Δευτέρα, Νοεμβρίου 23, 2020

Το τοτέμ του λύκου, Ζιανγκ Ρονγκ

 Εμείς οι Μογγόλοι είμαστε οικονομικοί επαναστάτες. Όταν πεθαίνουμε,

μας βάζουν σ’ ένα κάρο και μετά πηγαίνουν νότια και

όπου πέσει το κορμί μας, οι λύκοι θα κάνουν το επόμενο τσιμπούσι.

Το «τοτέμ[1] του λύκου» είναι μια παράδοση που χαρακτήριζε τις φυλές των Κουάνγκ-ρονγκ και των Ούννων από τα βάθη των αιώνων και που διατηρήθηκε μέχρι σχεδόν στις μέρες μας, ένα είδος πνευματικής κληρονομιάς που επέτρεψε στους λαούς της Εσωτερικής Μογγολίας (περιοχή που τώρα ανήκει στην Κίνα) να επιβιώσουν ως νομάδες στα απέραντα βοσκοτόπια της. Το τοτέμ του λύκου είναι μια ολόκληρη κουλτούρα επιβίωσης στους λαούς αυτούς (των οποίων απόγονοι είναι Ούννοι και Τούρκοι), που παρακολουθώντας τη ζωή, την εξυπνάδα, τις στρατηγικές αλλά και τις αξίες που διέπουν την αγελαία ζωή των λύκων, μυούνταν στη διατήρηση της ισορροπίας (η παρουσία των λύκων είναι ο οικολογικός δείκτης για την ύπαρξη του βοσκότοπου). Στο βιβλίο αυτό, ο Κινέζος Ζιανγκ Ρονγκ προφανώς βασισμένος στις προσωπικές του εμπειρίες (εργάστηκε εθελοντικά στις στέπες της Εσωτερικής Μογγολίας κατά τη διάρκεια της Πολιτιστικής Επανάστασης, μαθαίνοντας από κοντά τους τρόπους «συμβίωσης» των νομάδων και των λύκων) μεταφέρει με πολύ γλαφυρό τρόπο έναν πολύ διαφορετικό τρόπο όχι μόνο ζωής αλλά (οικο)σοφίας των νομαδικών λαών, ένα διαφορετικό σύστημα αξιών πάνω στο οποίο ενδεχομένως στηρίχτηκε όλη η εξέλιξη του παγκόσμιου πολιτισμού. Έτσι, το βιβλίο έχει άκρως κοινωνικο/ανθρωπολογικό ενδιαφέρον.

Ο κύριος ήρωας είναι ο Κινέζος φοιτητής Τσεν Ζεν, που μαζί με άλλους σπουδαστές (από τους οποίους ξεχωρίζει ο Γιανγκ Κε) στα τέλη του 1960 φτάνουν από το Πεκίνο στην Εσωτερική Μογγολία, στα βοσκοτόπια του Ολόν Μπουλάγκ (ιστορικά αποτελούσε το νότιο πέρασμα ανάμεσα στη Μαντζουρία και στις μογγολικές στέπες και, κατά συνέπεια, πεδίο μάχης ανάμεσα σε πολλού λαούς και νομαδικές φυλές). Είναι μια τεράστια περιοχή που την διεκδικούν οι αγρότες από τους νομάδες και αποτελεί, ιδιαίτερα την εποχή στην οποία διαδραματίζεται η πλοκή, πεδίο σύγκρουσης των δύο διαφορετικών τρόπων διαβίωσης.

Ο Τσαν Ζεν και ο Γιανγκ μαθητεύουν δίπλα στον γερο- Μπίλτζι και την οικογένειά του (Μπίλτζι στην Μογγολική γλώσσα σημαίνει σοφός), τον τελευταίο ίσως από τους νομάδες που έκλεισε τον κύκλο της ζωής του επιβιώνοντας όπως χιλιάδες βοσκοί πριν απ’ αυτόν, λατρεύοντας τον ουράνιο Τένγκερ, και αγαπώντας το ιερό βουνό κι όλον τον βιότοπο. Ο Μπίλτζι κι η οικογένειά του (κυρίως), αλλά και οι εκτροφείς αλόγων, οι γελαδάρηδες, οι βοσκοί προβάτων, από πάππου προς πάππο επιδίδονται σ’ έναν σκληρό αγώνα επιβίωσης, χωρίς όμως να πάψουν να σέβονται, να αγωνιούν και να θαυμάζουν τον λύκο, έχοντας τον ως «πνευματικό οδηγό», μιας και «το τοτέμ του λύκου ήταν η ψυχή του βοσκότοπου, το σύμβολο του ελεύθερου και αδάμαστου πνεύματος των κατοίκων του». Οι λύκοι κι ο «μετρημένος» αγώνας εναντίον των λύκων διατηρεί την οικολογική ισορροπία (αν αφανίσουμε όλους τους λύκους, τα βοσκοτόπια θα χαθούν, και πώς θα επιζήσουν οι άνθρωποι;/όποιος δεν σέβεται τους λύκους δεν είναι αληθινός Μογγόλος), κι αυτό είναι μια βαθιά χωνεμένη σοφία για τους λαούς που έχουν μάθει να συμβιώνουν μ’ ένα από τα πιο ευφυή όντα του πλανήτη. Οι Μογγόλοι θεωρούν ότι οι λύκοι έχουν διαδραματίσει πολύ σπουδαίο ρόλο όχι μόνο στη δική τους ιστορία, αλλά στη ζωή των Κινέζων και άλλων λαών. Σ’ αυτά τα μέρη, ο Μογγόλος προτιμά να πεθάνει από το κρύο παρά να σκεπαστεί με δέρμα λύκου, γιατί έτσι προσβάλλει τους θεούς της Μογγολίας και η ψυχή του δεν θα πάει στον Τένκερ.

Ο Μπίλτζι μαζί με τους μαθητευόμενούς του προσεύχεται στον Τένγκερ, τον ουρανό των Μογγόλων, στον οποίο καταλήγουν όλα τα πλάσματά του (σε τούτον τον τόπο μόνο οι βοσκοί και οι λύκοι καταλαβαίνουν τους κανόνες που θέτει ο Τένγκερ). Ενδεικτικός  του διαφορετικού ήθους, ήταν ο τρόπος ταφής των νεκρών στον τόπο αυτόν: άφηναν το νεκρό σώμα σ’ ένα συγκεκριμένο σημείο στην κορφή του ιερού βουνού και την απέθεταν σε κοινή θέα για να το καταβροχθίσουν οι λύκοι («ουράνια ταφή»): η «ουράνια ταφή» ολοκληρωνόταν όταν οι λύκοι δεν άφηναν τίποτα από το σώμα του νεκρού. Και λεγόταν έτσι επειδή οι λύκοι πετούσαν ως τον Τένγκερ κι έπαιρναν μαζί τους την ψυχή του νεκρού, σαν τους μαγικούς αετούς του Θιβέτ. Η έγνοια των ντόπιων ήταν να φαγωθούν ολόκληροι, για να φτάσει η ψυχή στην απόλυτη λύτρωση.

Μέσα απ’ τα μάτια του Τσεν Ζεν (σε γ΄ όμως ενικό), παρακολουθούμε τη θαυμαστή αυτή κοινωνία κυνηγών, νομάδων και λύκων, όπως και άλλων ζώων είτε εξημερωμένων (άλογα, πρόβατα, γελάδια, σκυλιά) είτε άγριων (γαζέλες, αγριόχηνες, ποντίκια, αρουραίοι, μαρμότες, αλεπούδες, σκίουροι, κουνέλια, κυνόμυες[2]) και τη «συνύπαρξή» τους (που μπορεί να σημαίνει και αλληλοφάγωμα), ώστε να αποτελούν ένα οικοσύστημα σε ισορροπία. Παρακολουθούμε τις στρατηγικές επιβίωσης μέσα σε καιρικές συνθήκες ακραίες (πολλή ζέστη, πολύ κρύο, παγωμένες λίμνες, άνεμοι, χιονοθύελλες κλπ) κατά τις τέσσερις εποχές του χρόνου (εφόσον οι σπουδαστές έμειναν δυο χρόνια εκεί).

Μέσα σ’ αυτά τα δυο χρόνια όμως, λόγω της εξάπλωσης της αγροτικής εκμετάλλευσης, έγιναν όσες αλλαγές δεν είχαν γίνει χιλιάδες χρόνια. Γιατί ουσιαστικά τη εκαετία του ’60 βρισκόμαστε ακριβώς στο μεταίχμιο του αγώνα ανάμεσα στην αγροτική κουλτούρα των Χαν και τον «πολιτισμό των λιβαδιών»: οι νομάδες προστάτευαν τη «μεγάλη ζωή»/η επιβίωση του βοσκότοπου και της φύσης ήταν πιο σημαντική από τις ανθρώπινες ζωές. Από την άλλη, οι καλλιεργητές προστατεύουν τις «μικρές ζωές»: σημαντικό για κείνους είναι οι άνθρωποι. Μα όταν εξολοθρεύεις τη μεγάλη ζωή, καταδικάζεις μαζί και τις μικρές.

Γιούρτα

Οι νομάδες μετακινούνται με την αλλαγή των εποχών, ζούνε σε μεγάλες σκηνές, τις «γιούρτες»[3] , βόσκουν πρόβατα, εκτρέφουν άλογα (βασικό μέσο μετακίνησης, φημισμένα τα μογγολικά άλογα σε ταχύτητα, δύναμη και αντοχή) ή γελάδια. Έκπληκτοι οι σπουδαστές παρακολουθούν από κοντά  (μαζί κι εμείς οι αναγνώστες) τις απίθανες  στρατηγικές των λύκων όταν π.χ. θέλουν να επιτεθούν σ’ ένα κοπάδι γαζέλες (η γαζέλα τρέχει απίστευτα γρήγορα και θεωρείται η υπ’ αριθμός 1 μάστιγα του βιότοπου γιατί τρώει ΣΥΝΕΧΕΙΑ), την επίθεση σε κοπάδια αλόγων, πώς παγιδεύουν τις μαρμότεςκ.α. Θαυμάζουν την ΥΠΟΜΟΝΗ της αγέλης των λύκων (ο πόλεμος θέλει υπομονή, οι ευκαιρίες έρχονται μόνο σε όποιον ξέρει να περιμένει) που περιμένουν τις γαζέλες να φάνε τόσο χορτάρι ώστε να βαρύνουν και να μην μπορούν να τρέξουν γρήγορα∙ που ξέρουν ότι είναι προτιμότερο να κυκλώσουν το κοπάδι από τρεις μεριές , παρά αν κλείσουν τον κύκλο ∙ που επιτίθενται τελείως αθόρυβα, σκοτώνουν και τρώνε μόνο όσες χρειάζονται ή τόσες ώστε να αφήσουν τις υπόλοιπες θαμμένες στο χιόνι ώστε να τις βρουν διατηρημένες τον χειμώνα («όποτε ο Τζένγκις Χαν τελείωνε ένα κυκλωτικό κυνήγι, άφηνε ένα μικρό μέρος των ζώων να φύγουν. Στη Μογγολία κάνουμε το ίδιο αιώνες τώρα κι ο λόγος για τον οποίο κυνηγάμε κάθε χρόνο είναι ότι, όπως οι λύκοι, δεν σκοτώνουμε όλα τα θηράματα»). Όμως και οι γαζέλες με τη σειρά τους οργανώνονται σε ομάδες τεσσάρων ή πέντε αρσενικών  δημιουργώντας μια φάλαγγα με αιχμηρά κέρατα για να ορμούν στους λύκους.

Με εξίσου κομμένη την ανάσα παρακολουθούμε την οργανωμένη κι ανελέητη επίθεση των λύκων απέναντι σε κοπάδια αλόγων, μάλιστα ειδικά επιλεγμένων για στρατιωτικούς σκοπούς (έφιππο στρατό της Μογγολίας). Το ίδιο συντονισμένη γίνεται κι η επίθεση στα κοπάδια των αλόγων, όταν έχουν μικρά αλογάκια, πουλάρια που είναι απίθανος μεζές. Μα και ο τρόπος με τον οποίο αμύνονται τα εξίσου αγελαια ζώα, τα άλογα, είναι εντυπωσιακός: κάνουν κύκλο με τα κεφάλια προς τα μέσα, έτσι ώστε να αποκρούουν τις επιθέσεις των λύκων κλωτσώντας τους  στο δοξαπατρί.

Το ισχυρό μητρικό ένστικτο της λύκαινας είναι τέτοιας ισχύος, που έχει τη δύναμη να καλέσει όλη την αγέλη για να πάρει εκδίκηση όταν έχει χάσει τα παιδιά της. Μπροστά στο φάσμα του θανάτου δεν διστάζουν να κάνουν κι επίθεση αυτοκτονίας, απολύτως συνειδητά. Εκτός όμως από πράξεις αυτοκτονίας, προβαίνουν και σε πράξεις «ελέους» σκοτώνοντας άλλους λύκους πληγωμένους θανάσιμα, για να μην υποφέρουν. Ακόμα, σκοτώνουν παραπανίσια ζώα για να βρουν τροφή οι γέροι, άρρωστοι και πληγωμένοι λύκοι.  

Όλα τα ζώα των βοσκότοπων, αλλά κυρίως οι λύκοι διακρίνονται για ισχυρό πνεύμα συλλογικότητας, αλλιώς δεν θα μπορούσαν να επιβιώσουν. Άπειρες ιστορίες αφηγούνται οι βοσκοί και οι κυνηγοί που αποδεικνύουν ότι όχι μόνο έχουν πνεύμα συλλογικό, αλλά είναι και πανέξυπνα. Έχουν έναν τρόπο να υπολογίζουν τον καιρό, τη μορφολογία του εδάφους, τις ευκαιρίες που είχαν, τη δύναμή τους κι εκείνη του εχθρού, τακτική και στρατηγική, μάχη σώμα με σώμα, μάχη τη νύχτα, κλεφτοπόλεμο, μάχη εν κινήσει, επιδρομές μεγάλου βεληνεκούς, ενέδρες, αστραπιαίες επιδρομές και τρόπο να συγκεντρώνουν τις δυνάμει τους για να εξουδετερώσουν τον εχθρό. Εντυπωσιακός είναι ο τελετουργικός «τέλειος» κύκλος που σχημάτισαν οι γκρίζοι λύκοι μετά τη δολοφονική σφαγή των αλόγων (να γιόρταζαν τη νίκη τους; Αποτελούσε ο κύκλος σημάδι τρελής έκστασης πριν από ένα μεγαλειώδες φαγοπότι;)

Παρόλ’ αυτά, ο πόλεμος μεταξύ λύκων και ανθρώπου παραμένει ανελέητος (-Πάπα, αφού οι λύκοι είναι οι θεόσταλτοι προστάτες του βοσκότοπου, γιατί τους σκοτώνουμε;). Σ’αυτό το δύσκολο ερώτημα ο Μπίλτζι απαντά με μια φράση δυσνόητη για τους Κινέζους, ότι όταν οι λύκοι γίνονται πάρα πολλοί, χάνουν τη θεϊκή τους δύναμη και γίνονται σατανικοί, θέλοντας με τον δικό του τρόπο να πει ότι πρέπει να υπάρχει ισορροπία ώστε να μπορούν να επιβιώσουν όλοι, και πάνω απ’ όλα ο βοσκότοπος. Ωστόσο, ο σεβασμός στο τοτέμ του λύκου επιβάλλει κάποιους ηθικούς κανόνες, ακόμα κι όταν σκοπός είναι να σκοτώσουν λύκους είτε για το πολύτιμο τομάρι τους, είτε για να προστατεύσουν τα κοπάδια. Έτσι ο γηραιός Μπίλτζι στον Τσεν δείχνει πώς βάζει παγίδες προσεκτικά, σπάνια παίρνουν λυκόπουλα από τη φωλιά τους στερώντας τα από τις λύκαινες, δεν χρησιμοποιούν ποτέ μπαρούτι, που το φοβούνται πολύ οι λύκοι, ούτε τους κυκλώνουν με φωτιές (αν κάναμε όλοι έτσι, ο Τένγκερ θα εξοργιζόταν και θα έφτανε το τέλος του βοσκότοπου/όταν καταστραφεί το τοτέμ ενός λαού, πεθαίνει και το πνεύμα του/ οι βοσκοί εδώ είναι λαμαϊστές. Οι λαμαϊστές πιστεύουν στις καλές πράξεις και απαγορεύουν το άμετρο κυνήγι).

Έτσι, όταν ο Τσεν αποφασίζει να πάρει ένα νεογέννητο λυκόπουλο από τη φωλιά του, εκτός του ότι αυξάνεται το ενδιαφέρον του… αναγνώστη, εκείνος είναι αντιμέτωπος με τρομερά διλήμματα που αφορούν τις διδασκαλίες του Μπίλτζι. Παρακολουθούμε τις τρεις συνεχείς προσπάθειες μέχρι να καταφέρει να πάρει εφτά (!!) λυκόπουλα, από τα οποία όμως κρατάει μόνο ένα. Καθησυχάζει τον εαυτό του με τη σκέψη ότι το μεγάλωμα ενός λυκόπουλου θα ήταν ένα επιστημονικό πείραμα που θα δημιουργούσε μια νέα ράτσα από λυκόσκυλα.  Η ανατροφή του μικρού λυκόπουλου δίνει αφορμές για απίστευτες παρατηρήσεις αλλά συμπίπτει χρονικά με την ολοένα και μεγαλύτερη επέμβαση της «Επαναστατικής Επιτροπής Ένωσης Μογγολίας», που στέλνει τον αντιπρόσωπό της και διοικητή της στρατιωτικής περιφέρεις Μπάο για να ελέγξει την κατάσταση και να τιμωρήσει τους υπεύθυνους του μακελειού των αλόγων.

Η τραγωδία για τη νομαδική ζωή στο Ολόν Μπουλάνγκ αρχίζει: η νοοτροπία των Χαν (Κινέζοι) είναι αντιδιαμετρικά αντίθετη (οι ντόπιοι την ονομάζουν «τακτική της ποσότητας έναντι της ποιότητας»). Κηρύσσουν ανελέητο πόλεμο κατά των λύκων, προτείνουν να εξοντώσουν τους λύκους με φωτιές (που βέβαια προκαλούν τεράστιες ζημιές), κι απειλεί όλους ότι αν δεν ακολουθήσουν τις διαταγές, θα χάσουν τη δουλειά τους.

Η Πολιτιστική Επανάσταση βλέπει τον λύκο σαν…. ταξικό εχθρό! Μα πέρα απ’ αυτό, είναι η εποχή της σκληρής κριτικής στα παλιά ήθη και έθιμα, μια κριτική που υπαγορεύει επίθεση στο «πύρινο σύνθημα των Κόκκινων Φρουρών», τα λεγόμενα «τέσσερα παλιά: παλιές ιδέες, κουλτούρα, ήθη και έθιμα». Έτσι ιδέες όπως η «ουράνια ταφή» κρίνονται εξοβελιστέες (για να συγκεντρώσουμε  τον μεγαλύτερο δυνατό πλούτο για το Κόμμα και το έθνος, πρέπει να βάλουμε τέλος στον οπισθοδρομικό, πρωτόγονο, νομαδικό τρόπο ζωής). Έτσι, από τη σελ. 300 περίπου και μετά παρακολουθούμε τη σταδιακή ερήμωση που προκαλούν οι ενέργειες των στρατιωτικών, που προωθούν την αγροτική εκμετάλλευση (αυτές τις μέρες κάνουν κουμάντο οι αξιωματούχοι της γεωργίας. Είναι πιο μορφωμένοι από μας και μιλούν κινεζικά). Μετά τον εντοπισμό και την τιμωρία των υπεύθυνων για την εξόντωση των επίλεκτων κοπαδιών αλόγων από τους λύκους, τα σχέδια του Μπάο ήταν απλά και σαφή: εξόντωση των λύκων και άνοιγμα καινούριων λιβαδιών (άλλωστε, ο πρόεδρος Μάο το είπε: «Μελετάμε τον εχθρό για να νικήσουμε»). Ο σκοπός είναι να χρησιμοποιήσουν την έκταση αυτή για καλλιέργεια σταριού. Οι νομάδες αντιστέκονται όσο μπορούν (ζούμε σα νομάδες για να δίνουμε στη γη την ευκαιρία να αναπνέει. Το κλειδί για την προστασία των βοσκότοπων είναι η μείωση του αριθμού των λύκων που σκοτώνουμε/αυτοί οι άνθρωποι βάζουν τη μεγάλη ζωή του βοσκότοπου πάνω απ’ τη δική τους. Δίχως να θέλω, όσους έρχονται από αγροτικές περιοχές τους θεωρώ σατανικούς), μα η δύναμη της εποχής είναι τεράστια.

Παρόλ’ αυτά, φαίνεται ότι οι νομάδες εφαρμόζουν πολύ καλύτερα τη διαλεκτική μέθοδο, με την έννοια ότι ακολουθούν τη μέση οδό συναιρώντας τα άκρα (οι Μογγόλοι είναι ειδικοί στο να χρησιμοποιούν τις αντιφάσεις για να φτάσουν στην ισορροπία, πετυχαίνοντας την ισορροπία με μία μόνο πράξη): Τα μογγολικά άλογα είναι δυνατά και γρήγορα γιατί εξασκούνται λόγω της απειλής των λύκων. Η εξημέρωση των άγριων αλόγων είναι από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα στην ιστορία της ανθρωπότητας, πολύ πιο σημαντική από τις τέσσερις μεγάλες εφευρέσεις των Κινέζων. Η ζωή και ο πολιτισμός των νομαδικών λαών βασίζεται στα άλογα,  μια μάχη βουτηγμένη στο αίμα και τον ιδρώτα. Όμως  χωρίς τους λύκους θα πολλαπλασιάζονταν τόσο πολύ που θα κινδύνευε τα χορτάρι (τα άλογα προκαλούν τη μεγαλύτερη ζημιά στο λιβάδι από κάθε άλλο ζώο).

Η αναζήτηση νέων λιβαδιών δίνει την ευκαιρία στους ήρωές μας να ανακαλύψουν τον τελευταίο ανέγγιχτο βοσκότοπο (όπως πριν τρεις χιλιάδες χρόνια), με πλούσιο χορτάρι, άσπρες παιώνιες, αγριόκυκνους και αγριόχηνες. Οι δυο βασικοί ήρωες, οι σπουδαστές Τσεν και Γιανγκ έχουν την τελευταία ευκαιρία να βιώσουν μια παρθένα κατάσταση, σπαράζει όμως η καρδιά τους όταν βλέπουν τον σταδιακό βιασμό της φύσης από την απληστία των ανθρώπων (κυνήγι αγριόκυκνου, εξαφάνιση μαρμότας, εξουθενωτικό και ταπεινωτικό κυνήγι λύκου, αθέμιτα μέσα π.χ. δηλητήρια, βόμβες, φωτιές κλπ, αδιανόητα δηλαδή μέσα για τους λαμαϊστές). Εκτός από τη μονάδα κτηνοτροφίας που σχεδιάζαν οι πολιτικοί και οι στρατιωτικοί, έβαζαν σιγά σιγά τα θεμέλια για οικισμούς, και εγκαταστάσεις, εργοτάξια, αποθήκες, αρχηγεία, κλινικές.

Κανένας πια δεν θα μπορούσε να σταματήσει την έκρηξη του αγροτικού πληθυσμού ή το διαγούμισμα που έκαναν στα βοσκοτόπια. Οι πληγές του ηλικιωμένου Μπίλτζι, συσσωρεύονται και γίνονται πια αθεράπευτες. Έτσι, δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι ήταν ο τελευταίος νομάδας που έζησε, πέθανε και τάφηκε όπως χιλιάδες νομάδες πριν απ’ αυτόν, σύμφωνα με τον Τέγκερ, γιατί όπως επαναλάμβανε όσο ζούσε,  

το τοτέμ του λύκου ήταν η ψυχή του βοσκότοπου, το σύμβολο του ελεύθερου και αδάμαστου πνεύματος των κατοίκων του

γιατί

τους κανόνες του βοσκότοπου τους είχε θέσει ο ουρανός, δηλαδή το σύμπαν


Χριστίνα Παπαγγελή

[1] Η λέξη Τοτέμ προέρχεται από ινδιάνικες φυλές του Καναδά και περιγράφει κάθε φυσικό αντικείμενο, ζώο, ή φυτό, για το οποίο πιστεύουν ότι έχει ιερές ιδιότητες κι έτσι το εκτιμούν ως προστάτη της πατριάς, της φυλής, και, γενικότερα ως γενάρχη. Κάθε φυλή έχει και το δικό της τοτέμ κι απαγορεύεται κανείς να το πειράξει ή να το θίξει ακόμη και να αναφέρει τ' όνομά του.https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A4%CE%BF%CF%84%CE%AD%CE%BC

[2] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CF%85%CE%BD%CF%8C%CE%BC%CF%85%CF%82

[3] Μια παραδοσιακή γιούρτα (από τις τουρκικές γλώσσες) ή γ(κ)ερ (μογγολικά) είναι μια φορητή, στρογγυλή σκηνή, που καλύπτεται με δέρματα ή τσόχα και χρησιμοποιείται ως κατοικία από διάφορες νομαδικές ομάδες στις στέπες της Κεντρικής Ασίας (https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%93%CE%B9%CE%BF%CF%8D%CF%81%CF%84%CE%B1)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου