Ένα ευδιάκριτο «σχέδιο», ένα
νοητικό πείραμα πολιτικής φαντασίας αποτελεί σε τελική ανάλυση το μυθιστόρημα
της αγαπητής γνωστής blogger,
βιβλιόφιλης και συγγραφέα: μια επινοημένη, φανταστική κοινωνικοπολιτική συνθήκη
διαμορφώνει -για να μην πούμε ανατρέπει- τις ανθρώπινες σχέσεις επηρεάζοντας
όχι μόνο τις δομές της κοινωνίας, αλλά και της οικογένειας. Η εξέλιξη αυτή
παρουσιάζεται κατά κάποιον τρόπο σχηματικά γιατί μέσα στα στενά περιθώρια του
μυθιστορήματος παρουσιάζεται με αδρές γραμμές η περιγραφή μιας υποθετικής
κατάστασης, που τεντώνει τις (σημερινές) πολιτικοκοινωνικές συνθήκες στα άκρα
για να φανούν οι σκοτεινές συνέπειες.
Αυτή η βασική σύλληψη θυμίζει τις αντίστοιχες στον Χάξλεϋ, στον Όργουελ αλλά
και στα βιβλία του Σαραμάγκου όπως π.χ. στο «Περί τυφλότητος», όπου η βασική «τι-θα-γινει-αν» συνθήκη ήταν η επιδημία
που καθιστούσε τυφλούς όλους τους πολίτες που κοιτάζονταν στα μάτια.
Ποια είναι λοιπόν η υποθετική
πολιτική αλλαγή που φέρνει τα πάνω κάτω;
Στην Ελλάδα του 2015, σχετικό
δημοψήφισμα (του 2011) έχει επαναφέρει τη δραχμή και έχει οδηγήσει την Ελλάδα
έξω από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η φτώχεια και ο αποκλεισμός που ακολούθησαν την
έξοδο δίνουν την ευκαιρία σε ακραία φασιστική
δικτατορία να εγκαθιδρυθεί (μετά από οδομαχίες 5 ημερών) και να επιβάλει
ένα οργουελικό καθεστώς, που κρατά
υποταγμένους τους πολίτες στις πόλεις σε… συρματοπλέγματα (αφού
εξαφανίσει τους αλλοδαπούς), έχει εκκενώσει παντελώς την ύπαιθρο εκτός από
ορισμένες περιοχές ορεινές και προσφέρει σε όλους φαγητό, νερό και «ασφάλεια»
στους «εντός των συνόρων». Ο Κυβερνήτης, ο «Αόρατος Ένας» που κανένας δεν τον
βλέπει κατάματα, έχει καταφέρει χωρίς «να ανοίξει ρουθούνι» να κλείσει τα
σύνορα, και να εδραιώσει «Τάγματα» νεοφώτιστων με τα οποία ελέγχει απόλυτα τους
πολίτες στους οποίους έδωσαν την επιλογή
να τους κάνουν δούλους (δέχτηκαν να
σκλαβωθούν για το ρεύμα, το νερό, και το φαγητό).
Δεν έχει σημασία αν
συμφωνούμε στο πόσο ολέθριο είναι για την Ελλάδα να… φύγει από το ευρώ ή από
την ευρωπαϊκή ένωση, γιατί δεν είναι -νομίζω- και το κεντρικό θέμα του βιβλίου.
Είναι πολιτικό το σενάριο αυτό, βέβαια, αλλά την συγγραφέα, όπως είπαμε και στην
αρχή, είναι φανερό ότι την ενδιαφέρει πώς διαμορφώνονται οι διαπροσωπικές
σχέσεις μέσα σε περιβάλλον απόλυτης στέρησης (όχι μόνο ελευθερίας και
δικαιωμάτων, αλλά και νερού, φαγητού, ρεύματος, καυσίμων κλπ): το
απόλυτο «ξεγύμνωμα» του ανθρώπου όταν περιπέσει σε συνθήκες απόλυτης
ανάγκης, δηλαδή ένα ακραίο σενάριο άσκησης
βιοπολιτικής εξουσίας.
Άλλωστε, η πολιτική αλλαγή δεν
φτάνει στον αναγνώστη παρά έμμεσα (μέσα από τους διαλόγους), κι ούτε καν απ’
την αρχή του βιβλίου. Καταλαβαίνουμε βέβαια ότι κάτι έκτακτο συμβαίνει, αλλά
μόλις στη σελίδα 23 γίνεται κάποια αναφορά στην «πρώτη εκκαθάριση», τότε που θα
«ξεβρώμιζε ο τόπος από τους ξένους»ˑ τότε επισημαίνεται η σκληρή πείνα που
περιμένει τους ήρωες και ότι καταστάσεις
σαν αυτές που ζούσαν ξεγύμνωναν τους ανθρώπους, άφηναν τον χαρακτήρα τσιτσίδι. Η
δε κυβέρνηση κατονομάζεται «φασιστική» για πρώτη φορά στη σελίδα 46. Ακόμη, ούτε
οι ίδιοι οι πολίτες, ούτε καν οι ήρωες του βιβλίου έχουν απόλυτη επίγνωση του
τι συνέβη, γιατί, απλούστατα, δεν υπάρχει ενημέρωση.
Οι πρωταγωνιστές είναι οι εξαιρετικές περιπτώσεις που
αντιστέκονται με τον τρόπο τους. Είναι ο
παππούς και ο πατέρας της δεκαπεντάχρονης Ευγενίας -της τρίτης κατά τη
γνώμη μου βασικής ηρωίδας. Γύρω από τους δυο πρώτους περιστρέφεται εναλλάξ η
αφήγηση σ’ ένα σπάνιο συνδυασμό εσωτερικής εστίασης με γ΄ ενικό. Αυτό που τους ενώνει
είναι η αγάπη για το βιβλίο, για το διάβασμα (φιλόλογος ο παππούς, συγγραφέας ο
πατέρας), όμως διακρίνονται δυο αντιθετικές πορείες: Ο παππούς συμφιλιώνει,
αγαπά, έχει θετική αύρα, ζει στο χωριό, θυμάται τη γυναίκα του με αγάπη, βοηθά
την κόρη, τα εγγόνια. Δεν έχει αλλοτριωθεί, δεν έχει φτάσει μέχρις αυτόν η
αλλαγή. Ο πατέρας (Χάρης), ο γιος, πνίγεται στην Αθήνα και σπάει τα δεσμά.
Ρίχνει μαύρη πέτρα στην Ελλάδα για να καταφύγει στη Γαλλία, αφήνοντας κόρη και
γυναίκα πίσω του. Η αποστροφή του για όλα τα μέλη της οικογένειας μού τον έκανε
στην αρχή εξωπραγματικό ή, τουλάχιστον, αντιπαθητικό (ενώ μου θύμιζε την
αντίστοιχη αψυχολόγητη ηρωίδα της Δημητρακάκη στο Αεροπλάστ): όπου η απόλυτη
άρνηση για την άρνηση και μόνο, δηλητήριο και περιφρόνηση αναγορεύονται ως
αναπόφευκτη στάση ζωής.
Καθώς όμως ξετυλίγεται η
αφήγηση βλέπουμε ότι μάλλον το αντίθετο συμβαίνει: η μάνα, ο πατέρας και σε
βαθμό κακουργήματος η -χωρισμένη- γυναίκα του, με το φαρμάκι που τον έχουν
ποτίσει, είναι αυτοί που έχουν φέρει σε απομόνωση τον Χάρη (δεν ήταν δυνατόν να μείνει περισσότερο, δεν
είχε τίποτα να πει με όλους αυτούς, δεν είχε κανέναν να τον αγαπήσει/ Αν ήταν
αναίσθητος, ένας αχρείος, αυτό θα τους το χτυπούσε συνέχεια, που δεν τον
μπορούσαν να τον καταλάβουν ούτε μια στάλα. Αλλά δεν ήταν, και γι’ αυτό δε
μιλούσε. Κρατούσε την αλήθεια για τον εαυτό του, δεν είχε λόγο να τις πληγώνει.
Αυτές τον πλήγωναν, συστηματικά και αδιάλειπτα. Ζητούσαν αντί να αγαπάνε,
έπαιρναν αντί να δίνουν). Η ύψιστη
μορφή αντίδρασης γι’ αυτόν, λοιπόν, ήταν να φύγει, όχι μόνο για να ξεφύγει
από τα φαντάσματα της οικογένειας, αλλά και για να υπηρετήσει την τέχνη του, τη
γραφή (τα πράγματα δεν ευνοούσαν πλέον
την τέχνη).
Στη Γαλλία παρακολουθούμε τις
δειλές προσπάθειες του Χάρη να μαζέψει τα κομμάτια του, να ξαναβρεί τον εαυτό
του. Παρακολουθούμε την αγωνία του συγγραφέα να εκφραστεί (το βασικό εμπόδιο ήταν ότι δεν έγραφε, δεν είχε τίποτα να πει, να
νιώσει τη μέθεξη/ νόμιζε, τότε που ήταν έφηβος, πως τη γραφή την ευνοούσαν τα
μεγάλα πάθη/δεν είχε λογική ούτε προγραμματισμό, πάντα έγραφε με σπασμούς),
τις σκέψεις του για τη λογοτεχνία και τον ρόλο της στην «πραγματική ζωή»[1].
Βρίσκει την έμπνευσή του μετά από ένα
καταλυτικό επεισόδιο με κάποιον άστεγο Έλληνα, «λαθρομετανάστη» (η συγγραφέας
αφιερώνει ολόκληρο κεφάλαιο σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, με την οποία παίρνουμε και
κάποιες πληροφορίες για το ιδιότυπο φασιστικό καθεστώς στην Ελλάδα). Επιδίδεται
στο γράψιμο αργά, σχεδόν βασανιστικά. Ερωτεύεται την Βιβιέν (απίστευτη…βιβλιοφάγο!)
με αργά βήματα, αποφασίζει να συζήσει, και βασικά να ζήσει. Σιγά και σταδιακά,
ενσταλάζουν στον Χάρη θετικά συναισθήματα, αρχίζει και χτίζει μια νέα ζωή. Αποκαλύπτει,
ακόμα, ότι υπάρχει μέσα του η έγνοια για την κόρη του την Ευγενία (ήθελε η κόρη του να είναι ερωτεύσιμη),
που γίνεται ανησυχία όταν η Ευγενία εξαφανίζεται.
Την Αθήνα εγκαταλείπει και η
Ευγενία με τα πόδια, και διασχίζοντας μια Ελλάδα-κρανίου-τόπο φτάνει
εξουθενωμένη στον παππού στο ορεινό χωριό, όπου βρίσκει καταφύγιο. H σχέση παππού- εγγονής διαγράφεται ζεστή και ωριμάζει
δειλά δειλά, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του ταξιδιού από το χωριό στην Αθήνα. Χαρακτηρίζεται
από σπάνια τρυφερότητα και αποτελεί μια όαση στη σκληρότητα των συνθηκών που
συναντούν στη διάρκεια αυτής της περιπετειώδους «επιστροφής» στην πάτρια γη. Ωστόσο,
η μικρή κρύβει καλά τα μυστικά των απίστευτων βιωμάτων της στην Αθήνα, των
βιωμάτων μιας ζωής απογυμνωμένης. Έχει ξεφύγει από έναν κόσμο βιασμών και
οργίων που σοκάρουν (τρία εμβόλιμα κεφάλαια σε πρωτοπρόσωπη εξομολόγηση
συνθέτουν τον εφιάλτη από τον οποίο ξέφυγε η Ευγενία, τον εφιάλτη του εκμηδενισμού
του ανθρώπινου σώματος και της ανθρώπινης ταυτότητας π.χ.: σαν χάθηκε η μάνα δεν είχα καμιά ελπίδα σωτηρίας. Την έβλεπα να
μαραζώνει, να γίνεται κάθε μέρα μια σούφρα κι ήθελα να ουρλιάξω σε αυτόν τον
γαμιόλη τον Φάνη, κάνε κάτι, ηλίθιε μαλάκα, κάνε κάτι ανθρωπάκι, εσύ την
κράτησες έξω από τα Συρματοπλέγματα, εσύ την αφήνεις να πεθάνει από την πείνα,
να τη γαμάει ο καθένας. Αλλά δεν μπορούσα, γιατί ήμουν μικρή).
Δεν είναι τυχαίο που όλες οι -υπόλοιπες-
σχέσεις καταλήγουν σε διάλυση, είναι αρρωστημένες (του παππού με την κόρη-αδερφή
του Χάρη, της Ευγενίας με τη μάνα της, των χωριανών μεταξύ τους κλπ). Όλα αυτά
είναι απόρροια της παθογένειας του συστήματος, ενός συστήματος που διαμορφώνει τον
«γυμνό άνθρωπο», τον άνθρωπο χωρίς ταυτότητα, χωρίς κυρίαρχο σώμα, τον homo sacer (=άγιος/καταραμένος,
άσπιλος/μιαρός) του ρωμαϊκού δικαίου, που, όπως κατέδειξε ο Agamben ανήκε
σε μια ζώνη δυσδιάκριτη ανάμεσα στο πολιτικό και το θρησκευτικό δίκαιο: χωρίς
πολιτική υπόσταση, ζωή εκτεθειμένη στον θάνατο («φονεύσιμος», μπορούσε κάποιος
να τον σκοτώσει χωρίς τιμωρία) και «άθυτος» (δεν απολάμβανε την τυπική τελετή
ταφής). Είναι ο παρίας, ο άνθρωπος ο αναθεματισμένος, ο απαγορευμένος. Έτσι, η γυμνή ζωή φέρνοντάς την στη σημερινή
εποχή, αφορά τους μετανάστες, τους πρόσφυγες κλπ , αλλά και όλους τους πολίτες γιατί κατά μια έννοια είμαστε
όλοι «προσφυγοποιήσιμοι»[2].
Δεν είναι λοιπόν μακριά απ’ την
πραγματικότητα η συγγραφέας όταν βάζει τους ήρωες στην φανταστική αυτή, δυστοπική κοινωνία να λιντσάρουν ο ένας τον άλλον, να διώκουν, να (παρα)βιάζουν κάθε
ιερό και όσιο˙ να κινούνται στο ανάμεσα, ακόμα κι αυτοί που
αντιδρούν/αντιστέκονται. Έτσι, ο άστεγος
Νίκος λέει «Δεν υπάρχω, αλλά η αυτοκτονία
δεν είναι στα άμεσα σχέδιά μου. Μπορείς να το κατανοήσεις αυτό;». Και αλλού:
Ο μέσος άντρας δεν υπάρχει, δεν
υπάρχουμε. Ο Χάρης, παρότι ήταν στην Γαλλία αυτοεξόριστος δεν ανήκε πουθενά. Δε ήταν οικογενειάρχης,
δεν ήταν Έλληνας, δεν ήταν συγγραφέας, ήταν πολίτης του Τίποτα. Η πείνα για
όσους είναι εκτός των συνόρων είναι απόλυτη, εφόσον όλα είναι λεηλατημένα και καμένα, τόσες γαμημένες απώλειες μαζεμένες, και
η πείνα είναι μια μορφή καταδυνάστευσης
πιο απλή από οποιοδήποτε άλλο βασανιστήριο (και αλλού: όποιος ελέγχει το φαγητό και το νερό είναι κυρίαρχος). Έτσι, η καταδυνάστευση του Αόρατου Κυβερνήτη
στηρίζεται
στον έλεγχο των βασικών αναγκών, οδηγώντας τους ανθρώπους στην απόλυτη τρέλα και στην υποταγή. Η αλλοτρίωση προχωρά σε τέτοιο
βαθμό που δεν ξέρει κανείς αν είναι
δυσάρεστο το μάντρωμα, αν είναι κακό να σ’ τα έχουν όλα έτοιμα, στο πιάτο. Το
τρομακτικό στο σύστημα που περιγράφεται στο βιβλίο, είναι ότι η χούντα αυτή δεν στηριζόταν στη βία, πως αυτό που την
εδραίωνε ήταν βαθύτερο και πιο ανησυχητικό από μπουντρούμια βασανιστηρίων. Δεν
χρειάζεται ακριβώς αστυνόμευση, γιατί έξω από την περίφραξη υπάρχει πείνα,
δίψα, θάνατος, σκοτάδι και σιωπή. Οι εντός του «στρατοπέδου» άλλωστε, έχουν ήδη
αρχίσει να μιλούν για ανάπτυξη!
Ωστόσο, υπάρχει και η Αντίσταση,
η συλλογική, η οργανωμένη. Ένα δίκτυο ανθρώπων που στέκονται και εντός και
εκτός, και ψηλαφούν τα τρωτά του συστήματος. Εδώ εντάσσεται και το «Σχέδιο» του
τίτλου στο οποίο εμπλέκονται και οι τρεις πρωταγωνιστές, και που δεν είναι
σκόπιμο φυσικά να περιγράψω στην ανάρτηση. Η συγγραφέας, με τον δικό της,
πρωτότυπο τρόπο αφήνει ανοιχτό το ερώτημα «αρκούν οι διανοούμενοι για να
αλλάξουν τον κόσμο;», προδίδοντας για μια ακόμη φορά την εμπιστοσύνη της στο «Προπύργιο της διανόησης»:
Αλλά έπειτα θυμήθηκε τα βιβλία. Τα βιβλία, παραδόξως, τα είχαν προβλέψει
όλα. Τα βιβλία προέβλεπαν τα προβλήματα του πρώτου κόσμου όταν γινόταν δεύτερος
ή τρίτος. Αυτό ήταν το μεγάλο τους πλεονέκτημα.
Χριστίνα Παπαγγελή
[1]
Σημειώνω εδώ παρενθετικά ότι στα κεφάλαια όπου ο Χάρης ψάχνει την έμπνευσή και
την έκφρασή του, νιώθουμε να διαρρέει η αγάπη της συγγραφέα για τα βιβλία και
τη γραφή. Δεν ξέρω αν είναι επίσης τυχαίο, ότι καθώς διαβάζεις το βιβλίο έχεις την
αίσθηση πολύ «καλοδουλεμένων παραγράφων» για να συναντήσεις στη σελίδα 126(!)
τη φράση: Πάντοτε έγραφε με μονάδα την
παράγραφο, ποτέ τη λέξη ή το κεφάλαιο (!).
[2]
Αγκάμπεν, Homo sacer,
Κυρίαρχη εξουσία και γυμνή ζωή (σελ. 184-5): Αν αληθεύει ότι η μορφή που μας προτείνει η εποχή μας είναι εκείνη μιας
άθυτης ζωής, η οποία ωστόσο κατέστη φονεύσιμη σε ανήκουστο βαθμό, τότε η γυμνή ζωή
του homo sacer μας ενδιαφέρει ιδιαιτέρως. Η ιερότητα (σημ. η λέξη «ιερότητα»
είναι μέση λέξη, δηλαδή μπορεί να είναι αγιότητα, μπορεί να είναι και κατάρα) συνιστά μια γραμμή φυγής η οποία είναι ακόμη
και σήμερα παρούσα στη σύγχρονη πολιτική και, ως τέτοια, μετακινείται συνεχώς προς
ολοένα και πιο ευρείες και σκοτεινές περιοχές, μέχρι να ταυτιστεί με την ίδια
τη βιολογική ζωή των πολιτών. Αν σήμερα δεν υφίσταται πλέον μια εκ των προτέρων
προσδιορίσιμη φιγούρα του homo sacer είναι, ίσως, γιατί είμαστε όλοι ανεξαιρέτως δυνάμει homines sacri.
Από τα πολύ καλά ελληνικά βιβλία που διάβασα φέτος! Πράγματι η αγάπη της συγγραφέα για τη λογοτεχνία δεν περνάει απαρατήρητη από τον προσεκτικό αναγνώστη. Εξαιρετική παρουσίαση!
ΑπάντησηΔιαγραφή