Τετάρτη, Νοεμβρίου 19, 2014

Η κομψότητα του σκαντζόχοιρου, Μιριέλ Μπαρμπερί

Έχουμε παραιτηθεί από την ιδέα της συνάντησης,
συναντάμε μόνο τον εαυτό μας
χωρίς να τον αναγνωρίζουμε μέσα σ αυτούς
τους αμετακίνητους καθρέφτες.


Σ αυτό το κομψό βιβλιαράκι η συγγραφέας μάς βυθίζει στο μικρόκοσμο μια πολυκατοικίας όπου οι βασικοί  -δύο στην αρχή και στη συνέχεια τρεις - ήρωες είναι εξαιρετικές περιπτώσεις, πολύ πάνω δηλαδή από το μέσο όρο σε ευφυΐα και αυτοσυνειδησία. Πρόκειται για την άσημη κατά τα άλλα θυρωρό, τη Ρενέ Μισέλ, και για ένα δωδεκάχρονο κορίτσι, την Παλόμα, που αφηγούνται σε πρώτο ενικό,  σχεδόν κεφάλαιο παρά κεφάλαιο τα τεκταινόμενα στην πολυκατοικία με δικές τους πνευματώδεις σκέψεις και παρατηρήσεις. Προς τη μέση του βιβλίου προστίθεται κι ένας ακόμη καινούριος ένοικος, ο Ιάπωνας Κακούρο Όζου. Η συγγραφέας, που όπως φαίνεται από το βιογραφικό της έχει σπουδάσει φιλοσοφία αλλά λατρεύει και τον ιαπωνικό πολιτισμό, βρίσκει τρόπο να εμπλέξει τις δυο μεγάλες αυτές συνιστώσες στο μυθιστόρημά της. Το κοινό χαρακτηριστικό άλλωστε που ενώνει εντέλει τους τρεις ανόμοιους ήρωες είναι η αναζήτηση νοήματος, που το βρίσκουν στην ομορφιά, τη φινέτσα, την κομψότητα.
Η Ρενέ, που λόγω της θέση της αποτελεί και τον συνδετικό κρίκο των ηρώων, είναι μια χήρα «φτωχή γυναίκα ανάμεσα σε πλούσιους, μικρόσωμη, άσχημη στρουμπουλή. «Έχω εξογκώματα στα μεγάλα δάχτυλα των ποδιών μου, και, πιστέψτε το, κάποια θλιβερά πρωινά ανασαίνω σαν μαμούθ», όπως  αυτοσυστήνεται η ίδια από την πρώτη σελίδα, δίνοντας ένα έξοχο δείγμα της υψηλής επίγνωσης του κοινωνικού της ρόλου: δε μ αγαπούν, μα εντούτοις με ανέχονται, επειδή ανταποκρίνομαι τέλεια σε ό, τι η κοινωνία πιστεύει ως υπόδειγμα θυρωρού πολυκατοικίας∙  είμαι ένα από τα πολλαπλά γρανάζια, που θέτουν σε κίνηση τη μηχανή της μεγάλης οικουμενικής ψευδαίσθησης, κατά την ποία η ζωή περιέχει ένα εύκολα ερμηνευόμενο νόημα.
Όμως, παρόλο που στην εξωτερική εμφάνιση φαίνεται να ακολουθεί το στερεότυπο, η Ρενέ δεν είναι μια θυρωρός που ξημεροβραδιάζεται στην τηλεόραση. Κρίνει με απίστευτη οξυδέρκεια τα οκτώ αφεντικά της και τις οικογένειές τους (η Μανουέλα  (υπηρέτρια) -είναι μια αριστοκράτισσα, αληθινή, μεγάλη, της κατηγορίας που δεν επιδέχεται καμιά αμφισβήτηση, διότι, βάζοντας τη σφραγίδα της πάνω στην ίδια την καρδιά, περιφρονεί ετικέτες και τίτλους ευγενείας. Τα θα πει αριστοκράτισσα; Μια γυναίκα που δεν την αγγίζει η χυδαιότητα, παρότι την περιβάλλει), εκφράζει έξυπνα και καυστικά σχόλια (στο ημερολόγιό της), αλλά κατά κύριο λόγο είναι μια «διψασμένη ψυχή» που διαβάζει βιβλία «σαν μανιακή», πράγμα που το κρύβει επιμελώς! Τρελαίνεται για λογοτεχνία (έχω διαβάσει τόσα βιβλία… κι όμως, όπως όλοι οι αυτοδίδακτοι, δεν είμαι ποτέ σίγουρη γι αυτό που έχω καταλάβει), εξ ου και βαφτίζει τον γάτο της Λεόν, απ τον Τολστόι (!)∙ παρακολουθεί  συστηματικά τον κινηματογράφο,  εντοπίζει με οξύτητα τις ταξικές διαφορές και τις αντίστοιχες συμπεριφορές, αλλά το μυστικό της πάθος, που το κρύβει με τρομερή επιμέλεια απ όλους, είναι… η φιλοσοφία. «Μέσα στην ασφάλειά μου, δεν υπάρχει πρόκληση αναπάντητη για μένα. Φτωχή στο όνομα, στη θέση και στην όψη, στον κόσμο της νόησης είμαι μια αήττητη θεά». Με τον κοφτερό τρόπο του ανθρώπου της δράσης, που προσπαθεί να κατεβάσει τη φιλοσοφία από τον ουρανό στα γήινα,  πετάει κατά περίσταση κουβέντες του Μαρξ, του Καντ, κλπ.  Οι ιδέες τη βασανίζουν, προσπαθεί να καταλάβει το βαθύτερο νόημα συνδέοντας τη θεωρία με την πραγματικότητα και, βέβαια, έχει άποψη και μάλιστα τεκμηριωμένη… Αυτό όμως που τη βασανίζει περισσότερο (φοβάμαι ότι βρήκα επιτέλους τον δάσκαλό μου) είναι η φαινομενολογία του…  Χούσσερλ.
Έπειτα από ένα μήνα φρενήρους ανάγνωσης, αποφαίνομαι με απίστευτη ανακούφιση ότι η φαινομενολογία είναι μια απάτη. Η Ρενέ αποδομεί με πολύ έξυπνο τρόπο την έννοια, θεωρώντας γελοίο προνόμιο του ανθρώπου τη συνείδηση ότι υπάρχει (γνώθι σαυτόν, σκέφτομαι άρα υπάρχω) γιατί  αυτή η ανασκοπική λειτουργία της συνείδησης δεν προσφέρει τίποτα στον άνθρωπο παρά μόνο μας σώζει από τη βιολογική αιτιοκρατία. Το να ξέρεις ότι υποφέρεις από φαγούρα και να έχεις συνείδηση του γεγονότος πως έχεις συνειδητοποιήσει ότι το ξέρεις δεν αλλάζει τίποτα στο γεγονός ότι έχει φαγούρα (!). Διατρέχει τον ιδεαλισμό του Καντ για να ασχοληθεί με τον ιδεαλισμό του Χούσσερλ, όπου στο εξής η φιλοσοφία επιτρέπει στον εαυτό της να κυλιέται μόνο στην ακολασία του καθαρού πνεύματος. (…) Αυτή είναι η φαινομενολογία: η επιστήμη αυτού που εμφανίζεται στη συνείδηση. Συνεχίζει την αποδόμηση με γλαφυρά παραδείγματα για να καταλήξει: ιδού λοιπόν η φαινομενολογία: ένας μοναχικός και ατέρμονος μονόλογος της συνείδησης με τον εαυτό της, ένας αμιγής και σκληρός αυτισμός, που δεν ενοχλεί ποτέ κανέναν αληθινό γάτο.
Οι φιλοσοφικές αναζητήσεις της Ρενέ περιστρέφονται και στη σχέση του ανθρώπου με την ομορφιά, την τέχνη, το νόημα της ζωής. Είναι η πλευρά της αγάπης προς τη λογοτεχνία: όταν είμαι αγχωμένη, χώνομαι στο καταφύγιό μου. Δε μου χρειάζεται να ταξιδέψω∙ φεύγω και πάω να βρω τις σφαίρες της λογοτεχνικής μου μνήμης. Σκέφτεται ξανά και ξανά τον τρόπο με τον οποίο ο Λέβιν στο Άννα Καρένινα απολαμβάνει τη λησμονιά της κίνησης όταν θερίζει αδιάκοπα, και το μεταφέρει στη δική της ζωή: για ποιον άλλο λόγο θα τα έγραφα όλα τούτα, αυτό το γελοίο ημερολόγιο μιας γερασμένης θυρωρού, αν η γραφή αυτή καθαυτή δεν έμοιαζε με την τέχνη του θερισμού; (…) γεύομαι την τρισευτυχισμένη αταραξία μιας συνείδησης, που είναι θεατής.

Η Παλόμα είναι κι αυτή ένα εξαιρετικής ευφυΐας άτομο (η βασική ένσταση κάποιου αναγνώστη θα ήταν ότι δεν μπορεί να μιλά και να σκέφτεται έτσι ένα δωδεκάχρονο κορίτσι. Δε θα συμφωνούσα, γιατί θα μπορούσαν, ναι, να υπάρχουν τέτοια εξαιρετικά πλάσματα… άλλωστε ο τρόπος με τον οποίο εκφράζεται η Παλόμα έχει κάτι το απολύτως νεανικό). Έχει επίγνωση μάλιστα της εξυπνάδας της, την οποία προσπαθεί να… μετριάσει (πρέπει να κοπιάζεις πολύ για να φαίνεσαι κουτότερος απ  ό, τι είσαι).
 Η Παλόμα μιλά πολύ για τα συναισθήματά της τα οποία είναι έντονα. Κηρύττει πόλεμο (με την αδερφή της), αποκαθηλώνει όλους τους ενήλικες (πατέρα, μάνα κλπ), πλήττει, εκστασιάζεται με τη μουσική, αγαπά τα βιβλία. Έχει σκοπό να… αυτοκτονήσει τη μέρα που θα γιορτάζει τα δεκατρία της χρόνια (σημασία δεν έχει ότι θα πεθάνεις, ούτε σε ποια ηλικία πεθαίνεις, είναι αυτό που θα κάνεις τη στιγμή κατά την οποία πεθαίνεις)! Στην εξομολόγησή της μάλιστα αυτή, που την κάνει εν είδει  ημερολογίου (Βαθυστόχαστες σκέψεις και Ημερολόγιο της κίνησης του κόσμου) έχει βρει και τον τρόπο («σεπούκου»!), εκφράζοντας και την αγάπη της για την Ιαπωνία. Μαθαίνει  γιαπωνέζικα γιατί θέλει να διαβάζει μάγκα από το πρωτότυπο, της αρέσουν τα χαϊκού και το γιαπωνέζικο παιχνίδι «γκο» όπου δεν σκοτώνεις για να κερδίσεις, αλλά πρέπει να δημιουργήσεις για να επιβιώσεις. Γιατί αυτό που τη συγκινεί κι εκείνη είναι η κομψότητα, η ομορφιά (η κομψότητα και η μαγεία ενάντια στη θλιβερή επιθετικότητα των παιχνιδιών εξουσίας των ενηλίκων).
Είναι απολαυστικές οι «βαθυστόχαστες» σκέψεις της Παλόμα. Άπειρες σκέψεις για τις μικρότητες των ανθρώπων γύρω της (κυρίως για τη μαμά της και για την αδερφή της), για τα γηρατειά, απίθανα σχόλια για τα κλισέ των ψυχίατρων, και για την ψυχανάλυση: Πλάκα δεν έχει; Δεν είναι καν η αφέλεια της ερμηνείας (δόντια που πέφτουν = θάνατος, ομπρέλα  = πέος κτλ), λες και η κουλτούρα δεν είναι παρά μια τεράστια δύναμη υποβολής, που δεν έχει καμιά σχέση με την πραγματικότητα. Την απασχολεί και η γλώσσα (όπως άλλωστε φαίνεται κι από τον προσεκτικό και ακριβή χειρισμό της): οι άνθρωποι ζουν  σ έναν κόσμο στον οποίο την εξουσία κατέχουν οι λέξεις και όχι οι πράξεις, στον οποίο κόσμο η έσχατη ικανότητα είναι ο έλεγχος της γλώσσας. Σχολιάζει τους ισχυρούς που κατέχουν το λόγο κι επιβάλλονται, ενώ είναι ανίκανοι να υπερασπιστούν τον κήπο τους, να φέρουν κουνέλι για δείπνο ή να τεκνοποιήσουν σωστά. Ιδιαίτερα διασκεδαστικές οι σκέψεις της πάνω στο μάθημα της γλώσσας και της λογοτεχνίας (λογοτεχνία χωρίς λογοτεχνία και μάθημα γλώσσας χωρίς την ψυχή της γλώσσας).
Οι «βαθυστόχαστες σκέψεις» της Παλόμα έχουν μια νεανική πρωτοτυπία, γιατί οτιδήποτε σκέφτεται είναι απόλυτα γειωμένο σε κάποιο βίωμα. Αξίζει να αναφερθούμε στον ορισμό του τι σημαίνει κακός (δεν εννοώ κακόβουλος, βίαιος ή δεσποτικός, παρότι είναι λίγο απ όλ αυτά. Όχι, όταν λέω «είναι πραγματικά κακός», εννοώ πως είναι ένας  άνθρωπος ο οποίος έχει απαρνηθεί τόσο πολύ οτιδήποτε καλό είχε μέσα του ώστε θυμίζει πτώμα, παρόλο που είναι ακόμα ζωντανός) και στις σκέψεις που κάνει βλέποντας αθλητικούς αγώνες στην τηλεόραση: ένιωθα αυτή την τελειότητα στο σώμα μου, και φαίνεται ότι αυτό σχετίζεται με τους νευρώνες καθρέφτες, δηλαδή όταν βλέπουμε κάποιον να κάνει κάτι, ενεργοποιούνται στον εγκέφαλό μας αυτόματα οι ίδιοι νευρώνες με αυτούς που ενεργοποιεί εκείνος που δρα. Ξέρει ότι είναι ευφυής αλλά κι ότι η ευφυΐα αφ εαυτής δεν έχει καμιάν αξία, κανένα ενδιαφέρον. Πολύ ευφυείς άνθρωποι αφιέρωσαν τη ζωή τους στο θέμα του φύλου των αγγέλων, για παράδειγμα.
Τέλος, ο τρόπος με τον οποίο η Παλόμα περιγράφει τη σχέση της με τη μουσική είναι μοναδικός.

Η «συνάντηση»
Η άφιξη του Ιάπωνα Κακούρο Όζου στην πολυκατοικία, όπου επί 27 χρόνια κανένα διαμέρισμα δεν άλλαξε οικογένεια, ταράζει τα νερά (όλοι οι ένοικοι είναι ξετρελαμένοι με τον κ. Όζου/εγώ είμαι ευχαριστημένη γιατί η βαθιά ιαπωνική μου πλευρά είναι απολύτως ικανοποιημένη από τη συνομιλία μ έναν αληθινό Ιάπωνα, γράφει η Παλόμα).  Ένας «όμορφος» άνθρωπος, ευγενικός, κομψός, βαθύς. Και… πλούσιος. Από την πρώτη στιγμή που συναντήθηκε και με τη Ρενέ η επικοινωνία ήταν άμεση («διασταυρωμένα»  βλέμματα στο άκουσμα λέξεων) και  ουσιαστική. Σημείο αναγνώρισης ότι και οι δυο είναι ανήσυχα πνεύματα που ψάχνουν την ουσία των πραγμάτωνήταν  μια φράση από την αρχή της Άννας Καρένινα και τα ονόματα των… γάτων τους, που είναι παρμένα από τους ήρωες του Τολστόι. Παρόμοιας ποιότητας συνάντηση είναι και η συνάντηση του Κακούρο με την Παλόμα, μέσα σ ένα… ασανσέρ! Η άμεση ερώτηση που απηύθυνε ο Κακούρο στην Παλόμα ήταν η γνώμη της για τη Ρενέ∙  πιστεύω πως δεν είναι αυτό που νομίζουμε, λέει και αυτό βέβαια συμπίπτει με την άποψη της Παλόμας, η οποία θεωρεί τη θυρωρό άτομο εξαιρετικής ευφυΐας.
Η κυρία Μισέλ έχει την κομψότητα του σκαντζόχοιρου∙ απέξω είναι γεμάτη αγκάθια, αληθινό φρούριο, αλλά έχω την αίσθηση ότι από μέσα είναι τόσο απλώς ραφινάτη όσο και ο σκαντζόχοιρος, που είναι ένα ζωάκι δήθεν νωθρό, σκληρά μοναχικό και εξαιρετικά κομψό.

Έτσι, αρχίζουν κι αλληλογνωρίζονται οι τρεις ήρωες/εξαιρετικές  (>εξαίρεση) προσωπικότητες, εφόσον η Παλόμα συναντιέται κι αποκτά κι αυτή μια ουσιαστική σχέση με τη Ρενέ (Ρενέ: την κοιτάω με προσοχή. Πώς μου ξέφυγε αυτό; Μερικά παιδιά έχουν το σπάνιο χάρισμα να παγώνουν τους μεγάλους. Τίποτα στη συμπεριφορά τους δεν αντιστοιχεί στους κανόνες της ηλικίας τους. Είναι υπερβολικά αυστηρά, υπερβολικά σοβαρά, υπερβολικά ήρεμα και ταυτόχρονα τρομερά ακονισμένα. Ναι, ακονισμένα). Οι σχέσεις επαναδιαρθρώνονται ταχύτατα, όταν ο Κακούρο ζητά από τη Ρενέ να τον επισκεφτεί για δείπνο (μια σεισμική δόνηση ταρακούνησε συθέμελα μια ύπαρξη που βγήε απότομα από τον πάγο), κι ακολουθούν βέβαια κι άλλες συναντήσεις (κάτι μετατοπίζεται μέσα μου, ναι, δε βρίσκω άλλη λέξη, έχω την αλλόκοτη αίσθηση ότι ένα εσωτερικό γρανάζι παίρνει τη θέση ενός άλλου). Παράλληλα, η Παλόμα επισκέπτεται τακτικά τη Ρενέ, σε κάποια στιγμή μάλιστα τη συμβουλεύει σε πολύ προσωπικό επίπεδο, ενώ με τη σειρά της η Ρενέ τής εξομολογείται το μυστικό της κλειστής ζωής της.
Αυτό που ενώνει τους ήρωες, και βασικά τον Κακούρο με τη Ρενέ είναι η αγάπη για την ομορφιά και για την τέχνη (όλο το μεγαλείο της Τέχνης δε φτάνει για να εξηγήσει την αιφνίδια απώλεια της συνείδησης, της ταπείνωσής μου εξαιτίας μιας αισθητικής συγκοπής). Εύστοχες αναφορές σε έργα ζωγραφικής, μουσικής, κινηματογράφου.  Μοιράζονται αυτό το πάθος με τρόπο πολύ μοναδικό, που η συγγραφέας μάς μεταφέρει άμεσα, προδίδοντας και τις δικές της επιλογές.

Οι σχέσεις εξελίσσονται ραγδαία στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, ενώ το τέλος είναι απροσδόκητο, ίσως για να δώσει η συγγραφέας και μια εσχατολογική διάσταση στις σχέσεις με τα πρόσωπα που αγαπάμε. 
Χριστίνα Παπαγγελή

Υ.Γ. Ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις έχουμε και από την anagnostria, καθώς και από τη Βιβή Γ.  

1 σχόλιο:

  1. Ευχαριστώ για την αναφορά, αγαπητή Χριστίνα. Πραγματικά, ένα από τα ωραιότερα σύγχρονα μυθιστορήματα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή