Δευτέρα, Δεκεμβρίου 02, 2019

ρηχό νερό, σκιές, Άκη Παπαντώνη


το νερό, ακόμα και το πιο ρηχό,
πάντα βρίσκει τον δρόμο προς τη θάλασσα

Πρωτότυπο και βαθιά ποιητικό, αν και κάπως δύσβατο για τον αναγνώστη στην πρώτη ανάγνωση, το μικρό σε έκταση βιβλίο του Παπαντώνη μάς οδηγεί στον συναισθηματικό κόσμο όσων έζησαν από κοντά την καταστροφή στο Τσέρνομπιλ, εφόσον οι  ήρωες κατοικούσαν στις παρυφές της βιομηχανικής αυτής περιοχής, στο Πρίπιατ[1], και πιο συγκεκριμένα στο μπλοκ της οδού Εντουζιάστιφ.
 Με κεντρικό άξονα την 26η Απριλίου 1986, την ημερομηνία δηλαδή έκρηξης του Τσέρνομπιλ, έχουμε τέσσερις ενότητες (25,26,27 και 28 Απριλίου 1986), που σε καθεμιά της παρακολουθούμε αντιστικτικά (σε 6 κεφάλαια ανά ενότητα) στοιχεία διάσπαρτα της καθημερινότητας και της ψυχολογίας των προσώπων του μυθιστορήματος. Είναι ευρηματική η δομή και εξυπηρετεί τον στόχο του συγγραφέα, που δεν είναι η ολοκληρωμένη απόδοση του ιστορικού γεγονότος και των ασύλληπτων  συνεπειών - κοινωνικοπολιτικών και περιβαλλοντικών-, όσο να εστιάσει στην ατομική πρόσληψη μιας μοναδικής ιστορικής συγκυρίας, που δεν αφορά μόνο την καταστροφή και εκκένωση της πόλης, αλλά και την καθημερινότητα σε μια πόλη που χτίστηκε για να εξυπηρετήσει ένα σταθμό πυρηνικής ενέργειας, αυτόν του Τσέρνομπιλ. Μικρά διαμερίσματα, φτωχογειτονιές, αυτοκίνητα Λάντα, ποδήλατα με σκουριασμένα πετάλια σε χωματόδρομους, μπρελόκ με το ανάγλυφο του Στάλιν και του Λένιν, άνθρωποι που κάνουν κρυφά το σταυρό τους, δίνουν πινελιές ενός ολόκληρου κόσμου μέσα στο σοβιετικό καθεστώς της περιοχής, που σήμερα ανήκει στην Ουκρανία, 100 χιλιόμετρα από το Κίεβο.
Δεν είναι εύκολο στον αναγνώστη να ξεκαθαρίσει τις συγγενικές σχέσεις, ή τις φιλικές, ακόμη και ποιος κάθε φορά «μιλάει», κι αυτός είναι ο λόγος που χαρακτήρισα το βιβλίο κάπως δύσβατο. Σε κάθε κεφάλαιο αλλάζει το πρόσωπο, χωρίς εξωτερικό στοιχείο. Ομολογώ ότι κρατούσα σημειώσεις για να συγκρατήσω τις σχέσεις μεταξύ των προσώπων, πράγμα που είναι καθοριστικής σημασίας, εφόσον σχηματίζεται ένα κοινωνικό πλέγμα. Η σύγχυση αυτή αντισταθμίζεται από το ποιητικό, κάπως ιμπρεσιονιστικό ύφος που ξεφεύγει απ' τον γειωμένο ρεαλισμό και υπαγορεύει τέτοιου είδους αφαιρέσεις.
 Βλέπουμε λοιπόν τρεις γενιές, και τέσσερις οικογένειες, των οποίων τα εγγόνια είναι η Σβέτα και ο Πιοτρ (έφηβοι), και τα αγόρια Βάνια, Βιτάλι, Πέτια, Μαξ (9-12 χρονών) που έχουν φιλικές σχέσεις και παίζουν μαζί στη γειτονιά. Υπάρχει βέβαια και η μεσαία γενιά των ενηλίκων, αλλά στη γενιά των παππούδων όμως γίνονται οι περισσότερες αναφορές, που αγγίζουν με σκληρό τρόπο τη συλλογική μνήμη του Α΄Παγκοσμίου πολέμου, ενώ η μνήμη αυτή μεταγγίζεται και στους απόγονους: ο πανταχού παρών λοχαγός Αντρέι, ο άνθρωπος τον οποίο δεν κατάφερνε να βγάλει απ’ το μυαλό της ούτε τώρα, καθώς έκανε πετάλι, λες και φορούσε διαρκώς τις ξεπατωμένες μπότες του –θέλει πολλή δύναμη για να τον ξεριζώσεις απ’ την πρώτη γραμμή της μνήμης σου.
Το παρελθόν διεισδύει μέσα από το παραλήρημα του παππού του Μαξ∙ μέσα από γράμματα ή ποιήματα που φυλάει η γιαγιά Ρεγγίνα στον κόρφο της (την ιστορία δεν την γράφουν οι μάρτυρες και οι πεσόντες, Ρεγγίνα. Τη γράφουν εκείνοι που το’ βαλαν στα πόδια, οι αόρατοι, εκείνοι που δεν τους πρόσεξε ποτέ κανείς. Τη γράφουν όσοι επέζησαν για να τη διηγηθούν/ποτέ δεν υπάρχει αρκετό σκοτάδι για να ξεφορτωθούμε το παρελθόν) μέσα από τις ερωτικές επιστολές που έστελνε ο Ντμίτρι (πατέρα του Βιτάλι) στην ερωμένη του Ιρίνα. Μέσα από φωτογραφίες (στη φωτογραφία που ο λοχαγός Αντρέι μάθαινε στον Πιοτρ πώς να ψαρεύει η Σβέτα έβλεπε ένα παιδί που τουμάθαιναν πώς να σκοτώνει∙ στον χορό του Πιοτρ με τη μητέρα της έβλεπε έναν έφηβο που βιαζόταν να δει πώς είναι μια γυναίκα γυμνή∙ στη φωτογραφία του μασκαρεμένου Πιοτρ έβλεπε ολόγυμνο τον πραγματικό του εαυτό), και μέσα από αναμνήσεις/αφηγήσεις ή από απομεινάρια μιας εποχής, όπως το ΖΙΛ-4104[2] που παραχώρησε το Κόμμα τιμητικά στον λοχαγό Αντρέι («ναπολοβίνου»), το καλογυαλισμένο περίστροφο του παππού κ.α.
Έτσι, θα συμφωνήσω με τον Χρίστο Κυθρεώτη, που στην παρουσίαση του βιβλίου στην Καθημερινή, στο άρθρο «Ασκήσεις μνήμης»  γράφει τα εξής:
Βασικός καμβάς μέσα στον οποίον πλέκει ο συγγραφέας τα νήματα του μυθιστορήματος είναι το θέμα της μνήμης, συλλογικής και ατομικής. Η προβληματική της συλλογικής μνήμης προετοιμάζεται ήδη με έναν οιονεί εξωκειμενικό τρόπο, δεδομένου ότι το πυρηνικό ατύχημα του Τσερνόμπιλ αποτελεί μια κομβική στιγμή της, ειδικά για ανθρώπους της ηλικιακής γενιάς του συγγραφέα. Μέσα στο ίδιο το κείμενο, πάντως, ως μεγάλο φάντασμα της συλλογικής μνήμης προβάλλει ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, που ρίχνει τη σκιά του στις ζωές των ηρώων του δεκάδες χρόνια μετά τη λήξη του, φωτίζοντας αυτό που ενδιαφέρει ιδιαίτερα τον Παπαντώνη: την τομή της συλλογικής μνήμης με την ατομική, τον τρόπος με τον οποίον η μεγάλη Ιστορία διαμορφώνει, παραβιάζει και ενίοτε κακοποιεί τη μικρή. Από τη συνάντηση των δύο παράγεται ένα αποτέλεσμα – κάποια πράγματα τα καταπίνει η συλλογική μνήμη, εντάσσοντάς τα στο μεγάλο, ομοιόμορφο αφήγημά της, και κάποια άλλα τα διασώζει η ατομική μνήμη, περιφρουρώντας τα έστω και ως χαλάσματα. Είναι αυτή η δεύτερη πλευρά που απασχολεί κατά βάση τον συγγραφέα: μετάλλια τιμής, φωτογραφίες, σπαράγματα ημερολογίων, φάρμακα των οποίων η ημερομηνία λήξης έχει παρέλθει εδώ και δεκαετίες, όλα αυτά μαζί συνθέτουν ένα σπαρακτικό παζλ, θυμίζοντας στον αναγνώστη πως πίσω από τη μεγάλη Ιστορία υπάρχουν πάντα οι μικρές ιστορίες, ένας πυρήνας ατομικής μνήμης που αντιστέκεται στην ομογενοποίηση, την ισοπέδωση και τη λήθη.
Η ενότητα «26 Απριλίου 1986» βρει το Πρίπιατ ερημωμένο. Οι μαρτυρίες λιγοστεύουν ή μάλλον γίνονται πιο αποσταγματικές, οι εσωτερικοί μονόλογοι πιο σημαδιακοί, κι ίσως ίσως πιο διαχρονικοί. Δεν έχουμε καμιά άμεση (πρωτοπρόσωπη) αναφορά στην καταστροφή αυτή καθαυτή, έχουμε όμως εκ βαθέων καταθέσεις ψυχής, όπως γίνεται συνήθως στις οριακές καταστάσεις: Ο Ντμίτρι, π.χ., γράφει και σβήνει επιστολές στην Ιρίνα (πες μου αλήθεια τι είναι αυτό που μας κάνει έρμαια στις προσταγές του έρωτα/ που μας κάνει να υποκύπτουμε στη βίαιη αμνησία που μας επιβάλλει ο έρωτας; (…) ποιες ερωτήσεις να κάνουμε και ποιες απαντήσεις να δώσουμε; Και σε ποιον;), ενώ κλείνει με σπαρακτικό τρόπο την επικοινωνία :
…συγνώμη για τα γράμματα των δύο τελευταίων ετών, πες πως δεν γράφτηκαν ποτέ, πες πως με κάποιον παράδοξο και ανεξιχνίαστο τρόπο χάθηκαν καθ’ οδόν για το γραμματοκιβώτιό σου, δεν έχει πια σημασία γιατί τα έγραψα, τι ήλπιζα να πετύχω ή αν τα διάβασες ποτέ, ξέχασέ τα και θα ξεχάσω κι εγώ αυτό εδώ, το τελευταίο γράμμα, εξάλλου, στα μάτια σου δεν είμαι παρά ένας δειλός, ένας άντρας με τα χείλη ραμμένα και, ακριβώς όπως ο παππούς σου κατά τη διάρκεια του πολέμου, όλα όσα κάνω είναι απλώς μια άσκηση αφωνίας (οριστικά δικός σου, με ή χωρίς φωνή,  Ντμίτρι)
Καθηλώνει η «μητρική γραμμή του Μαξίμ»,  η «γραμμή μαυροφορεμένων γυναικών που διαρκώς πενθούσαν για κάτι»: φαντάζομαι όλες αυτές τις γιαγιάδες, προγιαγιάδες, τις θείες, τις ανιψιές και τις ξαδέρφες να θηλάζουν το απόσταγμα της απώλειας από το ίδιο στήθος, να ράβονται όλες μαζί -όλες τους μια κοψιά- στην ίδια υπεραιωνόβια μοδίστρα. Γυναίκες «σκυφτές, παντρεμένες με άντρες που κρύβονται πίσω απ’ τους εαυτούς τους, απόμακρους και αμίλητους, που δεν έκαναν παρά μόνο απανωτά λάθη». Είναι η Λίλι, η μητέρα του Μαξ, που συγκλονίζουν τα στερνά της λόγια τη μέρα της καταστροφής: από πού κρατά λοιπόν η σκούφια μου εμένα; Από το ατελείωτο πένθος και το κατά συρροή λάθος; Είμαι Πόντια ή Εβραία; ΛΙθουανή ή από λάθος Ουκρανορωσίδα με τη βία; Αλλά τι σημασία έχουν τελικά όλα αυτά; Είμαι μητέρα χωρίς αριθμό διαβατηρίου, σύζυγος χωρίς όνομα, σκιά διάφανη, κορμί που δεν είναι αδιάβροχο∙ είμαι πορεία πρόχειρα σχεδιασμένη σε χαρτοπετσέτα, είμαι το χωνευτήρι των ονείρων και των τριών μας, κι έτσι από απόψε, μπροστά στο ορθάνοιχτο πια στόμα της Αποκάλυψης, θα παραμείνουν αδιήγητες οι ιστορίες μας, οι ιστορίες της πατρικής μας και της μητρικής μας γραμμής, μουγγές οι ιστορίες τόσων αποστραμμένων προσώπων.
Η Ρεγγίνα πεθαίνει (ήταν εκεί και δεν ήταν εκεί –όπου κι αν ήταν αυτό το εκεί: εκεί που δεν υπήρχαν φωνές, ο Βάνια δεν κατάφερε ποτέ να φτάσει το ποτάμι, κάποιοι φεύγουν, κάποιοι μένουν.

Η 27η και 28η Απριλίου είναι δυο σύντομες ενότητες με μικρά, κατακερματισμένα κεφάλαια, όπου ο λόγος γίνεται ασθμαίνων, εφιαλτικός, καθώς η ζωή έχει τραυματιστεί, αγγίζει τα όρια της φυγής, ή του θανάτου: ο Βιτάλι δεν τον άκουγε, γιατί τώρα είχε χάσει τη φωνή του και ο πατέρας του, ανοιγόκλεινε το στόμα, μα δεν ακουγόταν∙ τεντώθηκε να τον αγγίξει και τρομαγμένος ξύπνησε∙ η μητέρα του τού κρατούσε το ένα χέρι και η γιαγιά του το άλλο μες στις παλάμες της –ανοιγόκλειναν κι οι δυο τα στόματά τους, χωρίς όμως να ακούγονται.
Χριστίνα Παπαγγελή



[1]  Ιδρύθηκε στις 4 Φεβρουαρίου 1970, όπου αποτέλεσε την ένατη πυρηνική πόλη (ένα είδος κλειστής πόλης) στη Σοβιετική Ένωση, ώστε να εξυπηρετήσει τον κοντινό σταθμό πυρηνικής ενέργειας του Τσερνόμπιλ. Ανακηρύχθηκε επίσημα ως πόλη το 1979 και είχε αναπτυχθεί σε πληθυσμό των 49.360 μέχρι τη στιγμή που εκκενώθηκε, το απόγευμα της 27ης Απριλίου 1986, την επομένης μέρας της καταστροφής του.  Η πρόσβαση στο Πρίπιατ, σε αντίθεση με τις πόλεις στρατιωτικής σημασίας, δεν περιορίστηκε πριν από την καταστροφή, καθώς οι πυρηνικοί σταθμοί ηλεκτρικής ενέργειας θεωρήθηκαν από τη Σοβιετική Ένωση ως ασφαλέστεροι από άλλους τύπους σταθμών ηλεκτροπαραγωγής. Οι πυρηνικοί σταθμοί παραγωγής ενέργειας παρουσιάστηκαν ως επίτευγμα της σοβιετικής τεχνολογίας, όπου η πυρηνική ενέργεια χρησιμοποιήθηκε για ειρηνικά έργα. Το σύνθημα "ειρηνικό άτομο" (Ρωσικά: мирный атом), ήταν δημοφιλές εκείνη την εποχή. Το αρχικό σχέδιο περιελάμβανε την κατασκευή του εργοστάσιο μόνο 25 χιλιόμετρα (16 μίλια) από το Κίεβο, αλλά η Ουκρανική Ακαδημία Επιστημών, μεταξύ άλλων φορέων, εξέφρασε ανησυχία για το γεγονός ότι ήταν πολύ κοντά στην πόλη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου