Τρίτη, Δεκεμβρίου 10, 2019

Η θεραπεία των αναμνήσεων, Χρήστου Αστερίου


Τόσα άγνωστα πρόσωπα απέναντι και ποτέ το δικό σου να τρανταχτεί από βροντερά γέλια.
Τόσα ενθαρρυντικά βλέμματα και ποτέ το δικό σου να δώσει την πολυπόθητη έγκριση μ’ ένα κλείσιμο του ματιού.
Σταθερά άφαντος, δεν θέλησες να συμμετάσχεις έστω μια στιγμή στο καρναβαλικό γλέντι της θλιβερής μας ύπαρξης, που σαν αόρατο χέρι μας σώζει από την ακαμψία.
Γιατί το χιούμορ είναι η δύναμη που μας γλιτώνει από καταστάσεις σαν αυτή που βρίσκεσαι τώρα εσύ, έτοιμος να υποκύψεις στην απόλυτη σιωπή, στο μοιραίο, στην ακινησία.  
(από την επιστολή του ήρωα στον νεκρό πατέρα)
Ευχάριστη έκπληξη ήταν για μένα το βιβλίο αυτό, που διάλεξα σχεδόν στα τυφλά, εφόσον ο συγγραφέας μού ήταν τελείως άγνωστος. Βαθύ, διεισδυτικό και έξυπνο, και μέσα στα προσωπικά γούστα μου, εφόσον έχω ιδιαίτερη αδυναμία στα μυθιστορήματα όπου ο πρωταγωνιστής/στρια είναι συγγραφέας -και μάλιστα όταν αφηγείται σε… α΄ ενικό. Γιατί οι «συγγραφείς» -πρωταγωνιστές, κατά κανόνα πάντα, έχουν μεγάλη ανεκτικότητα και ευαισθησία στα ανθρώπινα πάθη, παρατηρούν με δέος την ανθρώπινη ψυχή χωρίς ηθικολογίες, και κρατούν ταυτόχρονα την απαραίτητη απόσταση εφόσον επεξεργάζονται νοητικά ό, τι συμβαίνει, ακόμα κι όταν συμβαίνει στους ίδιους.
Ο αφηγητής/συγγραφέας λοιπόν Μάικ Μπουζιάνης (Αμερικανός πολίτης με ελληνική καταγωγή από πατέρα και ιρλανδική από μητέρα) είναι μια ιδιαίτερη προσωπικότητα, κι αυτό το αντιλαμβανόμαστε από τις τρεις πρώτες σειρές: Τον Οκτώβριο του 2015 έχασα τον έλεγχο κατά τη διάρκεια μιας εκδήλωσης  (…) η εξέλιξη της βραδιάς επιβεβαίωσε τους  χειρότερους φόβους μου, αφού λίγα λεπτά πριν απ’ τη λήξη της κατέρρευσα φαρδύς πλατύς μπροστά στο κοινό. Η εικόνα του τρωτού, ευάλωτου στο ποτό «φευγάτου» συγγραφέα που ταλανίζεται από βαθιά θλίψη, ενώ παράλληλα είναι δημοφιλής ως κωμικός στον κόσμο των γραμμάτων, δεν μπορεί παρά να είναι ελκυστική. Αργότερα μαθαίνουμε ότι πάσχει παιδιόθεν από «περιστασιακή βραδυγλωσσία», πάθηση που τον έχει φέρει δεκάδες φορές σε αμηχανία. Ζει μόνος στη Νέα Υόρκη, υποφέροντας  από τον πρόσφατο χωρισμό με τη γυναίκα του κι από την απουσία της μοναδικής του κόρης, και προσπαθώντας να ξαναβρεί τον δημιουργικό του εαυτό.  Ωστόσο, έχει ως διέξοδο το ποτό σε βαθμό απαγορευτικό.
Το επεισόδιο της κατάρρευσης  στη διάρκεια της εκδήλωσης προς τιμήν του (στην οποία σημειωτέον δεν ήθελε καθόλου να πάει) είναι κεντρικό, γιατί υπήρξε η αφορμή για σοβαρή αποτοξίνωση σε κλινική απεξάρτησης, και μετά για πρόσληψή του ως καθηγητή στο πανεπιστήμιο, για να διδάξει το σεμινάριο (με τίτλο «Η περιπέτεια του χιούμορ. Πώς να είστε αστείοι και πώς να γράφετε αστεία κείμενα»). Μετά απ’ αυτό η ζωή του αλλάζει άρδην, γιατί αποκτάει ξαφνικά νόημα. Η σημασία του κομβικού αυτού περιστατικού  επισημαίνεται και στον τίτλο της πρώτης από τις δυο ενότητες: «Χρονικό μιας πτώσης». Είναι βέβαια in medias res, εφόσον ακολουθούν  πολλές αναδρομές και στα πρόσφατα περασμένα χρόνια αλλά και στα παιδικά στη δεύτερη ενότητα («Σημειώσεις για τη ζωή μου»), ενώ στο τρίτο μέρος («Η θεραπεία των αναμνήσεων»), βλέπουμε την απροσδόκητη εξέλιξη στη διαταραγμένη σχέση με τον πατέρα του, μετά το θάνατο του τελευταίου. Κατά τη γνώμη μου, αυτή είναι και η σημαντικότερη ενότητα, σε περιεχόμενο και ευρηματικότητα.
Σε τόνο εξομολογητικό και χαμηλόφωνο, ο Μάικ Μπουζιάνης μάς μεταφέρει τον κόσμο του εργένη πενηντάρη, με γαργαλιστικές αυτοσαρκαστικές εικόνες (π.χ. μπαίνοντας στο μπάνιο: μια φευγαλέα ματιά στον καθρέφτη επιβεβαίωνε πως όλα ήταν υπό έλεγχο. Προσπέρασα μια παλιά ουλή στην κοιλιακή χώρα, ένα παροδικό μελάνιασμα στη γάμπα κι άναψα πράσινο φως). Η έμφυτη φαντασία του διανθίζει τις ώρες της μοναξιάς με φανταστικά, κωμικά κατά βάση σενάρια, όπως την υποθετική «τελευταία στιχομυθία» με την πρώην σύντροφο και μητέρα της κόρης τους, Λώρα, όπου θα της ανακοίνωνε την «τραγική κατάσταση της υγείας του». Γιατί ο Μπουζιάνης δεν είναι μόνο πότης σε βαθμό αλκοολισμού, αλλά πέρα από το χρόνιο τραύλισμα πάσχει και από ανεξήγητους πόνους.
Η λύση ωστόσο που του πρόσφερε στο πιάτο ένας φίλος, η ακαδημαϊκή απασχόληση, αλλάζει σταδιακά το εσωτερικό τοπίο. Όχι, δεν έχουμε να κάνουμε με μια περίπτωση παρακμιακή, όπως θα περίμενε ο αναγνώστης.  Αντίθετα, ο ήρωας επιδίδεται με ζήλο στο καινούριο του επάγγελμα όπου αντλεί από τα αποθέματα γνώσεων κι απ το πηγαίο του χιούμορ αγάπη και όρεξη για ζωή, μεταφέροντας στους φοιτητές την αντίστοιχη διάθεση. Έτσι, μέσα σ’ ένα κλίμα αναγέννησης και ευφορίας, χωρίς να το επιδιώκει (αντίθετα έκανε κάθε τι γα να το αποτρέψει) ερωτεύεται και τον ερωτεύεται μια κατά πολύ νεότερη απ’ αυτόν φοιτήτριά του, η Αντιγόνη, πανέμορφη και πανέξυπνη. Και θα έλεγε κανείς ότι πρόκειται για το γαργαλιστικό κλισέ στα campus novel -καθηγητής ερωτεύεται μαθήτρια και τούμπαλιν, βγαλμένο απευθείας απ’ τη ζωή-, αλλά η πρωτοτυπία εδώ είναι διπλή: πρώτα πρώτα παρακολουθούμε τις γνήσιες και συνειδητές αντιστάσεις του μεσήλικου ήρωα, τις προσπάθειες να μην ενδώσει σ’ έναν πειρασμό όπου υπήρχαν  λίγες πιθανότητες μη διάψευσης (κατάφερνα να κρατάω ισορροπίες ανάμεσα στην παρόρμηση και την εγκράτεια, όχι μόνο σε ό, τι αφορά το αλκοόλ, αλλά και σε ό, τι είχε να κάνει με τα ζητήματα της σάρκας/ήταν το βλέμμα της ερωτευμένης γυναίκας που ερχόταν χωρίς λόγο στο γραφείο για να με ρωτήσει απίθανες λεπτομέρειες για το ένα ή το άλλο θέμα. Είχα χρόνια να βγω ραντεβού με μια τόσο νεαρή κοπέλα, ωστόσο, η αφλογιστία μου δεν σήμαινε πως ήμουν ανίκανος να καταλάβω πού οδηγούσε όλο αυτό). Προσπάθειες που προκαλούν θυμηδία αλλά και συμ-πάθεια. Ακόμα όμως κι όταν επέρχεται πια η σαρκική επαφή, προσπαθεί να μην εμπλακεί συναισθηματικά:
Απόλαυσα το αναπάντεχο δώρο της ομορφιάς της, ενώ την ίδια στιγμή βασανιζόμουν να καταλάβω τι θα μπορούσε να βλέπει σε μένα μια τέτοια γυναίκα. Αρκετές φορές έφτασα στο σημείο να τη ρωτήσω ευθέως, να της ζητήσω μια εξήγηση για την αφύσικη σχέση που ξεκίνησε μ’ ένα φιλί (…) Από την άλλη, η πιθανότητα ενός ακόμα ναυαγίου πριν καλά καλά ξεπεράσω τη Λώρα με πίεζε να ξεκαθαρίσω τα πράγματα. Έπρεπε να προφυλαχθώ συναισθηματικά μέχρι να φτάσει η ώρα που θα ανοίγαμε τα χαρτιά μας ο ένας στον άλλο. Σε διαφορετική περίπτωση, το αναμενόμενο τέλος της ιστορίας θα με άφηνε κανονικό κουρέλι και σε χειρότερη κατάσταση απ’ ό, τι πριν.
Όμως, η επικοινωνία με την Αντιγόνη Καρλάτος αποδεικνύεται ουσιαστική και αδιατάρακτη μέχρι τέλους  κι αυτή είναι η δεύτερη πρωτοτυπία. Γιατί το βιβλίο, από τη μια μάς θυμίζει τα αγγλικά ή αμερικάνικα κάμπους νόβελ (Ντέηβιν Λοτζ, Φίλιπ Ροθ κλπ), όχι μόνο γιατί έχουμε λεπτομέρειες από τον κόσμο των πανεπιστημίων, βιβλιοθηκών, εκδόσεων κλπ αλλά γιατί ο εξομολογούμενος ήρωας δεν μιλά άμεσα για τον συναισθηματικό του κόσμο και αναλυτικά, αλλά έμμεσα, καθώς ξεδιπλώνει τα γεγονότα και τις σχέσεις του με διάφορα πρόσωπα∙ πάντα με τρόπο ανάλαφρο και  γλυκόπικρο. Από την άλλη όμως δεν έχει το φλεγματικό χιούμορ και την ψυχρότητα των παραπάνω, ούτε την προδικασμένη έκβαση του ευφυούς αλλά άτυχου καθηγητή (στυλ Γούντυ Άλλεν) που καταλήγει να είναι θύμα των συναισθηματικών εντάσεων των άλλων.  
Η σχέση εξελίσσεται πολύ «θετικότερα απ’ ότι μπορούσε ποτέ να ελπίσει».  Η συμπληρωματικότητα ανάμεσα στη νεανική φρεσκάδα και την εμπειρία ενός «πετυχημένου» μεσήλικα αποδίδεται με πολύ εσωτερικό τρόπο και πείθει για την αυθεντικότητά της. Δημιουργούν μαζί, επιδίδονται σε «ασκήσεις ύφους»  (αλλιώς: λεκτικό πινγκ πονγκ) και, κυρίως θέλουν να γνωρίσουν ο ένας τον άλλον σε βάθος (ήθελε να μάθει όσο το δυνατόν περισσότερα πράγματα για μένα κι εγώ γι αυτή. Κάναμε σαν πρωτόβγαλτοι που χαίρονταν με το παραμικρό. Της εκμυστηρεύτηκα μυστικά και φοβίες μου, ακόμα κι όσα είχαν συμβεί με τη Λώρα, κάτι που λίγους μήνες νωρίτερα φάνταζε απίθανο).  Κι αυτό το άνοιγμα ψυχής, διακριτικό στοιχείο της ερωτικής βαθιάς σχέσης, δίνει και τη δύναμη στον ήρωα να κάνει μια γενναία βουτιά στο παρελθόν, στη σχέση του με τον πατέρα του.
 Αυτή την εσωτερική «περιπέτεια»  τη βλέπουμε στο β΄και γ΄μέρος. Το δεύτερο μέρος μάλιστα δίνει και τον τίτλο στο βιβλίο του μυθιστορηματικού συγγραφέα, που μέσα σ’ ένα κλίμα ευφορίας άρχισε πάλι να γράφει.
«Σημειώσεις για τη ζωή μου»
Γεννιέται στην Κολούμπια του 1958 και μεγαλώνει χωρίς τρανταχτά γεγονότα, έχοντας ως διέξοδο στη βραδυγλωσσία του τις μιμήσεις, το χιούμορ, τη σταντ απ κόμεντι και τις «συναρπαστικές ανατροπές» στις αφηγήσεις του σαγηνευτικού Ιρλανδού παππού (άκουγα αποσβολωμένος όσα εξιστορούσε ο παππούς, καθισμένος στην κόγχη του παιδικού μου κρεβατιού. Με αφορούσαν προσωπικά, δεν ήταν μόνο λεπτομέρειες ιστορικής σημασίας). Ο τρόπος με τον οποίο ο ίδιος περιγράφει την αμηχανία και τα συναισθήματα γενικά του παιδιού που κολλάει η γλώσσα του και μένει αβοήθητος χωρίς να μπορεί να αρθρώσει κουβέντα (στο σχολείο, στα κορίτσια, στον πατέρα), είναι συναρπαστικός και δεν κρύβει αισθήματα αυτολύπησης, εφόσον από πολύ μικρή ηλικία έχει βρει τον τρόπο να καλύπτει το χαμένο έδαφος: το χιούμορ, τις αστείες ιστορίες στις οποίες είναι ασυναγώνιστος. Σπαρταριστά επεισόδια (όπως ότι είδε τους γονείς του να κάνουν σεξ, ή η γροθιά στη μύτη στο σχολείο) διαδέχονται το ένα το άλλο και χτίζουν μια προσωπικότητα αυτοδύναμη, με αυτοπεποίθηση και καλλιτεχνικές ανησυχίες. Οπωσδήποτε χτίζει έναν χαρακτήρα αντισυμβατικό, σε σχέση με τον αδερφό του Αντρέι που είναι το «καλό παιδί της οικογένειας», ενώ ο μεν πατέρας είναι παρών-απών και η μάνα όταν οι καταστάσεις δυσκόλευαν απέφευγε να πάρει θέση κι αποσυρόταν αμίλητη στον εαυτό της πιστεύοντας ότι τα πράγματα με κάποιο τρόπο θα διορθώνονταν» (πολύ εύκολα μπορούσε κάποιος να την κατηγορήσει για ψυχρότητα, αν δεν είχε την υπομονή να την ψυχολογήσει, να καταλάβει το κρυβόταν πίσω από την κρούστα της φαινομενικής της απάθειας και ποιες καταστάσεις την είχαν διαμορφώσει με τα χρόνια).
Η σύγκρουση με τον πατέρα δεν έχει προϊστορία, γιατί ο πατέρας δεν είναι αυταρχικός ή θυμώδης. Τον περισσότερο καιρό απουσιάζει ή αδιαφορεί. Απλώς ο γιος διαψεύδει τις προσδοκίες του, που είναι οι σπουδές στο πανεπιστήμιο (μετρημένος στα λόγια και συνήθως απών από τη ζωή μου, δεν μου είχε δώσει να καταλάβω τι περίμενε από μένα). Ο δεκαοκτάχρονος Μάικ δεν ξέρει τι θέλει να κάνει στη ζωή του, αλλά σιγά σιγά τον κερδίζει η λογοτεχνία. Η κρίση με τον πατέρα είναι έντονη (ανάμεσά μας ξέσπασε ένας πόλεμος χαρακωμάτων) αλλά πολύ σύντομη, γιατί γρήγορα ο ήρωάς μας αποφασίζει να φύγει απ’ το σπίτι και να μην ξαναγυρίσει ΠΟΤΕ.
«Η θεραπεία των αναμνήσεων»
Το μέρος αυτό του βιβλίου δεν είναι απλώς συναρπαστικό ή ενδιαφέρον, είναι αποκαλυπτικό. Γιατί, ενώ ο γιος έχει κόψει κάθε ομφάλιο λώρο, κάθε νήμα που τον συνδέει με τον πατέρα και με το παρελθόν (αρνούμενος για χρόνια ΚΑΘΕ επαφή, ακόμα κι όταν ο πατέρας παθαίνει απανωτές ανακοπές και κάποια δύσκολη επέμβαση εξανεμίζει τις πιθανότητες επανασύνδεσης), η ζωή τον προκαλεί σε τέτοιο βαθμό που όχι μόνο γνωρίζει σε βάθος τον πατέρα αλλά και τον εαυτό του. Αυτό το εσωτερικό ταξίδι είναι συγκλονιστικό, γιατί  αγγίζει το βάθος της ανθρώπινης ύπαρξης που, μέσα απ το φάσμα του θανάτου, προσπαθεί να φτάσει τα όρια της γνώσης για τον κόσμο. Κι όλες οι βαθύτερες δομές  της ανθρώπινης ύπαρξης αποκτούν υπόσταση, αποκτούν σάρκα και οστά: μνήμη, θλίψη, ενοχή, αγάπη, μοναξιά, τραγωδία της ζωής έναντι του θανάτου.
Ο ημιθανής πατέρας συνέρχεται χωρίς να συναντήσει τον άπιστο γιο, μεταμορφώνεται πάλι σε «κραταιό πατριάρχη» εξανεμίζοντας κάθε πιθανότητα συνάντησης. Όταν όμως καταρρέει πάλι, στέλνει επίμονα μηνύματα στον Μάικ να τον επισκεφτεί. Η επανασύνδεση των δύο είναι συνταρακτικά αμήχανη, αλλά μέσα απ το γλαφυρό γράψιμο του -πραγματικού- συγγραφέα Αστερίου, βιώνουμε τις αβάσταχτες λεπτομέρειες της αργής φθοράς, του σταδιακού αποχαιρετισμού του ανθρώπου που έχει χάσει κάθε ελπίδα για ζωή και του ανθρώπου που συμπαραστέκεται αδύναμος να βοηθήσει με άλλον τρόπο παρά να είναι δίπλα του. Βλέπουμε το πριν και το μετά του ύστατου αποχαιρετισμού, όπου κανένας όμως απ τους δυο δεν κάνει βήμα να ξεπεράσει τον απαγορευμένο "τοίχο". 
Μεσολαβεί μια μεγάλη επιστολή του Μάικ, επιστολή χωρίς παραλήπτη, που απευθύνεται στον νεκρό πλέον πατέρα… Θα ήθελα να την παραθέσω όλη, για να τη θυμάμαι ολόκληρη, δεν έχει βέβαια νόημα. Είναι μια εξομολόγηση από καρδιάς, που σκιαγραφεί όλη τη συναισθηματική πορεία ανάμεσα στους δυο, με κορφές την έλλειψη σωματικής και συναισθηματικής εμπλοκής, την ομοιότητα ότι στο θέμα της πατρότητας απέτυχαν κι οι δυο, αλλά αυτό που θα αντιγράψω είναι αυτό που κατά τη γνώμη μου αποτελεί και την κορύφωση:
Δεν είμαι παρορμητικός πια, κλαίω και γελάω με δυσκολία. Μπορώ να συγχωρήσω ευκολότερα, αν και αρκετοί υποστηρίζουν πως αυτό συμβαίνει, επειδή απλώς έχω αρχίσει να ξεχνώ πρόσωπα και καταστάσεις. Σε κάθε περίπτωση νομίζω πως σε έχω ήδη συγχωρέσει. Δεν είναι μόνο ότι βρίσκω ανόητη μια τόσο παλιά ιστορία ούτε επειδή έχω αποδεχτεί τα δικά μου λάθη σ’ αυτήν την υπόθεση. Απλώς κατάλαβα ότι όντως δεν είχες ιδέα τι περιμέναμε από σένα. Δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις για να παίξεις τον ρόλο του πατέρα. Δεν είχες λύσεις ούτε για τη δυσλεξία μου ούτε για τις κρίσεις υποχονδρίας ούτε σου πέρασε ποτέ απ΄ το μυαλό πως θα μπορούσες να τις έχεις προκαλέσει εσύ ο ίδιος.  
Και παρακάτω:
Κανείς δεν θα πίστευε πόσες φορές σε φαντάστηκα να ξεκαρδίζεσαι με κάποιο απ’ τα καλύτερά μου νούμερα. Οι άντρες αποζητάμε πάντοτε εκείνη τη μία και μοναδική πατρική ψήφο εμπιστοσύνης, ακόμα κι αν απολαμβάνουμε καθολική αναγνώριση.
Οι απανωτές εκπλήξεις όμως και οι ανατροπές ακολουθούν την κηδεία: ένα δέμα με μηνύματα απροσδόκητα που είχε ετοιμάσει ο πατέρας για τον «άσωτο υιό», κι ένας φίλος του πατέρα από το παρελθόν αποτελούν την αρχή του νήματος για νέες αποκαλύψεις. Ο ήρωάς μας πέφτει με τα μούτρα στην έρευνα ενός μυστηρίου με σχεδόν αστυνομική πλοκή, στην οποία έχει πολύτιμη βοηθό και την πανέξυπνη Αντιγόνη. Σ’ αυτό το μέρος του βιβλίου έχουμε την ευκαιρία να δούμε πολλές πλευρές της τότε κοινωνικής πραγματικότητας στν καλλιτεχνικό χώρο, εφόσον στην έρευνα εμπλέκονται μουσικοί και ηθοποιοί, που όπως αποδεικνύεται είχαν σχέση με τον Νίκο Μπουζιάνη. Η υποθετική επιστολή στον ανύπαρκτο πια πατέρα συνεχίζεται: ο θάνατός σου έφερε στην επιφάνεια όσα έκρυβα κάτω απ’ το χαλί, πιστεύοντας πως δεν με αφορούν ή πως τα είχα ξεπεράσει.
Η «θεραπεία των αναμνήσεων» δεν είναι, όπως θα πιστεύει αρχικά κάθε αναγνώστης, η βουτιά στο παρελθόν και η εξήγηση μιας συμπεριφοράς με βάση τα βιώματα. Πρόκειται για μια «τεχνική» που μάλλον θυμίζει τον συνειρμό του πειράματος Παβλόφ, σύμφωνα με την οποία όταν δώσεις ένα κατάλληλο ερέθισμα στον ανοϊκό, εκείνος ανασύρει από το βάθος του υποσυνείδητου εικόνες και μνήμες ακατάστατες. Αφορά τον τελευταίο κρίκο της έρευνας στην οποία επιδόθηκε με ζήλο ο ήρωάς μας, τον Ματ Φρατέλο, που ενώ κατέχει πολύτιμες πληροφορίες για τον πατέρα, πάσχει από άνοια.  Μήνες επέμενε ο Μάικ να επισκέπτεται τον Φρατέλο, περιμένοντας κάποια έκλαμψη. Μάταια.
Μα δεν είχε σημασία.
Ο ήρωάς μας γνωρίζει, καιρό μετά την τελευταία του πνοή του Νίκου Μπουζιάνη, έναν άλλον πατέρα, ή μάλλον γνωρίζει επιτέλους τον πατέρα του (ποιος θα το πίστευε ότι θα με νικούσες στο δικό μου γήπεδο;), και για να το εκφράσω καλύτερα, γνωρίζει καλύτερα τον εαυτό του:
Εκτός από μένα κανείς δεν θα καταλάβαινε καλύτερα τι πέρασες. Μπορεί να προέκρινες τον Αντρέα για συνεχιστή του μαγαζιού, μα μόνο εγώ θα μπορούσα να μπω στα δικά σου παπούτσια. Η στάση σου απέναντί μου είχε να κάνει, όπως το καταλαβαίνω τώρα με την καλλιτεχνική μου φύση και την επιθυμία που εξέφρασα να πάρω έναν δρόμο διαφορετικό. Στον νεαρό γελωτοποιό που έλεγε ανέκδοτα τραυλίζοντας, έβλεπες να βλασταίνει ο σπόρος του άλλου σου εαυτού και τρόμαξες. Η σπασμωδική προσπάθεια να με αποτρέψεις δεν έκρυβε κανένα μίσος∙ ήταν περισσότερο μια άγαρμπη κίνηση πανικού.
Χριστίνα Παπαγγελή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου