Πέμπτη, Μαΐου 07, 2015

Ο άχρωμος Τσουκούρου Ταζάκι και τα χρόνια του προσκυνήματός του, Χαρούκι Μουρακάμι

Η φιλία και η άλλη όψη του νομίσματος, η προδοσία της φιλίας είναι το κεντρικό θέμα στο μυθιστόρημα αυτό, δοσμένο με το ιδιαίτερο χρώμα της γραφής του Μουρακάμι.  Μια πολύ δυνατή, «ιδιαίτερη χημεία» ανάμεσα σε πέντε (!) άτομα, δυο κοπέλες και τρεις άντρες, θεμελιωμένη από τα σχολικά ακόμη χρόνια με αφορμή μια κοινή εργασία. Φιλία  με όλους του δυνατούς συνδυασμούς (αγόρι-κορίτσι κλπ) και όλες τις ευχάριστες ή οδυνηρές εκδοχές, που γίνεται όμως εφιάλτης για τον πρωταγωνιστή Ταζάκι όταν η παρέα τον απορρίπτει στο δεύτερο χρόνο των πανεπιστημιακών του σπουδών χωρίς να καταλαβαίνει το γιατί (η δραστική αλλαγή είχε γίνει στη διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών, στο δεύτερο έτος. Και από κείνο το καλοκαίρι η ζωή του Τσουκούρου Ταζάκι άλλαξε άρδην. Όπως η χλωρίδα που αλλάζει ριζικά πριν και ύστερα από μιαν απότομη βουνοπλαγιά). Ο Τσουκούρου βιώνει αυτήν την απόρριψη σαν θάνατο (μόλις και μετά βίας παρέμενε στον κόσμο τούτο, προσκολλημένος στη ζωή σαν κέλυφος εντόμου σκαλωμένο στα φυλλώματα, που με το παραμικρό φύσημα του ανέμου κινδυνεύει να εκσφενδονιστεί στην αιωνιότητα).
Τα «χρόνια του προσκυνήματος (pilgrimage) που επισημαίνονται στον τίτλο αφορούν λογικά  τα χρόνια της απομόνωσης του Ταζάκι στο Τόκιο, όπου έζησε μετά το σχολείο μακριά από τους φίλους του, προσπαθώντας επί χρόνια να συνέλθει. Η φράση αυτή παραπέμπει στο έργο του Liszt  “Le mal du pays[1] , ένα έργο που συνήθιζε να παίζει η καλλιτεχνικής φύσης  Σίρο και που συχνά αναπολεί ο αποξενωμένος Τσουκούρου (τα μαύρα της μαλλιά μαζεμένα με κομψότητα, το βλέμμα της σοβαρό, καρφωμένο στην παρτιτούρα. Τα όμορφα, μακριά δάχτυλά της στο κλαβιέ. Τα πόδια της πατούσαν με ακρίβεια το πεντάλ, κρύβοντας μια δύναμη αδιανόητη για τη Σίρο κάτω από κανονικές συνθήκες. Οι γάμπες της έλαμπαν πάλλευκες και λείες, σαν δυο κεραμικά βάζα με επίστρωση σμάλτου. Όταν της ζητούσε να παίξει κάτι, εκείνη διάλεγε αυτό το κομμάτι: Le mal du pays. Αναίτια θλίψη που πηγάζει από την εικόνα της εξοχής. Νοσταλγία ή μελαγχολία;)
Προερχόμενοι και οι πέντε φίλοι από μεσοαστική τάξη, από καλά προάστια, από ήρεμες οικογένειες χωρίς διαζύγια κλπ., η ζωή τους είχε περισσότερα κοινά σημεία παρά διαφορές. Τα ονόματα των τεσσάρων από τους πέντε παραπέμπουν σε κάποιο χρώμα (άσπρο, μαύρο, γαλάζιο, κόκκινο) εκτός από του πρωταγωνιστή Ταζάκι, του οποίου το όνομα σημαίνει «χτίζω», «κατασκευάζω».  Κάτι που ίσως έχει σημασία, αν πάρει κανείς υπόψη του τον τίτλο, αλλά όπου ευτυχώς ο Μουρακάμι δεν επιμένει ιδιαίτερα. Είναι όμως, κι από άλλη άποψη «άχρωμος» ο Ταζάκι:  αισθάνεται ότι μπροστά στους φίλους του δεν έχει κανένα ιδιαίτερο χάρισμα, καμία μοναδικότητα (δεν μπορούσε να πει με σιγουριά για ποιο λόγο είχε μπει στην παρέα. Τους ήταν όντως απαραίτητος, κυριολεκτικά δηλαδή;/τελικά στην παρέα μόνο ο Τσουκούρου Ταζάκι δεν είχε κάτι το ιδιαίτερο). Σε αντίθεση με τους χαρισματικούς του φίλους με «χρωματιστά επώνυμα», που ο καθένας διακρίνεται για κάτι (αθλητής, διανοούμενος, κωμικός κλπ) νιώθει κενός: εγώ από παλιά έβλεπα τον εαυτό μου ως άτομο κενό, άχρωμο και χωρίς προσωπικότητα. Ή μπορεί αυτός ο ρόλος να μου είχε δοθεί μέσα στην ομάδα. Του κενού ατόμου δηλαδή.

Στο αφηγηματικό παρόν  οι φίλοι είναι πια 36 χρονών. Ο μόνος που ζει στο Τόκιο είναι ο Τσουκούρου, αλλά επισκέπτεται τη Ναγκόγια (όπου άφησε τους τέσσερις φίλους του λόγω σπουδών) αρκετά συχνά. Σε τριτοπρόσωπη αφήγηση παρακολουθούμε τον ήρωα να προσπαθεί ακόμα να συνέλθει από την τραυματική απομόνωση, με την ψυχολογική βοήθεια της φίλης του Σάρας, η οποία διαβλέπει ότι συναισθηματικά και ψυχοσωματικά ο Ταζάκι είναι εγκλωβισμένος στο παρελθόν (η ιστορία δεν σβήνεται. Όσο κι αν προσπαθήσεις να κρύψεις τις μνήμες και να τις παραχώσεις, η ιστορία που τις προξένησε δεν σβήνεται.(…) Να θυμάσαι τουλάχιστον το εξής: η ιστορία δεν σβήνεται και δεν αλλάζει. Αυτό θα ισοδυναμούσε με τον θάνατο της ίδια σου της ύπαρξης). Η Σάρα ωθεί τον Τσουκούρου να ψάξει να βρει τα ίχνη των φίλων, να τους ρωτήσει, να μάθει τι συνέβη πριν είκοσι χρόνια. Η Σάρα δίνει το νήμα στον Τσουκούρου να ξαναβρεί την όρεξη για ζωή. Η ζήλεια σαν παράγωγο του έρωτα είναι η δύναμη που θα τον αποσπάσει από τον θάνατο (τότε κατάλαβε, διαισθητικά μάλλον, πως ακριβώς αυτό είναι η ζήλεια. Ό, τι νιώθεις όταν κάποιος προσπαθεί να πάρει μέσα από τα χέρια σου την ψυχή ή το σώμα της αγαπημένης σου ή –πολύ πιθανόν- και τα δύο).
Το «προσκύνημα» λοιπόν του Ταζάκι δεν είναι άλλο παρά η επιστροφή στους φίλους, που βέβαια μετά από τόσα χρόνια είναι σκορπισμένοι…  Καθώς ο Τσουκούρου αποφασίζει να επισκεφτεί έναν έναν, η ψυχική ένταση είναι μεγάλη, ενώ σιγά σιγά ξεδιπλώνεται μια παράξενη ιστορία και το παρελθόν φωτίζεται και ερμηνεύεται διαφορετικά, πράγμα από μόνο του πολύ γοητευτικό. Εντείνεται όμως αυτή η γοητεία και από το τολμηρό και αισθησιακό γράψιμο του Μουρακάμι που δεν διστάζει να διεισδύσει σε πολύ απόκρυφες και μύχιες πτυχές∙ που ζωγραφίζει τα συναισθήματα (π.χ. εκπληκτική η αναφορά στη ζήλεια) αλλά παραθέτει και σαν υπόκρουση αναφορές π.χ. στη μουσική, σε συγκεκριμένα μουσικά έργα με αφορμή το χάρισμα  της Σίρο.  Όπως και σε άλλα του έργα, τα όνειρα κατά κανόνα ερωτικά/αισθησιακά  είναι κι αυτά φορείς νοημάτων, παίζουν αποφασιστικό ρόλο στην ωρίμανση της συνείδησης.
Βλέπουμε ακόμα σε μικρές πινελιές, τόσο ώστε να μην προσβάλλουν τη νοημοσύνη, τα ελαφρώς μεταφυσικά στοιχεία του Μουρακάμι που γνωρίζουμε κι από άλλα έργα, όπως  η αίσθηση απομάκρυνσης της ψυχής από το σώμα (όταν δεν άντεχε τον πόνο, έβγαινε από το σώμα του, καθόταν λίγο παράμερα και παρακολουθούσε τον Τσουκούρου Ταζάκι που άντεχε τον πόνο), ή το παιχνίδι της «άλλης πλευράς της αλήθειας» (όσο το σκεφτόταν, τόσο δεν μπορούσε να καταλάβει σε ποια απ τις δυο πλευρές της αλήθειας είχε μπει). Η γεύση  μιας άλλης πραγματικότητας σε  άλλη, μυστική διάσταση:
(…) έχω ένα κρυφό πρόσωπο που δεν το φαντάζεται κανείς βλέποντας το κανονικό, σαν την πίσω μεριά του φεγγαριού που βρίσκεται στο σκοτάδι. (…) Κάποια στιγμή η σκοτεινή πίσω πλευρά βγαίνει στην επιφάνεια και με καταπίνει ολόκληρο.
Χριστίνα Παπαγγελή



[1] Η φράση δε μεταφράζεται εύκολα αλλά ο Μουρακάμι την μεταφράζει «αναίτια θλίψη που πηγάζει  από τη θέα της εξοχής». Η νοσταλγία του τόπου, του τοπίου. Ίσως της επιστροφής. Ή, όπως αναφέρεται στο μυθιστόρημα η ανάγκη να γυρίσεις πίσω, στο γνώριμο μέρος με την αδιατάρακτη αρμονία. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου