Σάββατο, Μαρτίου 09, 2013

Ένα κάποιο τέλος, Τζούλιαν Μπαρνς (Τhe sense of an ending)


Αυτά που βίωσες 
σπανίως είναι όμοια με αυτά 
που κατέληξες να θυμάσαι,
όμως μπορείς πάντοτε να είσαι σίγουρος
 για τις εντυπώσεις που σου άφησαν.
Κι αυτό είναι το καλύτερο που μπορείς να ελπίσεις».

Το κεντρικό τραγικό επεισόδιο της ζωής του αφηγείται εδώ ο βασικός ήρωας του συναρπαστικού αυτού βιβλίου του Τζούλιαν Μπαρνς. Μια ιστορία με έρωτα και θάνατο, που ξεκινά από την εφηβεία, όταν όλα δηλαδή εγγράφονται στην tabula rasa με ανεξίτηλο τρόπο (είμαι υποχρεωμένος να ανατρέξω επιτροχάδην σε μερικά περιστατικά που με τον καιρό απέκτησαν ανεκδοτολογικό χαρακτήρα, σε μερικές θολές αναμνήσεις που ο χρόνος παραμόρφωσε, μετατρέποντάς τες σε βεβαιότητα. Αφού δε μπορώ πια να είμαι βέβαιος για τα πραγματικά γεγονότα, ας μείνω πιστός στην εντύπωση που άφησαν τα συμβάντα αυτά). Έτσι, βλέπουμε ότι η εξιστόρηση έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί ο αφηγητής δεν προσπαθεί να είναι «αντικειμενικός» (αφηγητής -παντογνώστης), αλλά καταγράφει συνειδητά το αποτύπωμα των γεγονότων, των εξαιρετικών βιωμάτων στη συνείδησή του.
   Στην παρέα των τριών φίλων-συμμαθητών που, σημειωτέον, είναι λάτρεις της ιστορίας, προστίθεται ο μυστηριώδης και ξεχωριστός Έιντριαν, ο μοιραίος πρωταγωνιστής της τραγωδίας. Από την πρώτη μέρα του στο σχολείο αιφνιδιάζει καθηγητές και μαθητές με τις απροσδόκητες παρεμβάσεις του στα ζητήματα (π.χ. στην ερώτηση του καθηγητή της ιστορίας πώς θα περιέγραφαν τη βασιλεία του Ερρίκου του 8ου, απάντησε: υπάρχει μια σχολή σύμφωνα με την οποία το μόνο που μπορεί κανείς να πει για οποιαδήποτε περίοδο της ιστορίας  -ακόμη και για την έκρηξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου- είναι ότι «κάτι συνέβη»). Φαίνεται ότι απέχει σε ευφυΐα και ευαισθησία, έτσι τουλάχιστον το βιώνει ο Τόνι, παρόλ’ αυτά είναι αυθεντικός κι απρόβλεπτος. Στις φιλοσοφικές αναζητήσεις των τεσσάρων φίλων (εδώ πρέπει να παραδεχτούμε ότι το επίπεδο στα κολλέγια αυτά είναι πολύ υψηλότερο από δικά μας λύκεια, όπου θα μας ξάφνιαζε να βλέπουμε μαθητές να συζητάνε διαφωνώντας για το κομμουνιστικό μανιφέστο π.χ. ή για διάφορες κοσμοθεωρίες), ο Έιντριαν πάντα προβάλλει μια πολύ διαφορετική οπτική, που αξίζει κανείς να σημειώσει (δε μιλώ για θεωρητική, αλλά εφαρμοσμένη ευφυΐα. Την ικανότητα που είχε να αντιλαμβάνεται και να εξετάζει τον εαυτό του∙ την ικανότητα να παίρνει αποφάσεις και να ενεργεί βάσει ηθικών αρχών∙ το ψυχικό και σωματικό θάρρος της αυτοκτονίας του/δεν ζηλεύω τον θάνατο του Έιντριαν∙ ζηλέυω τη διαύγεια της ζωής του). Στον προκλητικό ορισμό του για την ιστορία (ιστορία είναι η βεβαιότητα που δημιουργείται στο σημείο όπου οι ατέλειες της μνήμης συναντούν τις ανεπάρκειες της τεκμηρίωσης), ο Έιντριαν δίνει αποστομωτικές εξηγήσειςεπικαλούμενος τη ρευστότητα γεγονότων όπως η αυτοκτονία του συμμαθητή τους, Ρόμπσον.
   Όταν πια τελειώνουν το σχολείο κι ο καθένας ακολουθεί το δρόμο του σε διαφορετικές σχολές, εμφανίζεται και το τρίτο πρόσωπο της τραγωδίας. Είναι η Βερόνικα, το κορίτσι του Τόνι που δεν τον αφήνει να ολοκληρώσει σεξουαλικά, αλλά τον σαγηνεύει, τον εξουσιάζει θα έλεγε κανείς  (η πολιτική της στα σεξουαλικά ζητήματα σήμαινε ότι το κορμί της φυλασσόταν τόσο αυστηρά όσο οι ζώνες απαγόρευσης της αλιείας). Οι λεπτομέρειες στην -εκ των υστέρων πάντα- περιγραφή της ανικανοποίητης σχέσης είναι γλαφυρές ως ξεκαρδιστικές, ενώ το φινάλε, προβλεπόμενο όχι μόνο από τον αναγνώστη αλλά και από τον ίδιο τον ήρωα είναι:
   Όταν χωρίσαμε, κοιμήθηκε μαζί μου.
   Κι όταν κοιμήθηκαν μαζί, δεν την ήθελε πια ο Τόνι, ίσως τον απώθησε ο «χειραγωγικός» χαρακτήρας της, όπως λέει κάπου αλλού (τότε αντιδρούσα στην ιδέα ότι οι γυναίκες ήταν ή θα μπορούσαν να είναι χειραγωγικές. Αυτό μπορεί να λέει περισσότερα για μένα παρά για κείνη).
Ο ενήλικας πια αφηγητής, παντρεμένος, χωρισμένος, με μια κόρη, αναστοχάζεται τα γεγονότα που έφεραν κοντά τον Έιντριαν με τη Βερόνικα. Ο ιδιόρρυθμος Έιντριαν μάλιστα, είχε τότε στείλει γράμμα στον Τόνι ζητώντας του την «άδεια» βγει με τη Βερόνικα. Καταγράφει όσα θυμάται, προβάλλοντας τις δικές του ερμηνείες (οφείλω να υπογραμμίσω ξανά ότι αυτή είναι η ερμηνεία που δίνω τώρα σε κάτι που συνέβη τότε. Ή μάλλον, ό, τι θυμάμαι σήμερα από τον τρόπο με τον οποίο είχα ερμηνεύσει αυτά που είχαν συμβεί εκείνον τον καιρό).  Δεν είναι, όμως, αυτή η απλή «προδοσία» από φίλο, αυτό που καθιστά τραγική την όλη ιστορία. Πολλά χρόνια αργότερα, η παράξενη διαθήκη της μαμάς της Βερόνικα κι ένα μέιλ που στάλθηκε για πλάκα πυροδοτούν ένα νέο κύκλο συναντήσεων, αναμνήσεων, παρεξηγήσεων, συναισθημάτων, αντιφάσεων, εντάσεων και μοιραίων αποκαλύψεων. Μέσα σ’ όλες αυτές τις αποκαλύψεις, ο Τόνι συνειδητοποιεί ότι είχε ζήσει τόσο προσεκτικά, κάποιος που δεν είχε νίκες ή ήττες αλλά είχε αφήσει απλώς τη ζωή να του συμβαίνει. Ότι πάντα πίστευε ότι είχε βρει το μηχανισμό να αποφεύγει τα πλήγματα, και το υπέστη, χρόνια αργότερα,  γι αυτόν ακριβώς το λόγο… Κυρίως, όμως, γίνεται αναπροσδιορισμός των πάντων:
Πόσο συχνά κανείς διηγείται την ιστορία της ζωής του; Πόσο συχνά την προσαρμόζει, την εξωραΐζει και κάνει ύπουλες και πανούργες περικοπές; Και  όσο περισσότερο τραβάει η ζωή σε μάκρος, τόσο λιγοστεύουν εκείνοι από τους γύρω μας που θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν την εξιστόρησή μας, να μας θυμίσουν ότι η ζωή μας δεν είναι η ζωή μας, αλλά μόνο η ιστορία που είπαμε γι αυτήν. Η ιστορία που είπαμε στους άλλους, κυρίως όμως στον εαυτό μας.

Χριστίνα Παπαγγελή