Δευτέρα, Οκτωβρίου 09, 2017

ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΑΝΘΡΩΠΑΚΟ; Hans Fallada

Σήμερα πρέπει να κάνω πωλήσεις για 300 μάρκα

Είχα ξεχάσει πόσο ωραίο είναι το γράψιμο του Φάλαντα (αν και τόσο το Μόνος στο Βερολίνο, όσο και το Ο πότης είναι από τα αγαπημένα μου). Ίσως γιατί το γράψιμο είναι απλό και καθημερινό, χωρίς κάτι ιδιαίτερο στο ύφος, όπως απλή και καθημερινή είναι η ζωή των πρωταγωνιστών του. Και δω λοιπόν, πολύ περισσότερο από τα άλλα δύο βιβλία, οι δυο κεντρικοί ήρωες -ένα ερωτευμένο ζευγάρι- είναι απλοί, συνηθισμένοι  άνθρωποι, μέσης λογικής και ηθικής, που ζουν με το μοναδικό απλό όνειρο να απολαύσουν την αγάπη τους και να κάνουν οικογένεια. Όμως αυτό που διαμορφώνει ουσιαστικά τους ήρωες, σιγά σιγά και ανεπαίσθητα, είναι οι προκλήσεις της εποχής…
Βρισκόμαστε στον μεσοπόλεμο, σε μια ηττημένη Γερμανία που προσπαθεί να ορθοποδίσει. Όπως γράφει και ο Κουτσουρέλης στην Εισαγωγή, το βιβλίο είναι γραμμένο στην καρδιά της κρίσης και από συγγραφέα που είχε νιώσει για τα καλά τις συνέπειές της. Είναι η Γερμανία της Βαϊμάρης, όπου έχουν ήδη φυτρώσει τα άνθη του κακού που θα οδηγήσουν στην άνοδο του ναζισμού.
Ο «ανθρωπάκος» μας (Kleiner Mann), ο Γιοχάνες Πίνεμπεργκ, είναι  -αρχικά- λογιστής μικροϋπάλληλος σε μια επιχείρηση σιτηρών και η σύντροφός του Έμα Μέρσελ, κόρη εργάτη, είναι έγκυος όταν αποφασίζουν να παντρευτούν και να συζήσουν στο Ντούχεροβ (μικρή πόλη στη Β.Α. Γερμανία), παρά τις χίλιες δυο οικονομικές δυσκολίες. Δεν έχουν κοινωνικές φιλοδοξίες (δεν έχω κανένα ιδιαίτερο χάρισμα, Μανάρι. Δε θα φτάσω ψηλά. Θα έχουμε πάντα οικονομικά προβλήματα)∙ ο Γιοχάνες είναι ένας κανονικός άνθρωπος, κανονικά ήσυχος, κανονικά φοβιτσιάρης. Ο ενθουσιασμός τους για τον έρωτά τους και για το παιδί που έρχεται, η αγάπη τους που βλέπει με αισιοδοξία κάθε αναποδιά, η διάθεση για συγκατάβαση και συναίνεση έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τα μηνύματα των καιρών που είναι ζοφερά και δυσοίωνα, ακόμα περισσότερο για μας που γνωρίζουμε τη λαίλαπα που θα ακολουθήσει. Όμως, οι οικονομικές δυσκολίες στραγγαλίζουν σιγά σιγά την αμεριμνησία του ζευγαριού, αν και η αναμενόμενη έλευση του Μπόμπιρα (μέσα σε χίλιες δυσκολίες) δίνει νέα κύματα ζωντάνιας και ενέργειας στο ζευγάρι.
Η αφήγηση είναι πάντα σε γ΄ενικό, αλλά ο συγγραφέας μάς επιτρέπει να κοιτάξουμε μέσα απ’ την… κλειδαρότρυπα, και βλέπουμε τα πιο βαθιά αισθήματα των δύο, που πάντα είναι θερμά, τρυφερά, γεμάτα αγάπη και θαυμασμό του ενός για τον άλλον. Άλλωστε, είναι πολύ νέοι, και κάθε τι είναι πρωτόγνωρο, καινούριο, μαγικό. Η αφήγηση είναι θεατρική, παραστατική, κι έτσι παίρνουμε μια ιδέα για την καθημερινότητα στη Γερμανία του 1930, την καθημερινότητα δύο φυσιολογικών ανθρώπων που δεν είναι ούτε κομμουνιστές (αν και ο πατέρας της Έμα είναι κομμουνιστής, με ταξική συνείδηση), ούτε ναζιστές. Θαυμάζουμε τη θετική σκέψη της Έμα που φτάνει στην καρδιά των απαντήσεων, χωρίς κοινωνικές προκαταλήψεις παρόλο που δεν είναι στρατευμένη πουθενά (ίσως γι’ αυτόν τον λόγο), όπως π.χ. τα λόγια που λέει στον Γιοχάνες όταν εκείνος τρομάζει από την σκαιά συμπεριφορά του πεθερού του: Και τι μας νοιάζει; Εμένα θα παντρευτείς, εμένα, μόνο εμένα, δίχως μάνα και πατέρα. Γενικά η Έμα  συμπαραστέκεται αβίαστα και με πολλή στοργή στον ήρωά της (τον «Μικρό» της), που έχει να παλέψει με τα θηρία της εργοδοσίας. Ποτέ δεν τον πιέζει και ποτέ δεν γκρινιάζει, αλλά προγραμματίζει ξανά και ξανά τα έξοδα και τις ανάγκες τους, μάρκο το μάρκο, ενώ με νεανικό ενθουσιασμό και καρτερία καταστρώνει ταπεινά σχέδια, όπως μια εκδρομή την Κυριακή.
Ενώ λοιπόν η πλοκή είναι εστιασμένη στο ζευγάρι, τις μικροέγνιες τους και τις μικροχαρές τους, αρχίζει σιγά σιγά και κερδίζει έδαφος στη ζωή τους ο κοινωνικός περίγυρoς, η οικονομική μέγγενη που σφίγγει λόγω κρίσης αλλά και τα εργασιακά που σκληραίνουν ολοένα. Κι αυτά τα βλέπουμε όμως μέσα απ’ τον μικρόκοσμο των δύο. Ήδη από τη σελίδα 40, όπου περιγράφεται η σκηνή γνωριμίας με τα πεθερικά του Γιοχάνες, παίρνουμε μια ιδέα για τις συγκρούσεις της εποχής (π.χ. εργάτες VS υπάλληλοι: κάνετε τζάμπα υπερωρίες, δέχεστε να πληρώνεστε λιγότερο απ’ τον συμφωνημένο μισθό, δεν απεργείτε ποτέ, συνδικάτα που συμβιβάζονται κλπ). Βλέπουμε σταδιακά τη στρατολόγηση κάποιων συναδέλφων στα Τάγματα Εφόδου -παραστρατιωτική οργάνωση, πρόδρομος των SS- (με λίγα λόγια ήταν ένας πιστός Νεύτων, εχθρός των Ιουδαίων, των τραπεζών, των Γάλλων, των πολεμικών επανορθώσεων, των Σοσιαλιστών και του Κομμουνιστικού Κόμματος), τους πιστούς της εργοδοσίας που δεν διστάζουν να «καταδώσουν» τους υπαλλήλους για πταίσματα. Το μίσος για τους Εβραίους, την προλείανση του εδάφους για απολύσεις (ποιον θα απολύατε εσείς αν ήσασταν στη θέση μου;), τον έλεγχο της προσωπικής ζωής των υπαλλήλων (που γίνεται όλο και στενότερη καθώς περνάει ο καιρός). Οι καταστάσεις όπως π.χ. ο αγώνας να διατηρηθούν οι συλλογικές συμβάσεις μέσα σε μια κρίση ανόδου του πληθωρισμού θυμίζουν τόσο πολύ τη σημερινή διάλυση των εργασιακών κεκτημένων, που σοκάρει. Και οι σύντροφοι που υπόσχονται ότι θα παραιτηθούν αν κάποιος απ’ όλους απειληθεί με απόλυση, στη δύσκολη στιγμή οπισθοχωρούν…
Η απόλυση του Γιοχάνες Πίνεμπεργκ τούς οδηγεί στο Βερολίνο, όπου ζει η ανεκδιήγητη μητέρα του, μια γυναίκα διεφθαρμένη που κοιτάζει να εκμεταλλευτεί ακόμα και τον ίδιο της τον γιο, και «συντροφεύεται» απ’ τον επίσης ανεκδιήγητο Γιάχμαν, τυχοδιώκτη αμφιβόλου ηθικής. Παρακολουθούμε λοιπόν την προσαρμογή του ζευγαριού στη μεγαλούπολη, και την οδύσσεια της πρόσληψης του Γιοχάνες στο «ανδρικό τμήμα ετοίμων ενδυμάτων καταστημάτων Μάντελ». Παρόλη την πρόσληψη, όμως, το αίσθημα της ασφάλειας γίνεται όλο και πιο απόμακρο (κάπου μέσα του ο Πίνεμπεργκ νιώθει ότι εξαιτίας αυτής της συναλλαγής, και παρόλο που βρίσκεται πάλι από την πλευρά εκείνων που βγάζουν τα προς το ζην, νιώθει πιο κοντά σ’ αυτούς που δεν κερδίζουν τίποτα παρά σ’ αυτούς που κερδίζουν πολλά είναι ένας απ’ αυτούς, μπορεί από τη μια μέρα στην άλλη να βρεθεί κι αυτός εδώ να περιμένει, δεν μπορεί να κάνει τίποτε γι’ αυτό, τίποτε δεν τον προστατεύει). Ο μισθός είναι πολύ πιο μικρός από το αναμενόμενο (αυτοί οι ληστές μήπως χολοσκάνε να μάθουν πως τα βγάζει πέρα κανείς;), αντίστοιχα οι απαιτήσεις από τους πωλητές είναι τέτοιες που αποκλείουν την αλληλεγγύη και τη συνεργασία μεταξύ τους (εκτός σπάνιων εξαιρέσεων), αντίθετα γίνονται ανταγωνιστικοί και εχθρικοί. Η απόλυση επικρέμεται σε οποιοδήποτε παράπτωμα όπως καθυστέρηση, «αυθάδη» συμπεριφορά, ακόμα κι όταν αφορά προσωπική σχέση (π.χ. ερωτική σχέση με συνάδελφο: εφόσον συμπεριφερθήκατε με τρόπο που αντιβαίνει στο συμφέρον της επιχείρησης, έχουμε το δικαίωμα, σύμφωνα με την παράγραφο επτά της συμβάσεως εργασίας, να σας απολύσουμε δίχως προειδοποιητική επιστολή!). Το άκρον άωτον είναι όταν επιβάλλεται όριο στις πωλήσεις κάθε υπαλλήλου, και μάλιστα είκοσι με εικοσιπέντε φορές όσο ο μισθός (όλοι τους ξετρελάθηκαν μ’ αυτό. Το ονομάζουν «συνετό» και «οικονομικό» ώστε να ξετρυπώνουν και του πωλητές που δεν αξίζουν»! Σ’ αυτή τη «νόρμα» που ισχύει για όλους, προστίθεται κι άλλο ποσόν από τον προσωπάρχη, κατά βούληση σαν τιμωρία, όπως συνέβη και με τον Γιοχάνες (100 μάρκα επιπλέον).
Η ασφυκτική αυτή πίεση δεν μπορεί παρά να επηρεάζει τους εργαζόμενους, που χάνουν την επιδεξιότητά τους και τη φυσικότητά τους (βασικά την αξιοπρέπειά τους), εφόσον, με το άγχος μήπως χάσουν τη δουλειά τους, βλέπουν τον πελάτη σαν πορτοφόλι. Πόσο μάλλον για τον Γιοχάνες, που  έχει και μικρό παιδί. Η πτώση γίνεται βαθμιαία μεν αλλά κατακόρυφα, ενώ παράλληλα οι δυο πρωταγωνιστές αναγκάζονται να μετακομίσουν σ’ ένα δώμα-πατάρι κινηματογράφου, όπου ανεβαίνουν από μια ανεμόσκαλα! Η γραφειοκρατία που συνοδεύει κάθε «δικαίωμα» που έχει μείνει (π.χ. επίδομα θηλασμού) είναι εξωφρενική, ενώ πολλά από τα δικαιώματά τους απλώς παραβιάζονται.
Ο Μικρός πρέπει να απαλλαγεί από το φόβο του, πρέπει να αισθανθεί ξανά ελεύθερος

Ενώ όμως βρισκόμαστε σε μια κοινωνία όπου η θέση του εργάτη/υπαλλήλου καταβαραθρώνεται μέρα με τη μέρα, το βιβλίο δεν είναι σκοτεινό και μεμψίμοιρο. Οι δυσκολίες συνεχίζονται, αλλά η χαρά της ζωής, του καινούριου, ο έρωτας/αγάπη και η έμφυτη αισιοδοξία της Έμας (μπορεί η ζωή να είναι σκατά, εκείνη όμως είναι πάντα λαμπερή) δίνουν δύναμη στους δυο ήρωες να υπερνικούν τα εμπόδια με αξιοπρέπεια, ενώ πολλές φορές πλημμυρίζουν από τρυφερότητα ο ένας για τον άλλον και νιώθουν ότι είναι ευτυχισμένοι. Μάλιστα κάποιες φορές προβαίνουν και σε αλόγιστες σπατάλες, με μεγάλο κόστος βέβαια… Δεν βλέπουμε δηλαδή μονοδιάστατα, μόνο τον αγώνα βιοπορισμού, αλλά και φωτεινά διαλείμματα όπως μια επίσκεψη στο… κέντρο γυμνιστών, ή μια βραδιά στα διάφορα καμπαρέ (όπου η αφήγηση είναι γλαφυρή και εκτεταμένη).
Παρόλ’αυτά, όσο περναει ο καιρός οι δυσκολίες πολλαπλασιάζονται. Ο Γιοχάνες είναι ένας «μέσος ανθρωπάκος» και το ξέρει (ναι, είναι ένας υπαλληλάκος που του’ δωσαν να καταλάβει από πολύ νωρίς ότι δεν είναι τίποτα το ξεχωριστό, παρά κάτι σαν ζωάκι, που του επιτρέπουν να ζήσει ή να ψοφήσει), δεν είναι όμως τόσο αφελής όσο πιστεύει. Συνειδητοποιεί σιγά σιγά με μεγάλη οξυδέρκεια όλο το παιχνίδι που παίζεται σε βάρος των εργαζομένων. Δεν οπισθοχωρεί, δε συμβιβάζεται, δεν αλλοιώνεται, κι αυτή είναι η δύναμή του.
Αυτή όμως είναι και η βαθιά αιτία που χάνει τη δουλειά του, για λόγους επιφανειακά ανεξιχνίαστους (στον φάκελό του υπήρχε μια συκοφαντική επιστολή ότι ο Γιοχάνες Πίνεμπεργκ ήταν μέλος διμοιρίας των Ταγμάτων Εφόδου των ναζί!). Ο επίλογος του βιβλίου τον βρίσκει όχι μόνο «έναν κουρελιασμένο άνεργο» να κάνει όλες τις σπιτικές δουλειές -εφόσον η Έμα μαντάρει σε σπίτια-, αλλά βαρύθυμο, χωρίς ελπίδα (μόνο να περιμένει μπορεί, αλλά τι; Τι, πείτε μου; Τίποτε απολύτως!/το πιο καταθλιπτικό είναι πως τα πράγματα συνεχίζουν να είναι έτσι, συνεχίζονται και συνεχίζονται, και πάει λέγοντας… αδύνατον να δεις την άκρη του τούνελ). Η περιθωριοποίησή του τον κάνει στόχο και της αστυνομίας που τον ξυλοφορτώνει δίχως λόγο και αιτία. 
Και τώρα, ανθρωπάκο;
Χωρίς να κάνει κοινωνιολογία ή ιστορία, ο συγγραφέας μάς δίνει για άλλη μια φορά την εικόνα του εκμηδενισμού των ανθρώπων (των «ανθρωπάκων»;) της  -μεσοπολεμικής εδώ- Γερμανίας.  Εστιάζει σε «μέσους ανθρώπους» που πασχίζουν να ζήσουν με αξιοπρέπεια όσο τους συνθλίβει το σύστημα. Ο Φάλαντα, αργά αργά και ανεπαίσθητα, καθώς περιγράφει  την καθημερινότητα μάς βάζει σ’ έναν κόσμο όπου ο κλοιός της ανασφάλειας, κοινωνικής και πολιτικής, σφίγγει ολοένα. Γι αυτό και θα τελειώσω την παρουσίαση μ’ ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα, όχι απ’ το τέλος του βιβλίου αλλά που αποδίδει όλο το πνεύμα του, και όπου φαίνεται αυτή η μετέωρη κατάσταση του εκμηδενισμένου ατόμου:
Σήμερα όλα έχουν καταρρεύσει, βουνά από θλιβερά συντρίμμια, και εν μέχσω όλων αυτών, πού και πού μια μικρή αναλαμπή. Κι ύστερα πάλι συντρίμμια. Και πάλι μια μικρή αναλαμπή. Είναι ακόμα νέοι, αγαπιούνται ακόμα, αχ, ίσως αγαπιούνται ακόμα περισσότερο από πρώτα, έχουν συνηθίσει ο ένας τον άλλο –όπως ο ουρανός είναι βαρύς και μαύρος, έχουμε το δικαίωμα να γελάμε εμείς οι άλλοι; Πώς μπορούμε να γελάμε, να γελάμε με την καρδιά μας σ’ έναν κόσμο σαν αυτόν, με τους οικονομικούς ηγήτορές του, που τόσα και τόσα λάθη διέπραξαν, να περισώζονται, και με τους μικρούς, τους ταπεινωμένους και ποδοπατημένους φουκαράδες, να δίνουν ό, τι έχουν και δεν έχουν. 

Πόσο πιο επίκαιρο, πια;  
Χριστίνα Παπαγγελή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου