Σε τελική ανάλυση έχουμε
τρομερή ανάγκη από μυθιστορήματα
που να αντιλαμβάνονται την
ιδεολογική πειρατεία που συντελείται
τελευταία σ αυτή τη χώρα,
που να βλέπουν τις συνέπειές της
σε σχέση με τον άνθρωπο και να δείχνουν ότι η πρέπουσα αντίδραση
δεν είναι απλώς η οργή, αλλά το τρελό, το δύσπιστο γέλιο.
Το κλασικό αυτό έργο ξανάπεσε
στα χέρια μου το καλοκαίρι, μετά από μια περίοδο «ξηρασίας», οπότε
αναζήτησα με δίψα το εγγυημένο ενδιαφέρον που προκαλεί το οξυδερκές, καυστικό και δηκτικό
ύφος του Κόου. Άλλωστε είναι μια πρόκληση να ξαναδιαβάζεις μετά από χρόνια ένα
αγαπημένο βιβλίο, για το οποίο μάλιστα έχει τύχει κι έχω γράψει, όταν ακόμα
έγραφα χειρόγραφα, στο «τετράδιο των βιβλίων» (οπότε έχω την περιέργεια να
συγκρίνω το βαθμό πρόσληψης).
Γρήγορα κανείς
αντιλαμβάνεται ότι το βιβλίο είναι μια «ψυχαναλυτική» παρωδία με πολιτικές
προεκτάσεις, που σχολιάζει το νέο
κοινωνικό μοντέλο της δεκαετίας του ΄80, τη λογική του «μάνατζμεντ» που
εγκαινίασε η περίοδος Θάτσερ, αντικαθιστώντας το κοινωνικό κράτος. Το «σπίτι του ύπνου» είναι ένα ίδρυμα όπου
αντικείμενο μελέτης είναι ο… ύπνος. Στεγάζεται σ ένα κτίριο που παλιότερα ήταν
φοιτητική εστία (των ηρώων του έργου), οι οποίοι ξανασυναντιούνται μετά από
χρόνια στον ίδιο αυτό χώρο. Συσπειρώνει άτομα με διαταραχές στον ύπνο, όπως την
ναρκοληπτική Σάρα ή τον Τέρι που αντέχει
ολόκληρους μήνες χωρίς να μπορεί να κοιμηθεί. Ο στόχος όμως δεν είναι η θεραπεία τους, αλλά,
όπως αποκαλύπτεται με γκροτέσκο τρόπο στο τέλος, να μελετηθεί η συμπεριφορά τους
ώστε να αποδειχτεί ότι οι άνθρωποι όταν κοιμούνται είναι αντιπαραγωγικοί, και
μπορούν να θεραπευτούν απ αυτή την καταραμένη υπνηλία. Ευαγγελιστής αυτής της
διεστραμμένης αντίληψης είναι ο δόκτωρ Ντάντεν (όπως αποδεικνύεται στο τέλος
είναι ψυχοπαθής), ο οποίος κυριαρχείται από την ιδεοληψία ότι ο ύπνος είναι
κάτι σαν αρρώστια, είναι εμπόδιο της παραγωγικότητας, της διαρκούς ενέργειας. Ο
Ντάντεν βέβαια, εκπροσωπεί την εξουσία. Υπάρχουν όμως κι άλλοι ήρωες, όπως η
Σάρα, η Βερόνικα, ο Τέρι, ο Ρόμπερτ. Όλοι έχουν μια θέση μέσα σ αυτό το «νέο
παράδειγμα» όπως αναφέρει στο επίμετρο ο Δημήτρης Τζιόβας. Ένα νέο «Zeitgeist» (πνεύμα εποχής;) όπου η νεολαία «ψάχνεται» ποικιλοτρόπως, κι όπου «απώλεια κι αναζήτηση χαρακτηρίζουν
τις ανθρώπινες σχέσεις» (Τζιόβας).
Ο συγγραφέας μάς
μεταφέρει έντεχνα από το παρελθόν στο παρόν, μέσα από αναμνήσεις, όνειρα ή
αφηγήσεις τρίτων. Ένα από τα κεντρικά πρόσωπα είναι η Σάρα, δασκάλα (εκεί που σκοτωνόμαστε να εφαρμόσουμε μια νέα
σειρά οδηγιών, η κυβέρνηση μας πετάει κάτι διαφορετικό. Αφιερώνουμε τόσο χρόνο
στο να προετοιμαζόμαστε για επιθεωρητές να γράφουμε εκθέσεις για τα παιδιά, να
γράφουμε εκθέσεις ο ένας για τον άλλον, να καταρτίζουμε προϋπολογισμούς και να
κλέινουμε λογιστικά βιβλία που έχω σχεδόν ξεχάσει γιατί ήθελα να διδάξω στην
αρχή)[1]. Η Σάρα
πάσχει από ναρκοληψία[2],
πάθηση που δημιουργεί αρκετές κωμικοτραγικές παρεξηγήσεις γιατί ένα από τα
συμπτώματά της είναι η προσωρινή απώλεια μνήμης, ή το να βλέπει κάθε τόσο ένα όνειρο που να είναι τόσο αληθινό, που της
ήταν αδύνατον να το διακρίνει από τα γεγονότα του ξύπνου της. Παράφορα ερωτευμένος μαζί της ήταν από παλιά ο Ρόμπερτ (ο
Ρόμπερτ βυθίστηκε σύντομα σ ένα ερωτικό κώμα από το οποίο δεν φαινόταν να
υπάρχει περίπτωση αφύπνισης). Εκείνη
όμως, άτομο με έντονα πάθη, ήταν ερωτευμένη με τη Βερόνικα… Τέλος,
πρωταγωνιστικό ρόλο παίζει και ο Τέρι, που λόγω της τρομακτικής του αντοχής
στην αϋπνία, γίνεται το υπ αριθμό ένα πειραματόζωο του Ντάντεν.
Στο βιβλίο ισορροπεί το τυχαίο με το παράλογο, το συναίσθημα, η μοιραία
σύμπτωση, η διαίσθηση, η απελπισία και το χιούμορ. Το θέμα του ύπνου, του
ονείρου, της απώλειας (όταν χάνεις
κάποιον, όταν σου λείπει κάποιος, υποφέρεις γιατί αυτός που έφυγε έχει γίνει
κάτι φανταστικό, κάτι το μη πραγματικό. Αλλά η επιθυμία σου γι αυτόν δεν είναι
φανταστική. Απ αυτήν πρέπει να πιαστείς επομένως: από την επιθυμία. Γιατί είναι
πραγματική) προσφέρονται για
ψυχαναλυτικές παρατηρήσεις κι εμβαθύνσεις.
Η πιο ενδιαφέρουσα όμως
προσωπικότητα για μένα ήταν ο Ρόμπερτ/Κλειώ. Παθιασμένα ερωτευμένος με τη Σάρα,
οι στιγμές του εγγράφονται τόσο ανεξίτηλα καθώς ωριμάζει στα δεκαπέντε αυτά χρόνια
γνωριμίας τους και ανεκπλήρωτου έρωτα, που ξεπηδούν αυτόματα στίχοι, στίχοι
αποσπασματικοί αλλά πολύ πηγαίοι… Αν και
όλοι αυτοί οι στίχοι έχουν προαναγγελθεί αποσπασματικά, συνιστούν εντέλει ένα
ποίημα, το ποίημα που παρατίθεται στο τέλος του βιβλίου με τον ευφυέστατο τίτλο
«Υπνολαλία». Όταν ο αναγνώστης το
διαβάζει, μετά το τέλος (όπου υπάρχει κορύφωση λόγω της κωμικοτραγικής «μη» συνάντησης με τη Σάρα), αισθάνεται ότι παραμένει σε μια κορύφωση που
διαρκεί:
Η βαρύτητά σου, η χάρη σου με πλημμύρισαν σαν παλίρροια
που ούτε η δύναμη της σελήνης δεν μπορεί να αναστρέψει
αλλά στα ναρκοληπτικά μάτια σου διέκρινα
απόψε μια τύφλωση: ή κάτι ακόμα χειρότερο,
μια αδιαφορία που μ έκανε να νιώσω ευνουχισμένος.
Στο μεταξύ, άγρυπνο, κρατάω την ανάσα μου
σκέφτομαι ότι είδα το μέλλον μου χαραγμένο στην άμμο
ένα απόγευμα "ασάλευτο , σαν σκαλισμένο στην πέτρα,
σαν θάνατο",
και προσεύχομαι για μια λήθη τόσο βαθιά
που καταλήγει σε μεταμορφωση. Μόνο η αυγή
μπορεί να με λυτρώσει, να πλημμυρίσει τούτο το στοιχειωμένο σπίτι του ύπνου
με φως, να πνίξει τα φαντάσματα που με προειδοποιούν κάθε νύχτα:
Το λιγότερο που θα χρειαστείς είναι μια άλλη ζωή
για να εξιχνιάσεις τα φυλαγμένα μυστικά
της βαρύτητας, της χάρης της.
Η βαρύτητά σου, η χάρη σου με πλημμύρισαν σαν παλίρροια
που ούτε η δύναμη της σελήνης δεν μπορεί να αναστρέψει
αλλά στα ναρκοληπτικά μάτια σου διέκρινα
απόψε μια τύφλωση: ή κάτι ακόμα χειρότερο,
μια αδιαφορία που μ έκανε να νιώσω ευνουχισμένος.
Στο μεταξύ, άγρυπνο, κρατάω την ανάσα μου
σκέφτομαι ότι είδα το μέλλον μου χαραγμένο στην άμμο
ένα απόγευμα "ασάλευτο , σαν σκαλισμένο στην πέτρα,
σαν θάνατο",
και προσεύχομαι για μια λήθη τόσο βαθιά
που καταλήγει σε μεταμορφωση. Μόνο η αυγή
μπορεί να με λυτρώσει, να πλημμυρίσει τούτο το στοιχειωμένο σπίτι του ύπνου
με φως, να πνίξει τα φαντάσματα που με προειδοποιούν κάθε νύχτα:
Το λιγότερο που θα χρειαστείς είναι μια άλλη ζωή
για να εξιχνιάσεις τα φυλαγμένα μυστικά
της βαρύτητας, της χάρης της.
Χριστίνα Παπαγγελή
[1] Κάτι μας θυμίζει;;;
[2] Η ναρκοληψία είναι μια ασυνήθιστη νευρολογική
διαταραχή που χαρακτηρίζεται από υπερβολική ανεξέλεγκτη υπνηλία, ακόμη και μετά
από επαρκή ύπνο. Το άτομο που πάσχει από ναρκοληψία, ο ναρκοληπτικός, έχει
επαναλαμβανόμενες ακαταμάχητες προσβολές ύπνου, που όταν έρχονται δεν μπορεί να
αντισταθεί και μπορεί ως αποτέλεσμα να αποκοιμηθεί οποτεδήποτε και οπουδήποτε,
ακόμη και σε ακατάλληλες ή επικίνδυνες συνθήκες, στο μέσο μιας συζήτησης για
παράδειγμα ή κατά την οδήγηση.
Τόσο ωραίο βιβλίο! Το έχω διαβάσει δύο φορές, πάνε δύο χρόνια από τη δεύτερη. Η ανάρτησή σου με ξαναγύρισε στον κόσμο του, κάποια στιγμή θα επιστρέψω και στις σελίδες του. Να σαι καλά!. :-)
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ πολύ bits and pieces... Ομολογώ ότι η πρόσληψή μου τη δεύτερη φορά (μετά από 16 χρόνια! ) ήταν αρκετά διαφορετική! διε΄κρινα καλύτερα τις κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις (ίσως φταίει ότι εμείς τώρα βιώνουμε τη θατσερική πολιτική που υπαινίσσεται ο Κόου "the hard way"...
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν αρκεί τελικά να διαβάσεις μια φορά ένα βιβλίο, όταν είναι πολυεπίπεδο...
Σε κάθε ανάγνωση ενός καλού βιβλίου ξεκλειδώνονται νέες πόρτες προς τη βαθύτερη κατανόηση των νοημάτων και των συνδέσεων που επιχείρησε ο/η συγγραφέας του.
ΑπάντησηΔιαγραφή