Κυριακή, Οκτωβρίου 15, 2017

Όλες οι ψυχές, Χαβιέ Μαρίας

Δεν νομίζω πως είναι τυχαίο, ότι ενώ το βιβλίο το διάβασα μόλις πριν δυο χρόνια ακριβώς (Οκτώβριο του 2015), όταν το πήρα τώρα στα χέρια μου για να γράψω την ανάρτηση, δεν θυμόμουνα… σχεδόν τίποτα! Έτσι, το ξαναδιάβασα, και μάλιστα με ενδιαφέρον, εφόσον πάντα ο Μαρίας είναι ελκυστικός. Ωστόσο, γρήγορα κατάλαβα γιατί συνέβη αυτό:  ουσιαστικά, δεν υπάρχει πλοκή, για την ακρίβεια είναι απειροελάχιστη, ενώ ανακυκλώνονται με διαφορετικό τρόπο τα θέματα που πάντα απασχολούν τον Μαρίας, η μνήμη/αφήγηση, ο έρωτας, η αρρώστια, ο θάνατος.
Ο κεντρικός ήρωας, ένας νεαρός Ισπανός (δεν αναφέρεται το όνομά του, δεν ξέρω αν σκόπιμα παραμένει ανώνυμος) ξεδιπλώνει -ευτυχώς σε πρώτο ενικό- με πολύ λεπτομερειακό τρόπο τα βιώματά του στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης στα δύο χρόνια που ήταν εκεί ως προσωρινός διδάσκων (υφηγητής;) με αντικείμενο την ισπανική λογοτεχνία. Οι εμπειρίες του απ΄ τον βρετανικό τρόπο ζωής συμπλέκονται με  τα συναισθήματά του απέναντι στην Κλερ, παντρεμένη με την οποία σχετίζεται, καθώς και με τις προσωπικές του περιπλανήσεις στο χώρο των παλαιοβιλιοπωλείων και των σπάνιων εκδόσεων, που τις περιγράφει σχολαστικά. Ο τίτλος του βιβλίου (Όλες οι ψυχές) παραπέμπει στο Κολλέγιο όπου δουλεύει η Κλερ, αν και θα μπορούσε κάποιος να πει ότι κεντρικός πυρήνας τη αφήγησης είναι ο ψυχισμός των τριών βασικών προσώπων με τα οποία δέθηκε ο ήρωας (> όλες οι ψυχές που με άγγιξαν).
Για τον νεαρό Ισπανό, ο κλειστός κόσμος της Οξφόρδης σε σχέση με τον κόσμο της Μαδρίτης  είναι εκτός χώρου και εκτός χρόνου, γι αυτό και ο ίδιος νιώθει βασικά σαν «να έχει μεταφερθεί σ’ ένα άλλο στοιχείο, όπως ας πούμε στο νερό», ενώ όσοι ζούσαν σ’ αυτόν ήταν ή διαταραγμένοι ή τύποι της περιπέτειας. Πέρα όμως από το κοινωνικό πλαίσιο που είναι ενδιαφέρον, ο ήρωας είναι συμπαθητικός, αγαπητός στον αναγνώστη,  είναι προσεκτικός και ευφυής παρατηρητής, ειλικρινής στις εξομολογήσεις και τα παθήματά του, και δεν είναι τυχαίο που αγαπά τη λογοτεχνία και τη διδάσκει (αυτό που λένε «βλέπει τη ζωή σαν μυθιστόρημα»).
Η περιγραφή δεν είναι γραμμική, αλλά αποτελεί εκ των υστέρων αφήγηση του ήρωα, ο οποίος συνθέτει, προοικονομεί, γενικεύει και αναλύει όπως γίνεται συνήθως στην προφορική εξιστόρηση όταν αναστοχάζεσαι και ανασυνθέτεις τα γεγονότα (αν και είναι γνωστό ότι αυτός που μιλάει, δεν είναι πάντοτε ο ίδιος μ’ αυτόν που βρισκόταν εκεί). Η εξομολόγηση αυτή είναι έξυπνη, διανθισμένη με σπαρταριστά επεισόδια, όπως αυθαίρετες ερμηνείες που δίνει στις εξεζητημένες ερωτήσεις των σπουδαστών του και τις παρετυμολογήσεις των λέξεων, για να καταλήξει στο αμίμητο «όταν η πραγματική γνώση καταντάει αδιάφορη, τότε μπορεί και να επινοηθεί»! Είναι όμως τόσο υπεραναλυτική, που πράγματι θυμίζει τον Προυστ[1] όπως επισημαίνεται και στο οπισθόφυλλο. Έτσι και δω π.χ., γίνεται  εκτεταμένη αναφορά στον…. σκουπιδοτενεκέ ενός εργένη (!) ή επί 22 σελίδες ο αφηγητής περιγράφει το καθιερωμένο εθιμοτυπικό δείπνο (ένα από κείνα τα μεγαλεπήβολα δείπνα που εκεί ονομάζονται high tables) που γινόταν μία φορά τη βδομάδα στην Οξφόρδη (όπως και στο Κέμπριτζ), στο οποίο μάλιστα γνώρισε την Κλερ. Η τυπικότητα των δείπνων αυτών στην κατεξοχήν χώρα της τυπικότητας  είναι άνευ προηγουμένου, και ο αναγνώστης μόνο και μόνο γι’ αυτό το λόγο, παρακολουθεί με περίσσιο ενδιαφέρον την οπτική ενός παρατηρητή άλλης κουλτούρας (που ομολογουμένως βλέπει το όλο θέμα με άκρα ειρωνεία). Όλα είναι ρυθμισμένα μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια, (μέλη της Συγκλήτου με τήβεννο, συγκεκριμένες θέσεις με ιεραρχική προτεραιότητα, συγκεκριμένα λεπτά που μιλάς με τον δεξιό παρακαθήμενο, συγκεκριμένος χρόνος που μιλάς με τον αριστερό, συγκεκριμένα λεπτά για το πρώτο πιάτο, το δεύτερο πιάτο κ.ο.κ.) ενώ βλέμματα ζήλειας διασταυρώνονται ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες ή γυναίκες και άντρες προοιωνίζοντας θυελλώδεις σκηνές.
Δε νομίζω ότι χρειάζεται να τονίσουμε ότι η ματιά ενός Ισπανού στην Αγγλία, και ιδιαίτερα στον ψυχαναγκαστικό, κλειστό πανεπιστημιακό κόσμο  της Οξφόρδης  ταυτίζεται με αυτά που θα έβλεπε ένας Έλληνας, εν πάση περιπτώσει με μεσογειακό ταμπεραμέντο παρατηρητής. Έτσι, νιώθουμε οικεία όταν ο ήρωας αναφέρεται στο ψυχρό φως της βόρειας χώρας, που δεν παίρνει άλλες αποχρώσεις όλο το απόγευμα, αντίθετα ο ήλιος δύει ξαφνικά, σαν να υπάρχει ένας διακόπτης. Η σκιαγράφηση διάφορων απίθανων τύπων καθηγητή (μεταξύ αυτών ένας πρώην κατάσκοπος στη Μ15, την περίφημη Βρετανική Μυστική Υπηρεσία, γνωστή για τις σχέσεις της με τους πανεπιστημιακούς κύκλους, και κάποιος πρώην ανακριτής Σοβιετικών που ζητούσαν άσυλο στη διάρκεια του Ψυχρού πολέμου!) ή διαφόρων ανεκδιήγητων «μυστικών» εταιριών είναι τόσο έξω απ΄ το δικό μας πνεύμα και τόσο… βρετανικά, ενώ ο Ισπανός νεαρός τα περιγράφει όλα αυτά σχεδόν ξεκαρδιστικά.  Προσωπικά, παρακολούθησα με ειδικό ενδιαφέρον την εργασιακή σχέση των καθηγητών των ιδιωτικών αυτών μη κερδοσκοπικών[2] πανεπιστημίων, οι οποίοι ζουν ουσιαστικά σε μια κλειστή γυάλα με τιμές και δόξα, κι όταν συνταξιοδοτούνται επιβιώνουν με τρεις κι εξήντα.
Ο αφηγητής, απ΄ την  πρώτη κιόλας σελίδα  έχει περιορίσει το ενδιαφέρον του σε τρία πρόσωπα που γνώρισε στη σύντομη αυτή περίοδο, για τα οποία μιλάει διεξοδικά και ψυχογραφεί με πολλή διεισδυτικότητα. Τώρα που μας αφηγείται, οι δυο έχουν πεθάνει (ίσως περίμεναν να φτάσω και να εξαντλήσω το χρόνο μου εκεί για να μου δώσουν την ευκαιρία να τους γνωρίσω και να μπορώ να μιλάω γι’ αυτούς). Ο ένας ήταν βαριά άρρωστος πριν ακόμα φύγει ο ήρωας από την Οξφόρδη, δίνοντάς του το έναυσμα να στοχαστεί πολύ σχετικά με την αρρώστια και τον θάνατο (σε ποιον ανήκει η θέληση του αρρώστου; Στον άρρωστο ή στην αρρώστια; Όταν κάποιος είναι άρρωστος, όπως κι όταν είναι γέρος ή διαταραγμένος, τα πράγματα γίνονται εξίσου και με τη δική του θέληση και με τη θέληση των άλλων. Αυτό που δεν ξέρουμε πάντα είναι σε ποιον ανήκει εκείνο το μέρος της θέλησης που πια δεν είναι δική μας).

 Η μοιχεία απαιτεί πολλή προσπάθεια
… να μη διαρκούμε πολύ, να μην επιμένουμε, να μην παραμένουμε,
γιατί αν διαρκέσουμε λίγο παραπάνω απ΄ όσο χρειάζεται, τότε πάει και η χάρη
κι αρχίζουν τα μαρτύρια κι εκτυλίσσονται οι τραγωδίες.
Τραγωδίες ανόητες, τραγωδίες αναπόφευκτες, τραγωδίες αναμενόμενες

Το τρίτο πρόσωπο, και το πιο ενδιαφέρον, είναι η ατίθαση-απρόβλεπτη Κλερ (όλα σ’ αυτήν ήταν κάπως πληθωρικά, υπερβολικά, μιας κι ήταν ένα πλάσμα νευρώδες, κι από κείνα που δεν τα φθείρει εύκολα ο χρόνος, και για τα οποία η ίδια η αντίληψη του χρόνου και το πέρασμά του είναι μια προσβολή, μας και χρειάζονται ολόκληρη την αιωνιότητα για το καθετί). Ακόμα όμως πιο συναρπαστική είναι η σχέση του αφηγητή με την Κλερ, για την ακρίβεια η καταγραφή κάθε μικρού/μεγάλου άγχους, κάθε προσμονής, κάθε διάψευσης του θερμόαιμου μεσογειακού  ήρωα με την πιο χαλαρή και ρεαλίστρια Κλερ (π.χ.  ήμουν εγώ αυτός που έπρεπε να βάλω το ξυπνητήρι ή να κοιτάξει το ρολόι στο κομοδίνο/ήμουν εγώ αυτός που έπρεπε να δω αν είχαν σβήσει τα σημάδια της απόλαυσης να προσέξω αν είχε απαλειφθεί από το πρόσωπό της η ιδιόμορφη αιωνιότητά της που είχε ξεκινήσει και κρατήσει όσο ήταν συντροφιά μαζί μου, και να προσέξω ακόμα μήπως ήταν το πρόσωπό της τα μάτια της ξαναμμένο και τα μάτια της θολά).  Στις προσπάθειες και το άγχος του εραστή της να βρουν δικαιολογίες για να δικαιολογηθούν στον άντρα της, απαντά με μεγαλείο: είσαι ηλίθιος. Ευτυχώς που δεν είσαι εσύ ο άντρας μου.(…) Αν ήσουν ο Τεντ δεν θα μου έκανες αυτές τις ερωτήσεις, γιατί θα ήξερες ότι θα μπορούσα να στις απαντήσω ή και να μη στις απαντήσω∙ κάτι που είναι το ίδιο, γιατί αυτό που ζητά κανείς απ’ τον άνθρωπό του είναι η γαλήνη όσο μοιράζεται μαζί του την καθημερινή ζωή κλπ κλπ.
Εξίσου πραγματίστρια είναι η Κλερ και λίγο πριν λήξει η θητεία των δυο χρόνων του καθηγητή μας. Ενώ εκείνος είναι διαλυμένος και έτοιμος να παρατήσει όλα τα σχέδια για χάρη της, εκείνη πολύ ρεαλιστικά επαναφέρει  το λογικό πλαίσιο, απόλυτα συμβιβασμένη με το φευγαλέο και την σημασία του.
Αυτό νομίζω είναι κι ό, τι αξίζει περισσότερο σ’ αυτό το βιβλίο: η αίσθηση του φευγαλέου, του αναπότρεπτου, που περικλείεται μέσα στη διάρκεια των δύο χρόνων και περιλαμβάνει κάθε είδους συγκίνηση- κι όταν κλείνει ο κύκλος κι έχεις φύγει πια, μένει μια συμπαγής ανάμνηση που χωράει σ΄ ένα μόνο ντουλάπι της μνήμης…
Χριστίνα Παπαγγελή



[1] Παροιμιώδης η περιγραφή του φλιτζανιού με τσάι που κρατάει η ηρωίδα στο «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο», που πιάνει τις τέσσερις πρώτες σελίδες!
[2] http://www.huffingtonpost.gr/periklis-gogas/kseroume-ti-einai-ta-idiotika-panepistimia_b_17982072.html

Δευτέρα, Οκτωβρίου 09, 2017

ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΑΝΘΡΩΠΑΚΟ; Hans Fallada

Σήμερα πρέπει να κάνω πωλήσεις για 300 μάρκα

Είχα ξεχάσει πόσο ωραίο είναι το γράψιμο του Φάλαντα (αν και τόσο το Μόνος στο Βερολίνο, όσο και το Ο πότης είναι από τα αγαπημένα μου). Ίσως γιατί το γράψιμο είναι απλό και καθημερινό, χωρίς κάτι ιδιαίτερο στο ύφος, όπως απλή και καθημερινή είναι η ζωή των πρωταγωνιστών του. Και δω λοιπόν, πολύ περισσότερο από τα άλλα δύο βιβλία, οι δυο κεντρικοί ήρωες -ένα ερωτευμένο ζευγάρι- είναι απλοί, συνηθισμένοι  άνθρωποι, μέσης λογικής και ηθικής, που ζουν με το μοναδικό απλό όνειρο να απολαύσουν την αγάπη τους και να κάνουν οικογένεια. Όμως αυτό που διαμορφώνει ουσιαστικά τους ήρωες, σιγά σιγά και ανεπαίσθητα, είναι οι προκλήσεις της εποχής…
Βρισκόμαστε στον μεσοπόλεμο, σε μια ηττημένη Γερμανία που προσπαθεί να ορθοποδίσει. Όπως γράφει και ο Κουτσουρέλης στην Εισαγωγή, το βιβλίο είναι γραμμένο στην καρδιά της κρίσης και από συγγραφέα που είχε νιώσει για τα καλά τις συνέπειές της. Είναι η Γερμανία της Βαϊμάρης, όπου έχουν ήδη φυτρώσει τα άνθη του κακού που θα οδηγήσουν στην άνοδο του ναζισμού.
Ο «ανθρωπάκος» μας (Kleiner Mann), ο Γιοχάνες Πίνεμπεργκ, είναι  -αρχικά- λογιστής μικροϋπάλληλος σε μια επιχείρηση σιτηρών και η σύντροφός του Έμα Μέρσελ, κόρη εργάτη, είναι έγκυος όταν αποφασίζουν να παντρευτούν και να συζήσουν στο Ντούχεροβ (μικρή πόλη στη Β.Α. Γερμανία), παρά τις χίλιες δυο οικονομικές δυσκολίες. Δεν έχουν κοινωνικές φιλοδοξίες (δεν έχω κανένα ιδιαίτερο χάρισμα, Μανάρι. Δε θα φτάσω ψηλά. Θα έχουμε πάντα οικονομικά προβλήματα)∙ ο Γιοχάνες είναι ένας κανονικός άνθρωπος, κανονικά ήσυχος, κανονικά φοβιτσιάρης. Ο ενθουσιασμός τους για τον έρωτά τους και για το παιδί που έρχεται, η αγάπη τους που βλέπει με αισιοδοξία κάθε αναποδιά, η διάθεση για συγκατάβαση και συναίνεση έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τα μηνύματα των καιρών που είναι ζοφερά και δυσοίωνα, ακόμα περισσότερο για μας που γνωρίζουμε τη λαίλαπα που θα ακολουθήσει. Όμως, οι οικονομικές δυσκολίες στραγγαλίζουν σιγά σιγά την αμεριμνησία του ζευγαριού, αν και η αναμενόμενη έλευση του Μπόμπιρα (μέσα σε χίλιες δυσκολίες) δίνει νέα κύματα ζωντάνιας και ενέργειας στο ζευγάρι.
Η αφήγηση είναι πάντα σε γ΄ενικό, αλλά ο συγγραφέας μάς επιτρέπει να κοιτάξουμε μέσα απ’ την… κλειδαρότρυπα, και βλέπουμε τα πιο βαθιά αισθήματα των δύο, που πάντα είναι θερμά, τρυφερά, γεμάτα αγάπη και θαυμασμό του ενός για τον άλλον. Άλλωστε, είναι πολύ νέοι, και κάθε τι είναι πρωτόγνωρο, καινούριο, μαγικό. Η αφήγηση είναι θεατρική, παραστατική, κι έτσι παίρνουμε μια ιδέα για την καθημερινότητα στη Γερμανία του 1930, την καθημερινότητα δύο φυσιολογικών ανθρώπων που δεν είναι ούτε κομμουνιστές (αν και ο πατέρας της Έμα είναι κομμουνιστής, με ταξική συνείδηση), ούτε ναζιστές. Θαυμάζουμε τη θετική σκέψη της Έμα που φτάνει στην καρδιά των απαντήσεων, χωρίς κοινωνικές προκαταλήψεις παρόλο που δεν είναι στρατευμένη πουθενά (ίσως γι’ αυτόν τον λόγο), όπως π.χ. τα λόγια που λέει στον Γιοχάνες όταν εκείνος τρομάζει από την σκαιά συμπεριφορά του πεθερού του: Και τι μας νοιάζει; Εμένα θα παντρευτείς, εμένα, μόνο εμένα, δίχως μάνα και πατέρα. Γενικά η Έμα  συμπαραστέκεται αβίαστα και με πολλή στοργή στον ήρωά της (τον «Μικρό» της), που έχει να παλέψει με τα θηρία της εργοδοσίας. Ποτέ δεν τον πιέζει και ποτέ δεν γκρινιάζει, αλλά προγραμματίζει ξανά και ξανά τα έξοδα και τις ανάγκες τους, μάρκο το μάρκο, ενώ με νεανικό ενθουσιασμό και καρτερία καταστρώνει ταπεινά σχέδια, όπως μια εκδρομή την Κυριακή.
Ενώ λοιπόν η πλοκή είναι εστιασμένη στο ζευγάρι, τις μικροέγνιες τους και τις μικροχαρές τους, αρχίζει σιγά σιγά και κερδίζει έδαφος στη ζωή τους ο κοινωνικός περίγυρoς, η οικονομική μέγγενη που σφίγγει λόγω κρίσης αλλά και τα εργασιακά που σκληραίνουν ολοένα. Κι αυτά τα βλέπουμε όμως μέσα απ’ τον μικρόκοσμο των δύο. Ήδη από τη σελίδα 40, όπου περιγράφεται η σκηνή γνωριμίας με τα πεθερικά του Γιοχάνες, παίρνουμε μια ιδέα για τις συγκρούσεις της εποχής (π.χ. εργάτες VS υπάλληλοι: κάνετε τζάμπα υπερωρίες, δέχεστε να πληρώνεστε λιγότερο απ’ τον συμφωνημένο μισθό, δεν απεργείτε ποτέ, συνδικάτα που συμβιβάζονται κλπ). Βλέπουμε σταδιακά τη στρατολόγηση κάποιων συναδέλφων στα Τάγματα Εφόδου -παραστρατιωτική οργάνωση, πρόδρομος των SS- (με λίγα λόγια ήταν ένας πιστός Νεύτων, εχθρός των Ιουδαίων, των τραπεζών, των Γάλλων, των πολεμικών επανορθώσεων, των Σοσιαλιστών και του Κομμουνιστικού Κόμματος), τους πιστούς της εργοδοσίας που δεν διστάζουν να «καταδώσουν» τους υπαλλήλους για πταίσματα. Το μίσος για τους Εβραίους, την προλείανση του εδάφους για απολύσεις (ποιον θα απολύατε εσείς αν ήσασταν στη θέση μου;), τον έλεγχο της προσωπικής ζωής των υπαλλήλων (που γίνεται όλο και στενότερη καθώς περνάει ο καιρός). Οι καταστάσεις όπως π.χ. ο αγώνας να διατηρηθούν οι συλλογικές συμβάσεις μέσα σε μια κρίση ανόδου του πληθωρισμού θυμίζουν τόσο πολύ τη σημερινή διάλυση των εργασιακών κεκτημένων, που σοκάρει. Και οι σύντροφοι που υπόσχονται ότι θα παραιτηθούν αν κάποιος απ’ όλους απειληθεί με απόλυση, στη δύσκολη στιγμή οπισθοχωρούν…
Η απόλυση του Γιοχάνες Πίνεμπεργκ τούς οδηγεί στο Βερολίνο, όπου ζει η ανεκδιήγητη μητέρα του, μια γυναίκα διεφθαρμένη που κοιτάζει να εκμεταλλευτεί ακόμα και τον ίδιο της τον γιο, και «συντροφεύεται» απ’ τον επίσης ανεκδιήγητο Γιάχμαν, τυχοδιώκτη αμφιβόλου ηθικής. Παρακολουθούμε λοιπόν την προσαρμογή του ζευγαριού στη μεγαλούπολη, και την οδύσσεια της πρόσληψης του Γιοχάνες στο «ανδρικό τμήμα ετοίμων ενδυμάτων καταστημάτων Μάντελ». Παρόλη την πρόσληψη, όμως, το αίσθημα της ασφάλειας γίνεται όλο και πιο απόμακρο (κάπου μέσα του ο Πίνεμπεργκ νιώθει ότι εξαιτίας αυτής της συναλλαγής, και παρόλο που βρίσκεται πάλι από την πλευρά εκείνων που βγάζουν τα προς το ζην, νιώθει πιο κοντά σ’ αυτούς που δεν κερδίζουν τίποτα παρά σ’ αυτούς που κερδίζουν πολλά είναι ένας απ’ αυτούς, μπορεί από τη μια μέρα στην άλλη να βρεθεί κι αυτός εδώ να περιμένει, δεν μπορεί να κάνει τίποτε γι’ αυτό, τίποτε δεν τον προστατεύει). Ο μισθός είναι πολύ πιο μικρός από το αναμενόμενο (αυτοί οι ληστές μήπως χολοσκάνε να μάθουν πως τα βγάζει πέρα κανείς;), αντίστοιχα οι απαιτήσεις από τους πωλητές είναι τέτοιες που αποκλείουν την αλληλεγγύη και τη συνεργασία μεταξύ τους (εκτός σπάνιων εξαιρέσεων), αντίθετα γίνονται ανταγωνιστικοί και εχθρικοί. Η απόλυση επικρέμεται σε οποιοδήποτε παράπτωμα όπως καθυστέρηση, «αυθάδη» συμπεριφορά, ακόμα κι όταν αφορά προσωπική σχέση (π.χ. ερωτική σχέση με συνάδελφο: εφόσον συμπεριφερθήκατε με τρόπο που αντιβαίνει στο συμφέρον της επιχείρησης, έχουμε το δικαίωμα, σύμφωνα με την παράγραφο επτά της συμβάσεως εργασίας, να σας απολύσουμε δίχως προειδοποιητική επιστολή!). Το άκρον άωτον είναι όταν επιβάλλεται όριο στις πωλήσεις κάθε υπαλλήλου, και μάλιστα είκοσι με εικοσιπέντε φορές όσο ο μισθός (όλοι τους ξετρελάθηκαν μ’ αυτό. Το ονομάζουν «συνετό» και «οικονομικό» ώστε να ξετρυπώνουν και του πωλητές που δεν αξίζουν»! Σ’ αυτή τη «νόρμα» που ισχύει για όλους, προστίθεται κι άλλο ποσόν από τον προσωπάρχη, κατά βούληση σαν τιμωρία, όπως συνέβη και με τον Γιοχάνες (100 μάρκα επιπλέον).
Η ασφυκτική αυτή πίεση δεν μπορεί παρά να επηρεάζει τους εργαζόμενους, που χάνουν την επιδεξιότητά τους και τη φυσικότητά τους (βασικά την αξιοπρέπειά τους), εφόσον, με το άγχος μήπως χάσουν τη δουλειά τους, βλέπουν τον πελάτη σαν πορτοφόλι. Πόσο μάλλον για τον Γιοχάνες, που  έχει και μικρό παιδί. Η πτώση γίνεται βαθμιαία μεν αλλά κατακόρυφα, ενώ παράλληλα οι δυο πρωταγωνιστές αναγκάζονται να μετακομίσουν σ’ ένα δώμα-πατάρι κινηματογράφου, όπου ανεβαίνουν από μια ανεμόσκαλα! Η γραφειοκρατία που συνοδεύει κάθε «δικαίωμα» που έχει μείνει (π.χ. επίδομα θηλασμού) είναι εξωφρενική, ενώ πολλά από τα δικαιώματά τους απλώς παραβιάζονται.
Ο Μικρός πρέπει να απαλλαγεί από το φόβο του, πρέπει να αισθανθεί ξανά ελεύθερος

Ενώ όμως βρισκόμαστε σε μια κοινωνία όπου η θέση του εργάτη/υπαλλήλου καταβαραθρώνεται μέρα με τη μέρα, το βιβλίο δεν είναι σκοτεινό και μεμψίμοιρο. Οι δυσκολίες συνεχίζονται, αλλά η χαρά της ζωής, του καινούριου, ο έρωτας/αγάπη και η έμφυτη αισιοδοξία της Έμας (μπορεί η ζωή να είναι σκατά, εκείνη όμως είναι πάντα λαμπερή) δίνουν δύναμη στους δυο ήρωες να υπερνικούν τα εμπόδια με αξιοπρέπεια, ενώ πολλές φορές πλημμυρίζουν από τρυφερότητα ο ένας για τον άλλον και νιώθουν ότι είναι ευτυχισμένοι. Μάλιστα κάποιες φορές προβαίνουν και σε αλόγιστες σπατάλες, με μεγάλο κόστος βέβαια… Δεν βλέπουμε δηλαδή μονοδιάστατα, μόνο τον αγώνα βιοπορισμού, αλλά και φωτεινά διαλείμματα όπως μια επίσκεψη στο… κέντρο γυμνιστών, ή μια βραδιά στα διάφορα καμπαρέ (όπου η αφήγηση είναι γλαφυρή και εκτεταμένη).
Παρόλ’αυτά, όσο περναει ο καιρός οι δυσκολίες πολλαπλασιάζονται. Ο Γιοχάνες είναι ένας «μέσος ανθρωπάκος» και το ξέρει (ναι, είναι ένας υπαλληλάκος που του’ δωσαν να καταλάβει από πολύ νωρίς ότι δεν είναι τίποτα το ξεχωριστό, παρά κάτι σαν ζωάκι, που του επιτρέπουν να ζήσει ή να ψοφήσει), δεν είναι όμως τόσο αφελής όσο πιστεύει. Συνειδητοποιεί σιγά σιγά με μεγάλη οξυδέρκεια όλο το παιχνίδι που παίζεται σε βάρος των εργαζομένων. Δεν οπισθοχωρεί, δε συμβιβάζεται, δεν αλλοιώνεται, κι αυτή είναι η δύναμή του.
Αυτή όμως είναι και η βαθιά αιτία που χάνει τη δουλειά του, για λόγους επιφανειακά ανεξιχνίαστους (στον φάκελό του υπήρχε μια συκοφαντική επιστολή ότι ο Γιοχάνες Πίνεμπεργκ ήταν μέλος διμοιρίας των Ταγμάτων Εφόδου των ναζί!). Ο επίλογος του βιβλίου τον βρίσκει όχι μόνο «έναν κουρελιασμένο άνεργο» να κάνει όλες τις σπιτικές δουλειές -εφόσον η Έμα μαντάρει σε σπίτια-, αλλά βαρύθυμο, χωρίς ελπίδα (μόνο να περιμένει μπορεί, αλλά τι; Τι, πείτε μου; Τίποτε απολύτως!/το πιο καταθλιπτικό είναι πως τα πράγματα συνεχίζουν να είναι έτσι, συνεχίζονται και συνεχίζονται, και πάει λέγοντας… αδύνατον να δεις την άκρη του τούνελ). Η περιθωριοποίησή του τον κάνει στόχο και της αστυνομίας που τον ξυλοφορτώνει δίχως λόγο και αιτία. 
Και τώρα, ανθρωπάκο;
Χωρίς να κάνει κοινωνιολογία ή ιστορία, ο συγγραφέας μάς δίνει για άλλη μια φορά την εικόνα του εκμηδενισμού των ανθρώπων (των «ανθρωπάκων»;) της  -μεσοπολεμικής εδώ- Γερμανίας.  Εστιάζει σε «μέσους ανθρώπους» που πασχίζουν να ζήσουν με αξιοπρέπεια όσο τους συνθλίβει το σύστημα. Ο Φάλαντα, αργά αργά και ανεπαίσθητα, καθώς περιγράφει  την καθημερινότητα μάς βάζει σ’ έναν κόσμο όπου ο κλοιός της ανασφάλειας, κοινωνικής και πολιτικής, σφίγγει ολοένα. Γι αυτό και θα τελειώσω την παρουσίαση μ’ ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα, όχι απ’ το τέλος του βιβλίου αλλά που αποδίδει όλο το πνεύμα του, και όπου φαίνεται αυτή η μετέωρη κατάσταση του εκμηδενισμένου ατόμου:
Σήμερα όλα έχουν καταρρεύσει, βουνά από θλιβερά συντρίμμια, και εν μέχσω όλων αυτών, πού και πού μια μικρή αναλαμπή. Κι ύστερα πάλι συντρίμμια. Και πάλι μια μικρή αναλαμπή. Είναι ακόμα νέοι, αγαπιούνται ακόμα, αχ, ίσως αγαπιούνται ακόμα περισσότερο από πρώτα, έχουν συνηθίσει ο ένας τον άλλο –όπως ο ουρανός είναι βαρύς και μαύρος, έχουμε το δικαίωμα να γελάμε εμείς οι άλλοι; Πώς μπορούμε να γελάμε, να γελάμε με την καρδιά μας σ’ έναν κόσμο σαν αυτόν, με τους οικονομικούς ηγήτορές του, που τόσα και τόσα λάθη διέπραξαν, να περισώζονται, και με τους μικρούς, τους ταπεινωμένους και ποδοπατημένους φουκαράδες, να δίνουν ό, τι έχουν και δεν έχουν. 

Πόσο πιο επίκαιρο, πια;  
Χριστίνα Παπαγγελή