Πάντως η γη είναι κι αυτή
ένα ζωντανό πλάσμα:
έχει ανάγκη από μια
οικογένεια,
από τον αργαλειό εκείνο
που συνυφαίνει τις ανθρώπινες υπάρξεις,
που τον λέμε τρυφερότητα.
Αναμφίβολα πρόκειται για ένα
βιβλίο παράξενο, που μας μεταφέρει σε μια πολύ διαφορετική κουλτούρα και που
αρχικά ξενίζει τον αναγνώστη, ίσως και να τον απωθεί (π.χ. εμένα). Ο τίτλος του
πρώτου κεφαλαίου, ας πούμε, («Ένα γεννητικό όργανο πολύ καρδαμωμένο κι απ’ τη
ρίζα του κομμένο») ή άλλοι τίτλοι, όπως «Ο φαλλικός ανεμιστήρας», προδιαθέτουν για
χιούμορ με υπερβολή και βαρετές χιλιοειπωμένες σπόντες που στην καλύτερη σαρκάζουν
τη φαλλοκρατία. Δεν θα το επέλεγα λοιπόν ποτέ αν δεν ήταν απόφαση της Λέσχης
ανάγνωσης να το διαβάσουμε.
Όμως, όχι. Υπάρχει βέβαια χιούμορ
και σαρκασμός -συνεχής, αδιάλειπτος- αλλά καθόλου χοντροκομμένος. Σαρκασμός
στην αποικιοκρατία, την ιεραρχία, τους κοινωνικούς ρόλους, την εξουσία, τον
δυτικό πολιτισμό. Έφτασα στο σημείο να γελάω δυνατά, ενώ μετά τη μέση υπήρχε
και η γλυκόπικρη αίσθηση που δίνει το ποιητικό, παράλογο μιας άλλης
πραγματικότητας, καθώς και συγκίνηση για έναν ολόκληρο κόσμο που αποχαιρετά τον
εαυτό του.
Αυτός ο κόσμος είναι της
Μοζαμβίκης[1] (ομολογώ
ότι άνοιξα τον χάρτη: Ν. Αφρική, δίπλα στη Ροδεσία). Μια χώρα με μοζαμβικανή ιστορία
λίγων δεκαετιών εφόσον ήταν μια περιοχή πολυεθνική και πολυθρησκευτική μέχρι που περιέπεσε στην αποικιακή κυριαρχία
των Πορτογάλων, ένα κράτος αναγνωρισμένο
από τη λεγόμενη διεθνή κοινότητα, χωρίς να έχουν προϋπάρξει ως έθνος, όπως
γράφει ο μεταφραστής Νίκος Πρατσίνης στην εισαγωγή του βιβλίου. Με
σπουδαία λιμάνια που εξυπηρετούσαν το εμπόριο με Ινδία, απέκτησε
κοσμοπολίτικο χαρακτήρα από τα τέλη του 19ου αιώνα, οπότε οι
Πορτογάλοι εκμίσθωσαν ολόκληρες περιοχές της βόρειας χώρας στους Άγγλους, οι
οποίοι καθιέρωσαν ένα είδος δουλοπαροικίας (καταστρέφοντας τη μικρή αγροτική
παραγωγή). Μια δεκαετία κράτησε ο αγώνας για ανεξαρτησία (1964-75) υπό την
ηγεσία του FRELIMO που υποστηριζόταν από τη… Σοβιετική ένωση. Το 1975
επομένως, που κηρύχτηκε ανεξάρτητο κράτος, έχουμε μονοκομματισμό, ένα κράτος
μαρξιστικό- λενινιστικό. Και μετά εμφύλιο, (1976-1992) με αντιπολίτευση από
το RENAMO (υποστήριξη Ροδεσίας/Η. Βασιλείου και Ν. αφρικανικής
ένωσης) με εκατομμύρια νεκρούς και πρόσφυγες. Όταν στις πρώτες εκλογές (1994)
νικάει το FRELIMO, δεν υπάρχει πια Σοβιετική
ένωση.
Αυτή η σύντομη παράθεση
ιστορικών στοιχείων (παρμένων από την εισαγωγή του μεταφραστή Νίκου Πρατσίνη)
είναι απαραίτητη για να καταλάβει κανείς το αλαλούμ των κοινωνικών σχέσεων και πολιτισμικών στοιχείων (μια κοινωνία
«αρχαϊκή» -που ζει σε «ανιστορικό» χρόνο- όπου
εισβάλλουν Πορτογάλοι, Άγγλοι,
Σοβιετικοί, γειτονικές αφρικανικές χώρες), αλαλούμ που καταντά τραγέλαφος για τον ντόπιο που προσπαθεί να κρατήσει ή
ίσως να ΒΡΕΙ την ταυτότητά του. Αυτόν τον τραγέλαφο νομίζω ότι αναπαριστά με
εκπληκτικό τρόπο ο Μοζαμβικανός συγγραφέας (Πορτογάλος, δηλ. λευκός αλλά τρίτης
γενιάς, επομένως σχετικά αφομοιωμένος με την κουλτούρα των ντόπιων), με αυθεντικό
σουρεαλισμό και καυστική σάτιρα. Γι’αυτό και θα συμφωνήσω με τον εξαιρετικό
μεταφραστή (που σεβάστηκε όλες τις ιδιαιτερότητες της «μεικτής»,
«βιωματικής»/»διαισθητικής» γλώσσας) ότι πρόκειται για ένα βαθιά πολιτικό μυθιστόρημα.
Ό δε μέγιστον, την εποχή που
διαδραματίζεται η ιστορία μας, έχει έρθει στη χώρα ειρηνευτική δύναμη του ΟΗΕ
(7.500 άνδρες) -βλ. Κόσσοβο. Άλλο ένα λιθαράκι στον πύργο του παραλογισμού. Και,
ναι, όπως υπαγορεύει και ο προβληματικός τίτλος, ένα «γεννητικό όργανο πολύ καρδαμωμένο κι απ’
τη ρίζα του κομμένο», κοινώς ένα πέος μοναχό εγκαταλελειμμένο στον δρόμο,
αναστατώνει το μικροσύμπαν της Τιζανγκάρα, επινοημένης από τον συγγραφέα πόλης,
στο νότιο μέρος της χώρας. Ένα πέος ξεκομμένο, ενώ το υπόλοιπο σώμα του
ανθρώπου στον οποίο ανήκε έχει κυριολεκτικά εξαερωθεί μετά από έκρηξη. Ήταν
μάλιστα η έκτη τέτοιου είδους έκρηξη. Όμως, όπως γράφει κι ο
αφηγητής/μεταφραστής, «αυτό δεν ήταν
ακόμη το γεγονός, αλλά οι προετοιμασίες για την έλευσή του». Η εξουσία
συσπειρώνεται, οργανώνεται για να λύσει το μυστήριο: ο διοικητής Εστεβάου
Ζόνας, ο υποδιοικητής Σουπάνγκα, ο Ιταλός εκπρόσωπος του ΟΗΕ Μάσιμο Ρίζι, αλλά
και διάφοροι εμπλεκόμενοι: η εκρηκτική σύζυγος (η «αποτέτοια») του διοικητή
Ντόνα Ερμελίντα, η Αχκαινά, πόρνη της περιοχής, και ο αφηγητής μας που είναι ο
μεταφραστής του Ιταλού (Το πρόβλημα δεν
είναι η γλώσσα. Αυτό που δεν κατανοώ είναι ο κόσμος εδώ πέρα). Όλοι αυτοί
συστρατεύονται για τη διερεύνηση της υπόθεσης του «αποκοπέντος πέους»!
Η παρουσίαση αυτών των τύπων
είναι όχι μόνο ξεκαρδιστική, αλλά αποτελεί κοινωνικοπολιτικό σχόλιο: ο
διοικητής («η Εξοχότης του») κατελάμβανε
όλη την πόρτα κατά πλάτος(…) κατάφερνε να δείχνει ακόμα πιο καμαρωτός, με το
στήθος κορδωμένο πιο πολύ κι από το στήθος του αγριοπερίστερου την εποχή του
οίστρου∙ ο υποδιοικητής, σκέτη μύξα,
δουλοπρεπής, τσανακογλείφτης με περικεφαλαία. Όπως κάθε νενέκος: υποταχτικός με
τους μεγλόσχημους και υπερόπτης με τους παρακατιανούς. Η Ερμελίντα, συμφεροντολόγα,
τσαούσω και καταφερτζού, η Αχκαινά (η πόρνη) αυθόρμητη, αυθεντική και καίρια («Πέθαναν χιλιάδες Μοαζμβικανοί και ποτέ δε
σας πήρε το μάτι μας να’ ρχεστε κατά δω. Και τώρα που εξαφανίστηκαν πέντε
ξένοι, κάνετε λες κι έχει έρθει η συντέλεια του κόσμου;»)
Ο αφηγητής που μετέγραψε σε
«ορατά πορτογαλικά» όλα όσα συνέβησαν, ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος,
θεωρεί ότι οι πέντε κυανόκρανοι εξερράγησαν (εγώ
τώρα σας ερωτώ: εξερράγησαν πραγματικά, με όλη τη σημασία της λέξης; Έτσι
λέγεται, ελλείψει ρήματος). Αυτή είναι η τελική του ετυμηγορία, που
παρατίθεται στη δεύτερη σελίδα του μυθιστορήματος, κι από κει και πέρα ο
καθένας λέει το μακρύ του και το κοντό του.
Ο ήρωάς μας λοιπόν έχει
τοποθετηθεί από τον διοικητή ως μεταφραστής του εκπροσώπου του ΟΗΕ, του Ιταλού
Μάσιμο Ρίζι (-Μιλάτε ιταλικά; -Εγώ όχι.
–Θαυμάσια. Γιατί οι Ιταλοί δε μιλάνε ποτέ ιταλικά). Η σκηνή της υποδοχής των αντιπροσώπων «από το έθνος μας» κι από
τα Ηνωμένα Έθνη, μαζί με υπουργό και τμηματάρχες υπουργείων, προκειμένου να
δουν και να εξετάσουν το εύρημα, είναι σπαρταριστή (αυτό εκεί, στη μέση του δρόμου, τι να ήταν άραγε, όργανον ή οργανισμός;
Και αν δεχτούμε πως ήταν όργανο: έτσι παράταιρο και δίχως ταίρι, από ποιον είχε
αποκοπεί;): οι πολίτες είναι στοιχημένοι σαν σε παρέλαση, τα πανώ είναι από
την εποχή της σοβιετοκρατίας («Ζήτω ο προλεταριακός διεθνισμός»!!), και το
αποκορύφωμα, στο σκηνικό μπλέκεται κι ένα… κατσίκι.
Το ύφος, που συνοδεύει μια
πραγματικότητα που προκαλεί σύγχυση απ’ την ίδια της τη φύση, θυμίζει το ύφος
του Σκαρίμπα. Διανθισμένο με ακατανόητα γνωμικά («της Τιζανγκάρα») και λεκτικές
ακροβασίες, συντελεί στο να χτιστεί ένας πύργος παραλόγου. Έτσι, πιο κατάλληλο
άτομο για να αναγνωρίσει τον ιδιοκτήτη του πέους θεωρούν ομόφωνα την πόρνη (άσε που ήταν και εμπειρογνώμων στην
ιατροπαραδικαστική!):
-Καταλαβαίνετε, Εξοχότατε; Την Άνα Αχκαινά την καλούμε
για να αναγνωρίσει το όλον εκ του
μέλους.
-Εκ του μέλους;
-Εξ… αυτού εκεί του πράγματος… αναφέρομαι, δηλαδή στο
εκκρεμές μας ζήτημα.
(…)
-Έκοψαν αυτό το πράγμα απ’ τον άνθρωπο, ή τον άνθρωπο
απ’ αυτόν;
Αρχίζει λοιπόν η έρευνα όπου
όλα ο υπουργός τα θέλει μαγνητοφωνημένα (κι
όχι πολλά μπλα μπλα, μ’ έχει κουράσει πια το φολκλόρ).
Σπαρταριστή και η εγκατάσταση
του Ιταλού στην πανσιόν, μια πανσιόν που είναι
ιδιωτική αλλά ανήκει στο Κόμμα, στο Κράτος δηλαδή, όπου όμως δεν υπάρχει πλάνο και σχεδιασμός όσο αφορά
τις συνθήκες… (δεν υπάρχει νερό,
ρεύμα κλπ κλπ).
Εγώ νοσταλγούσα τους άλλους,
Τους ανθρώπους εκείνους που είχαν υπάρξει σ’ αυτόν τον τόπο.
Γιατί, στην τελική, ήταν πλούσιοι χωρίς κανέναν πλούτο.
Μετά τις 100 περίπου πρώτες
σελίδες, όταν πια έχει στηθεί η πλοκή, το μαγικό στοιχείο, το υπέρλογο και το
φανταστικό αρχίζουν και μπλέκονται με τρόπο που πράγματι ο Ιταλός μας,
εκπρόσωπος της δυτικής κουλτούρας, να χρειάζεται μετάφραση του κόσμου στον
οποίο βρέθηκε: αλογάκια της παναγίας που δεν πρέπει να τα σκοτώσεις γιατί ήταν ένας πρόγονος που επισκεπτόταν τους
ζωντανούς∙ η Χρονίνα με τις δυο ηλικίες, γριά στο πρόσωπο με σώμα νέας (αυτή κυκλοφορεί μοναχά στο διάδρομο, ζει στα
σκοτάδια, εδώ κι αιώνες), αίτηση άδειας για να μπεις στο σπίτι από νεκρό (για να δείτε πως στην Τιζανγκάρα δεν
υπάρχουν δυο κόσμοι)κλπ, κλπ.
Καινούρια πρόσωπα
εμφανίζονται και παίζουν σημαντικό ρόλο, όπως ο «θεομπαίχτης» πάτερ Μουάντου, ο
μάγος Ζέκα Αντουρίνιου, ο κουτός αδερφός της Χρονίνα, κ.α. γιατί δίνουν ο
καθένας τη δική του κουφή ερμηνεία. Ο αφηγητής παραθέτει την οικογενειακή του
ιστορία (μάνα τυφλή που έχει πεθάνει αλλά επικοινωνεί μαζί της), αλλά το πιο
ενδιαφέρον/βαθύ σημείο είναι όταν ξανασυναντά τον απομονωμένο και ιδιόρρυθμο
πατέρα του, τον πιο αυθεντικό εκπρόσωπο
του αρχαϊκού πνεύματος. Είναι ο άνθρωπος που επειδή τον πονούσαν τα κόκαλά του κι ένιωθε φοβερή κόπωση, προτού
πλαγιάσει ξεφορτωνόταν το σκελετό για να κοιμάται καλύτερα. Στέκεται με
φυσικότητα κάτω απ’ τη βροχή , μένει κλειστός και σιωπηλός (κοίταζα το πείσμα του πατέρα και μου
φαινόταν πως έβλεπα σ’ αυτό μια ολόκληρη ράτσα να παλεύει για να κάνει να
στεριώσει ο χρόνος της κόντρα στο χρόνο των άλλων). Έχει βέβαια ένα μυστικό
που διαρρέει μέσα απ την αινιγματική και γριφώδη συμπεριφορά του, ότι ήταν
αστυνομικός την εποχή της αποικιοκρατίας, είχε συνεργαστεί με τους «ανθρώπους
της Επανάστασης» αλλά σε δεδομένη στιγμή τον βασάνισαν και τον απέπεμψαν (μ’ έδεσαν σ’ αυτό το δέντρο. Μ’ έδεσαν με
σκοινιά, έριξαν αλάτι στις πληγές/αυτοί που εσείς θέλετε τώρα να βοηθήσετε).
Όταν αποσύρθηκε πια έγινε φαροφύλακας (είχε
ανέβει και είχε καταλάβει έναν φάρο εκτός λειτουργίας)!!!
Καθώς οι εκρήξεις
συνεχίζονται, συνεχίζονται και οι έρευνες. Οι
μαγνητοφωνημένες αποδείξεις που ζήτησε ο υπουργός ήταν ένα έξυπνο εύρημα
του συγγραφέα να μας δώσει το ήθος κάποιων προσώπων με -επίσης σπαρταριστές-
πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις! Έτσι, ο καθένας εκθέτει εγγράφως τη δική του
-σουρεαλιστική- εκδοχή για τις εκρήξεις ώσπου ο Μάσιμο Ρίζι, ο Ιταλός
εκπρόσωπος του ΟΗΕ, όταν πια είδε ακόμα και τις φωτογραφίες και τα αρχεία του,
δηλαδή τα αποδεικτικά του στοιχεία, να έχουν γίνει λευκές σελίδες, νομίζει ότι
θα του στρίψει (το τέλος της
σταδιοδρομίας του, η κατεδάφιση της λογικής του)!
Μέσα σ’ όλη αυτήν την τρέλα
και το καυστικό χιούμορ διαρρέουν σχόλια και γλυκόπικρες αλήθειες που αφορούν
την τύχη ενός ολόκληρου λαού, αν μπορούμε να πούμε λαό τις πολυάριθμες ντόπιες φυλές
που συμβίωναν στο παρελθόν. Η ειρήνη μετά την ανεξαρτησία και τον εμφύλιο δεν φαίνεται
να άλλαξε και πολύ τα πράγματα (πάντως
υπήρχε τόση αδικία όση και την αποικιακή περίοδο). Γιατί, όπως λέει ο αφηγητής, «κατέκτησαν
εμάς τους ίδιους, στρατοπέδευσαν μέσα στα κεφάλια μας». Σχόλια
πολλά και σκηνικά για το καθεστώς που κάνει κουμάντο σε βάρος ενός λαού,
τρώγοντας με χρυσά κουτάλια. Το πριν και το τώρα.
Η πιο σπαραχτική αντίθεση
ανάμεσα στο πριν και στο τώρα, αναδίνεται από την ομολογία του διοικητή: παλιά ήταν ανεπίτρεπτο να δείχνουμε το Έθνος να ζητιανεύει, να δείχνουμε φόρα
παρτίδα τα πλευρά της Χώρας. Παραμονή κάθε επίσκεψης, όλοι εμείς, τα διοικητικά
στελέχη, δεχόμασταν κατεπείγουσες διαταγές: κρύψτε τους κατοίκους, σκούπα στη
φτώχεια! Εντούτοις, ένεκα οι δωρεές
της διεθνούς βοήθειας, τα πράγματα είχαν αλλάξει. Τώρα η κατάσταση απαιτούσε τα
αντίθετα. Ήταν ανάγκη να δείχνουμε τη χώρα με την πείνα της, με τις μεταδοτικές
της ασθένειες: η αθλιότητα είναι δι’
ημάς προσοδοφόρος.
Τέλος, το μοτίβο του φλαμίνγκο,
ενδημικού πουλιού που συνδέεται με διάφορες αληθινές και μη ιστορίες, έρχεται κι επανέρχεται μέσα στις αφηγήσεις
της μάνας και του πατέρα. Η ιστορία
του τελευταίου ταξιδιού του φλαμίνγκο, που κουράστηκε πια να κουρνιάζει «σε
τούτη τη γη» και που γέννησε το πρώτο ηλιοβασίλεμα…
Συνολικά, η αφήγηση του
μεταφραστή, που βέβαια είναι ο κεντρικότερος ήρωας του βιβλίου, ξεδιπλώνει
απίστευτη ευαισθησία, και βαθιά αγάπη για τον τόπο και τους ανθρώπους της.
Έτσι, η σκηνή που περιγράφεται παρακάτω πιστεύω ότι συμπυκνώνει το νόημα όλης
της ιστορίας:
Τώρα, κάτω από τη σκιά της ταμαρίνδου, με τα μάτια
σφαλιστά, κάλεσα σε σύναξη τις νοσταλγίες όλες. Και τι λέτε πως μου έκανε την
εμφάνισή του; μια αυλή, που δεν ήταν όμως εκείνη. Γιατί υπήρχε ένα παιδί σ’
εκείνο το χώρο. Στα χέρια του παιδιού αυτού η θύμησή μου μπορούσε να ψηλαφήσει
απαλά κάποιες λύπες, μικροπράγματα βγαλμένα από κάτι σκουπίδια. Η παιδική
ηλικία ήξερε να τα μαζώνει όλ’ αυτά για να φτιάξει ένα παιχνίδι. (…)
Τελικά, στα χέρια μου πια, κατάφερνα να μαντέψω το σχήμα
του. Ήταν ένα φλαμίνγκο.
Χριστίνα Παπαγγελή
[1] Ο Πέδρο Καμπράλ είχε αποβιβαστεί στη Σοφάλα το 1500. Το 1531 ίδρυσαν δύο εμπορικές αποικίες στο εσωτερικό της
χώρας και το 1544 ίδρυσαν
ένα σταθμό στην ακτή του ποταμού Κελιμάνε. Από τα εμπορικά κέντρα που είχαν οι
ίδιοι ιδρύσει, διακινούσαν τεράστιες ποσότητες χρυσού. Ο
εποικισμός συνάντησε τη σκληρή αντίδραση των ιθαγενών. Οι Μουένε Ματάπα
αναγνώρισαν τελικά την πορτογαλική κυριαρχία
το 1629 και ο πρώτος
αποικιακός κυβερνήτης των Πορτογάλων διορίστηκε
το 1752. Στα τέλη του 19ου αιώνα
η Πορτογαλία εκμίσθωσε
το βόρειο τμήμα της Μοζαμβίκης σε βρετανικές εταιρείες, που κατάφεραν να θέσουν
υπό τον απόλυτο έλεγχό τους τις αγροτικές καλλιέργειες, μετατρέποντάς τις σε
φυτείες. Το 1948, επί
πορτογαλικής διοίκησης, ξεκίνησαν πολιτικές αναταραχές. Το 1964 εγκαινιάστηκε ο ένοπλος απελευθερωτικός αγώνας
κατά των αποικιοκρατών από το Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Μοζαμβίκης
(FRELIMO), το οποίο είχε ιδρυθεί τέσσερα χρόνια νωρίτερα. Έπειτα από την πτώση
της δικτατορίας στην Πορτογαλία, η τελευταία κινήθηκε στην αποαποικιοποίηση. Η
Μοζαμβίκη έγινε ανεξάρτητη από τους Πορτογάλους στις 25 Ιουνίου του 1975.
Αμέσως μετά, έγινε Λαϊκή
Δημοκρατία, με Πρόεδρο τον Σαμόρα Ματσέλ.
Ο τελευταίος εγκαθίδρυσε σοσιαλιστικό κράτος και στα τέλη της δεκαετίας του '
70 έκλεισε τα σύνορα με τη Ροδεσία (σημερινή Ζιμπάμπουε),
που υποστήριζε το κίνημα RENAMO (Εθνικό Κίνημα Αντίστασης της Μοζαμβίκης),
πολέμιο του σοσιαλιστικού καθεστώτος. Η Μοζαμβίκη υποστήριζε τους αντάρτες της
Ροδεσίας στον δικό τους αγώνα για ανεξαρτησία. Στις αρχές της δεκαετίας του '
80 το RENAMO υποστηρίχθηκε από το καθεστώς της Νοτιοαφρικανικής Δημοκρατίας.
Ωστόσο, το 1984 η τελευταία υπέγραψε
συμφωνία με τη Μοζαμβίκη, με βάση την οποία δε θα έκανε επίθεση η μία στην άλλη
και θα εμπόδιζαν τη δράση ανταρτών που θα στρέφονταν κατά του άλλου κράτους. Ο
Ματσέλ σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα, στις 19 Οκτωβρίου του 1986 στη Νότια Αφρική, η οποία αρνήθηκε τη δική της
ανάμειξη στο γεγονός εκείνο[5]. Το FRELIMO προχώρησε
στον ορισμό νέου Προέδρου και αυτός ήταν ο Ζοακίμ Τσισάνο. Το 1990 ψηφίστηκε νέο Σύνταγμα και η χώρα
μετονομάστηκε σε Δημοκρατία της Μοζαμβίκης. Το RENAMO δεν αναγνώρισε το
Σύνταγμα και συνέχισε τον ανταρτοπόλεμο, από τα εδάφη της Νότιας Αφρικής.
Τελικά, τον Οκτώβριο του 1992 στη Ρώμη υπογράφηκε ειρηνευτική
συμφωνία και τερματίστηκε ο εμφύλιος πόλεμος, του οποίου ο απολογισμός ως
εκείνη την εποχή ήταν 1 εκατομμύριο νεκροί και περίπου 1,3 εκατομμύρια
πρόσφυγες σε άλλα κράτη. Παράλληλα, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ αποφάσισε την αποστολή
διεθνούς επιχειρησιακής δύναμης 7.500 αντρών ονόματι ONUMOZ. Λίγα χρόνια μετά,
το 1995 η δύναμη αυτή άρχισε να αποσύρεται, καθώς η κατάσταση στη χώρα
εξομαλύνθηκε. Ωστόσο, κατάλοιπο του εμφυλίου πολέμου παρέμειναν οι νάρκες, που
βρίσκονται ακόμη στο έδαφος της αφρικανικής χώρας και εξακολουθούν να
ευθύνονται για θανάτους και ακρωτηριασμούς ανθρώπων και ζώων λόγω τυχαίας
πυροδότησής τους.
Το 1994 διεξήχθησαν οι
πρώτες γενικές εκλογές, στις οποίες συμμετείχε και το RENAMO, ως πολιτικό κόμμα
πια. Πρόεδρος εξελέγη ο Τσισάνο, όπως και στις εκλογές του 1999. Το 2004
εξελέγη Πρόεδρος ο Αρμάντο Γκεμπούζα, νέος υποψήφιος του RENAMO.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου