Φιλόδοξο
κι αυτό το ιστορικό μυθιστόρημα του Ισίδωρου Ζουργού, εφόσον μάς ταξιδεύει στα
μεγαλύτερα αστικά κέντρα του 17ου αι: Βασιλεία (Basel,
βόρεια Ελβετία), Βενετία ("Serenissima
Repubblica di Venezia"), Κέρκυρα,
Θεσσαλονίκη, Πάντοβα, Κων/λη, Ζάκυνθο (εποχή που υποδέχεται τους πρόσφυγες από
την άλωση της Κρήτης), Λονδίνο, Ιάσιο, Βουκουρέστι, Μολδαβία (Έντινετ), Κίεβο, μεταφέροντάς
μας στην ατμόσφαιρα της εποχής εκείνης, στην
πολιτική και κοινωνική κατάσταση αλλά και την -άγνωστη και μακρινή σε μας-καθημερινότητα τριών
αιώνων πίσω. Ο κεντρικός ήρωας, ο χαρισματικός Ματίας, βιώνοντας απίστευτες
περιπέτειες, περιπλανιέται με την ιδιότητα του γιατρού (ένας
γιατρός Οδυσσέας) σ όλον τον τότε γνωστό κόσμο, καταλήγοντας στο Άγιο Όρος
ως πατήρ Ιωαννίκιος, όπως υποψιάζεται από το πρώτο κεφάλαιο ο αναγνώστης.
Η
μεγάλη αρετή του συγγραφέα, κατά τη γνώμη μου,
είναι η περιγραφή. Η περιγραφή
του έχει δύναμη γιατί συνυφαίνεται με τον αφηγηματικό άξονα, δεν κουράζει αλλά
παρασταίνει ολοζώντανα μπροστά μας ολόκληρα σκηνικά άλλων εποχών, σημειώνοντας χαρακτηριστικές
λεπτομέρειες. Και οι διάλογοι είναι αβίαστοι και προωθούν την υπόθεση, ενώ
πλάθονται ολοκληρωμένοι χαρακτήρες μέσα από αδρές γραμμές. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι ο Ζουργός σκηνοθετεί με μεγάλη ευκολία, τέχνη και
συνέπεια. Έτσι, τα επεισόδια μέσα από τα οποία εξελίσσεται η ιστορία έχουν από
μόνα τους μια αυτοτελή δύναμη.
Κάπως
όμως «φορτωμένη», «μπουκωμένη» βρήκα τη συνολική
πλοκή, την υπόθεση (παρόλο που πάντα υπήρχε ένας πυρήνας «αγωνίας»), ενώ
δημιουργούνται κενά και κάποιες απορίες.
Παρόλο που οι περιπέτειες είναι αλλεπάλληλες, παρόλο που οι τραγικές καταστάσεις
συνοδεύουν τη ζωή του ήρωα και μυστήρια μεγάλα και μικρά τον ακολουθούν σε όλη
του την πορεία μέχρι την κατάληξή του στο Άγιο Όρος, δεν είναι φανερή η «δέση»
που θα έλεγε και ο Αριστοτέλης, δεν είναι αισθητός ένας θεματικός πυρήνας γύρω
από τον οποίο να κεντρίζεται το ενδιαφέρον
του αναγνώστη. Είναι ίσως η μοναξιά που
συνοδεύει τα χαρισματικά άτομα, αυτή που νοσταλγεί το ενορατικό θαύμα και το
ιχνηλατεί (όπως μάς λέει ο ίδιος ο
συγγραφέας στο σημείωμα τού τέλους του βιβλίου); Θα γινόταν πιο φανερό ίσως αν η αφήγηση ήταν πρωτοπρόσωπη κι όχι
τόσο αποστασιοποιημένη (έντονη η διαφορά στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση των
επιστολών του Ματίας, και του ημερολογίου που κρατά στο Λονδίνο). Βέβαια, πράγμα
που υποδηλώνει και ο τίτλος, το ενωτικό στοιχείο που διατρέχει όλο το βιβλίο,
είναι ο πολυτάραχος «βίος» του χαρισματικού
Ματίας Αλμοσίνο (όπου το «βίος» όπως
αποδεικνύεται είναι μια λέξη επιλεγμένη με προσοχή), και μάλιστα σκηνές από τη ζωή του, σκηνές επομένως που
μπορεί να είναι απλωμένες παρατακτικά, χωρίς να τις συνέχει κάτι ενιαίο. Να
σημειώσουμε ότι παρόμοιο θεματικό πυρήνα έχει και το ιστορικό μυθιστόρημα του
Μίκα Βαλτάρι «Ο άγγελος του βορρά» (η ζωή κάποιου εξαιρετικά προικισμένου ήρωα,
με πάθος για γνώση, που αναγκάζεται να
περιπλανηθεί σε όλη την Ευρώπη), και το βιβλίο της Γιουρσενάρ «Άβυσσος»,
τοποθετημένα και τα δυο σε προγενέστερη εποχή, αλλά εκεί η εστίαση δεν είναι
«παρατακτική».
Ο
ήρωας διατρέχει τον «βίο» του αλλάζοντας πολλές φορές ταυτότητα, αλλάζοντας
ονόματα, αλλάζοντας θρησκεία, κάτι ίσως όχι τόσο ασυνήθιστο την εποχή εκείνη
όπου η ταυτότητα δεν προσδιοριζόταν εθνικά. Ματίας, Ματθαίος, Ματέο, Ιωαννίκιος…
Στην αρχή Εβραίος στη συνέχεια Γραικός… (Πες μου όμως, οι δικοί σου ζουν; -Πότε ζουν,
πότε πεθαίνουν, άλλοτε ανασταίνονται… -Τι εννοείς; -Πατέρας, μάνα, δεν είναι
ποτέ το ίδιο πρόσωπο, αλλάζουν, πώς να στο πω… dramatis personae, σαν το θέατρο που λέγαμε).
Ο Ματίας, εβραϊκής καταγωγής, έχει ως μητρική
γλώσσα τα «γερμανικά του Ρήνου»∙ χάνει τη μητέρα του στη δεύτερή της γέννα όταν
εκείνος ήταν στην ηλικία των εννέα, και βρίσκεται με… δύο πατεράδες, τον νόμιμο θεοφοβούμενο
Τομπίας και τον δίδυμο αδερφό του, τον Ισαάκ, που όπως αποκαλύπτεται εκ των
υστέρων είναι ο αληθινός πατέρας. Από μικρό παιδί διακρίνεται σε ευφυΐα, διψά
για γνώση, είναι πολύ επιδεκτικός στο να μαθαίνει γλώσσες, ενώ παράλληλα έχει
μια ξεχωριστή ενορατική δύναμη («προορατικό χάρισμα») που μετριάζεται στο
δεύτερο μέρος του βιβλίου, ίσως γιατί επικρατεί μέσα του το
ορθολογικό/επιστημονικό στοιχείο. Όλα αυτά δίνουν λαβή στον νόμιμο πατέρα του να
τον θεωρεί Μεσσία (ο γιος μας, Ισαάκ,
βλέπει στο επέκεινα). Ο συγγραφέας βρίσκει εδώ ευκαιρία να αναδείξει τη
θέση των εβραίων της εποχής, που ερχόμενοι από Ισπανία λόγω διωγμών («μαρράνοι»,
επιφανειακά εκχριστιανισμένοι) έχουν αρχίσει να ξεχνούν τη γλώσσα, τις τελετές,
τις θρησκείες. Ο νόμιμος πατέρας Τομπίας, προσκολλημένος στη θρησκεία, βλέπει στον προικισμένο γιο του το σοφό
δάσκαλο της φυλής, τον καβαλιστή που θα σώσει τον εβραϊσμό (ο Ματίας θα γίνει άγιος, προφήτης, εκλεκτός,
δεν το βλέπεις;). Στον αντίποδα, ο αληθινός πατέρας του, ο Ισαάκ, είναι
κοσμοπολίτης, με επιστημονικές ανησυχίες, και ονειρεύεται για τον γιο του
επιστημονικό μέλλον στις μεγάλες πόλεις της Ευρώπης. Οι δυο δίδυμοι - πατέρας και θείος - συγκρούονται άσχημα
αλλά ξανασμίγουν για χάρη του παιδιού, έως ότου τελικά ο Ισαάκ φυγαδεύει τον
Ματίας μακριά, με στόχο τη Θεσσαλονίκη. Μ αυτόν τον έξυπνο τρόπο δίνει ο
συγγραφέας την πιο μεγάλη αντίθεση της εποχής, τη σύγκρουση του ορθολογισμού,
του επιστημονικού πνεύματος (που την εποχή αυτή γενικεύεται) με τον πιο
συντηρητικό μεσσιανικό φονταμενταλισμό (αποκορύφωμα η παρουσία του ψευδοπροφήτη
και τσαρλατάνου Σαμπετάι Σεβή[1]
στη Θεσσαλονίκη).
Δεν
μαθαίνουμε τα συναισθήματα του Ματίας απέναντι στον Τομπίας που τον μεγάλωσε
αποκλειστικά μέχρι τα εννιά του χρόνια, ενώ ο Τομπίας εξαφανίζεται από το
τοπίο, χωρίς να αναζητήσει ποτέ τον γιο του, όπως θα περίμενε κανείς. Ίσως αυτό
εξηγείται από τον καιροσκοπικό χαρακτήρα που έχει αδρά υπαινιχτεί ο συγγραφέας,
αλλά νομίζω ότι είναι ένα από τα αδύνατα σημεία της αφήγησης.
Ο Ματίας βρίσκεται για άλλη μια φορά με διαφορετικό
πατέρα, εφόσον μετά το θάνατο του Ισαάκ από πανούκλα (μάστιγα της εποχής) τον
υιοθετεί ένας Έλληνας, ο Παναγιώτης Μελισσηνός, ο οποίος στο πρόσωπο του Ματίας
βλέπει τον γιο που δεν κατάφερε να κάνει. Ο ήρωάς μας αλλάζει και το όνομά του
και λέγεται πια Ματθαίος Μελισσηνός, μαθαίνει γρήγορα τα ελληνικά και
κυκλοφορεί σαν Έλληνας, ξεχωρίζει για την εξυπνάδα του και με τη βοήθεια του
έμπορα θετού πατέρα του, παρακολουθεί τη Φλαγγίνειο Σχολή στη Βενετία και σπουδάζει
γιατρός στην Πάδοβα.
Ο
Ματέο/Ματίας λοιπόν, γρήγορα αποκτά φήμη εξαιρετικού γιατρού στην Πάντοβα (όπου
διδάσκουν πολλοί Γραικοί καθηγητές), και
μάλιστα τόσο τολμηρού ώστε να αμφισβητήσει δημόσια τις δοξασίες της εποχής για
τον Μεσσία και την καταστροφή του κόσμου (οικτίρω
το ανθρώπινο γένος για την ανοησία του!/φαντάσου να άκουγε τους φόβους σου ένας
Δημόκριτος, ένας Επίκουρος, ο Σενέκας;). Παρακολουθούμε με ενδιαφέρον τη
συνέλευση των Ελλήνων σπουδαστών («ο σύλλογος των σπουδαστών του ανατολικού
δόγματος, η Nazione Oltramarina, ήταν ο
βασικός οργανωτής της ζωής των φοιτητών).
Αρνείται
με σθένος τους αγγέλους, τα πνεύματα, τη θεϊκή παρέμβαση, τα οράματα, τα
θαύματα, και στην επίμαχη ερώτηση, αν πιστεύει στο θεό, δίνει την εκπληκτική
απάντηση: «Πιστεύω στη φύση. Θα ήθελα να
πιστεύω και σ έναν θεό αλλιώτικο, πιο θηλυκό, γαλακτοφόρο, δοτικό, αλλά ακόμα
δεν τα έχω καταφέρει». Ήδη από
είκοσι χρονών η φήμη του είναι τέτοια που τον προσκαλεί για θεραπεία ο δούκας στον
«Πύργο», όπου σπεύδει μαζί με τον καθηγητή του Σκαντιέρι και χάρη στα προσωπικά
του διαβάσματα βρίσκει λύση στο ιατρικό πρόβλημα. Έρχεται σε επαφή κι έντονο διάλογο και με τον
Αλέξανδρο τον «Γραικό», που δεν είναι άλλος από τον Αλέξανδρο τον Μαυροκορδάτο[2],
τον παππού του γνωστού μας επί ελληνικής επανάστασης Μαυροκορδάτου και πολύ
φημισμένου επιστήμονα σ όλη την Ευρώπη του 19ου αι (έχουμε την
ευκαιρία να μάθουμε ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες από τη ιστορία της οικογένειας
των Μαυροκορδάτων).
Η
σύγκρουση του επιστημονικού πνεύματος του Ματίας με τον μεσσιανισμό και τον
αποκρυφισμό κορυφώνεται στη σχέση του με τον δαιμόνιο Φρανκαντόνιο (ένας μισότρελος μάγος είναι σαν μια
πληγωμένη ερωμένη: επικίνδυνος), ο οποίος καταλαβαίνει ότι ο Ματίας είναι
ξεχωριστός και προσπαθεί με χίλιους τρόπους να τον προσεταιριστεί (Αλμοσίνο, ο νους σου είναι αστεροειδής και
τρέχει). Τον επισκέπτεται απρόοπτα και «μονομαχούν» λεκτικά∙ για την ερμητική φιλοσοφία, την αλχημεία, τα
διδάγματα του Παράκελσου, τους ροδόσταυρους[3],
την αθεΐα, την επιστήμη, το πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης (το παλιότερο στη
Γερμανία με περίφημη βιβλιοθήκη) που καταστράφηκε από τους Γάλλους το 1619∙
διαλέγονται πάνω σ όλα αυτά, δίνοντας
μια εικόνα των πνευματικών ζητημάτων που απασχολούσαν την εποχή.
Όμως,
παρόλο που είναι ξεχωριστός, ή μάλλον γι αυτόν ακριβώς το λόγο, στην ουσία ο
Ματίας είναι ένας μοναχικός «λύκος»… Δεν μαθαίνουμε τα συναισθήματά του κι αυτό
είναι και το παράπονο όσων τον γνωρίζουν καλά… Απομονωμένος, κλειστός, νιώθει
την επίκριση όσων τον πλησιάζουν και τον αγαπούν… (Μέσα σε
δευτερόλεπτα πέρασαν από τη μνήμη του παλιές εικόνες –κάποιος Τομπίας, ένας
σιορ Μελισσηνός να κλαίει, ο Λουντοβίκο μεθυσμένος να τον επικρίνει, τα μάτια
της Κάρλα…). Όλοι προσβλέπουν σ αυτόν, ακριβώς επειδή είναι ιδιαίτερα
ευφυής, αλλά εκείνος «είναι απών»… Δείχνει ακατάδεχτος και αλαζονικός. Και πρώτα απ όλα απέναντι στη σινιόρα Κάρλα,
μια γυναίκα άρρωστη ψυχικά, που τον θέλει
κι ως άντρα, ολόκληρο… (Η παρουσία
της, σκοτεινή και λιγομίλητη, ως σκιά που κατέγραφε την κάθε του κίνηση, είχε
καταντήσει δεσποτική). Η μοιραία αυτή σχέση (την οποία συντηρεί από
αδυναμία, όχι από έρωτα) έχει τραγική κατάληξη και για τον μοναδικό του φίλο,
τον συμμαθητή του Λουντοβίκο, και για την ίδια την Κάρλα.
Έτσι,
δεν είναι τυχαίο που ο επιστήμονάς μας μελετά
τη μελαγχολία, την μέλαινα χολή… Άλλωστε ο θάνατος είναι ένα σταθερό μοτίβο στη
ζωή του, έρχεται κι επανέρχεται με πολλές μορφές. Οι τελευταίες ημέρες του
Παναγιώτη Μελισσηνού πλησιάζουν, και ο θετός του πατέρας καλεί τον Ματθαίο στη
Σερενίσιμα (Βενετία) για να τον παραλάβει και να τον συνοδεύσει στην ιδιαίτερη
πατρίδα του, το Τζάντε (είναι της μοίρας
σου γραφτό να θάψεις δυο φορές τον πατέρα σου∙ το κανες και με τις μάνες σου.
Όταν γεράσεις, θα ναι μια παρηγοριά να το σκέφτεσαι. Θα λες έζησα δυο ζωές). Η αναχώρηση σημαδεύεται από την
συγκινητική κι εκούσια «αναχώρηση» του υπηρέτη του Μελισσηνού, του Αναστάση (τώρα πια αυτός αποφασίζει, πάνε χρόνια που
μου το ζητάει».
Στη
Ζάκυνθο οι δυο ταξιδιώτες φιλοξενούνται από την οικογένεια του Βαρτάγγελου
Νταβιτσέντσα. Είναι το κεφάλαιο όπου μπλέκονται ήρωες από άλλο μυθιστόρημα της
εποχής εκείνης, το «Θρήνος της Κάντιας»,
του Διονύσιου Ρώμα, μια ιδέα που γενικά εξιτάρει τον συγγραφέα (η ιδέα της συναναστροφής μυθιστορημάτων μού ήταν ανέκαθεν ελκυστική). Η παραμονή του Ματίας στη Ζάκυνθο συμπίπτει
με την άλωση της Κρήτης από τους Τούρκους κι έτσι έχουμε την ευκαιρία να δούμε
μυθιστορηματικά αυτήν την τόσο ενδιαφέρουσα πτυχή της ιστορίας, την άφιξη
τεράστιου κύματος προσφύγων στα Επτάνησα, και την επείγουσα παροχή ιατρικής
βοήθειας στους κρητικούς.
Στη
Ζάκυνθο ξεχωρίζει η προσωπικότητα του κτηνώδους και ανάπηρου πρωτότοκου της
οικογένειας, του «κτήνους»/«θηρίου» Βαρτάγγελου, ο οποίος παρόλη τη διαστροφή του είναι
ιδιαίτερης ευφυΐας, έχει πνευματικές ανησυχίες (έλα όταν μπορείς να συζητήσουμε το θεώρημα του Fermat. Δεν ξέρω άλλον άνθρωπο στο νησί που να μπορώ να του
εξομολογηθώ τις σκέψεις μου για τα μαθηματικά) και αναγνωρίζει στο πρόσωπο του Ματίας τη μοναδικότητα του χαρίσματος
(φοβάμαι μην καμιά μέρα καταλάβω πως μια
μεγαλοφυΐα μπαινόβγαινε στο σπίτι μου κι εγώ δε ρούφηξα τίποτα απ αυτήν/θέλω να
’ρχεσαι, Μελισσηνέ, δε βλέπει κανείς συχνά Άγγελο να ξεπουπουλιάζεται μέρα με
τη μέρα). Επιτέλους βλέπουμε -σε
δυο τρεις σειρές- και την καρδιά του Μελισσηνού να χτυπά για μια γυναίκα, την
αδερφή της οικογένειας, τη Μπιάνκα. Όμως
κι αυτή βυθισμένη στην παραφροσύνη… Χάρη
στην τρέλα του Βαρτάγγελου μια απίστευτη τραγωδία που βυθίζει όλη την
οικογένεια βάζει τέλος στην παραμονή του
Ματθαίου στην Ζάκυνθο και βρίσκεται πάλι
μόνος… Είναι και οι πρώτες φορές που ο
αναγνώστης βλέπει να διαρρέει κάτι απ τον συναισθηματικό κόσμο του Ματίας,
γιατί γράφει εξαίσιες επιστολές στον αγαπημένο του δάσκαλο Σκαντιέρι, στη
Βενετία: είμαι μόνος, με τον τρόπο των ποιητών,
χωρίς να είμαι, θλιμμένος με τον τρόπο των ασθενών, ενώ χαίρω άκρας υγείας.
Η
απάντηση του Σκαντιέρι τον σπρώχνει μακριά απ τα Επτάνησα (φύγε
από τα ταπεινά). Ο Φρανκαντόνιο, μάλιστα το συμβουλεύει να πάει να βρει μια
πολύ ισχυρή προσωπικότητα της εποχής, τον Παναγιώτη Νικούσιο Μαμωνά[4],
στην Κων/λη, τον πρώτο Μεγάλο Διερμηνέα Έλληνα, που μάλιστα εκπροσώπησε τον
σουλτάνο στην παράδοση της Κρήτης από τον Μοροζίνη! Στην Κων/λη ο Ματθαίος θα
βρει τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο που είναι σχολάρχης στη Μεγάλη του Γένους
Σχολή, τον Ιερεμία Κιομουρτζάν (ποιητή) κι άλλες προσωπικότητες. Η ιατρική του
επιδεξιότητα θα του ανοίξει ως και την Υψηλή Πύλη όπου θα κληθεί να θεραπεύσει
από ευλογιά τα ιτς ογλάν!
Στην
Κωνσταντινούπολη είναι πια ξεκάθαρη η ρότα που έχει πάρει ο ήρωας, ξεδιπλώνεται
πια η ταπεινοσύνη του χαρακτήρα του (Σκαντιέρι: θα το πω απερίφραστα: δεν έχω συναντήσει άλλον άνθρωπο τόσο ταπεινό και
ευαίσθητο όσο εσύ. Εάν ήταν άλλος στη θέση σου, θα πανηγύριζε με κάθε τρόπο
αυτό που κατάφερες μέσα σε δυο μόνο χρόνια). Ασφαλώς και κάποιοι θεωρούν την έλλειψη φιλοδοξίας μισανθρωπία. Η
φήμη του όμως ως γιατρού αμαυρώνεται από την αποτυχία του να θεραπεύσει τον
λαγώχειλο Ολλανδό Φαλκενίερ τον διώχνει και από την Κωνσταντινούπολη, ενώ πετά
στον κάλαθο των αχρήστων μια σίγουρη καριέρα. Άλλωστε, είχε ήδη αρχίσει να
«μοιάζει με στάρετς», όπως άλλωστε του είπε αργότερα ο θετός του αδερφός.
Με
την επιστροφή στη Σαλόνικα, γυρίζει η σελίδα στη ζωή του ήρωά μας. Κατ αρχάς,
βρίσκεται με… γυναίκα! Όχι με τη θέλησή
του, αλλά όταν πρωτοαντίκρυσε την Όλγα
ένιωσε πως τίποτα στη ζωή του δεν θα ήταν πια το ίδιο. Μια όμορφη Μολδαβή
που ο Τούρκος έμπορος Αλή την αγόρασε για δούλα, και την έφερε στον Ματίας (σήκωσε τα μάτια σου να δεις την Παναγία,
αφέντη… )
Ο
χρόνος συμπυκνώνεται από το σημείο αυτό του βιβλίου και μετά, εφόσον σε περίπου διακόσιες σελίδες (όλο το βιβλίο είναι 780 σελίδες) βλέπουμε την
νέα φάση της ζωής του Ματίας σε καταιγιστικά επεισόδια μέχρι το τέλος: πρώτα πρώτα έχει πλέον σύζυγο και δεύτερον
έχει βάλει στόχο ζωής να ανακαλύψει το χαμένο παιδί του πατριού του, του
Παναγιωτάκη Μελισσηνού. Παράλληλα,
έχει στενές επαφές με τον «Άγγλο
Ιπποκράτη», τον Τόμας Σύντενχαμ, γεγονός
που θα καθορίσει την προοδό του ως επιστήμονα.
Οι
τραγωδίες έρχονται και παρέρχονται σ αυτό το μέρος του βιβλίου, αλλά έχουμε τη
δυνατότητα να παρακολουθήσουμε από πιο κοντά τα συναισθηματικά αποτυπώματα στην
ψυχή του Ματίας, γιατί ο συγγραφέας παραθέτει πολλές επιστολές και αποσπάσματα
από ημερολόγια. Χάνει το πρώτο παιδί, αλλά σύντομα αποκτά τον νεότερο Ισαάκ,
στον οποίο γράφει εξομολογητικά γράμματα. Επισκέπτονται τον απόκοσμο πύργο της
οικογένειας της Όλγας (περιπετειώδες
οδοιπορικό στη Βαυαρία μέχρι να φτάσουν στο Έντινετ), με την προβληματική αδερφή,
Ντενίσα∙ η Όλγα μένει ανάπηρη από τη μέση και κάτω μέχρι που πεθαίνει… Ο
Ισαάκ βρίσκεται στο Λονδίνο κι από κει
στέλνει αποχαιρετιστήρια επιστολή για Αμερική, ένας λοιπόν «ζωντανός χωρισμός».
Ο Ματίας κατεβαίνει ως και στο «βασίλειο των νεκρών», σε ένα ορυχείο όπου
κρύβονται λεπροί και φυσικά παρέχει σωστική βοήθεια… Συγκρούεται με την
Ντενίσα, και μετά το θάνατο της γυναίκας του βάζει ως στόχο να βρει τον χαμένο
αδερφό… Το απίθανο οδοιπορικό με τους τριανταπέντε νάνους στο δρόμο προς το
Κίεβο φαίνεται παραμύθι, αλλά όπως λέει κι ο ίδιος ο συγγραφέας, ο Μεγάλος Πέτρος
συνήθιζε να συγκεντρώνει νάνους για να
τους χρησιμοποιεί σε γκροτέσκ φιέστες του παλατιού. Αναγκάζεται μέχρι και
να σκοτώσει, τον βασιλιά των νάνων Φομά, που κάνει κατάχρηση εξουσίας…
Και
μπαίνουμε στην «Έξοδο»:
Τα
ίχνη του γιου του Παναγιώτη Μελισσηνού, δηλ. του Μηνά Βαενά μετέπειτα αδελφού
Ιωαννίκιου οδηγούν τον οδοιπόρο στη Μόσχα. Είναι και ο τελευταίος σταθμός πριν
το Άγιο Όρος. Η «συνάντηση» με τον αδελφό Ιωαννίκιο δεν είναι απλώς μια
αναγνώριση, είναι λυτρωτική συνάντηση ψυχών. Βλέπουμε τον Ματίας να ανοίγεται
όπως δεν έχει κάνει ποτέ, και να εξομολογείται για πρώτη φορά (πέρυσι το φθινόπωρο αυτό το χέρι οπλίστηκε
και σκότωσε έναν άνθρωπο/αργά το ίδιο βράδυ δεν κολλούσε ύπνος στον Ιωαννίκιο.
Είχε σφηνωθεί στο μυαλό του η σκέψη πως ο αδερφός του μπορούσε να κουβαλάει τις
πέτρες πάνω του αγόγγυστα).
Όμως
ο αδερφός Ιωαννίκιος αφήνει την τελευταία του πνοή στη Μαύρη θάλασσα, στη ρότα
για το Μπουργκάς. Είναι και η τελευταία σκηνή του βίου του Ματίας, Ματέο, Ματθαίου,
που μετά το θάνατο του αδερφού του, δανείστηκε πια το «ένδυμα» του μοναχού, κι εμφανίστηκε
στο Άγιο Όρος ως Ιωαννίκιος. Η
πλαστογραφία αυτή ήταν και η τελευταία του «αμαρτία» προτού αφοσιωθεί στη νέα,
μυστική του ζωή (απ όλους τους αδελφούς
ήταν ο πιο κρυφός, ο πιο κλεισμένος στον εαυτό του) στη Μονή Διονυσίου.
Θα
μπορούσε κανείς ότι στην επιλογή του αυτή,
όπου κλείνει με προσευχή και αναστοχασμό ένας ταραγμένος κύκλος από
τόσες δοκιμασίες σωματικές και ψυχικές, ο συγγραφέας είδε μια διαφορετική εκδοχή της έννοιας «αγιοποίηση».
Χριστίνα Παπαγγελή
[1] Ο Εβραϊσμός της Θεσσαλονίκης θα γνωρίσει μια μεγάλη
περίοδο μεγάλης ακμής που θα ανακοπεί μόνο στις αρχές του 17ου αιώνα, με την
ανακάλυψη καινούριων θαλάσσιων δρόμων, την ύφεση της δραστηριότητας της
Βενετίας και την εμπλοκή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε μία σειρά από χαμένους
πολέμους. Η πολιτική κατάπτωση θα έλθει σαν επακόλουθο της οικονομικής, καθώς
την εποχή αυτή υποχωρούν σημαντικά οι βιβλικές σπουδές, ενώ αντίθετα, γνωρίζει
έξαρση ο μυστικισμός και ο αποκρυφισμός με τη μελέτη της "Καβάλα" και
του κυριότερου μέρους της, του "Ζοχάρ". Μέσα στο κλίμα αυτό,
εμφανίζεται, το 1655 στη Θεσσαλονίκη ο Σαμπετάι Σεβή από τη Σμύρνη, που διακηρύσσει
ότι ο αναμενόμενος Μεσσίας, βασιλιάς του Ισραήλ και λυτρωτής του εβραϊκού λαού.
Η απήχηση που βρίσκει το κήρυγμα του θα διεγείρει τις ανησυχίες των τουρκικών
αρχών που θα συλλάβουν και θα τον καταδικάσουν σε θάνατο το 1666. Τότε ο
Σαμπετάι Σεβή θα προσχωρήσει στον Μωαμεθανισμό για να σώσει τη ζωή του. Οι
Εβραίοι είχαν ήδη διχαστεί σε εκείνους που τον πίστεψαν και σ' εκείνους που τον
αντιμετώπισαν σαν ανισόρροπο και απατεώνα. Οι πρώτοι, γύρω στις τριακόσιες
οικογένειες, θα τον ακολουθήσουν στην αποστασία του δημιουργώντας την ιδιότυπη
κοινωνία των εβραιομουσουλμάνων, που έμεινε γνωστή με την επωνυμία
"Donmeh" (αποστάτης).
[2] Από την Wikipedia:
Ο Αλέξανδρος Νικολάου Μαυροκορδάτος (1641 - 1709), ο
επιλεγόμενος «ο εξ απορρήτων», ήταν σημαντικόςΦαναριώτης ιατρός και διπλωμάτης του 17ου αιώνα. Τρισέγγονός του ήταν ο γνωστός ως
πολιτικός στην Ελληνική Επανάσταση και μετέπειτα
πρωθυπουργός της Ελλάδας Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος (1791-1865). Φοίτησε στο Ελληνικό Κολέγιο του Αγίου Αθανασίου στη Ρώμη και
μετά σπούδασε Φιλολογία και Θεολογία στο Πανεπιστήμιο Ρώμης. Μετά πήγε στην Πάδοβα, όπου σπούδασε Ιατρική αναγορευθείς τελικά διδάκτορας του Πανεπιστημίου της Μπολόνια, όπου
ολοκλήρωσε τις σπουδές του το έτος 1664. Μετά τις σπουδές του
έμεινε για λίγο καιρό στη Χίο και τελικώς εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη.
Εκεί αρχικώς δίδαξε στη Σχολή Μανωλάκη και
κατόπιν διορίσθηκε σχολάρχης της Πατριαρχικής Σχολής (1665-1672), ενώ παραλλήλως ασκούσε
την Ιατρική με επιτυχία. Η ευρυμάθεια και η γλωσσομάθειά του έκαναν μεγάλη
εντύπωση: Εκτός από τις ευρωπαϊκές γλώσσες γνώριζε άπταιστα την τουρκική, την αραβική, την περσική, γαλλική και την εβραϊκή γλώσσα. Ως συνέπεια αυτού, επιβλήθηκε
σύντομα στους επιστημονικούς και κοινωνικούς κύκλους
της Κωνσταντινούπολης και, μετά τον θάνατο του διερμηνέα τηςΥψηλής Πύλης Παναγιώτη Νικουσίου το 1673 ο Μαυροκορδάτος,
που είχε διατελέσει γραμματέας του Νικούσιου, κλήθηκε και ανέλαβε Μέγας
Διερμηνέας της Πύλης.
[3] http://www.rodostavros.org/artikel/%CF%80%CF%81%CE%BF%CE%B5%CE%BB%CE%B5%CF%85%CF%83%CE%B7-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CF%81%CE%BF%CE%B4%CE%BF%CF%83%CF%84%CE%B1%CF%85%CF%81%CF%89%CE%BD
[4] http://www.ygeiaonline.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=38542:nikoysios_panagivths
Απίστευτο βιβλίο,ένα ταξίδι από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα του!
ΑπάντησηΔιαγραφή