Πάντα να προσπαθείς, πάντα να αποτυγχάνεις.
Δεν πειράζει. Ξαναπροσπάθησε.
Ξαναχάσε. Ξαναχάσε καλύτερα.
(Fail better)
Σ. Μπέκετ
Πρόκειται πράγματι για -έντεκα τον αριθμό- ιστορίες/αφηγήσεις,
ανθρώπων με δύσκολα βιώματα, που φτάνουν στην ανάγκη να απευθυνθούν σε
ψυχοθεραπευτή, ή, έστω, κοντεύουν στα πρόθυρα. Κυρίως όμως είναι οι
ίδιες οι ιστορίες τόσο έξυπνα και διεισδυτικά παρουσιασμένες που αποτελούν ψυχογραφήματα,
ενώ ταυτόχρονα ως ψυχογραφήματα αποτελούν σκληρή κριτική στις αβίωτες κοινωνικές συνθήκες που γεννούν τα προβλήματα.
Όλες οι αφηγήσεις χαρακτηρίζονται από πρωτοτυπία, όχι τόσο από την πλοκή, εφόσον συνήθως οι
καταστάσεις είναι οικείες, κλασικές, παρμένες από τον παραλογισμό της σύγχρονης
εποχής, αλλά γιατί είναι έξυπνος και ιδιότυπος ο τρόπος με τον οποίο
παρουσιάζονται. Συνήθως είναι πρωτοπρόσωπες (στις εννιά από τις έντεκα ο
αφηγητής είναι και ο κεντρικός ήρωας), και συνήθως απευθύνονται σε β΄ενικό σε
κάποιον νοερό ακροατή (καθηγητή, ψυχολόγο, γονιό, κ.α.). Έχουν
δηλαδή καθαρά εξομολογητικό χαρακτήρα, κι έτσι εκφράζουν μια προσωπική
κατάσταση, μια ξεχωριστή οπτική γωνία και τέλος-τέλος, μιαν Αλήθεια που
υπερβαίνει την πεζή, καθημερινή πραγματικότητα.
Ακραίο παράδειγμα η αφήγηση ενός… νεκρού, και η αφήγηση κάποιου που πάσχει από Alzheimer.
Μέσα από τα τραύματα αναδεικνύονται ως θέματα οι δύσκολες σχέσεις με γονείς (πολύ αυστηρός και αυταρχικός πατέρας, απαξίωση του παιδιού που έρχεται πάντα δεύτερος μετά τον πρωτότοκο, μικροαστικός καθωσπρεπισμός/τυπικότητα), η αρρωστοφοβία που φτάνει κι ως την αυθυποβολή (που πάλι τα αίτιά της ανάγονται στην παιδική ηλικία), η χρόνια αρρώστια, η άνοια, η κατάθλιψη, η αποτυχία, ο θάνατος, η μοναξιά, ο χωρισμός. Και φυσικά όλ’ αυτά συμπλέκονται πολλές φορές, καθώς ξετυλίγονται τα βαθύτερα αίτια και οι συνέπειες τραυματικών καταστάσεων, που γυρεύουν τη λύτρωση.
Κάποιοι απ’ τους ήρωες καταφέρνουν και βρίσκουν το δρόμο τους μέσα από τις ζοφερές καταστάσεις, κάνουν την «επανάστασή» τους, είτε αντλώντας μόνοι τους τη δύναμη, είτε με τη βοήθεια του ψυχοθεραπευτή. Το πιο τρανταχτό παράδειγμα, η φοιτήτρια της Νομικής που έζησε πολύ ζόρικη παιδική ηλικία, γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο αλλά η καρδιά της χτυπούσε για το θέατρο: ήταν σαν να μην είχα προσωπικότητα. Δεν μπορούσα να με βρω, δεν ήξερα ποια ήμουν, δεν είχα ταυτότητα. Και μετά την «εσωτερική της επανάσταση», που την παρακολουθούμε βήμα-βήμα: Ήμουν χαρούμενη και χαμογελαστή. Μίλαγα ψιθυριστά γιατί ένιωθα πως αυτή ήταν δικιά μου, η πιο δικιά μου ιδέα, το πιο δικό μου δικαίωμα/είμαι πιο ευτυχισμένη από ποτέ, αν έχω υπάρξει ποτέ ξανά ευτυχισμένη δηλαδή.
Μα και το «καλό κορίτσι» που
πάσχει από αρρωστοφοβία, μια ψυχολογική πάθηση από την οποία πάσχει η μάνα της
(τέσσερις φορές μέσα στο διήγημα οι υποενότητες αρχίζουν από τη φράση «Η μαμά έχει αρρωστοφοβία. Εγώ έχω
αρρωστοφοβία»), αφού περνά από διάφορα στάδια αυτοεγκατάλειψης, παραίτησης κλπ,
με τη βοήθεια ψυχολόγου αυτή τη φορά μπορούσε να βλέπει τη μάνα της «με τα μάτια του πατέρα της, ενός ανθρώπου
που αντιλαμβανόταν την παράνοιά της, αλλά την αγαπούσε τόσο πολύ, που δεν ήθελε
να την αφήσει). Σπαραχτική είναι και η διαπίστωση ότι δεν μπορεί να
βοηθήσει τη μάνα της, όπως έκανε κι ο ψυχολόγος μαζί της, γιατί, όπως
εξομολογείται: κατάλαβα σιγά σιγά πως κανένας δεν μπορεί να σώσει κανέναν, αν ο
πνιγμένος δεν ζητήσει βοήθεια για να σωθεί.
Δεν επέρχεται βέβαια πάντα η «θεραπεία», παρά ίσως κάποια λύτρωση με παράδοξο τρόπο, όπως του φαντάρου που στέλνει εξομολογητική επιστολή στους γονείς του, όπου τους γράφει όσα ποτέ δεν τους είπε, και εξηγεί την τελική του απόφαση. Εξίσου οδυνηρή είναι και η αφήγηση του ήρωα στο διήγημα «Αποφάσεις», ενός ηλικιωμένου που προβαίνει σε μια πολύ δύσκολη απόφαση με πολύ ακριβό τίμημα, προκειμένου να αντιμετωπίσει το πρόβλημα χρόνιας πάθησης του εγγονού του.
Η χρόνια πάθηση φαίνεται ότι
απασχολεί ιδιαίτερα την συγγραφέα, η οποία αφιερώνει τρία διηγήματα. Στο «Μονόλογος», ο ήρωας/αφηγητής ξεδιπλώνει όλη του την εμπειρία, τα στάδια αυτού που πάσχει
από Alzheimer, συμπεριλαμβανομένων και των ασκήσεων στις οποίες τον
υποβάλλει η νευροψυχολόγος, ενώ από τις πιο ωραίες σελίδες του βιβλίου είναι το
παραλήρημα του τέλους όπου, απαντώντας σε ερωτήματα της ψυχολόγου, συμπυκνώνεται όλη του η ζωή. Στο διήγημα «Δελφίνια»,
ο ήρωας από μια περίεργη μάλλον ψυχασθένεια, χάνει σιγά σιγά τις δυνάμεις του, ώσπου δεν υπάρχει επιστροφή. Ωστόσο,
κι εδώ βρίσκεται η πρωτοτυπία, η συγγραφέας βάζει σε λέξεις αυτό που ίσως αισθάνεται
ένας άνθρωπος νέος, που βλέπει να συρρικνώνεται μέρα τη μέρα. Μας μεταφέρει την
εμπειρία να πεθαίνεις και να φεύγεις οριστικά από τους αγαπημένους σου (διαπίστωσαν τον θάνατό μου που είχε συμβεί
ακριβώς τη στιγμή που η μαμά ξύπνησε και ρώτησε αν όλα ήταν καλά. Δεν θέλω να
ξέρω πόσο κλάψανε, θέλω να τις θυμάμαι
να γελάνε, να γελάνε και να σχεδιάζουν ταξίδια, να γελάνε και να ερωτεύονται,
να γελάνε και να ζουν).
Ιδιαίτερη οπτική γωνία σε σχέση με τον θάνατο έχει και το διήγημα «Μέθοδος αναπόλησης», όπου ο άντρας αφηγητής βλέπει με παθητικότητα την αδερφή του, που με πρακτικότητα και λογική αδειάζει το σπίτι του νεκρού τους πατέρα, και τακτοποιεί τις γραφειοκρατικές διαδικασίες, ενώ εμείς αντιστικτικά βλέπουμε το συναισθηματικό ξεχείλισμα του αφηγητή προς τον πατέρα. Ακόμα απ’ το γηροκομείο όπου ήταν κλεισμένος τα τελευταία χρόνια από άνοια η ενσυναίσθηση φέρνει κοντά γιο και πατέρα(άλλωστε η αξιοπρέπεια δεν χάνεται επειδή ξεχνάς. Δεν εδρεύει σε κάποιο σημείο του εγκεφάλου για να εκφυλιστεί), για να κορυφωθεί στη σχέση με το αγαπημένο ρολόι που φορούσε ο πατέρας στο δεξιό του χέρι.
Αιφνιδιάζει «Η μοναξιά του
απέναντι», γιατί ο αφηγητής, όπως αποκαλύπτεται σιγά σιγά είναι ο ίδιος ο
ψυχολόγος, που απευθυνόμενος σε κάποια Τατιάνα, αποκαλύπτει την ευάλωτη,
ευαίσθητη, αδύναμη πλευρά του. Τέλος, εξαιρετικά πρωτότυπη βρήκα την ιστορία «Πόρτες»,
όπου ο ηλικιωμένος καθηγητής παίζει
τάβλι με τον νεαρό του μαθητή που ζητά την συστατική του επιστολή. Εδώ κάθε ζαριά ανοίγει τόσες πιθανότητες όσες
επιλογές έχει κανείς και στη ζωή του. Ο μονόλογος του καθηγητή είναι μια
διαρκής αντιπαραβολή με τα σταυροδρόμια που ανοίγονται στην πορεία του καθένα
και τον τρόπο με τον οποίο παίρνει τις αποφάσεις του, για να καταλήξει μέσα από
την τύχη που φέρνουν τα ζάρια στην πιο σοφή ίσως συμβουλή που έδωσε στον μαθητή
του:
Οι πολλές επιλογές στη ζωή είναι για να μας δίνουν ευκαιρίες, όχι για να μας τις στερούν. Και τα πολλά πτυχία και οι γνώσεις είναι για να μας δίνουν ευκαιρίες, όχι για να μας δεσμεύουν. (…) Κανένα χαρτί δεν αξίζει να σου στερήσει τη χαρά. Δεν μάτωσες τόσα χρόνια για να μη μπορείς να είσαι ευτυχισμένος.(…)Και μη στενοχωριέσαι που έχασες μια παρτίδα στο τάβλι. Παιχνίδι είναι. Όπως και η ζωή. Ξαναπροσπάθησε. Ξαναχάσε. Ξαναχάσε καλύτερα.
Χριστίνα Παπαγγελή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου