Όλα ασήμαντα μπροστά στην αποφασισμένη
σκληρότητα της θάλασσας
Τις διαταραγμένες
οικογενειακές σχέσεις ανάμεσα σε τέσσερα πρόσωπα από τρεις διαφορετικές γενιές
(γιαγιά, μητέρα, κόρη, γιος), με πρωταγωνίστρια την κόρη, την Έλεν (μητέρα κι
αυτή δυο παιδιών) διερευνά το μυθιστόρημα αυτό∙ σχέσεις αγκυλωμένες που
ωριμάζουν και εξελίσσονται κάτω από την πίεση νέων γεγονότων. Με αφορμή τη
μοιραία ασθένεια (AIDS) του Ντέκλαν, του αδερφού της
Έλεν, που βρίσκεται στα τελευταία στάδια, τα 4 πρόσωπα του δράματος
ξανασυναντιούνται στο Κους της Ιρλανδίας και οι παλιές αντιθέσεις βγαίνουν στην
επιφάνεια κάτω από διαφορετικό φως.
Το διάβασα ευχάριστα, αλλά
δεν μπορώ να πω ότι ξετρελάθηκα ή συγκινήθηκα (αν και υπάρχουν πολύ δυνατά
σημεία, εφόσον ουσιαστικά θίγονται υπαρξιακά θέματα). Ίσως δεν μπόρεσα να
ταυτιστώ γιατί είναι τόσο διαφορετική η κουλτούρα που περιγράφει ο Ιρλανδός
συγγραφέας (που θυμίζει αμερικάνικη), τόσο ξένη σε μας, ώστε αφήνει πολλά
ερωτηματικά/κενά και μοιάζει επίπλαστη. Δεν μπορώ εύκολα να φανταστώ π.χ. μάνα που
να αφήνει τα παιδιά της στη γιαγιά πολλούς μήνες όσο ο πατέρας τους είναι
άρρωστος χωρίς να δίνει σημεία ζωής, να πεθαίνει ο πατέρας και να μην φροντίζει
ώστε να τα δει και να τον δουν, ακόμη είναι πολύ ξένο σαν νοοτροπία η ίδια αυτή
μητέρα να μην αναρωτιέται χρόνια τι κάνει η κόρη της, ή πώς είναι τα εγγόνια
της. Και να πουλάει το πατρικό σπίτι χωρίς να ειδοποιήσει κανέναν. Ο δε
μέγιστον, είναι πολύ ξένο σα νοοτροπία να πεθαίνει το παιδί σου και το πρώτο
πράγμα που θα σκεφτείς να είναι ότι δεν σου έχει πει ότι έχει AIDS, κι ότι είναι ομοφυλόφιλος.
Βέβαια, αυτό είναι και το
θέμα του βιβλίου, ποιες δηλαδή ψυχολογικές συνθήκες οδήγησαν τις τρεις γυναίκες
σ’ αυτήν την εξεζητημένη κατάσταση: η γιαγιά να έχει μαλώσει με την κόρη της
και να μη βλέπονται, η κόρη (δηλαδή η μητέρα της Έλεν) να ζει απομονωμένη σ’
έναν πύργο με παρηγοριά την δουλειά της και να μην έχει δει ποτέ ουσιαστικά
γαμπρό και εγγόνια, ο Ντέκλαν να είναι εξαφανισμένος χρόνια. Δεν είναι
συμπαθητικές οι γυναίκες του βιβλίου, ακόμα και η Έλεν είναι σπαστικιά, όχι όμως
τόσο όσο η μάνα της (που δε χάνει ευκαιρία να λέει λόγια που πληγώνουν, ειδικά
στην αρχή). Και φυσικά υπάρχει θυμός, υπάρχουν απωθημένα, υπάρχει το αμετάκλητο
παρελθόν που αλυσοδένει τα συναισθήματα (η
μητέρα μου μου έμαθε να μην έχω εμπιστοσύνη στην αγάπη κανενός, γιατί εκείνη
ήταν ανά πάσα στιγμή έτοιμη να αποσύρει τη δική της. Είχα συνδέσει την αγάπη με
την απώλεια, ναι, έτσι κριβώς όπως σου το λέω). Από την άλλη όμως, εξομολογείται
η Έλεν «με συνθλίβουν η επιθυμία μου να
τα βρω μαζί τους και η άλλη, να φύγω όσο μακριά τους μπορώ».
Ο θάνατος που επέρχεται, η αναγγελία
του επικείμενου θανάτου και μάλιστα από Aids (δευτερευόντως και η αντιμετώπιση της ομοφυλοφιλίας)
είναι δύσκολα θέματα που κατά τη γνώμη μου χειρίζεται επιδέξια ο συγγραφέας. Το
βιβλίο είναι πολύ ενδιαφέρον επομένως από ψυχολογική άποψη, εφόσον η έκτακτη
περίσταση στην οποία βρίσκονται όλοι προ του τέλους του Ντέκλαν δρα καταλυτικά
στην επίλυση των προβλημάτων ή, έστω, στη φανέρωση των αληθινών συναισθημάτων. Καταλυτικά
λειτουργεί και η παρουσία των δυο επιστήθιων φίλων του Ντέκλαν, του Πολ και του
Λάρι, που του συμπαραστέκονται με πολλή φροντίδα και διακριτικότητα, με τη ζεστασιά
που δεν είχε ποτέ από κανένα μέλος της οικογένειας (ούτε από την Έλεν, φυσικά).
Και οι δυο είναι ομοφυλόφιλοι, και ο συγγραφέας μας δίνει την ευκαιρία να
μάθουμε τις προσωπικές τους δυσκολίες να ζήσουν ελεύθερα τον έρωτα όπως τον
επιλέγουν οι ίδιοι.
Καθώς προχωρούν οι μέρες (και
οι σελίδες), καθώς ο Ντέκλαν οδεύει προς το τέλος, οι αιχμές σβήνουν, οι γωνίες
στρογγυλεύουν και η θλίψη πέφτει σαν ιερή καταχνιά φέρνοντας γνώση/αυτογνωσία κι επίγνωση
του θανάτου του αγαπημένου προσώπου.
Χριστίνα Παπαγγελή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου