Πολλά βιβλία έχουν γραφτεί για
τη χούντα[1], διηγήματα-νουβέλες-μυθιστορήματα
ή και αυτούσιες μαρτυρίες, αλλά ο Βασίλης Γκουρογιάννης -όπως και στο «Κόκκινο στην πράσινη γραμμή», που αναφέρεται στο κυπριακό-, προσεγγίζει το θέμα από μια
πολύ ιδιαίτερη σκοπιά. Στην «Αναψηλάφηση», χωρίς να προδίδει καθόλου το
ιστορικό πλαίσιο, αξιοποιεί το υλικό του όχι για να κάνει ιστορικό μυθιστόρημα
ή να παραθέσει συγκλονιστικά - έτσι κι αλλιώς- βιώματα, αλλά εστιάζει στη σχέση βασανισμένου και βασανιστή,
δείχνοντας δηλαδή με γλαφυρότητα, ρεαλισμό, χιούμορ και αναστοχαστική διάθεση την
βιοπολιτική εξουσία που χαρακτηρίζει τη χούντα, όπως κι όλα τα δικτατορικά
καθεστώτα. Παράλληλα, θίγει το θέμα της αυτοεξορίας και του «σοκ» του επαναπατρισμού,
που γίνεται αφορμή για την ψυχική «αναψηλάφηση»[2] (να
επισημάνω εδώ, μέσα σε παρένθεση, ότι ο τίτλος του έργου είναι πολύ εύστοχος,
γιατί σηματοδοτεί αφενός τον πολιτικό χαρακτήρα όλου του βιβλίου, αφετέρου την
ανάγκη του ήρωα να αναδιευθετήσει τα γεγονότα μέσα στη συνείδησή του).
Αυτός είναι ο νοηματικός
πυρήνας, και η βασική σύλληψη της υπόθεσης με την οποία προσεγγίζεται είναι σχετικά
απλή: ο πρωταγωνιστής συλλαμβάνεται μεν ως
αντιστασιακός μαζί με τους συμφοιτητές/τριες και συναγωνιστές/τριές του και
βασανίζεται με σκληρή φάλαγγα στη Μπουμπουλίνας, αλλά αμέσως μετά την ανάρρωσή
του στο στρατιωτικό νοσοκομείο, τοποθετείται στην ΕΑΤ/ΕΣΑ για να κάνει τη
θητεία του (όταν η χούντα μάς διέκοψε την
αναβολή σπουδών, εσένα σε έστειλαν στην ΕΣΑ, κάποιο σατανικό μυαλό το σκέφτηκε
για να σε κάψει, άλλους αλλού, τέσσερις μας έκαναν ημιονηγούς κλπ )! Κάτω δε από μυστηριώδεις συνθήκες (που ο ίδιος
δε θυμάται) αχρηστεύεται το δεξιό του χέρι. Έτσι, είναι και ήρωας και
αντι-ήρωας, δεδομένου ότι αμέσως μετά την αποστράτευσή του φεύγει για την
Ισπανία, χωρίς να δώσει σημεία ζωής ούτε στην οικογένειά του ούτε να καταθέσει
στις δίκες των χουντικών (αν και υπήρξε
ολοφάνερα θύμα βασανισμού) ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω του, για να γυρίσει μισόν
αιώνα μετά, σε μια «άλλη χώρα», που τον ξενίζει και τον απογοητεύει. Από αυτό
το χρονικό σημείο ξεκινά και η αφήγηση.
Μαθαίνουμε λοιπόν εξαρχής ότι
ο απόδημος πρωταγωνιστής μας, που έχει
σπουδάσει νεοελληνική φιλολογία, είναι διακεκριμένος ομηριστής και ιδιαίτερα ευαίσθητος στα γλωσσικά θέματα (η γλώσσα έχει αρχίσει ήδη να εκπορνεύεται), επιστρέφει στον τόπο του…
εγκλήματος, στο κτίριο δηλαδή της οδού Μεσολογγίου, όπου τον είχε συλλάβει
«τότε» η στρατιωτική αστυνομία με όλη την αντιστασιακή, φοιτητική του ομάδα
(«Ελεύθεροι αγωνιστές»). Σύντροφός του
στην επανασύνδεση αυτή ο φίλος Περικλής Πετρογιάννης, που τον προσγειώνει
ανελέητα, ενώ το κτίριο είναι τώρα οδοντιατρείο ενός άλλου συντρόφου από την πάλαι
ποτέ αντιστασιακή περίοδο.
Στην οδό Μεσολογγίου λοιπόν,
στο Περιστέρι, έγινε τότε η σύλληψη, και κει ακούστηκαν και οι δυο
«μοιραίες» φράσεις του ήρωα, αυτές που τον ξεχώρισαν απ’ όλους τους υπόλοιπους
κι έριξαν τους φακούς της ανάκρισης πάνω του. Ποιος ήταν αυτό που τόλμησε, στις
σπαραξικάρδιες παρατηρήσεις του «διαβασμένου, φιλόσοφου, πολιτειολόγου»
συνταγματάρχη της ΕΑΤ ΕΣΑ, Θεόφιλου Ζήση, που δεν έχανε ευκαιρία, με ραγισμένη
απ τη συγκίνηση φωνή, να κάνει κήρυγμα πατριδολατρείας -διανθισμένο συνήθως με
σεξουαλικά υπονοούμενα («Είστε
ακαδημαϊκοί πολίτες και οφείλετε να συναισθάνεστε τι εστί Μεσολόγγι (…) Ξέρετε πόσο αίμα χύθηκε για να γίνει το
Μεσολόγγι πινακίδα;), ποιος λοιπόν τόλμησε να αντιτάξει με σεμνή και
σταθερή φωνή: «Και μεις είμαστε απόψε
ελεύθεροι πολιορκημένοι σαν τους Μεσολογγίτες»; (η φωνή ήταν αντρική και το ηχόχρωμα δεν είχε μέσα του κάτι το ηρωικό
και προκλητικό, αλλά το χρώμα μιας κάποιας φωνής όταν κάνει ανακοινώσεις
ρουτίνας).
Η σαστιμάρα που ακολούθησε
έβγαλε στο φως των εισβολέων τον πρωταγωνιστή μας, τον τότε φοιτητή φιλολογίας
με καταγωγή από τα Γιάννενα, και αποτέλεσε βέβαια τροφή για τον φιλόσοφο-καραβανά
Θεόφιλο Ζήση. Ο διάλογος διατήρησε αυτήν την απίστευτη αντίθεση συγκινησιακού
λόγου επιθετικότητας και νηφάλιου λόγου αμυντικότητας, μέχρι που έπεσε σαν
κεραυνός εν αιθρία η δεύτερη απίστευτη φράση: «Να πείτε στον κύριο ταξίαρχο[3] ότι
χωρίς να το θέλω, κάνω εμετό όταν ακούω το όνομά του», φράση που καθόρισε
όλη την μετέπειτα πορεία και ταλαιπωρία του ήρωα. Γιατί, μην ξεχνάμε ότι σύμφωνα με μαρτυρίες από τις στρατιωτικές δίκες, το δόγμα της ΕΣΑ
ήταν "ή φίλος ή σακάτης βγαίνει όποιος έρχεται εδώ μέσα".
Όπως ακριβώς στο «Αστείο» του
Κούντερα το μοιραίο σημείωμα-αστείο
καθόρισε όλη τη ζωή του πρωταγωνιστή, έτσι και δω οι ντόμπρες μέχρι αφέλειας
απαντήσεις του ανώνυμου (μέχρι το τέλος του βιβλίου) Γιαννιώτη αντιστασιακού φοιτητή, τον ξεχώρισαν απ’ το «κοπάδι» (μάλιστα τον θεώρησαν και
«αρχηγό»), τον ακολούθησαν σαν σημάδι σε όλη του τη διαδρομή από τους χώρους
βασανισμού μέχρι το στρατιωτικό νοσοκομείο όπου έχαιρε άκρας φροντίδας. Θα
κάνει τη θητεία του στην ΕΑΤ/ΕΣΑ (εκεί θα γνωρίσει
και ως θαλαμοφύλακας τον Παναγούλη), θα φτάσει μάλιστα ως και στο Πεντάγωνο,
στη θέση του γραφέα του ταξίαρχου Ιωαννίδη, όπου τοποθετήθηκε προφανώς λόγω της
επίμαχης φράσης, προκαλώντας όλων την έκπληξη. Τότε ήταν όμως που παρέλυσε μυστηριωδώς
το χέρι του, κι έτσι απέφυγε τις μοιραίες επιπτώσεις της απόφασής του να ρίξει
στον ταξίαρχο… ποντικοφάρμακο.
Κινούμαστε λοιπόν σε δύο κυρίως
χρονικά επίπεδα, στο «τότε», δηλαδή στους πρώτους μήνες της χούντας, και στο
«σήμερα», δηλαδή στο 2017 (υπάρχει κι ένα κεφάλαιο που επιγράφεται «Γράμμος, η
πικρή ρίζα», μια υπόμνηση της διχασμένης ελληνικής κοινωνίας μετά τον εμφύλιο,
όπου αποκαλύπτεται και η διχασμένη καταγωγή του πρωταγωνιστή: ο πατέρας στον ΕΔΕΣ,
η μάνα αριστερή με αδερφό που σκοτώθηκε ως αντάρτης στα βουνά). Ο παντογνώστης
αφηγητής παρακολουθεί κατά πόδας τον ανώνυμο ήρωα, ενώ η εστίαση θα λέγαμε ότι
παρόλ' αυτά είναι εσωτερική, γιατί μαθαίνουμε και μεις οι αναγνώστες ακριβώς
αυτά που εκείνος αισθάνεται και σκέφτεται. Ταυτόχρονα όμως μεταφερόμαστε στην
εποχή αυτή με όλο το κιτς και την καραβανοφιλοσοφία της χούντας, που
εκπροσωπείται από τον μορφωμένο -σχετικά- Ζήση (κράμα Θεοφιλογιαννάκου και Χατζηζήση),
που έχει ψώνιο με τον Ηράκλειτο αλλά διανθίζει και το χειμαρρώδες κήρυγμά του
με άπειρα σεξουαλικά υπονοούμενα -κι αυτός γνώριμο στοιχείο στον μηχανισμό της βιοπολιτικής
εξουσίας. Ο λόγος του Ζήση γίνεται μέχρι και... απολαυστικός (αν δεν είχαν την κόπωση της
ταλαιπωρίας, την αγωνία του αγνώστου, την αγωνία της αγωνίας των δικών τους
ανθρώπων που δεν ήξεραν πού βρίσκονται, θα μπορούσαν και να διασκεδάσουν με όλη
αυτήν τη προφορική, άμεση λογοτεχνικότητα με την οποία ανέπτυσσαν οι ασφαλίτες
τα θέματά τους, καλύτερα κι απ΄τον Ζαν Ζενέ, καλύτερα κι από τον Μίλεςρ,
καλύτερα κι απ’ τον μαρκήσιο Ντε Σαντ).
Είναι πράγματι σπαραξικάρδιες οι σκηνές αλλά
και αφοπλιστική και η αφέλεια των ηρώων (τίποτα
δεν εξελίχθηκε ατό το βράδυ όπως τα είχαν φανταστεί, ούτε οι ΕΣΑτζήδες
περίμεναν ότι θα συλλάβουν κότες σε κοτέτσι κομμουνιστές χωρίς ένα μπαμ, ούτε
οι κομμουνιστές ότι θα συλληφθούν από τους φασίστες κατ’ αυτόν τον άδοξο τρόπο
και θα τελειώσει δια παντός η επαναστατική πορεία που ονειρεύτηκαν). Οι
γλαφυρές περιγραφές, οι συναισθηματικές διακυμάνσεις και των μεν και των δε,
και οι κωμικοτραγικές λεπτομέρειες της σκηνής στη γιάφκα (π.χ. ο ρόλος του
ραδιοφώνου, η αντιπαλότητα μεταξύ ασφαλιτών της αστυνομίας και ΕΣΑτζήδων),
κυρίως όμως τα χαρισματικά διεστραμμένα λόγια του Ζήση, μεταφέρουν στον
αναγνώστη όχι μόνο κάποια αληθοφανή γεγονότα, αλλά εισχωρούν ανατομικά στον
μηχανισμό της βιοεξουσίας. Δηλαδή της εξουσίας που δεν επιβάλλεται
μόνο με τη βία αλλά διεισδύει βαθιά στο σώμα και στην ψυχή των ανθρώπων (δεν χτυπούσαν τον ίδιο, χτυπούσαν την κοινή
λογική μέσω του δικού τους σώματος. Και γίνεται αυτό με ύφος εσωτερικό,
ρεαλιστικό και ανάλαφρο.
Ο μετέπειτα (από τους
Ισπανούς συναδέλφους του) επονομαζόμενος Θερβάντες, όμως, φαίνεται απόρθητος
από την πολιορκία των βασανιστηρίων, οπλισμένος μάλλον από κάποια αφέλεια (π.χ.
φοβόταν ότι στην έρευνα του σπιτιού του θα ανακαλύψουν ένα άσεμνο περιοδικό που
δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει στην… αδερφή του!). Αντέχει την φάλαγγα κλίνοντας
το ρήμα «ειμί» (φρόντιζε να νανουρίζεται
με αυτό το νοερό, μονότονο μπεγλέρι μέχρι να έρθει η ευλογημένη στιγμή της
λιποθυμίας), κι η έγνοια του είναι να μη φανεί δειλός, να περάσει με
αξιοπρέπεια ό, τι περνάνε όλοι (αν
περνούσε καλά αυτό θα τον τρέλαινε περισσότερο). Κάποια στιγμή όμως
συνειδητοποιεί ότι ούτε η προστασία του σώματος ούτε της ανθρώπινης
αξιοπρέπειας έχουν τόση σημασία όση η αγωνία για την τύχη της κοινής λογικής: Βεβαιώθηκε ότι σκοπός τους είναι η
συντριβή της κοινής λογικής. Αν αυτή καταρρεύσει, είναι σα να πέφτει μια βαριά
στέγη σπιτιού και ό, τι υπάρχει μέσα σε αυτό σε καταπλακώνει και το διαλύει/είχε
πίσω του μια μηχανή βασανισμού ή φροντίδας που ούτε να της ζητήσει κάτι
μπορούσε, ούτε να της διαμαρτυρηθεί, ή να της υπερηφανευτεί για την ανδρεία του
– τι να πει στη μπουλντόζα, εσύ με πατάς αλλά εγώ σου αντιστέκομαι γενναία!
Ήταν μάταιο να αγωνιστεί.
Ο μετέπειτα Θερβάντες βγαίνει
«ήρωας αλλά νικημένος» από την περίοδο αυτή και όσο περνούν τα χρόνια το
καταλαβαίνει περισσότερο. Άλλωστε, γενικότερα λιποτάκτησε από την ιστορία,
αρνούμενος να έρθει, όχι μόνο στις δίκες της χούντας, όπου θα μπορούσε να
στηρίξει την αντιδικτατορική του δράση και να στηρίξει την οικογένεια, αλλά
ούτε και στις κηδείες των γονιών του (δεν
ήξερε πώς μπορούν να συμπεριφερθούν οι συγκεκριμένοι νεκροί, διότι ακόμη ήταν
άταφοι μέσα του). Και ιδιαίτερα τις μέρες που βρίσκεται ξανά στην Αθήνα, 50
χρόνια μετά, δε νιώθει καθόλου ήρωας (κάποτε
έγινε κάτι άλλο, τότε που έγινε πίθηκος για να γλυτώσει). Δυσκολεύεται να
προσαρμοστεί γλωσσικά ακόμα και στην προφορά (-Πες μαλάκας. -Μαλάχαθ), ενώ η νεοελληνική παιδεία του τον ωθεί σ’
ένα γλωσσαμυντορισμό κάπως παρωχημένο αλλά δικαιολογημένο από την απουσία τόσων
χρόνων, κι από τις σπουδές του (έχουμε σε εκτεταμένο βαθμό αρκετές γνώριμες απόψεις ότι η «γλώσσα καταστρέφεται",
με διάφορων ειδών συλλογισμούς και καθημερινά παραδείγματα). Όμως εντέλει, όπως ο
ίδιος επισημαίνει και μάλιστα γραπτώς, δεν
υπάρχουν χυδαίες λέξεις αλλά χυδαίοι άνθρωποι∙ οι χυδαίοι άνθρωποι, όποιες λέξεις και να χρησιμοποιήσουν, ακόμα
και τις πιο ιερές, αυτομάτως τις εκχυδαΐζουν.
Πέρα όμως από τη «γλωσσική
φτώχεια» που διαπιστώνει, βρίσκει μια Ελλάδα εξαθλιωμένη απ’ τα μνημόνια: έχει ερωτικό μίσος για την Ελλάδα, αλλά όσο
μπορεί το προφυλάσσει να παραμένει αγανάκτηση και μίσος, να μην του ξεφύγει και
γίνει σιχασιά. Η σιχασιά δε μαζεύεται,
είναι τελειωμένη υπόθεση, δεν έχει επιστροφή, ενώ το μίσος και η αγανάκτηση
κάποιες φορές ενδέχεται να μεταλλαχθούν και να γίνουν συμπάθεια ή και κάτι πολύ
περισσότερο. Ο πάλαι ποτέ σύντροφος στην αντίσταση και τώρα βολεμένος
οδοντίατρος τον προσγειώνει ανώμαλα στο σήμερα, όπου πίσω απ’ τις «επαναστατικές
προσωπίδες» οι περισσότεροι κατάντησαν «καρναβάλια και κοτούλες», αυτοί που σκότωναν τους εχθρούς του λαού
σκοτώνονται τώρα μεταξύ τους (και για
τούτα τα νέα επαναστατημένα παιδιά, τι να πεις; (…) εμάς μας ξέσκισαν οι
φασίστες για να έχουν αυτά τα μαλακισμένα πανεπιστημιακό άσυλο και να χτίζουν
τους πρυτάνεις στα γραφεία κλπ κλπ). Όμως ο γιατρός τού αποκαλύπτει και τι
έγινε «εκείνο το βράδυ στης Μπουμπουλίνας», από το οποίο ο ήρωάς μα δεν θυμάται
πολλά πράγματα ( του λέει μάλιστα "εκεί θα σε κατατάσσαμε
και σένα αν δεν βλέπαμε με τα μάτια μας τι έπαθες").
Η «αναψηλάφηση» λοιπόν (τίτλος και
ομώνυμου κεφαλαίου- κάθαρσης) είναι απαραίτητη διαδικασία για να αποτιμήσει και
να βάλει σε κάποια θέση όλες αυτές τις
-ψυχικές- κυρίως εκκρεμότητες. Στις τελευταίες 150 περίπου σελίδες, ο «έντρομος σημερινός Έλληνας» (όπως
υπογράφει ο ίδιος την επιστολή προς τον διευθυντή του στην Ισπανία) κλείνει
σιγά σιγά όλα τα κεφάλαια που είχε αφήσει «ανοιχτά» πίσω (φωτογραφίες, σχέση με
γονείς, σχέσεις με ΚΚΕ, με παλιό σπίτι, αδερφή, βαλίτσα με προσωπικά αντικείμενα κλπ).
Μέσα στη γενικότερη σύγχυση όμως, θεωρώ ότι
σημαντικότερο θέμα που θίγεται είναι η σχέση βασανιστή-με-βασανισμένο, μια
σχέση πολλές φορές διολισθαίνει (βλ. σύνδρομο
της Στοκχόλμης)[4]. Δεν
έχουμε βέβαια εδώ αισθήματα συμπάθειας του βασανιζόμενου προς τον βασανιστή,
αλλά μάλλον το αντίθετο, μια εμπάθεια που φτάνει στα όρια της αδυναμίας, που εκδηλώνεται από τον Ζήση προς τον ήρωά μας. Τον ξανασυναντάει λοιπόν, «τυχαία», σ’ αυτήν την σύντομη
διαμονή του στην Αθήνα μετά 50 χρόνια, γέρο αδύναμο, κουρελή και αγνώριστο, τον αναγνωρίζει όμως με
αλάθητο κριτήριο, και του γίνεται έμμονη η ιδέα της κάθαρσης (το σώμα δεν κάνει τα μοιραία λάθη του
μυαλού. Ήξερε την οσμή του, εφόσον παρά τη θέλησή του τον συναναστράφηκε κάποιο
διάστημα, σε σχέση αξιωματικού με στρατιώτη, φιλόλογου με αυτοδίδακτο φιλόσοφο).
Αναγνωρίζει άλλωστε και τον πάντα παραληρηματικό του λόγο, όταν πυροδοτήθηκε πάλι η κουβέντα για την Ελλάδα
και τη μοίρα της (εδώ εξερράγη βόθρος,
ένας τεράστιος βόθρος η Ελλάς, πενήντα χρόνια μαζεύει σκατό χωρίς βιολογικό
καθαρισμό και ήρθε και έσκασε, επόμενο).
Χρόνια μετά τη δικτατορία της
Ελλάδας και της Ισπανίας, βασανισμένοι και βασανιστές συμμετείχαν σε μια κοινή
συνέντευξη, στο πλαίσιο μιας έρευνας της ισπανικής εφημερίδας ότι πολλοί
διαβόητοι βασανιστές αλλά και βασανισμένοι κατέφυγαν στην Ισπανία (το ζωολογικό παράδοξο πώς αρνιά και λύκοι
ζητούν ασφαλές καταφύγιο στο ίδιο μαντρί). Όλοι δήλωναν βασανισμένοι! Χωρίς
συναίσθηση του κακού που προξένησαν(και να τους βασάνιζε κανείς, και να
εκτελούσε αιμοβόρα σαρκοφάγα, αυτά πεθαίνοντας θα αναρωτιόνταν, μα τι έχουμε
κάνει και μας σκοτώνουν; )
Θολωμένος ο ήρωας από την επανεμφάνιση του τρελαμένου
πια βασανιστή στη ζωή του, θολωμένος κι απ την ανισότητα στον πόνο και στη
μεταχείριση, απ’ τη μνήμη που άλλα τα σβήνει κι άλλα τα ισοπεδώνει, προχωρά στη δική του προσωπική, ιδιωτική και
μάταιη κάθαρση, με τα δικά του μέσα, νιώθοντας
εδώ παρών, μια ασήμαντη ψηφίδα που συγκροτεί το
ψηφιδωτό του βασανιστή και του βασανισμένου Κανένα μαζί με τις αμέτρητες άλλες
ψηφίδες εχθρών, φίλων, συντρόφων, συγγενών, γονέων.
Μέσα σε αυτούς
και η δική του μορφή,
όλοι μαζί σε μια φωτογραφία selfie.
όλοι μαζί σε μια φωτογραφία selfie.
Χριστίνα Παπαγγελή
[1] Περικλή
Κοροβέση "Ανθρωποφύλακες", Άρη Φιορέτου "Μαίρη", Πέπη Ρηγοπούλου "Θάλαμος ανανήψεως"κ.α.
[2] Ο όρος
είναι δικανικός που αφορά συνήθως τις πολιτικές δίκες και σημαίνει «η εκ
νέου εξέταση μιας δικαστικής υπόθεσης που είχε θεωρηθεί ότι
είχε τελεσιδικήσει» https://xkarampagias.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=2346:2017-11-08-15-36-50&catid=65:2013-01-23-11-51-20&Itemid=209
[3] Τον Δημ.
Ιωαννίδη
[4] Το σύνδρομο
της Στοκχόλμης είναι ένα ψυχολογικό φαινόμενο κατά το οποίο όμηροι
εκφράζουν συμπάθεια και συμπόνοια και έχουν θετικά
συναισθήματα προς τους απαγωγείς τους, μερικές φορές σε σημείο που να
υπερασπίζονται και ταυτίζονται με τους απαγωγείς. Αυτά τα συναισθήματα γενικά
θεωρούνται παράλογα υπό το πρίσμα του κινδύνου ή ρίσκου που υπέστησαν τα θύματα,
τα οποία θεωρούν ουσιαστικά, την έλλειψη κακοποίησης από τους απαγωγείς ως μια
πράξη καλοσύνης.Το Σύστημα Βάσεων Δεδομένων Ομήρων του FBI δείχνει ότι
περίπου 8 τοις εκατό των θυμάτων παρουσιάζουν ενδείξεις συνδρόμου της
Στοκχόλμης.
Γεια σου Άνχελ. Ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια...
ΑπάντησηΔιαγραφήΘα ξεκινήσω απ το τέλος... Δεν είμαι σίγουρη, αλλά όσοι συμμετείχαν στον ισπανικό εμφύλιο με τους Δημοκρατικούς, αυτοπροσδιορίζονταν ως αναρχικοί (με την αρχική σημασία, καμία σχέση με τρομοκρατική βία κλπ), γιατί δεν ήταν όλοι του ορθόδοξου κομμουνισμού.
Όχι, Δεν τον βρήκα αντιπαθή τον ήρωα, ολίγον ευνουχισμένο συναισθηματικά, αλλά λογικό με όσα πέρασε. Φυσικά και δεν συμφωνώ με τις γλωσσαμυντορικές απόψεις ούτε με τη μιζέρια για τη σύγχρονη Ελλάδα, αλλά κι αυτά συνάδουν με τον χαρακτήρα κάποιου που αυτοεξορίστηκε και ζει χρόνια μακριά.
Για την προφορά των Ισπανών δεν έχω άποψη, ξέρω όμως ότι το σίγμα το προφέρουν θητα
Είχαμε την ευκαιρία να γνωρίσουμε και να μιλήσουμε από κοντά με τον συγγραφέα, και κάθε άλλο παρά "ίσες " αποστάσεις ήθελε να έχει με βασανισμένους και βασανισθέντες. Αντίθετα, είχε την πρόθεση να διεισδύσει βαθιά στην "ανατομία" του φαινομένου, γιατί ως γνωστόν, κατανοείς βαθύτερα ένα φαινόμενο (εδώ την "χουντική ιδεολογία") όταν την εξετάζεις "από μέσα"
Χριστίνα
ΑπάντησηΔιαγραφήAwesome article! Thank you for this article.