότητση της γερμανικής κυβέρνησης (γιατί  οι ΗΠΑ δεν ενέκριναν το σενάριο), ήταν: «Αν γίνει τεράστια επιτυχία, παίρνω εκδίκηση απ’ το Χόλιγουντ. Αν είναι παταγώδης αποτυχία, παίρνω εκδίκηση για το Αουσβιτς». Γιατί, όπως λέει κι ο ίδιος ο συγγραφέας Κόου στη  συνέντευξή του στην Εφ. Συντ., όταν η ταινία του σκηνοθέτη απορρίφθηκε στην Αμερική, «αναγκάστηκε να επιστρέψει στα πάτρια εδάφη κι όχι απλώς στην Ευρώπη αλλά στη Γερμανία (όπου η ταινία του βρήκε χρηματοδότες) – μια χώρα την οποία αγαπούσε και ταυτόχρονα μισούσε. Την αγαπούσε επειδή τον είχε αναθρέψει και τη μισούσε επειδή είχε ενστερνιστεί μια ιδεολογία που είχε οδηγήσει στους θανάτους της μητέρας του και άλλων μελών της οικογένειάς του»

Στη μαγεμένη Καλλιστώ αποκαλύπτεται σιγά σιγά αυτή η κρυφή πτυχή του σκηνοθέτη (έτρεφε μια βαθιά, προσωπική, άσβεστη απογοήτευση), κυρίως στην εκπληκτική σκηνή στο Μόναχο (όπου συνεχίστηκαν τα γυρίσματα της «Φαιδώρας»), και συγκεκριμένα στην τραπεζαρία του υπερπολυτελούς ξενοδοχείου όπου βλέπουμε αρχικά τη σύγκρουση του Αλ Πατσίνο με το Γουάιλντερ, με αφορμή το τσίζμπεργκερ που παρήγγειλε ο Πατσίνο αλλά ουσιαστικά με θέμα  τις διαφορές  του αμερικανικού και  του ευρωπαϊκού πνεύματος. Η ειρωνεία που φτάνει στην αγένεια και το καυστικό χιούμορ  του Γουάιλντερ προς τον Πατσίνο κορυφώνονται, μέσα όμως στον χλευασμό («δούλεμα» θα το λέγαμε) κρύβεται τρυφερότητα και σεβασμός στον άλλον. Όταν όμως κάποιος απ’ τους Γερμανούς χρηματοδότες στην παρέα αμφισβήτησε τη συλλογική ευθύνη των ναζιστικών εγκλημάτων (μπορεί να μην αντιλαμβάνεστε σε αυτόν τον βαθμό επειδή ζείτε εδώ, αλλά όταν έρχεσαι σε μια πόλη όπως το Μόναχο από το εξωτερικό βλέπεις τους ηλικιωμένους, ξέρετε, και σκέφτεσαι, εντάξει, εσύ τι έκανες το 1942, το 1943, όταν εξελίσσονταν όλα αυτά τα πράγματα, όλα αυτά τα φριχτά πράγματα;), ο Μπίλι ξεκίνησε μια ιστορία προκειμένου να «πείσει» τον ουδέτερο νεαρό, που παρεμβάλλεται εν είδει σεναρίου, κι όπου πρωταγωνιστής και αφηγητής είναι ο ίδιος.

Πρόκειται για έναν πρωτότυπο τρόπο να συμπεριληφθεί ένα σύντομο βιογραφικό του Μπίλι Γουάιλντερ∙ μια επιστροφή στα χρόνια μετά το 1933, στο Βερολίνο την εποχή της ανάληψης της εξουσίας από τον Χίτλερ, του Ράιχσταγκ, και της αυτοεξορίας του: Ελβετία, Παρίσι, Λονδίνο, Αμερική όπου έμεινε 11 χρόνια και διακρίθηκε ως σκηνοθέτης για να επιστρέψει στην Ευρώπη μεταπολεμικά. Στο Χόλιγουντ ο πόλεμος ήταν κάτι μακρινό, και δεν μετάνιωσε που έφυγε πολύ πριν ξεσπάσει… Όμως τι απέγινε η οικογένειά μου;  Τα τελευταία χρόνια, αυτό το ερώτημα με κρατούσε ξύπνιο τα βράδια –ή, αν κατάφερνα να κοιμηθώ, μου προκαλούσε εφιάλτες.

Η εγκιβωτισμένη αφήγηση του Μπίλι Γουάιλντερ (πάντα με τη μορφή σεναρίου) έχει ως πυρήνα τη βιωματική του εμπλοκή με τη γνωστή ταινία μικρού μήκους που γύρισε «Death mills»[5], ένα σύντομο ντοκιμαντέρ με σκηνές από τις πρώτες μπομπίνες που κυκλοφόρησαν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, που τις είδε πρώτος ο Γουάιλντερ, επιλεγμένος γι αυτήν  τη δουλειά ως γερμανόφωνος και ειδικός του κινηματογράφου. Στην ερώτηση του  -γνωστού Ούγγρου σκηνοθέτη- Έμερικ Πρεσμπέργκερ γιατί υποβάλλει τον εαυτό του σ’ αυτήν την τόσο ψυχοφθόρα διαδικασία, δίνει την εκπληκτική απάντηση : «Ψάχνω τη μητέρα μου». Και η ερώτηση που επιφυλάσσει στον νεαρό Γερμανό που αμφισβητεί τις θηριωδίες είναι: «Αν το ολοκαύτωμα είναι ψέμα, πού είναι η μητέρα μου;».

Όμως πρωταγωνιστής δεν είναι μόνο ο σκηνοθέτης, είναι και η Καλλιστώ, της οποίας παρακολουθούμε την ενδιαφέρουσα πορεία στον μαγικό κόσμο του έρωτα και της τέχνης. Στο τέλος του βιβλίου μάλιστα, ο συγγραφέας μάς χαρίζει μια ιδιαίτερη συνάντηση με τον σκηνοθέτη, όπου ξεδιπλώνουν τις σκέψεις  τους για την τέχνη και την έμπνευση (δεν χρειάζεται να πας σινεμά για να μάθεις ότιη ζωή είναι άσχημη.  Πηγαίνεις επειδή εκείνες οι δυο ώρες θα δώσουν στη ζωή σου μια μικρή σπίθα), πίνοντας γαλλικό κρασί, τρώγοντας μπρί (!), και συμφωνώντας στο ότι

…όσο δύσκολα κι αν είναι αυτά που σου συμβαίνουν, η ζωή δεν θα πάψει ποτέ να έχει κρυμμένες χαρές να σου προσφέρει.
Χριστίνα Παπαγγελή

[1] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CF%80%CE%AF%CE%BB%CE%B9_%CE%93%CE%BF%CF%85%CE%AC%CE%B9%CE%BB%CE%BD%CF%84%CE%B5%CF%81

[2] https://en.wikipedia.org/wiki/Fedora_(1978_film), https://www.athinorama.gr/cinema/movie/fedora-1000355.html, http://www.corfuland.gr/el/politistika/afieroma/fedora-h-pio-periergi-tainia-poy-gyristike-pote-stin-kerkyra.html

Δευτέρα, Ιανουαρίου 04, 2021

Εκεί που τραγουδάνε οι καραβίδες, Ντέλια Όουενς

 Στη φύση, πέρα εκεί έξω, πέρα στα βάθη, -εκεί που τραγουδάνε οι καραβίδες- οι φαινομενικά άσπλαχνες συμπεριφορές, συμπεριφορές που τώρα μας φαίνονται σκληρές, ήταν εκείνες που εξασφάλισαν την επιβίωση των πρώτων ανθρώπων στον όποιον βάλτο βρίσκονταν τότε.  

Πολύ συναρπαστικό το πρώτο μυθιστόρημα της ζωολόγου και συγγραφέα επιστημονικών συγγραμμάτων Ντέλια Όουενς, που ενώ κυλάει αβίαστα και θα έλεγε κανείς ότι είναι «εύπεπτο», κινείται σε πολλά επίπεδα απόλαυσης  αλλά και προβληματισμού. Είναι από τα λίγα βιβλία που δεν μπορούσα να αφήσω απ΄τα χέρια μου εφόσον στο δεύτερο μέρος η αστυνομική πλοκή παράλληλα με το ψυχογραφικό ενδιαφέρον -που, παρόλη την ιδιαιτερότητα της ηρωίδας, παραμένει αμείωτο-, καθηλώνουν τον αναγνώστη και  επιτείνουν την αγωνία.

Βρισκόμαστε στο Μπάρκλι Κόουβ, ένα παραθαλάσσιο ψαροχώρι στη Βόρεια Καρολίνα, στον «Βάλτο», μια ελώδη και δυσπρόσιτη περιοχή, απομονωμένη από τον κυρίως οικισμό, όπου ζει η «Πιτσιρίκα του Βάλτου», η Κάια. Την παρακολουθούμε από εξάχρονο κοριτσάκι καθώς εγκαταλείπουν το σπίτι πρώτη η μητέρα της, μετά οι δυο αδερφές, και στη συνέχεια ο πιο κοντινός στην ηλικία της αδερφός, ο Τζούντι (μπορεί να ήταν μικρή, αλλά χαζή δεν ήταν. Ήξερε πως ο λόγος που έφευγαν όλοι ήταν ο Μπαμπάς. Εκείνο που δεν καταλάβαινε ήταν γιατί κανείς δεν την έπαιρνε μαζί του). Όλοι απηυδισμένοι από τον μέθυσο πατέρα, ο οποίος παραμένει, αφού έφυγαν οι άλλοι, παρών-απών στη ζωή της μικρής, με σύντομες εκλάμψεις καλοσύνης και πατρικού ενδιαφέροντος. Έτσι, η Κάια προβαίνει σ’ έναν πολύ σκληρό αγώνα επιβίωσης όπου εκτός από τις δυσκολίες της ηλικίας έχει ν’ αντιμετωπίσει και τις δυσκολίες να ζει ένας άνθρωπος σχεδόν μόνος του (ο πατέρας πολλές φορές την αφήνει για μέρες μόνη, και την εγκαταλείπει οριστικά όταν η Κάια είναι 10 χρονών) σε μια παρθένα φύση, με απρόβλεπτους κινδύνους και  πολλές στερήσεις (μπορεί να ήταν τόπος χωρίς έλεος, αλλά όχι και χωρίς ζωή. Πλάσματα επί πλασμάτων –καβούρια της άμμου, καραβίδες της λάσπης, υδρόβια πουλιά, ψάρια, γαρίδες, οστρακοειδή, παχουλά ελάφια και στρουμπουλές χήνες- συνωστίζονταν στη γη και στο νερό. Όποιος δεν είχε πρόβλημα να σκαλίζει τη λάσπη με τα χέρια για να βρει το φαγητό του, δεν θα πεινούσε ποτέ).

Σαν ένας μικρός Ροβινσώνας Κρούσος, η ηρωίδα επινοεί τρόπους να λύσει τα βιοτικά προβλήματα, έχει χαλαρές επαφές με τους κατοίκους του χωριού ενώ για πολλά χρόνια ελπίζει να διακρίνει τη φιγούρα της μητέρας να διασχίζει το μονοπάτι του γυρισμού. Όσο κι αν τα ξεσπάσματα του πατέρα της είναι αιφνίδια και τρομακτικά, μαθαίνει να συμβιώνει γιατί τον έχει ανάγκη (έμαθε από τα μικρά ψαράκια πώς να συμβιώνει μαζί του. Μένεις σε απόσταση, φροντίζεις να μη σε βλέπει, φεύγεις γρήγορα από τα σκοτεινά σημεία και τρέχεις στα πιο σκοτεινά).

Η συγγραφική επιδεξιότητα της Όουενς και προφανώς οι γνώσεις της ως ζωολόγου, μάς  δείχνουν τα μυστικά, τις ομορφιές και τις παγίδες του Βάλτου, ταυτιζόμαστε με την ηρωίδα ενώ μας έχει ήδη βάλει απ’ την αρχή τα θεμέλια για το αστυνομικό μυστήριο: ακολουθώντας τη μέθοδο του φλας μπακ (κάθε κεφάλαιο υποτιτλοφορείται με τη διαφορετική χρονολογία, κι έτσι έχουμε μια παλινδρόμηση ανάμεσα στο1952 -όταν η Κάια είναι 6 χρονιών- και 1967, 1968, 1969), τον Αύγουστο του 1969, ο λίγο μεγαλύτερος της Κάια,  Τσέις Άντριους, ένας από τους πιο διακεκριμένους και όμορφους νεαρούς του χωριού, έχει βρεθεί νεκρός με μυστηριώδη τρόπο. Ο θάνατος είναι ανεξήγητος και δεν υπάρχουν καθόλου ίχνη (και τα αρνητικά δεδομένα είναι δεδομένα).  

Η Κάια προσπερνά με σχετική ευκολία το εμπόδιο του σχολείου (είναι πια επτά χρονών και την αναζητούν από τη σχολική επιθεώρηση), όπου δεν θέλει να ξαναπατήσει το πόδι της μετά την πρώτη μαρτυρική της μέρα στη δευτέρα δημοτικού (βέβαια, θα ήθελε πολύ να διαβάζει, και κυρίως να μετράει εφόσον δεν ξέρει "τι είναι μετά το εικοσιεννέα"). Μαθαίνει να ψαρεύει και να οδηγεί το βαρκάκι με τον απρόβλεπτο πατέρα που παρουσιάζει  κάποιες αναλαμπές νηφαλιότητας και καλοσύνης, μέχρι όμως τα δέκα της χρόνια, οπότε μένει τελείως μόνη. Ο  γαλάζιος φάκελος που περιείχε το αδιάβαστο γράμμα της μητέρας έγινε στάχτη από τον έξαλλο πατέρα και ήταν η αφορμή της οριστικής του φυγής. Χωρίς καθόλου χρήματα πια, οι δυνατότητες της Κάιας λιγοστεύουν αλλά προσαρμόζεται σ’ έναν τρόπο ζωής (που εμείς οι αναγνώστες παρακολουθούμε στενά) όπου ο βάλτος έγινε η μάνα της. Ο κόσμος της είναι οι γλάροι, οι γαλοπούλες, τα κολιμπρί, οι ελαφίνες, κάθε μικρό και μεγάλο ζώο του βάλτου, των οποίων μαθαίνει τα μυστικά. Στην αρχή εξοικονομεί κάποια απαραίτητα χρήματα πουλώντας μύδια, με χίλιες δυσκολίες, στη συνέχεια καπνιστά ψάρια που τα ανταλλάσσει και με ρούχα. Σπέρνει σπόρους, ζωγραφίζει και σιγά σιγά συνθέτει μια εξαιρετική, σπάνια συλλογή. Είναι η «Πιτσιρίκα του Βάλτου», όλοι την ξέρουν και ή την κοροϊδεύουν, ή την τρομοκρατούν (τα συνομήλικά της αγόρια) από μακριά ή αδιαφορούν. Έτσι, σε πολλές φάσεις κρύβεται  στα βάθη του δάσους/εκεί που τραγουδάνε οι καραβίδες/εκεί που τα πλάσματα είναι ακόμα άγρια.

Παρακολουθούμε λοιπόν μια ιδιότυπη ενηλικίωση, όπου οι επαφές με άλλους ανθρώπους είναι ελάχιστες: ο Σάλτας από το Χωριό των Εγχρώμων που έχει το πρατήριο ανεφοδιασμού των πλεούμενων και η γυναίκα του Μέιμπελ την στηρίζουν πιο ουσιαστικά απ’ όλους. Έχει μια ρομαντική ιστορία αρχικά με  τον Τέιτ (μια αίσθηση πληρότητας, που είχε χρόνια να νιώσει. Λες και κάτι ζεστό είχε χυθεί μέα στην καρδιά της), με τον οποίο μοιράζεται το πάθος της για τα σπάνια φτερά πουλιών και για τη συλλογή της. Εκείνος μάλιστα τη μαθαίνει και να διαβάζει (δεν το’ ξερα πως οι λέξεις μπορούν να χωρούν τόσα πράγματα), όμως παρά τις υποσχέσεις του για αιώνια αγάπη, φεύγει για να σπουδάσει.

Η ικανότητα να διαβάζει δίνει στην Κάια τεράστια ώθηση. Δεν είναι τυχαίο που το πρώτο βιβλίο που είχε διαθέσιμο ο Τέιτ για ολοκληρωμένο διάβασμα ήταν «Το αλμανάκ της Αμμώδους Κομητείας». Ο κόσμος των λέξεων που ανοίγεται στην Κάια, καθώς μάλιστα διαβάζει τα βιβλία και τα ποιήματα που βρήκε στο σπίτι της, είναι απέραντος κι ανεξερεύνητος όπως ο κόσμος της φύσης.

Ο δεύτερος νεαρός που θα ενδιαφερθεί για την Κάια χρόνια αργότερα, είναι ο Τσέις Άντριου, το θύμα της δολοφονίας. Είναι πια ώριμη γυναίκα, ξέρει τι θέλει και υπερασπίζεται τον τρόπο ζωής που διάλεξε. Παρακολουθούμε όλα τα στάδια προσέγγισης των δυο νέων, τα σκαμπανεβάσματα του ερωτικού πόθου, τις προσδοκίες και τις απογοητεύσεις, καθώς η Κάια παραχωρεί κομμάτια του εαυτού της, μόνο και μόνο για να είναι μαζί με κάποιον άλλον.

Καθώς προχωρά το βιβλίο και βλέπουμε τις έρευνες της αστυνομίας σχετικά με τον θάνατο του νεαρού,  πολλά  σημάδια ενοχοποιούν την Κάια αλλά και άλλα τόσα την απαλλάσσουν. Μετά τη μέση η υπόθεση γίνεται καθαρά αστυνομική, αν και δεν υστερεί καθόλου από ψυχολογικό και συναισθηματικό ενδιαφέρον. Η ψυχοσύνθεση μιας πολύ μοναδικής προσωπικότητας, που μεγάλωσε σε τελείως μοναδικές συνθήκες δίνεται αριστουργηματικά, και διαπιστώνουμε ότι πολλές εξαιρετικές πλευρές της προσωπικότητάς της προοικονομούνται πολύ σοφά από την συγγραφέα και δεν θα’ πρεπε να μας αιφνιδιάζουν.

Η δίκη είναι συναρπαστική γιατί υπάρχει τέλεια ισορροπία ανάμεσα στον συνήγορο υπεράσπισης και της πολιτικής αγωγής, ενώ παρακολουθούμε με κομμένη την ανάσα την έκβαση. Οι ανατροπές εξακολουθούν μέχρι το τέλος, καθώς η συγγραφέας μάς επιφυλάσσει πολλές εκπλήξεις που καθηλώνουν το ενδιαφέρον.

Ποτέ μην υποτιμάς

την καρδιά

που είναι ικανή για πράξεις

ασύλληπτες για το μυαλό.

Δε νιώθει μόνο η καρδιά∙ υπαγορεύει κιόλας.

Αλλιώς πώς να εξηγήσεις

Το μονοπάτι που/’ χω πάει, και που έεις πάρει και συ

Τον δρόμο τον μακρύ μες απ’ αυτό το πέρασμα;

Χριστίνα Παπαγγελή