Σπάνια αισθάνομαι τέτοια
εμπάθεια για… ήρωα λογοτεχνικού έργου ώστε να βρίζω και να φωνάζω καθώς
διαβάζω, σα να βρίσκομαι παρούσα στην σκηνή που περιγράφει ο συγγραφέας. Κι
όταν επιτέλους βρίσκεται ένας άνθρωπος (στο… έργο πάντα!) που να συμμερίζεται
τα συναισθήματα αυτά και να αντιδρά κατά το πρέπον (μας φτάνουν πια οι διαταγές και οι προσβολές που έχουμε φάει απ’ αυτή
τη μικρή σκύλα –γιατί αυτό είσαι το ξέρεις; Μια μικρή σπασαρχίδω, μια σκύλα.
Τέτοια αγία είσαι –η αγία Σπασαρχίδω. Και θα φροντίσω εγώ να το μάθει όλος ο
κόσμος), να αναφωνώ (με το βιβλίο πάντα στα χέρια) «…ν’ αγιάσει το στόμα
σου, άνθρωπέ μου, πες τα Χρυσόστομε, ε, τι άλλο θες κοπέλα μου», κλπ κλπ.
Μάλλον επιτυχία του
συγγραφέα, θα χαρακτήριζα τη μεταβίβαση τόσο έντονων συναισθημάτων -είμαι της
σχολής της ταύτισης. Ο Ροθ, στο πρώτο του αυτό βιβλίο που ομολογουμένως δεν
είναι και απ’ τα καλύτερα, εστιάζει για
πρώτη και μοναδική φορά σ’ έναν γυναικείο χαρακτήρα, αλλά τόσο αντιπαθητικό
(και αληθινό- φευ!) που σε βγάζει από τα ρούχα σου. Και απορώ, πραγματικά, πού
βασίζονται όλα αυτά τα σχόλια που υποστηρίζουν ότι έχτισε έναν «επαναστατικό» γυναικείο
χαρακτήρα που διεκδικεί τη χειραφέτησή της και τόλμησε να έρθει σε κόντρα με την πουριτανική
ηθική της αμερικανικής κοινωνίας στις δεκαετίες ’30 και ’40. Δεν είδα επίσης να
θέλει η ηρωίδα «να κάνει το καλό» (κάτι που υπαγορεύεται ίσως απ’ τον δυσερμήνευτο τίτλο «When she was good») ούτε να έχει πράγματι
κάποια άκαμπτη ηθική ή ηθικολογία, όπως υποστηρίζουν κάποιοι αναγνώστες[1].
Η ανάγνωσή μου είναι τελείως
διαφορετική:
Είναι αλήθεια ότι η Λούσι
έφτασε στο σημείο, δεκαπέντε χρονών, να καταδώσει στην αστυνομία τον ίδιο της
τον πατέρα. Πουθενά όμως δεν φαίνεται ότι το κάνει για λόγους αρχής, ή από
κάποια αυστηρή ηθική! Τον μισεί, απλούστατα. Τρέφει ένα άρρωστο, κι
αδικαιολόγητο εν πολλοίς μίσος για τον πατέρα της, που έχει βέβαια την αδυναμία
του ποτού, είναι απατεωνίσκος, λέει ψέματα αλλά δεν είναι και κανένα τέρας…
(δεν έχει εξαφανιστεί, δεν ασκεί βία, αντίθετα σε κάποιες περιπτώσεις είναι
ιδιαίτερα φιλικός, προσεκτικός μαζί της και ενδοτικός, φαίνεται να την αγαπά
και κάνει προσπάθειες συμφιλίωσης ακόμη και αφού έφαγε φυλακή εξαιτίας της).
Και δεν μισεί μόνο τον πατέρα
της αλλά και τη μάνα, για την ακρίβεια ντρέπεται γι’ αυτήν σε σημείο να μην
καλεί ποτέ φίλες της στο σπίτι (τι θα περίμενε κανείς από άτομο που παραιτήθηκε
από τη μπάντα -όπου όλα ήταν θεσπέσια-, γιατί κάποια στιγμή συνειδητοποίησε ότι σε ολόκληρη τη Μπάντα υπήρχαν μόνο τέσσερα κορίτσια
που το ένα είχε στραβισμό, το άλλο τραύλιζε και η Τρίτη ζύγιζε εκατό κιλά!;;;)
Ο Φίλιπ Ροθ μάς δίνει όλο το
σύστημα της εκτεταμένης οικογένειας για να καταλάβουμε το ψυχολογικό βάθος
αυτού του μίσους: η αδύναμη μάνα αγαπά κατά παράλογο τρόπο τον άντρα της παρόλο
που υποφέρει και ντροπιάζεται, αλλά μένει πάντα πολύ παθητική. Ο περί ου λόγου
άντρας-πατέρας της Λούσι κάνει προσπάθειες να χειριστεί καταστάσεις, να είναι
αυτοδύναμος και να ασκήσει τον «πατρικό λόγο», αλλά δεν τον αφήνουν οι συνθήκες/οι
άλλοι (ζουν όλοι μαζί στο σπίτι του πεθερού) και ακυρώνεται -χάνει το κύρος του.
Ο ήπιος χαρακτήρας του παππού Ουίλαρντ (που τα τραυματικά του βιώματα με την
άρρωστη αδερφή του τον οδηγούν στην βαθιά αίσθηση ότι κάθε ψυχή είναι σίγουρα πιο βαθιά και κάθε ζωή τραγικότερη από ό,
τι είχε ποτέ του φανταστεί) τον
οδηγεί σε απελπισμένες προσπάθειες να μη διαρραγεί η ενότητα της οικογένειας αλλά
αυτό, όπως και η έλλειψη εγωισμού της αόρατης σκιώδους μάνας, εξαγριώνουν τη
Λούσι που απεχθάνεται με μονολιθικό και παράλογο τρόπο τη «ντροπή της
οικογένειας», τον πατέρα της.
Αλλά ο συγγραφέας θεωρεί
απαραίτητη την αναφορά και στην εκτεταμένη οικογένεια του Ρόι, του άντρα
της Λούσι˙ οι ισορροπίες περιλαμβάνουν όχι μόνο τη μάνα και τον πατέρα αλλά
και την ξαδέρφη Έλινορ (που είναι φίλη της Λούσι) και τον επιπόλαιο θείο
Τζούλιαν (για τον οποίο αποκαλύπτεται το «φρικτό μυστικό» ότι -μάλλον- είχε
φιλενάδες) που δίνει έναν αέρα πιο ανάλαφρο στην οικογένεια (για όνομα, Ρόι, τι είσαι εκατό χρονών; Άντε
από κει, ξεκουβάλα πια τον εαυτό σου, να χαρείς! Είναι είκοσι χρονών. Ένα
εικοσάχρονο πιτσιρίκι, και δεν πρόκειται να μείνεις πάντα τόσο. Ζησ’ το, για
όνομα του θεού, κοίτα να περνά καλά, ξεκουβάλα πια τον εαυτό σου).
Οπωσδήποτε, ο αναγνώστης της σύγχρονης εποχής τουλάχιστον, δεν μπορεί παρά να
ταυτιστεί με ένα πνεύμα πιο προοδευτικό, όπως αυτό.
Από κει και πέρα, τα πράγματα
από ψυχολογική άποψη είναι απλά: η Λούσι μεταβιβάζει το άτεγκτο μίσος που
νιώθει προς τον πατέρα της στον Ρόι, και από την πρώτη ακόμη στιγμή του φλερτ τον
αντιμετωπίζει εχθρικά, έχει παντελή έλλειψη της αίσθησης του χιούμορ και κοιτά
να τον ψαρώνει συνέχεια (μάστορας ο Ροθ). Παντρεύεται χωρίς αισθήματα, μόνο και
μόνο γιατί μένει έγκυος (ενώ έχει δυνατότητα να το αποφύγει), χωρίς να τον
αγαπά, και του βγάζει την ψυχή (ήδη του έχει βγει η μισή στην προσπάθεια να
κάνουν έρωτα! Την αποκαλεί δικαίως «ψωλανάφτρα» (cockteaser) (!!!), ή αλλιώς «επαγγελματία παρθένα» και «Τυπική
Μικρή Αμερικανίδα»)… Βέβαια ο συγγραφέας, παρεμβάλλει και σκηνές όπου η οξύτητα
αυτή της αντι-ηρωίδας του είναι πιο αμβλυμένη, ώστε να δικαιολογηθεί στο κάτω
κάτω και η αποδοχή της σχέσης από μέρους της (τελικά δεν ήταν τόσο αγενής και κακότροπος όσο της είχε φανεί στην
αρχή. Ούτε και αδιαφορούσε για τα συναισθήματα των άλλων˙ ιδίως για τα δικά της).
Όχι, δεν συμφωνώ καθόλου στην
κρίση ότι ο Ρόι ήταν επιπόλαιος και ανώριμος, που υποστηρίζουν οι κριτικές.
Ήταν παιδί, απλούστατα! Ένα παιδί που και οι άλλοι (μάνα, πατέρας) δεν
παραδέχονται ότι μεγάλωσε (όλοι του λένε τι να κάνει, όπως επαναλαμβάνει με
οργή σε πολλά σημεία του βιβλίου, συμπεριλαμβανομένης της Λούσι), και βρίσκει
ψυχολογικό αποκούμπι, κατά κάποιο τρόπο στον άνετο θείο Τζούλιαν. Έχει επιρροές
ιδεολογικές, όπως είναι φυσικό, αδιέξοδο όσο αφορά το μέλλον, ενώ το όνειρό του
να ασχοληθεί με τη φωτογραφία θεωρείται ελαφρώς αδερφίστικο. Ερωτευμένος, άρα
πολύ πιο εντάξει από τη Λούσι που τον παντρεύτηκε από γινάτι, και το μόνο του αμάρτημα ήταν ότι δεν πρόσεξε
όσο έπρεπε (ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος, και σ’ αυτό ευθύνονται και τα δύο
μέλη του ζευγαριού)! Ωστόσο, στην απόφαση να παντρευτούν η Λούσι κυριολεκτικά
του ψήνει το ψάρι στα χείλη… (εδώ να πω ότι οι σχετικοί διάλογοι είναι πολύ
ρεαλιστικοί, θεατρικοί, ίσως κουραστικοί γιατί κουραστικοί είναι πάντα οι
καβγάδες όταν ο ένας πιάνεται από τις λέξεις του άλλου, όταν υπάρχει γκρίνια
και γενικά όταν κάποιος απ’ τους δυο είναι ανυπόφορος (ας μη χρησιμοποιήσω ξανά
την τόσο εκφραστική λέξη του θείου του Ρόι).
Ούτε φυσικά στέκει η άποψη ότι
η Λούσι αναγκάστηκε λόγω κοινωνικής
πίεσης, εποχής κλπ να φέρει το παιδί στον κόσμο και να παντρευτεί, γιατί οι
δικοί της (όλοι) έδειξαν μεγάλη κατανόηση, ο πατέρας της ειδικά παίρνει το
μέρος της εν απουσία της κιόλας, την πλησιάζει τρυφερά, της κάνει με υποδειγματικά
ήρεμο και διαλλακτικό τρόπο μια ρεαλιστικότατη πρόταση ώστε να απαλλαγεί και απ’
τον γάμο και απ’ το παιδί. Η Λούσι δεν αντιπαρατάσσει κανένα επιχείρημα, καμιά
ιδεολογία. Απλά συμπεριφέρεται πολύ
σπαστικά σε όλες τις προτάσεις (δεν απαντά, διαστρεβλώνει τις κουβέντες κλπ)
και φαίνεται ότι δεν θέλει να δείξει εμπιστοσύνη στον πατέρα της, και μόνο αυτό (πουθενά π.χ. δεν φαίνεται
ότι η Λούσι αρνήθηκε την έκτρωση για θρησκευτικούς λόγους, αν και ο συγγραφέας
τη βάζει να ασπάζεται ένα φεγγάρι τον καθολικισμό). Ο γιατρός τον οποίο
επισκέπτεται τη συμβουλεύει καίρια (πρέπει
να ληφθούν υπόψη και τα συναισθήματα του πατέρα/ τι θέλει και τι προσδοκά/
Λούσι δεν είσαι μόνη σου σε όλο αυτό, υπάρχει και ο νεαρός), λέγοντάς της
αλήθειες που ο εγωισμός της αρνιέται να παραδεχτεί. Όταν δε αποκαλύπτεται στο
διάλογο ότι και η μάνα έχει κάνει έκτρωση (με τη συναίνεση και των δύο) αντιδρά
με υπερβολική υστερία, αυτόκλητος θεματοφύλακας αξιών που τη βολεύουν, λες και πρόκειτο
για δική της απόφαση! Θεωρεί ότι η μάνα της κακοποιήθηκε από τον πατέρα, αλλά
τίποτα στο βιβλίο δεν δικαιολογεί μια τέτοια άποψη.
Δυσκολεύομαι να πιστέψω την
εκδοχή ότι η Λούσι ήταν διαποτισμένη από το αυστηρό πνεύμα του καθολικισμού και
από το παράδειγμα αυτομαστίγωσης της Αγίας Τερέζας που για ένα φεγγάρι την
επηρέασε (αφιερώθηκε σε έναν βίο
υποταγής, ταπεινότητας, σιωπής και μαρτυρίου), γιατί απλούστατα ούτε
επικαλείται κάποια θρησκευτική αρχή ποτέ (αντίθετα επιδεικνύει τις αντίθετες
αρετές: φουλ εγωισμό και κυριαρχικότητα) και επιπλέον, πολύ σύντομα απαρνιέται
τη θρησκεία της συγχώρεσης και της μετάνοιας. Και η αιτία που απομακρύνθηκε απ’
τον καθολικισμό, δεν ήταν άλλη από το μίσος προς τον πατέρα.
Τα επεισόδια της σύγκρουσης
μεταξύ Ρόι και Λούσι κορυφώνονται (ο εξωφρενικός παροξυσμός της γίνεται όλο και
μεγαλύτερος όταν ανακαλύπτει ότι είναι πάλι έγκυος) και, σαν αυτοεκπληρούμενη
προφητεία οδηγούν τον Ρόι έξω απ’ τα ρούχα του (δε νομίζω να υπάρχει αναγνώστης
που να μην του «δίνει δίκιο» και να μη χαίρεται όταν ξεσπαθώνει λέγοντάς της με
ήρεμο τρόπο αλήθειες που εκείνη δεν θέλει να ακούσει). Όταν εγκαταλείπει το σπίτι μαζί με το παιδί, η
Λούσι αλαφιάζει και οι σπασμωδικές κινήσεις οδηγούν την ηρωίδα εκτός ορίων,
όπου τα «ακούει» και από τον Τζούλιαν αλλά κι απ’ όλο τον περίγυρο. Όμως η περίπτωση είναι αγιάτρευτη και η
κατάληξη μοιραία.
Δεν μπορεί να μιλήσει κανείς
με σιγουριά για τις προθέσεις του συγγραφέα, αλλά επαναλαμβάνω ότι δεν είδα
πουθενά κάτι που να στηρίζει την ηθική ακεραιότητα (ούτε καν συγκρότηση) της Λούσι.
Οπωσδήποτε ο Ροθ έδωσε ξεκάθαρα μια αρνητική ηρωίδα, ανυπόφορη κι εκνευριστική
προσπαθώντας να ψυχογραφήσει ένα άτομο
που -αδικαιολόγητα- ντρέπεται για τους γονείς του, μισεί την οικογένειά του και
επομένως δεν έχει καμιά εμπιστοσύνη σε κανέναν, ίσως ούτε και στον εαυτό του.
Κι επειδή ακριβώς δεν μας δίνονται στοιχεία για το τόοοοοσο βαθύ μίσος, καταλήγει κανείς ότι
πρόκειται απλούστατα για ένα άτομο εγγενώς γεμάτο τυφλή εγωπάθεια.
Ίσως αυτός ο -μοναδικός-
γυναικείος χαρακτήρας στον οποίο εμβάθυνε ο Ροθ δίνοντάς του πρωταγωνιστικό
ρόλο να ενισχύει τη διάχυτη εντύπωση ότι είναι ελαφρώς μισογύνης…
Χριστίνα Παπαγγελή
[1]π.χ.: 1. Μπορεί αυτή καθαυτή η υπόθεση να μην είναι
σήμερα συνταρακτική, αλλά η ίδια η μορφή της Λούσι έχει έντονη τραγικότητα. Το
συγκλονιστικό τέλος της, που είχε προοικονομηθεί έγκαιρα, φτάνει με όρους
κορύφωσης, με συγκρούσεις που αναδεικνύουν πλήρως τον χαρακτήρα, τα πιστεύω και
τη στάση της απέναντι στους άλλους. Το δυναμικό κρεσέντο σε κάνει να ξαναδείς
όλο το κείμενο υπό το πρίσμα μιας μεσσιανικής αντίληψης που είχε η ηρωίδα για
τον εαυτό της: Οι άνθρωποι είναι κακοί, κακοί εκ φύσεως, και δεν είναι δυνατόν
να περιμένουμε τον Χριστό να τους σώσει, αλλά πρέπει να αναλάβουμε δράση.
Απέναντι στον μέθυσο πατέρα της και την άβουλη μάνα της, στον νωθρό παππού της
και τον ανώριμο άνδρα της δεν υπάρχει συγκατάβαση, αγάπη, διάθεση προσέγγισης
αλλά η απηνής ματιά της και η ανάγκη για σύγκρουση και ταρακούνημα. Δεν ξέρω αν
η Λούσι και η συμπεριφορά της δείχνει την αυταρχική Αμερική του ’60 ή τη
θρησκοληψία μερικών που νομίζουν ότι πρέπει να επιβάλλουν το σωστό, δεν ξέρω αν
δείχνει τον δογματικό άνθρωπο που φτάνει στα όρια της τρέλας και τιμωρείται με
νομοτελειακό τρόπο για την ύβριν του, αλλά το “Τότε που ήταν καλό κορίτσι”
καρφώθηκε βαθιά στον νου μου για την δομή και την κορύφωση στα πρότυπα της
αρχαίας τραγωδίας και της δεσολύσης με την οποία αυτή ερμηνεύει την ανθρώπινη
ζωή, σαν μοίρα, αλλά όχι με τον ντετερμινιστικό τρόπο του
αναπόφευκτου (Πατριάρχης Φώτιος, βιβλιοκαφέ).
2. Η άτεγκτη ηθική της
προκαλεί τη μια στιγμή τη συμπόνια και την άλλη την απέχθεια του αναγνώστη,
όμως γι' αυτό που είναι υπάρχουν σοβαρές αιτίες. Είναι μια κοπέλα που την έχει
τραυματίσει βαθύτατα η συμπεριφορά του πατέρα στη μητέρα της και γεμάτη οργή
για την ανευθυνότητα και την επιπολαιότητά του. Η ηθικολογία της παραμένει
αθεράπευτη, όπως και η οργή της. Ο οργισμένος άνθρωπος υποφέρει γιατί δεν
μπορεί να συμφιλιωθεί με τον κόσμο αλλά κατά βάθος δεν μπορεί να συμφιλιωθεί με
τον εαυτό του. Η οργή της Λούσι είναι αποτέλεσμα της ηθικής της και η συνέπειά
της η δυστυχία (Βιστωνίτης, Βήμα).