Ο Μαορί που στερείται το μάνα
δεν έχει πλέον λόγο
ύπαρξης,
δεν έχει σημεία αναφοράς,
ούτε τουρανγκάουεουε,
δηλαδή κανέναν τόπο όπου να
μπορεί να σταθεί όρθιος…
Η γη είναι ταπού, ιερή.
Πολύ σκληρό κι αυτό το
αστυνομικό/νουάρ βιβλίο του Φερέ, που είναι πιο γνωστός στην Ελλάδα από το
«Μαπούτσε» (γράφτηκε το 2012). Με πολιτικοκοινωνικές προεκτάσεις επίσης, με τη
δράση του έργου αυτή τη φορά όμως όχι στην Αργεντινή, αλλά στη Ν. Ζηλανδία (μια
περιοχή που τον κέρδισε, εφόσον κι ο ίδιος έζησε τυχοδιωκτικά εκεί μεγάλο μέρος
της ζωής του). Στη Ν. Ζηλανδία, άλλωστε τοποθετείται και το πρώτο βιβλίο της σάγκα
Μαορί, το «Χάκα» (γράφτηκε το 1998), του οποίου το «Ούτου» αποτελεί, τρόπον
τινά, συνέχεια.
Ο αξιόλογος Γάλλος συγγραφέας
φαίνεται ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένος όσον αφορά την καταστροφή των αυτόχθονων
πολιτισμών (Ζουλού στην Αφρική, Μαπούτσε στην Αργεντινή, Μαορί στη Ν. Ζηλανδία),
και αναδεικνύει, με τα στυγνά μέσα του πολιτικού θρίλερ, μεγάλα κοινωνικά
ζητήματα και άγνωστες πτυχές της ιστορίας, δικαιώνοντας τον απεγνωσμένο αγώνα
αυτών των λαών. Η Νέα Ζηλανδία ( Αοτεαρόα στη Μαορί γλώσσα, ή Γη του Μακριού Λευκού
Σύννεφου), γη της
επαγγελίας για τους Δυτικούς, αποτέλεσε χώρα μετανάστευσης, όπου η κυριαρχία
των Βρετανών επικράτησε ποδοπατώντας όμως και ισοπεδώνοντας τον πολιτισμό των
αυτόχθονων (Μοριορί και Μαορί).
Από τις πρώτες σελίδες η ωμή
βία της εκδίκησης (ούτου σημαίνει
εκδίκηση στη γλώσσα των μαορί), της εκδίκησης που παίρνει ο πρωταγωνιστής-
αστυνομικός για ένα παλιό του τραύμα, μάς βάζει σ’ έναν κόσμο αποτρόπαια
φρικιαστικό και σκληρό. Είναι ο κόσμος όπου και
οι «καλοί», αυτοί δηλαδή που αγωνίζονται για τους φτωχούς, τους αδικημένους
και, γενικότερα για μια πιο δίκαιη κοινωνία, μπορούν να γίνουν αδυσώπητοι όταν
έχουν απέναντί τους τους «κακούς».
Τέτοιος είναι και ο ήρωάς
μας, ο πρωταγωνιστής Πωλ Όσμπορν, που είχε παραιτηθεί χρόνια από το πόστο του
για να εξαναγκαστεί, λόγω πολύ προσωπικών λόγων (την αιτία της παραίτησης τη
μαθαίνουμε προς τη μέση του βιβλίου), να επανέλθει στο αξίωμα του αστυνομικού. Η
προσωπική- οικογενειακή του ιστορία είναι (κλασικά) θλιβερή: νόθο παιδί μιας χλιαρής
μητέρας, αποφάσισε να γνωρίσει τον πατέρα του για να εισπράξει ένα «δεν έχω ανάγκη από κανέναν γιο». Μια έντονη
ερωτική περιπέτεια με τη Μαορί Χάνα με ταπεινωτική κατάληξη (ο συγγραφέας την
αποκαλύπτει σταδιακά, κάνοντας φλας-μπακ σε διαφορετική γραμματοσειρά) εξηγεί
το πάθος του για την αποκατάσταση της δικαιοσύνης και το κίνητρό του για να
γίνει «μπάτσος» (μπήκε στη δικαιοσύνη
όπως μπαίνει ορισμένες φορές κανείς στην πολιτική: από αηδία…). Ακόμα
κι όταν είναι μπαρουτοκαπνισμένος από τις επιθέσεις και το ξύλο, είναι
γοητευτικός (μάτια κίτρινα, αυτό κι αν
ήταν, γαμώτο), στοιχείο καθοριστικό στη συνεργασία του με… τις γυναίκες, όπως
την ιατροδικαστίνα της υπόθεσής μας (η
Αμέλια τον έβρισκε όμορφο, φλογερό, σκοτεινό, αισθησιακό, επικίνδυνο).
Ξέρει μαορί και ήταν προσωπικός φίλος του Τζακ Φιτζέραλντ, του αστυνομικού που
αυτοκτόνησε αινιγματωδώς, δυο ακόμα στοιχεία που τον κάνουν κατάλληλο να
ασχοληθεί με τα καινούρια εγκλήματα (στην
τελευταία του επικοινωνία μέσω ραδιοπομπού, ο Φιτζέραλντ μίλησε για έναν λάκκο
με αναρίθμητα πτώματα μέσα στο δάσος, βόρεια του Ώκλαντ).
Καθώς ξετυλίγεται το νήμα της
υπόθεσης, στα τέσσερα αρχικά πτώματα προστίθεται ένα… κλεμμένο τσεκούρι
κειμήλιο της φυλής Μαορί (ανήκε στον αρχηγό Τέ Χοατέουα, της φυλής
Καχουνγκούνου), ο μυστηριώδης θάνατος μιας γυναίκας στη θάλασσα της οποίας το
σώμα βρέθηκε ακρωτηριασμένο από τους
καρχαρίες, ο αποτρόπαιος θάνατος ενός διαφημιστικού μοντέλου (μιας ακόμη
μιγάδας που έμοιαζε με την Χάνα), επιθέσεις και εκβιασμοί προς τον πρωταγωνιστή
μας, ξεκαθαρίσματα λογαριασμών, και, καθώς οδεύουμε προς το παρανάλωμα του
τέλους, έχουμε ένα ρεσιτάλ θανάτων και γενικότερα φρίκης. Οι σπασμένες μύτες,
οι ευφάνταστοι βιασμοί μέσα σε λάσπες και εμετούς, τα ομαδικά όργια με
παραισθησιογόνα, η χρήση ουσιών κάθε είδους κ.α., όσο προχωρά το βιβλίο δίνουν
τη θέση τους σε ακόμα πιο αποτρόπαιες
σκηνές όπως αποκεφαλισμένα σώματα, τεμαχισμό πτώματος, έρευνα σε εσωτερικό
τάφου κλπ, όλα αυτά πολύ παραστατικά και βιωματικά παρουσιασμένα... Η φρίκη
είναι συστατικό του νουάρ μυθιστορήματος, βέβαια, αλλά εδώ ξεπερνά κάθε
προηγούμενο, καθώς συνδυάζεται και με το «ούτου» των μαορί, την εκδίκηση δηλαδή
για την καταστροφή του πολιτισμού τους (να
χάσουν τη γη τους ήταν ό, τι χειρότερο μπορούσε να τους συμβεί. Το ούτου θα
ήταν ανάλογο με τη ζημιά που είχαν υποστεί). Έτσι, στην πολύ
εμπεριστατωμένη «λύση» του μυστηρίου οι απαντήσεις είναι μέν ικανοποιητικές,
αλλά η ανατροπή είναι βαθιά εφόσον οι «κακοί» γίνονται «καλοί», ή μάλλον αυτοί που προσπαθούν να αποκαταστήσουν την «διαταραγμένη ισορροπία» του κόσμου (τους).
Το βιβλίο, πέρα από το
αστυνομικό ενδιαφέρον που έχει (τα ερωτήματα προκύπτουν απανωτά) αλλά και το…
αισθηματικό (παρά τον αμοραλισμό του ήρωα και τις βίαιες σκηνές σεξ, υπάρχει κι
ο παθιασμένος/απελπισμένος ίσως έρωτας, όπως και ο ρομαντικός της Αμέλια), πέρα
απ’ αυτά τα δυο στοιχεία λοιπόν που κρατούν τον αναγνώστη σε εγρήγορση, το
μυθιστόρημα αποτελεί και μια βαθιά ανατομία στον πολιτισμό των Μαορί και την
πονεμένη ιστορία της Ν. Ζηλανδίας, μια ιστορία στυγνής -κι εδώ- αποικιοκρατίας
και κυριαρχίας του κέρδους. Ο Καρύλ Φερέ, σεβόμενος απόλυτα την Ιστορία με
γιώτα κεφαλαίο, κατάφερε να συνδυάσει τη θυελλώδη πλοκή της αστυνομικής του
ιστορίας με πτυχές της Ιστορίας της Ν. Ζηλανδίας[1]. Ψάχνοντας στο διαδίκτυο διαπίστωσα όχι μόνο
απόλυτη συνέπεια στα ιστορικά γεγονότα αλλά και πληρότητα. Καθοριστικόγεγονός για τις σχέσεις των αποίκων με τους Μαορί ήταν η Συνθήκη Γουαϊτάνγκι, που όμως δεν έγινε δεκτή
από κάποιος ακτιβιστές- σαμάνους Μαορί, ούτε τηρήθηκε όπως θα έπρεπε, αντίθετα αποτέλεσε πεδίο διαφωνιών και διμαρτυριών. Στο
μυθιστόρημα αναφέρεται και αρκετά εκτενώς η εξέγερση στο Μπάστιον Πόιντ [2]όταν η φυλή Νγκάτι Ουάτου είχε καταλάβει τη
γη των προγόνων της, γη πάνω στην οποία παιζόταν ένα ολόκληρο οικοδομικό
σχέδιο. Μπορεί μάλιστα κάποιος να ισχυριστεί ότι όλο το νουαρ/πολάρ
μυθιστόρημα στηρίζεται στον μηχανισμό εκμετάλλευσης της γης των αυτόχθονων
(π.χ. εκτινάσσουν ολόκληρα χωριά Μαορί), ίντριγκες για «βρώμικο χρήμα», που γίνονται με τη
συνεργασία των πολιτικών και αστυνομικών δυνάμεων.
Ακόμη, βλέπουμε και πτυχές της
ζωής των διαφόρων φυλών Μαορί, της καθημερινότητάς τους, της γλώσσας τους, της
κουλτούρας τους. Ο συγγραφέας εντάσσει
π.χ. στην πλοκή τον τελετουργικό χορό χάκα ή, ακόμα περισσότερο στο βιβλίο αυτό, το μόκο -την περίφημη τέχνη των τατουάζ στο πρόσωπο κυρίως αλλά και
στο σώμα, δηλωτικά της προσωπικότητάς τους και της θέσης τους στην ιεραρχία της
φυλής (π.χ. οι ακτιβιστές σαμάνοι είχαν συγκεκριμένο μόκο (ένα μόκο ήταν σαν μια υπογραφή, μια πανοπλία που σκιαγραφούσε τις
αρετές που είχε ένα άτομο). Επίσης, την παλιά πολεμική πρακτική μοκομοκάι (όπως και σε άλλες αυτόχθονες φυλές, το να έχεις στην κατοχή σου το
κεφάλι ενός αρχηγού του εχθρού ή να κρατήσεις και του δικού σου προγόνου ήταν
σημάδι ισχύος, σεβασμού, ένα αντικείμενο λατρείας που ανύψωνε το μάνα).
Η ιδεολογία που
ενστερνίζονται οι σύγχρονοι σαμάνοι, ακτιβιστές Μαορί εκφράζεται απερίφραστα
μέσω της Χάνα, του μεγάλου έρωτα του Όσμπορν, και απηχεί ασφαλώς την άποψη του
συγγραφέα:
Πόσες φορές να σας το πούμε; Κατακτήσατε τους
αυτόχθονες λαούς όπως δαμάζει κανείς ένα άγριο ζώο. Οι εξερευνητές σας, οι
μεγάλοι σας εφευρέτες, οι δήθεν ήρωές σας λεηλάτησαν όχι μόνο τις οικονομικές
πηγές μας αλλά επίσης τις τέχνες μας, τον ίδιο μας τον πολιτισμό! Τα μουσεία
σας είναι γεμάτα από τους πιο ιερούς μας θησαυρούς, κλέψατε την ιστορία μας,
τις γλώσσες μας, τα ήθη μας, για να επιβάλετε τον δικό σας τρόπο ζωής, τις
θρησκείες σας, τον πολιτισμό σας, τα καραγκιοζιλίκια των καθυστερημένων εφήβων,
αυτά που ονομάζετε αξίες σας: το δικαίωμα να εκμεταλλεύεστε τα πάντα και για
πάντα, μόνο και μόνο για να αδειάσετε τη γη από το περιεχόμενό της, από τη ζωή
της.
Χριστίνα Παπαγγελή
[1] (από την
Wikipedia)Το ενδιαφέρον
για την εκμετάλλευση των Μαορί από Ευρωπαίους, πιέσεις από την Church
Missionary Society και το Γαλλικό ενδιαφέρον στην περιοχή οδήγησαν τους Βρετανούς
να προσαρτήσουν τη Νέα Ζηλανδία με Βασιλική Προκήρυξη τον Ιανουάριο του 1840. Για να
νομιμοποιηθεί η Βρετανική προσάρτηση είχε αποσταλεί το 1839 ο Βοηθός
Κυβερνήτη Γουίλλιαμ Χόμπσον.[15]Βιαστικά,
μετά την άφιξή του, διαπραγματεύτηκε την Συνθήκη Γουαϊτάνγκι με τις βόρειες iwi.
Η Συνθήκη υπογράφηκε τον Φεβρουάριο και τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει να
θεωρείται ως το ιδρυτικό ντοκουμέντο της Νέας Ζηλανδίας. Η Μαορί μετάφραση της
συνθήκης υποσχόταν στις φυλές Μαορί "tino rangatiratanga" πως θα
διατηρούνταν με αντάλλαγμα την παύση kawanatanga, που οι Αγγλικές
εκδοχές μεταφράζουν ως "αρχηγία" για "εθνική
κυριαρχία/αυτονομία". Το πραγματικό νόημα είναι σήμερα αντικείμενο
διαφωνιών. Διαφωνίες για πωλήσεις γης και εθνική κυριαρχία προκάλεσαν
τους Πολέμους γης
της Νέας Ζηλανδίας που έλαβαν χώρα μεταξύ του 1845 και 1872.[16] Το 1975 η Συνθήκη
της Πράξης Γουαϊτάνγκι εγκαθίδρυσαν το Δικαστήριο Γουαϊτάνγκι, στο οποίο ανατέθηκε
να ακούει ισχυρισμούς για παραβιάσεις από το Στέμμα της Συνθήκης του
Γουαϊτάνγκι που χρονολογούνται από το 1840. Κάποιες φυλές Μαορί και οι Μοριορί
δεν υπέγραψαν ποτέ την συνθήκη.
Η Νέα Ζηλανδία έγινε ανεξάρτητη επικράτεια στις 26 Σεπτεμβρίου 1907 με βασιλική
αναγγελία.[21][22] Με
το Θέσπισμα του
Γουεστμίνστερ το 1931 της παραχωρήθηκε πλήρης ανεξαρτησία από το Κοινοβούλιο του Ηνωμένου Βασιλείου.
Η ανεξαρτησία ξεκίνησε με την υιοθεσία του Θεσπίσματος από το Κοινοβούλιο της Νέας Ζηλανδίας το 1947. Από τότε η Νέα
Ζηλανδία είναι μια ανεξάρτητη Βασιλευόμενη Κοινοβουλευτική
Δημοκρατία στα πλαίσια της Βρετανικής
κοινοπολιτείας ή Κοινοπολιτείας των Εθνών.[18]
[2] In 1976 the government proposed
selling part of the Bastion Point reserve for luxury housing. It was on
ancestral land that Ngāti Whātua hoped to get back. The tribe mounted a 506-day
occupation of the site in 1977–78. The protest ended when the government sent
in police to clear the protesters and demolish their makeshift homes. The new
housing was never built and under a Treaty of Waitangi settlement much of the
land was returned to Ngāti Whātua.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου