Τρίτη, Απριλίου 28, 2015

O θησαυρός του χρόνου, Μένη Κουμανταρέα

Εάν όσα γράφεις δεν έχουν να κάνουν με σένα τον ίδιο, τις αγωνίες σου, τις εμμονές σου,
όσα παράξενα και αλλόκοτα κι αν εφεύρεις, ποτέ σου δεν θα γίνεις πρωτότυπος.

Πρωτοτυπία σημαίνει να είσαι ο εαυτός σου και κανείς άλλος.

Σπαραχτικά  εξομολογητικό το τελευταίο αυτό βιβλίο του συγγραφέα -παρά τις μεγάλες του αδυναμίες-, κι αυτό γιατί διεισδύει  στο άδυτο της ψυχής του ανθρώπου που περιμένει το θάνατο, το θάνατο του αγαπημένου του προσώπου αλλά και τον δικό του. Έχοντας επίγνωση ότι η εκλογίκευση και κατάθεση σε δημόσια «θέα» αυτών των πολύ προσωπικών, απόκρυφων,  ιερών  στιγμών αποτελεί ένα είδος «διαστροφής του συγγραφέα» (θυμάμαι τα λόγια του Ροθ για τον πατέρα του: «το βιβλίο το οποίο σε απόλυτη εναρμόνιση με την απρέπεια του επαγγέλματός μου έγραφα όσο εκείνος ήταν άρρωστος του θανατά». Απρέπεια, αυτή είναι η λέξη. Θυμάμαι μια ταινία του Μπέργκμαν με μια γυναίκα κατάκοιτη, σχιζοφρενή, που ο άντρας της, συγγραφέας, καταγράφει την αρρώστια της βήμα βήμα. Μοιράζεται ανάμεσα στον πόνο της αρρώστιας και στη μανία της καταγραφής της. Είμαστε λοιπόν εμείς οι γραφιάδες ανάλγητα κτήνη;), ο Κουμανταρέας  παρόλ αυτά ξεγυμνώνει τον εαυτό του με τόλμη, εφόσον μιλά πολύ αποκαλυπτικά όχι μόνο για τη φθορά στην οποία οδηγούν το σώμα και το πνεύμα τα γηρατειά, αλλά και για την αδυναμία του στους νεαρούς άντρες  -κατά κανόνα μετανάστες-, με τους οποίους συναναστρεφόταν παράλληλα με τη συζυγική του σχέση με τη Λιλή (μου είναι αδιανόητο ότι υπάρχουν άντρες που μια ζωή κρύβουν από τη σύντροφό τους ότι πιθανώς να ποθούν έναν άλλον άντρα. Το ότι παντρεύτηκα για να κλείσω τα στόματα και να βολευτώ είναι το μεγαλύτερο ψέμα).
Κι ενώ στο συγγραφικό παρόν ο αφηγητής-συγγραφέας, συνταξιούχος πια, μάς μεταδίδει τη μοναξιά του απόμαχου που φροντίζει το αγαπημένο του πρόσωπο στις τελευταίες του ώρες, μέσα από την αναπόληση ζούμε ξανά μαζί του και τις στιγμές του παρελθόντος∙  τη γνωριμία με τη Λιλή στα «Γραφεία» της Στοάς των Τεκτόνων, στην ασφαλιστική εταιρεία «Σκάφη Αέρος και Θαλάσσης Α.Ε. («Ασφαλίσεις Αέρα και Γλυκού Νερού» όπως, αν θυμάσαι, τις αποκαλούσαμε. Κι αυτό για ν αλαφρύνουμε τις ατέλειωτες ώρες ανίας με κάποιο σαρκαστικό αεράκι ευθυμίας). Τη  ζοφερή ζωή των υπαλλήλων στο κέντρο της Αθήνας, τη ρουτίνα, τα μικρά πολύτιμα διαλείμματα χαράς. Τύπους χαρακτηριστικούς με ευφάνταστα παρατσούκλια (Πισπιρίγκος, Μπαχλαμπάς, Περισπωμένη, Σπίνος κ.α.) που διανθίζουν τη μονοτονία με τις ιδιαιτερότητές τους. Τις σύντομες ερωτικές μεταμεσονύχτιες διεξόδους, μερικές τραυματικές (η σχιζοφρένεια, απ τη μια να διαβάζω Μούζιλ κι απ την άλλη να συναγελάζομαι με αρουραίους της νύχτας. Απ τη μια ν ακούω Άλμπαν Μπεργκ κι απ την άλλη να πηγαίνω γυρεύοντας σε μέρη όπου παίζουν σκυλάδικα). Μα πίσω απ όλα, σταθερή πρωταγωνίστρια  του Κουμανταρέα, είναι η καθημερινότητα  στην πιο πυκνοκατοικημένη περιοχή της Αθήνας, στο κέντρο, και μάλιστα στην Κυψέλη. Μια καθημερινότητα κοινότοπη, μια ματιά πρωτότυπη (ακούω τους ήχους της ασφάλτου, ρόδες αυτοκινήτων που περνάνε με θόρυβο πάνω από σχάρες υπονόμων, από μπαλώματα, χαίνουσες παγίδες στα έργα οδοποιίας που έμειναν στη μέση (…) Είναι ο ψίθυρός από τους λαμπτήρες φθορισμού –τζιτζίκια της πόλης ανεβασμένα σε κτίρια και κολόνες φωτισμού σαν πάνω σε δέντρα που έχουν πετρώσει. Αυτή την πολύπαθη πόλη μου, υμνημένη από ποιητές, ταξιδευτές, ζωγράφους, δεν την αναγνωρίζω πια).  

Παρόλο που το προσωπικό φίλτρο μέσα απ το οποίο παρουσιάζονται τα πρόσωπα είναι αρκετά έντονο,  παρόλο που όλα αποδίδονται  μέσα από το φάσμα της ανάμνησης, οι χαρακτήρες ζωντανεύουν ανάγλυφοι, και τα συναισθήματα  δεν περιγράφονται απλώς, αλλά προκύπτουν αβίαστα. Πρώτα απ όλα για τη Λιλή, που είναι μια γυναίκα υγιής κι ας είναι άρρωστη. Γήινη, με κατανόηση, γλυκιά. (Κανένα δέρμα δεν μπορεί να μου μεταδώσει αυτή τη θέρμη που η Λιλή εκπέμπει). Ο Καμικάζι, το αγόρι που φέρνει πίτσες, ο Λούνα, ο Νουάρ (θα μπορούσα να τον είχα κάνει θεό. Μα αυτός είναι σκέτος αλήτης) πρόσωπα που σημαίνουν πολλά για τον Κουμανταρέα, παρελαύνουν με την ιδιαιτερότητά του ο καθένας. Το σαράκι του  συγγραφέα έχει την τόλμη να ψάξει πίσω από τις προκαταλήψεις, να σεργιανάει στα στέκια του υπόκοσμου, να ρισκάρει σχέσεις με άτομα ενδεχομένως αναξιόπιστα, να πληγωθεί (μια κατάσταση αμφίβια, αμφίσημη και αμφίφυλη, όπως ήταν τότε και η ζωή μου).
Κι όλα αυτά μέσα από το φάσμα του πένθους, για το θάνατο που συντελέστηκε και για το θάνατο που πρόκειται να έρθει.
Τι είναι το πένθος; Ρωτάς κι εσύ, παλιέ συνάδελφε και αδελφέ μου. Όταν βγαίνεις να βγεις έξω, διότι δεν μπορείς να τρως μόνος στο σπίτι. Όταν ακούς βήματα μέσα στο σπίτι και είναι τα βήματα των γειτόνων στο πάνω πάτωμα. Όταν χτυπά το τηλέφωνό της και λες «Λάθος κάνετε». Όταν ακούς Ραχμάνινοφ και το σόλο από άλτο σαξόφωνο σε τρυπά στην καρδιά. (…) Το πένθος τελειώνει ή κοντεύει να τελειώσει όταν αποφασίζεις να γράψεις γι αυτό.
Γιατί είναι σαφές σ όλο το βιβλίο ότι για τον Κουμανταρέα η λογοτεχνία είναι ένα είδος θεραπείας: όπως και να χει, νομίζω πως ό, τι πιο καλό, ενδιαφέρον και άξιο μνείας υπάρχει μέσα στη λογοτεχνία βγαίνει μέσα από την αρρώστια. Εξάλλου, χωρίς την αρρώστια δεν θα είχαμε σαφή εικόνα της υγείας. Όσοι αναγνώστες παραπονούνται ότι αυτά τα πράγματα είναι νοσηρά, νομίζω δεν έχουν ιδέα όχι μόνο τι είναι τέχνη, αλλά δεν έχουν πάρει χαμπάρι τι είναι η ζωή.
Και αλλού: ένα μάθημα ζωής είναι και η τέχνη, κι ας έχει να κάνει με το θάνατο. Ίσως γι αυτό.
Και: ο καλός γραφιάς είναι αυτός που δεν ξεχωρίζει αυτά που συνέβησαν από εκείνα που επινόησε να του συμβούν –αρχή της μυθοπλασίας ιερή για όποιον γράφει.

Η παρουσία του «παλιού Αλληλογράφου» του Γραφείου (που αναφέρεται  ως  «Αναγνωστόπουλος ή Αναγνώστου», αλλά και ως o "Παλαιός των Ημερών" εν είδει οπτασίας/φαντάσματος είναι, κατά τη γνώμη μου από τα αδύνατα στοιχεία του μυθιστορήματος, και κάποιες σκηνές τραβάνε πολύ. Λειτουργεί σαν «alter ego» του συγγραφέα, εμφανίζεται σαν φάντασμα μετά τις 2 το μεσημέρι, κατά κανόνα αφού όλοι σχολάσουν και ανοίγεται με τον συγγραφέα σ έναν διάλογο, που απηχεί βέβαια τον εσωτερικό διάλογο του αφηγητή με τις αδυναμίες, τους φόβους και τις κρυφές επιθυμίες του. Εξίσου πλαστή και τραβηγμένη βρήκα όλη την τελευταία σκηνή/«έξοδο», την ονειρική ατμόσφαιρα μέσα στην οποία εμφανίζονται στο σπίτι του συγγραφέα όλοι οι ζωντανοί και νεκροί φίλοι του, πρωταγωνιστές και κομπάρσοι και μάλιστα κατά σειρά σπουδαιότητας (λες κι είχαμε γενική συνέλευση πολυκατοικίας).  Η μεταφυσική διάσταση της σκηνής δεν ενοχλεί πάντως πολύ γιατί το ύφος, όπως είναι άλλωστε πάντα το ύφος του Κουμανταρέα, παίζει ανάμεσα στο τραγικό και το κωμικό («γιορτάζω το τέλος»), στο ονειρικό/λυρικό (βρέχει, βρέχει μονότονα, ασταμάτητα, όπως στα ποιήματα, βρέχει αλύπητα όπως στα παλιά ρομάντζα) και το πεζό/σατυρικό∙ σαν ένα αερόστατο που πάει να πετάξει αλλά μια γήινη δύναμη το προσγειώνει ξανά και ξανά(ο μόνος τρόπος να εξηγήσεις τα πράγματα είναι να τα ονειρευτείς).

Ο συγγραφέας  φαίνεται να είχε  πλήρη συνείδηση του επικείμενου τέλους, κι αυτό χρωματίζει ακόμα περισσότερο τα τελευταία αυτά λόγια μετά τα οποία ακολούθησε ο τραγικός θάνατος που όλοι γνωρίζουμε . Άλλωστε, δεν με παίρνει πια ο καιρός. Όσο πάει και ο χρόνος γίνεται χρυσάφι. Θησαυρός.
Ο «μεροκαματιάρης του άλλου κόσμου» κι ας μην τον βλέπω, σκάβει. Μήπως, με το που ανοίξω την εξώπορτα, περιμένει να πέσω μέσα σούμπιτος; Κι αν, πάλι, καιροφυλακτούν οι λεμφαδένες και σφυροκοπούν, έτοιμοι να κατακλύσουν το κορμί μου ξανά; Μήπως αυτό εννοούσε με την ημερομηνία του θανάτου μου;

Ό, τι και να συμβαίνει, είναι πολύ αργά. Όπου να’ ναι, φτάνω στο τέλος της ιστορίας μου ή αυτό τέλος πάντων που θεωρείται τέλος. 
Χριστίνα Παπαγγελή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου