Τρίτη, Ιουνίου 09, 2020

εκεί που ζούμε, Χρίστος Κυθρεώτης


Ο μόνος τρόπος για να καταλάβει κανείς τον κόσμο είναι να καταλάβει μία πλευρά του.
 (…) αν εξοικειωθείς πράγματι με μία πλευρά των πραγμάτων, τότε αυτόματα αντιλαμβάνεσαι τη δομή τους,
άρα και την ουσία τους, κάτι  που σημαίνει, για  παράδειγμα, πως μπορείς να μάθεις όσα γίνεται για έναν άνθρωπο απλώς και μόνο από τον τρόπο με τον οποίο θέλει να διατυπωθούν οι όροι στο μισθωτήριό του
 ή να καταλάβεις πώς λειτουργεί η κοινωνία διαβάζοντας τον  νόμο για τις ρυθμίσεις οφειλών.

Σε μια και μόνο μέρα ξετυλίγεται στο μυθιστόρημα αυτό, που αποκτά απροσδόκητο βάθος παρόλο που το θέμα είναι γραμμικό, λιτό και πολύ οικείο για τον σύγχρονο Έλληνα της πόλης:  μια μέρα καθημερινότητας ενός 35άρη μικροαστού στην Αθήνα του 2014, του Αντώνη Σπετσιώτη. Μ’ ένα ιδιαίτερο φως ο ήρωας που είναι και αφηγητής, στην οικεία και φιλική πρωτοπρόσωπη αφήγηση (όπου η εσωτερικότητα εκδηλώνεται αβίαστα), περιγράφει μια καλοκαιρινή μέρα από το πρωί ως το βράδυ. Μια «τομή» στη ζωή του (όπου από το «μέρος» οδηγείσαι στο «όλον»), γιατί είναι βέβαια μια συνηθισμένη εργάσιμη μέρα ρουτίνας, αλλά συμβαίνουν και σημαδιακά γεγονότα που φανερώνουν την ποιότητα και της ζωής του και του χαρακτήρα του. Παράλληλα, μέσα στην αφήγηση παρεμβάλλονται επεξηγήσεις και μνήμες ώσπου στο τέλος στοιχειοθετείται μια ολοκληρωμένη -όσο γίνεται-  εικόνα του βίου του αφηγητή αλλά και του ιδιαίτερου ψυχισμού του.
Ο ήρωάς μας ξεκινάει τη μέρα του αυτοσυστηνόμενος, έχοντας συνείδηση ότι είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος που ακολουθεί τον μέσο όρο, -την πεπατημένη-, σπούδασε νομική διαλέγοντας τη σχολή «στην τύχη» όπως χιλιάδες τελειόφοιτοι μαθητές της εποχής, και δουλεύει ως «συνεργάτης» σε δικηγορικό γραφείο εδώ και 11 χρόνια συνολικά. Έχει πλήρη συναίσθηση ότι ήταν η κλασική περίπτωση μαθητή που «κατάφερε με κάποιο τρόπο να εξασφαλίσει ένα πτυχίο και να εργαστεί με μικρότερη ή μεγαλύτερη επιτυχία μέχρι να γίνει περίπου τριάντα χρονών, να έρθει η κρίση και να κάνει την έννοια της επιτυχίας σχετική, όπως ήταν πάντα έτσι κι αλλιώς». Έχοντας απορρίψει τη φιλόδοξη καριέρα του δικαστή, ονειρεύεται να ξεφύγει από τη ρουτίνα σε μια νέα επαγγελματική θέση για δυο χρόνια στο Λουξεμβούργο, ως lawyer linguist. Επί του παρόντος, όμως, ακολουθεί τους ρυθμούς του εργαζόμενου στο κέντρο της Αθήνας, και τον βλέπουμε με τη νεανική ορμή αλλά και την ωριμότητα των 35 χρόνων να «αδράχνει» τη μέρα, μια μέρα που ξεκινάει κι απλώνεται μπροστά του σαν περίπλοκος κόμπος, ανεξιχνίαστη και ατελείωτη και λουσμένη στο φως.
 Καθώς  ξεκινά το πρωινό, σκέφτεται το πρόγραμμα του 24ώρου και προβάλλεται, στην οθόνη της εξ ορισμού μη γραμμικής σκέψης, «αυτό που τον τρομάζει» πιο πολύ: είναι το ραντεβού με τον πατέρα του στις 8 η ώρα το βράδυ. Προηγείται το ραντεβού με την Στέλλα, την πιο πρόσφατή του ερωτική σχέση, με την οποία έχει χωρίσει μεν, αλλά φαίνεται ότι σήμερα έχει να του εξομολογηθεί κάτι σημαντικό.
Επομένως παράλληλα με τη γραμμική παράθεση των γεγονότων έχουμε τις διάσπαρτες και μη γραμμικές σκέψεις του αφηγητή, μια εσωτερική φωνή-μονόλογο που με κατάλληλες αναδρομές καλύπτουν τα κενά που έχει ο αναγνώστης, και προσδίδουν βάθος στα συμβάντα της ημέρας. Έχουμε έτσι την ευκαιρία να πληροφορηθούμε εμείς οι αναγνώστες, πλαγίως μεν αλλά σαφώς, την οικογενειακή του κατάσταση: γονείς χωρισμένοι, πατέρας απών για μεγάλα διαστήματα αλλά προσιτός στον γιο. Τώρα ο πατέρας είναι συνταξιούχος και αποτραβηγμένος σ’ ένα οικόπεδο στο Χαλκούτσι όπου ασχολείται με μπαξέδες, αλλά προσφέρει οικειοθελώς την εργασία του ως έμπειρου χειριστή… γεωτρύπανου  σε ολίγον παράτυπες επιχειρήσεις (δεν θα ήταν υπερβολή να πω πως εκείνη την εποχή τον άκουγα πιο ικανοποιημένο από ποτέ –απολάμβανε την κάθε μέρα και στο τηλέφωνο μου μιλούσε όλος ζωντάνια για τις βλάβες και τις ζημιές σαν να επρόκειτο για κάτι ευχάριστο, σαν να ήταν ευτυχισμένος που τέτοιου είδους κακοτυχίες μπορούσαν ακόμη να συμβαίνουν στον ίδιον, αντί για τη μόνιμη, αδιατάρακτη και αυταπόδεικτη δυστυχία του να είσαι συνταξιούχος και το μόνο καθήκον που να περιμένει από σένα ο κόσμος να ξεπληρώσεις να είναι ο θάνατος). Η σχέση πατέρα- γιου όπου ο ρόλος του προστάτη σ’ αυτές τις ηλικίες αναστρέφεται, είναι νομίζω από τους βασικότερους άξονες του βιβλίου. Ο γιος παρατηρεί και εν μέρει καμαρώνει τον πατέρα του, όπως κάποτε έκανε κι εκείνος για τον μικρό γιο, έχοντας με συγκαταβατικότητα υπερβεί ό, τι τους χώρισε στο παρελθόν.
Πριν από τη δίκη που είναι στο πρόγραμμα της ημέρας, όπου ο Αντώνης Σπετσιώτης θα υπερασπιστεί  την κατήγορο- θύμα απάτης ενός Ινστιτούτου Αισθητικής, προηγούνται τα… οικογενειακά  τηλέφωνα∙ από τον πατέρα που ανανεώνει το απογευματινό ραντεβού, κι απ’ την κλασική -ελληνίδα- μάνα που φλυαρεί χωρίς λόγο (λόγια που αποτελούν απλώς το αντίθετο της σιωπής) και που διαρκώς «ανησυχεί» (όλοι ανησυχούμε για όλους σ’ αυτήν την οικογένεια). Και καθώς μπαίνουμε στην εργασιακή δίνη, μαζί με τον ήρωα περιπλανιόμαστε στο κέντρο του δικαστικού κόσμου, δηλαδή στο κέντρο της Αθήνας (Βουλγαροκτόνου, Χρυσολωρά, Αλεξάνδρας, Εξάρχεια, Ευελπίδων), αυτό το καλοκαιρινό πρωινό του Ιουλίου. Οι λεπτομέρειες της καθημερινότητας ενός δικηγόρου είναι έως ξεκαρδιστικές, κι εντείνεται από την παραδοξότητα της δικαστικής υπόθεσης  (κάτι καθόλου παράδοξο). Με εκπληκτική μαεστρία ο συγγραφέας μάς μεταφέρει το κλίμα της των ατέλειωτων αναμονών στο δικαστήριο, των αναβολών, της πλήξης, του άγχους των υπόδικων που δεν σκαμπάζουν από δικηγορίστικα τερτίπια, της απειρίας και της αφέλειας  (αφού έχουμε δίκιο γιατί να μην πούμε την αλήθεια; - όπου η απάντηση που μας δίνει ο συγγραφέας στον αφηγηματικό του μονόλογο είναι: «την αλήθεια ωστόσο είναι πολύ πιο δύσκολο να τη θυμάται κανείς. Είναι μπερδεμένη υπόθεση, γεμάτη αντιφάσεις και δυσνόητα σημεία και στην πραγματικότητα δεν είναι ποτέ υπέρ σου, ούτε εναντίον σου»). Κάνει μια συναρπαστική αναδρομή στην επαγγελματική του πορεία τα προηγούμενα 11 χρόνια (εξαντλητικά δωδεκάωρα, άγχος πρωτάρη, εκκρεμότητες που μένουν πάντα πίσω μπροστά στα πιο επείγοντα, «παραγωγικός πυρετός», διάλειμμα για μεταπτυχιακό –διάλεξα το μεταπτυχιακό της Φιλοσοφίας Δικαίου γιατί ήθελα πάση θυσία να αποφύγω να διαλέξω κάτι χρήσιμο), ενώ
αντίστοιχα, με την ίδια λεπτεπίλεπτη σάτιρα, μας ξεναγεί και στον ανταγωνιστικό χώρο του δικηγορικού γραφείου («τρελοκομείο είναι εδώ μέσα, ρε πούστη μου»), εφόσον μια τρίωρη αναβολή της δίκης τού επιτρέπει  σύντομη επίσκεψη στο «δημιουργικό χάος» του χώρου εργασίας του.
Ο διακριτικός σαρκασμός του συγγραφέα (που πολλές φορές γίνεται αυτοσαρκασμός) δεν ξεχωρίζει από την αναλυτική -αλλά όχι κουραστική-  «αναπαράσταση» των γεγονότων. Έτσι, κάθε σχεδόν σειρά του κειμένου, αποτελεί και κοινωνικό σχόλιο -κάτι που συναρπάζει τον αναγνώστη. Κορυφαία αυτού του είδους η απόλαυση στην αναπαράσταση της εκδίκασης της υπόθεσης, γιατί οι καυστικές παρατηρήσεις που πλαισιώνουν τους διαλόγους είναι παράλληλα σάτιρα των ινστιτούτων αλλά και της καταναλωτικής μας, αλλοτριωμένης κοινωνίας (ανοίγω τον φάκελο της Δημητριάδου και διατρέχω πάλι τα έγγραφα, καθώς και τις σημειώσεις μου για τα θέματα που πρέπει να αποδείξω -στο κέντρο των οποίων δεσπόζει μέσα σε τετράγωνο πλαίσιο η λέξη ΕΥΗΘΕΙΑ, την οποία έχω προτιμήσει από τη ΒΛΑΚΕΙΑ, για να μην καταλάβει η Δημητριάδου τι εννοώ σε περίπτωση που οι σημειώσεις πέσουν στα χέρια της∙ διευκρινίζει βέβαια ότι αυτό που της συνέβη δεν ήταν αποτέλεσμα βλακείας, αλλά μιας άλλης, πολύ πιο σύνθετης ανεπάρκειας, απ’ αυτές που κινδυνεύουμε όλοι να μας προσβάλουν κάποια στιγμή).
Η καθιερωμένη μεσημεριανή σιέστα, που ακόμα την επιτρέπει το επάγγελμα, δίνει αφορμή να αναλάβει ο ήρωας-αφηγητής τις δυνάμεις για τον απογευματινό γύρο: το να κόβουμε έστω και για λίγο το νήμα αρκεί για να μας αναζωογονήσει. Και πάλι ο νους, η σκέψη, ο αναστοχασμός ανακατεύουν τη χρονική γραμμική σειρά, κι αυτό γίνεται μια συνειδητή διαδικασία: η χρονολογική σειρά είναι ο τρόπος που επιλέγει το μυαλό μας συνήθως για να συνδέει τα γεγονότα, όμως υπάρχουν κι άλλοι τρόποι, μέσα στους οποίους όπως πριν ή μετά ή παλιά χάνουν τη σημασία τους –και τότε μπορείς να βρεθείς σε μια κατάσταση όπου δεν αναπολείς απλώς το παρελθόν, αλλά είσαι στο παρελθόν, χαμένος μέσα σε όλα αυτά, τα πριν και τα μετά.
Έτσι η σκέψη ότι θα ξανανταμώσει τη Στέλλα, μια συνήθεια που τηρούν πού και πού παρά τον οριστικό τους χωρισμό, δίνει την ευκαιρία να ξαναβιώσει και να μας μεταφέρει μια άλλη πλευρά της προσωπικότητας, τη σχέση με τον έρωτα και τον χρόνο (έτσι κι αλλιώς, οι συναντήσεις μας μοιάζουν κάπως με επετειακά σκετς, όπου υποδυόμαστε και ταυτόχρονα σκηνοθετούμε τους αρχαίους μας εαυτούς). Το ενδιαφέρον σ’ αυτό το μέρος της αφήγησης είναι η αναπλαισίωση των γεγονότων, 13 χρόνια μετά από έναν χωρισμό επώδυνο, όπου πια η οπτική του εαυτού είναι διαφορετική: αυτό που πιστεύω τώρα ότι με κατέβαλλε εκείνη την περίοδο, βλέποντας τα πράγματα από την ασφάλεια των δεκατριών χρόνων που έχουν μεσολαβήσει, ήταν η αίσθηση πως είχα κάνει μια τρύπα στο νερό (…) οι σπουδές μου δεν με ενδιέφεραν και με οδηγούσαν σ’ ένα πτυχίο που δεν ήξερα πώς να χρησιμοποιήσω, οι περισσότεροι φίλοι που είχα κάνει είχαν αποδειχθεί περαστικοί και (…) οι καινούριες παραστάσεις που είχα αποκτήσει, έμοιαζαν σκόρπιες και τυχαίες, σαν να μην ήταν πραγματικά δικές μου.
Ο ήρωάς μας έρχεται αντιμέτωπος με την πρόκληση της Στέλλας να την βοηθήσει ως δικηγόρος στον επικείμενο χωρισμό της, κι ενώ ο συγγραφέας αποδίδει αριστοτεχνικότατα την ψυχολογία της drama-queen που ακουμπά στον παλιό της εραστή -εγγύηση λόγω της συγκαταβατικότητας και της παθητικότητάς του- τον πόνο και τη δυστυχία της (με τις γνώριμες σπασμωδικές κινήσεις) ο «επιφανής εκπρόσωπος του παρελθόντος της» έχει πια ωριμάσει κι η αντίδρασή του είναι τυπική «για να προφυλάξει τη Στέλλα από την ενδεχόμενη δική της παρελθοντολαγνεία».  Η κουβέντα προχωρά σε πιο βαθιά νερά, γίνεται ουσιαστική μέχρι να σβήσει σε μια σιωπή, και η σιωπή είναι τόσο συμπαγής που μπορείς να τη σπάσεις με το καλέμι. Η όλη ενδοσκόπηση τον ωθεί να συνειδητοποιήσει ότι η λήψη αποφάσεων δεν είναι το δυνατό του σημείο και είναι πολύ καλύτερος στο να περιμένει να του συμβούν οι αποφάσεις των άλλων».
Το υπόλοιπο μισό περίπου μυθιστόρημα αφορά τη σχέση με τον πατέρα. Έχει φτάσει πια οκτώ η ώρα, η ώρα του καθορισμένου ραντεβού, και οι απαραίτητες αναδρομές κι οι ανασκοπήσεις  των οικογενειακών δεσμών δίνουν κι εδώ στον αναγνώστη το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται η σχέση, για να θαυμάσουμε ένα χαρακτήρα παθητικό μεν, αλλά με υψηλό δείκτη ενσυναίσθησης. Ο Αντώνης Σπετσιώτης συνειδητοποιεί ότι η αμηχανία, όπως και μια βαθιά απροθυμία για οποιαδήποτε πραγματική μορφή επικοινωνίας, που χαρακτήριζε τον πατέρα του, ήταν κάτι που το είχε κληρονομήσει κι ο ίδιος.
Οι βουτιές στο παρελθόν εναλλάσσονται με τις εικόνες του ήρωα που πορεύεται στην οδό Αθήνας Λαμίας προς το Χαλκούτσι για να εξυπηρετήσει τον πατέρα στις αδιάφανες συναλλαγές του (η περίπτωση του θυμίζει ναυαγό που παλεύει για τη ζωή του σε αντίξοες συνθήκες –με τη διαφορά ότι το ναυάγιο το έχει προκαλέσει ο ίδιος, όπως και τις αντίξοες συνθήκες. Ο χρόνος επιβραδύνεται καθώς κανένας απ’ τους συνεργάτες του πατέρα δεν φαίνεται να βιάζεται, πίνουν ούζα, μιλάνε περί ανέμων και υδάτων, σε μια ολοφάνερη αντίθεση με το αυστηρό πρόγραμμα του δικηγόρου αφηγητή μας. Το πιο κωμικοτραγικό είναι ότι ο υπερασπιστής του νόμου συμμετέχει  σε παρανομία (μεταφορά κλεμμένου γεωτρύπανου) παρόλο που ψυχανεμίζεται το κλίμα της απάτης, και παρόλο που μέχρι τώρα απέφευγε συνειδητά την ανάμειξη στα προβλήματα του πατέρα (δεν μπορώ παρά να αναρωτηθώ πόσο μακριά είναι διατεθειμένος να φτάσει ο πατέρας μου μόνο και μόνο για να συνεχίσει να δουλεύει). Η αναξιοπιστία που διακρίνει στον πατέρα γίνεται και περηφάνια για το στυλ της ζωής που διάλεξε, για την «απρόβλεπτη φύση των δουλειών του», για το ότι «είναι δύσκολο να πιστέψεις πως ο πατέρας σου ξέρει ακόμα κάτι που εσύ δεν το ξέρεις».  
Η διεισδυτική γραφή του Κυθρεώτη αφήνει περιθώριο για δεκάδες παρατηρήσεις ψυχογραφικού τύπου για τη σχέση πατέρα- γιου, που κορυφώνεται καθώς ταξιδεύουν μαζί στην επιστροφή και, τελείως «κατά το εικός και αναγκαίον» εκφράζουν ο ένας στον άλλον πλευρές του εαυτού τους που όλο αυτόν τον καιρό ήταν κρυμμένες. Εξομολογήσεις κι ερωτήσεις-απαντήσεις που πέφτουν στην αμήχανη σιωπή, και μια θλίψη που πλανάται απ’ τη συνειδητοποίηση της αντίστοιχης μοναξιάς.
Η περίεργη αυτή μέρα δεν τελειώνει εδώ. Ούτε εντέλει ήταν μια συνηθισμένη μέρα, εφόσον παρόλη τη ρουτίνα, συνέβησαν κι έκτακτα γεγονότα που ανάγκασαν τον ήρωά μας να τρέχει βραδιάτικα σε γραφεία και νοσοκομεία, μετά κι απ’  το μπαρ όπου συνάντησε την άλλη, παλιά και μεγάλη αγάπη, την Άννα (άλλος κύκλος εκμυστηρεύσεων κι ενδοσκοπήσεων, ανάλογου βάθους και ανάλυσης).  Έτσι, θριαμβευτικά και πολύ πειστικά (κι απολαυστικά θα πρόσθετα), επιβεβαιώνεται αυτό που συνειδητοποιεί ο ήρωάς μας κάπου μέσα στο τρέξιμο της καθημερινότητας, ότι αν η ιστορία κάθε μέρας είναι η ιστορία όλων των σκέψεων που κάνουμε μέσα στη μέρα, τότε είναι αδύνατον να γράψουμε την ιστορία. Κι ακόμα,
 ότι κάθε μέρα, κάθε στιγμή κι ας μην το συνειδητοποιούμε, ακόμα και η πιο -με πρώτη ματιά- ασήμαντη, περιέχει όλο το παρελθόν κι αυτό είναι τελικά το μεγαλύτερο εμπόδιο που δεν μας αφήνει να πούμε την ιστορία, και κυρίως να την πούμε ειλικρινά: το γεγονός πως αν θέλουμε να είμαστε απόλυτα ειλικρινείς δεν υπάρχουν ιστορίες –υπάρχει μόνο χρόνος.
Χριστίνα Παπαγγελή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου