του φαίνονταν τώρα σαν ένα ξένο, παράξενο γεγονός,
που δεν είχε καμιά σχέση μαζί του.
Δεν μπορούσε όμως να σκεφτεί τίποτα για πολλή ώρα εκείνο το βράδυ
κι ούτε μπορούσε ν’ αναλύσει ή να συνειδητοποιήσει. Απλώς αισθανόταν.
Η ζωή είχε μπει στη θέση της διαλεκτικής και κάτι εντελώς διαφορετικό άνοιγε τώρα
το δρόμο του μες το μυαλό του.
Από τις τελευταίες σελίδες του βιβλίου είναι το παραπάνω απόσπασμα -όταν πια ο κύκλος του εγκλήματος του Ρασκόλνικοφ έχει κλείσει- κι όλο το περιεχόμενο του μυθιστορήματος θαρρείς συνοψίζεται σ’ αυτές τις λίγες γραμμές. Το έγκλημα και η υπέρβασή του· η υπέρβαση της εσωτερικής πάλης· το πέρασμα της συνείδησης σ’ ένα άλλο επίπεδο όπου είναι κυρίαρχη η δύναμη της ζωής. Ο αναγνώστης αφήνει τον ήρωα στη φυλακή όπου έχει οδηγηθεί μετά από αυτόβουλη ομολογία, αλλά είναι πια λυτρωμένος, πνευματικά ελεύθερος.
Τα πράγματα βέβαια δεν είναι τόσο μονοδιάστατα στα έργα του Ντοστογιέφσκι· έτσι κι εδώ, το κείμενο κινείται σε πολλά επίπεδα και οι ήρωες ξεδιπλώνουν αβίαστα όλες τις αντιφάσεις τους. Ο Ρασκόλνικοφ δεν είναι ένας συνηθισμένος εγκληματίας και η μεταστροφή του δεν είναι μια χριστιανικού τύπου μετάνοια. Αν κι ο Ντοστογιέβσκι επιτρέπει ΚΑΙ αυτή την ανάγνωση. Όμως κατά τη γνώμη μου προχωρά πολύ περισσότερο, και σε πλάτος και σε βάθος. Σε πλάτος γιατί υπάρχει μια περιρρέουσα κοινωνική κατάσταση και ιδεολογία που θέτει ηθικά διλήμματα (του τύπου «αξίζει να θυσιαστεί/φονευτεί μια ζωή –μια ψείρα- ένα εγκληματάκι για να γίνουν πολλές αγαθοεργίες;», «υπάρχουν ζωές που αξίζουν περισσότερο από άλλες;», "υπάρχουν κάποια “εξαιρετικά” άτομα, που έχουν απόλυτο δικαίωμα να κάνουν όλων των ειδών τις ατιμίες;»), στα οποία ο Ρασκόλνικοφ καλείται ν’ απαντήσει έμπρακτα· σε βάθος γιατί ο συγγραφέας προχωρά και ανατέμνει ψυχικές δομές της ανθρώπινης ύπαρξης «απαντώντας» αυτή τη φορά σε ερωτήματα όπως «η ψυχή του ανθρώπου αντέχει στο φόνο;» ή «η ψυχή του ανθρώπου αντέχει στην απόκρυψη της αληθινής της φύσης;», διεισδύοντας στις πιο εσωτερικές φωνές ενός προσώπου, πιο συγκεκριμένα του Ρασκόλνικοφ. Τέλος, «ζωγραφίζει», στήνει σκηνικά, σκιαγραφεί ανθρώπινους χαρακτήρες, μεταφέρει τον παλμό των κοινωνικών αντιθέσεων και τη μυρωδιά της πολιτικής κατάστασης στα χρόνια μετά τον Ναπολέοντα.
Ο Ρασκόνικοφ –σκόπιμα προφανώς- δεν έχει κοινωνικό κύρος, δεν εκπροσωπεί κάποια κοινωνική τάξη. Είναι ταπεινής καταγωγής, ένας «πρώην» φοιτητής, πολύ φτωχός, ακοινώνητος, περήφανος. Πολύ όμορφος αλλά κακοντυμένος και χλωμός. Χωρίς ξεκάθαρη πολιτική θέση ή ιδεολογία, θαυμαστής του Ναπολέοντα, σέρνει μια απελπισία στα όρια του μηδενισμού· ένας «φυγάνθρωπος», όπως τον χαρακτηρίζει ο Κ. Παπαγιώργης (Ντοστογιέβσκι, σελ. 233).
Οι άνθρωποι οι εξαιρετικοί, κατά τον Ρασκόλνικοφ (όπως τουλάχιστον μαθαίνουμε στο τέλος του μυθιστορήματος από ένα άρθρο «Περί εγκλήματος» που έχει ήδη δημοσιεύσει) έχουν το χάρισμα και το ταλέντο να πουν στο περιβάλλον τους έναν καινούριο λόγο. Την καινούρια τάξη πραγμάτων, την καινούρια συνείδηση.
Η ταύτιση με τον ήρωα στην οποία μας καθοδηγεί βήμα-βήμα ο συγγραφέας, μας κάνει ν’ αγκαλιάζουμε με σχετική συμπάθεια τη γεμάτη ένταση ψυχή, κι αυτό γίνεται καθώς ακούμε συνέχεια την εσωτερική φωνή του, τον πολυφωνικό τρόπο με τον οποίο βιώνει κάθε εμπόδιο· ακούμε την αγωνία του πριν αλλά και μετά το έγκλημα. «Το εσώτατο σημείο όπου φωλιάζει ο ψυχισμός», όπως γράφει ο Κωστής Παπαγιώργης στο «Ντοστογιέβσκι», σελ 239, «δεν είναι ένας ελεγχόμενος χώρος σιωπής αλλά ένα ακατάπαυστο μούρμουρο, ένα λαλίστατο ηχείο όπου αντηχούν οι φωνές των άλλων, που προκαλούν, κατηγορούν και διώκουν. Ο Ντοστογιέβσκι έβλεπε τη συνείδηση σαν μια κονίστρα αντιδικίας και μόνιμης λογομαχίας, έναν ανοίκειο χώρο πυκνοκατοικημένο από όλες τις δόλιες εκφάνσεις του «εγώ» και του «εσύ».
Πολλά είναι τα εξωτερικά στοιχεία που θα μπορούσαν να αιτιολογήσουν το έγκλημα: η φτώχεια, ο στρυφνός και αντιπαθητικός χαρακτήρας της γριας-εκμεταλλεύτριας, η οικτρή οικονομική κατάσταση της μητέρας και της περήφανης αδελφής που αναγκάζεται να «πουληθεί» για τους δικούς της ανθρώπους (το πράγμα είναι ολοφάνερο, για τον εαυτό της, για την άνεσή της, ακόμα και για να σώσει τον εαυτό της από το θάνατο, δε θα πουλιότανε, αλλά για τον άλλον, να που πουλιέται! Πουλιέται για ένα αγαπημένο της πρόσωπο, για ένα άτομο που λατρεύει. Αποθανέτω η ψυχή μου! Φτάνει αυτά τα πλάσματα που αγαπήσαμε να είναι ευτυχισμένα!) Όμως, τίποτα απ’ όλα αυτά δεν προβάλλεται ιδιαίτερα. Τα στοιχεία αυτά λειτουργούν, υποθέτει ο αναγνώστης, όχι όμως ως καθοριστικά κίνητρα του ήρωα, αλλά ως παράγοντες που δεν τον εμποδίζουν να δράσει διαφορετικά. Ο Ντοστογιέβσκι μάς τον δείχνει να οδηγείται σχεδόν υπνωτισμένος προς το φόνο, σαν κάτι που «πρέπει» να γίνει, χωρίς να φωτίζει, χωρίς να εξηγεί, χωρίς να ερμηνεύει. Ο παντογνώστης αφηγητής πολύ σπάνια θα ερμηνεύσει, απλώς καταγράφει, διεισδύοντας όμως σε κάθε πτυχή της εσωτερικότητας του ήρωα. Κι ακόμα πιο αποπροσανατολιστικό είναι το στοιχείο μιας σπάνιας φιλευσπλαχνίας και ευαισθησίας που διακρίνει τον Ρασκόλνικοφ και ζωγραφίζεται στα επεισόδια με τον Μαρμελάντοφ, τη Σόνια, το νεαρό μεθυσμένο κορίτσι, τη στάση που κρατά απέναντι στην αδελφή του. Είναι φιλεύσπλαχνος και δίνει απλόχερα τα λιγοστά του χρήματα για να βοηθήσει. Κι όλα αυτά πριν το φόνο.
Μένει έτσι γυμνό, καθαρό το ιδεολογικό στοιχείο ως κίνητρο, που προοικονομείται στο πρώτο μέρος αλλά γίνεται πιο διαυγές στο δεύτερο μισό – ο ήρωας μένει «πιστός» στις ιδέες του περί εξαιρετικών ανθρώπων μέχρι τέλους, που πάει στη φυλακή. Και όχι, ούτε τότε μετάνιωσε, με τη χριστιανική σημασία του όρου.
Λοιπόν;
Γιατί σκότωσε ο Ρασκόλνικοφ;
Ούτε κι ο ίδιος ξέρει καλά καλά.
Αυτό που δίνει νόημα στην πράξη του είναι αυτό που ακολουθεί το φόνο, το χτίσιμο της συνείδησης γύρω από το ρήγμα που άνοιξε ο ίδιος στον εαυτό του.
Οδηγήθηκε στο φόνο σαν από κάποια αναγκαιότητα, σε μια κατάσταση οριακή ψυχικά και σωματικά, και εξαντλεί όλες του τις πνευματικές και σωματικές δυνάμεις για να μην αποκαλυφθεί. Κινείται στο «κόκκινο» και μαζί του συμπάσχουμε κι εμείς, όχι μόνο στη φονική πράξη αλλά και σε ό, τι ακολουθεί. Γιατί γρήγορα διαψεύδεται η αρχική του πεποίθηση ότι ο φόνος θα ολοκληρωθεί όταν απλά θα έχει συντελεστεί η πράξη. Ο διπλός φόνος (αναγκάστηκε να σκοτώσει και την αδερφή της γριας) κάθε λεπτό δίνει ώθηση σ’ ένα εφιαλτικό κυνηγητό προκειμένου να μην τον υποπτευτούν. Οι δοκιμασίες που περνά είναι απρόβλεπτες και ποικίλες: πιο απίθανη απ’ όλες η ομολογία του Νικολάι – μπογιατζή στον πρώτο όροφο- ότι εκείνος διέπραξε το φόνο! Κι ακόμα πιο απίθανοι οι ελιγμοί του δαιμόνιου ντετέκτιβ, του Πορφύρη, που σαν alter ego, παίζει το παιχνίδι του ποντικού με τη γάτα και βασανίζει την κουρασμένη συνείδηση του Ρασκόλνικοφ. Η «αστυνομική» πλοκή συναρπαστική, ακόμα και στο επίπεδο τί-ποιος- πού.
Μπορεί κάποιος να σταθεί στο ουσιαστικό θρησκευτικό στοιχείο, για την ακρίβεια στο απόσταγμα της χριστιανικής θεώρησης για τη ζωή (ο άνθρωπος αξίζει να ευτυχεί πάντα μέσα από τον πόνο) που αναμφισβήτητα υπάρχει στο έργο του Ντοστογιέβσκι κι ενσαρκώνεται μέσα από τον τύπο της γεμάτης αγάπη και αυταπάρνηση Σόνιας. Μπορεί επίσης κάποιος να δει την ιδεολογική πάλη της εποχής (μηδενισμός, επανάσταση, σοσιαλισμός, ριζοσπαστισμός: όλα εξαρτώνται από το περιβάλλον; Ο άνθρωπος δεν είναι τίποτα; μπορούμε να θυσιάσουμε το άτομο για το κοινωνικό συμφέρον;). Ο Κ. Παπαγιώργης μιλά για τον αγώνα του Ντοστογιέβσκι κατά των ορθολογικών θεωριών (του σοσιαλισμού και του καθολικισμού μη εξαιρουμένων), που ουσιαστικά φυσικοποιούν τον άνθρωπο, τον εντάσσουν σε μια απαρέγκλιτη αναγκαιότητα στην οποία μόνο υποκύπτοντας μπορεί να επιβιώσει». Θα μπορούσε λοιπόν να στηρίξει κάποιος τη άποψη ότι ο Ντοστογιέβσκι, με εργαλείο τη λογοτεχνία, δηλαδή την αφήγηση βιωμένης εμπειρίας, αντικρούει αυτήν την αντίληψη.
Όλα αυτά τα επίπεδα ενυπάρχουν και διαπλέκονται. Όμως προτίμησα να εστιάσω στην περίπτωση καθαρά της ατομικής συνείδησης. Ο Ρασκόλνικοφ είναι ένας άνθρωπος που υψώνει την ελευθερία της βούλησης ενάντια σε ό, τι ο ίδιος θεωρεί κατεστημένο, που χωρίς κανένα φανερό καταναγκασμό –ούτε καν εξωτερικό κίνητρο-, επιλέγει «ελεύθερα», να διαπράξει τη βαρύτερη αμαρτία, δοκιμάζοντας τα όριά του. Πιστεύει ότι έχει το χάρισμα, τη δύναμη να ξεφύγει από το πεπρωμένο της ανωνυμίας και της μιζέριας. Προβαίνει στην πράξη-κλειδί, αλλά «ο φόνος φαίνεται να έχει πλήξει μέσα του ένα μυστικό κέντρο το οποίο δε μπορούσε πρωτύτερα να υποψιαστεί», κι όπως ο ίδιος ο Ντοστογιέβσκι γράφει στα Σημειωματάριά του, «μόνο μετά το έγκλημα αρχίζει η ηθική εξέλιξή του και εμφανίζεται η δυνατότητα ορισμένων ερωτημάτων που πρωτύτερα δεν υπήρχαν».
Ο φόβος της τιμωρίας αποδεικνύεται στην πορεία λιγότερο ισχυρός από το πάθος να καταλάβει τα αληθινά κίνητρα της πράξης του, την αλήθεια (δηλαδή τα όρια) της ύπαρξής του. Μπορεί να φοβάται, αλλά νιώθει αθώος. Ούτε μια στιγμή, στους ατέλειωτους εσωτερικούς μονολόγους δε φάνηκε να νιώθει φρίκη ή οίκτο για τα εγκλήματά του. Κρύβεται αλλά φανερώνεται κιόλας. Γεμάτος υπερένταση περιγράφει αναλυτικά, δυο μέρες μετά το φόνο, στον Ζομιότοφ απαντώντας στην ερώτηση «τι θα έκανε αν έπρεπε να κρύψει τα χρήματα» λέγοντας φαρδιά πλατιά την αλήθεια!
Ήξερε τι έκανε μα δε μπορούσε να συγκρατήσει τον εαυτό του. Η τρομερή λέξη πήδαγε πάνω στα χείλη του. Λίγο ακόμα και θα του ξέφευγε, λίγο ακόμα και θα την πρόφερε!
-Κι αν τη σκότωσα εγώ τη γριά και τη Λισαβέτα; Πρόφερε ξαφνικά, και συνήλθε.
Αυτό που τον βασανίζει δεν είναι οι τύψεις, οι ενοχές ή η λύπηση, αλλά το ότι είναι δειλός (ελευθερία και εξουσία, εξουσία το σπουδαιότερο! Εξουσία πάνω σ’ όλα τα «τρέμοντα καθάρματα» και πάνω σ’ όλη τη μυρμηγκοφωλιά τους. Να ο σκοπός!). Κι αυτό που τον κάνει να μιλήσει στη Σόνια είναι η ανάγκη του να υπερβεί για μια ακόμα φορά τον εαυτό του (Σε χρειάζουμαι, γι αυτό ήρθα σε σένα (…) Μήπως κι εσύ δεν έκανες το ίδιο; Και συ επίσης παρέβης… είχες τη δύναμη να παραβείς. Σήκωσες το χέρι ενάντια στον εαυτό σου, κατάστρεψες μια ζωή…. Τη δική σου. Το ίδιο κάνει).
Η σκηνή της εξομολόγησης στη Σόνια είναι από τις πιο καθοριστικές στο δρόμο προς την αυτογνωσία. Η συνείδηση του εαυτού γίνεται μέσα από τη συναισθηματική ωρίμανση (άπειρα τα συναισθήματα που καταγράφονται σ’ αυτές τις οριακές στιγμές, έντονα και αλυσιδωτά) καθώς ο Ρασκόλνικοφ προσπαθεί να απαντήσει έλλογα στο «γιατί». Και είναι αλλεπάλληλα τα στρώματα των αιτίων, όλα έγκυρα και πραγματικά, αλλά η «αλήθεια» στη σύνθεσή τους, ρευστή και δυσδιάκριτη:
Ε, καλά, για να ληστέψω.
Ήθελα και να βοηθήσω τη μητέρα μου.
Ήθελα να γίνω Ναπολέοντας.
Το μόνο που έκανα ήταν που σκότωσα μια ψείρα, Σόνια, ένα άχρηστο, σιχαμένο, βρομερό ζωύφιο.
Κατάλαβα πως η εξουσία δίνεται μόνο στους ανθρώπους που τολμούν να σκύψουν και να την πάρουν.
Ήθελα να χω την τόλμη… και τη σκότωσα.
Ήθελα να ν’ ανακαλύψω τότε, κι όσο γινόταν πιο γρήγορα, αν είμαι μια ψείρα σαν όλους τους άλλους ή ένας άνθρωπος. Αν μπορούσα να δρασκελίσω πάνω από εμπόδια ή όχι, αν θα’χα την τόλμη να σκύψω και να πάρω τη δύναμη ή όχι, αν είμαι ένα τρέμον οντάριο.
Όχι, δε μπόρεσε να «πάρει τη δύναμη», αυτού του είδους τη δύναμη. Μέχρι λίγο πριν το τέλος του βιβλίου καταλογίζει στον εαυτό του δειλία και αποτυχία. Ο εγωισμός του είχε τσακίσει. Η εξοργισμένη του συνείδηση δε βρήκε καμιά τρομερή ενοχή στο παρελθόν του, εχτός ίσως από μια αποτυχία που θα μπορούσε να συμβεί στον καθένα.
Πράγματι, η απόγνωση τον ακολουθεί ακόμα και στο κάτεργο:
Μια αδιάκοπη κι άσκοπη αγωνία στο παρόν, και μια αδιάκοπη θυσία στο μέλλον, μια θυσία που δε θα’ φερνε τίποτα- αυτά είχε να περιμένει σ’ αυτόν τον κόσμο. Γιατί να ζήσει, τι να επιδιώξει; Τι σχέδια να κάνει; Να ζήσει για να υπάρχει; Το να υπάρχει μονάχα, πάντα του ήταν λίγο. Πάντοτε ήθελε κάτι περισσότερο. Ίσως μάλιστα να’ χε δει τον εαυτό του σαν άνθρωπο που του επιτρέπονταν περισσότερα απ’ όσα στους άλλους εξαιτίας ακριβώς των δυνατών και ασυγκράτητων επιθυμιών του.
Η Σόνια πήγαινε καθημερινά και τον έβλεπε στο κάτεργο. Τις περισσότερες φορές έφευγε λυπημένη, πάντα σα να’ παιρνε το χέρι της με κάποια αποστροφή. Πάντα φαινόταν θυμωμένος που την έβλεπε και μερικές φορές δεν έβγαζε λέξη απ΄το στόμα του σ’ όλη τη διάρκεια της επίσκεψής της.
Όμως η θηλυκή της παρουσία είναι ο καταλύτης, η παρεξηγημένη δύναμη, η anima που θα τον πάρει από το χέρι και θα τον οδηγήσει πίσω, στον εαυτό του. Δε συγχωρεί ακριβώς (άλλωστε τον επιπλήττει και τον συμβουλεύει να παραδοθεί) αλλά τον αγαπά. Απλά και χωρίς όρους: τι έκανες, τι έκανες στον εαυτό σου, είναι η πρώτη της αντίδραση. Δεν υπάρχει κανένας στον κόσμο δυστυχισμένος σαν κι εσένα.
Γιατί η Σόνια είναι το βλέμμα, ο καθρέφτης, το μάτι που αγκαλιάζει όλα τα πάθη, αθώα ακριβώς γιατί κι εκείνη είναι βουτηγμένη σ’ -αυτό που οι άνθρωποι αποκαλούν - «αμαρτία». Η ψυχή που συν-κινείται και συν-πάσχει, που θα φιλήσει το μεταμορφωμένο βάτραχο και θα τον ελευθερώσει, κάνοντάς τον να αποδεχτεί την αναγκαιότητα της μοίρας του:
Όλα, ακόμα και το έγκλημά του, η καταδίκη του και η φυλακή, του φαίνονταν τώρα σαν ένα ξένο, παράξενο γεγονός, που δεν είχε καμιά σχέση μαζί του. Δεν μπορούσε όμως να σκεφτεί τίποτα για πολλή ώρα εκείνο το βράδυκι ούτε μπορούσε ν’ αναλύσει ή να συνειδητοποιήσει. Απλώς αισθανόταν. Η ζωή είχε μπει στη θέση της διαλεκτικής και κάτι εντελώς διαφορετικό άνοιγε τώρα το δρόμο του μες το μυαλό του.
Χριστίνα Παπαγγελή
Μπράβο για το κουράγιο σου να καταπιαστείς με έναν ογκόλιθο ! Διαβάζοντας την ανάρτησή σου ξαναθυμήθηκα το έργο που είχα διαβάσει πριν από πάρα πολλά χρόνια και με είχε εντυπωσιάσει όσο ελάχιστα άλλα. Συχνά νιώθω την ανάγκη να το ξαναδιαβάσω, κάτι που σίγουρα θα το κάνω. Ίσως αυτό να είναι και ένα κριτήριο για να χαρακτηρίσουμε ένα έργο ως αριστούργημα: Ποτέ δεν ξεμπλέκεις μ¨αυτό... θέλεις πάντα να επιστρέψεις
ΑπάντησηΔιαγραφήΠράγματι, ναυτίλε, θέλει κουράγιο για να καταπιαστείς μ' "έναν ογκόλιθο"... Όμως, όπως θα πρόσεξες, δεν έκανα ούτε παρουσίαση, ούτε κριτική· τίποτ' παραπάνω απ' το να περιγράψω τον " ήχο της τσεκουριάς που έφερε αυτό το βιβλίο στην "παγωμένη εντός μου θάλασσα", όπως λέει ο Κάφκα... (βλ. 54 λέξεις για μια διευκρίνιση")
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ Ντοστογιέφσκι είναι ίσως κατα την γνώμη μου ο μεγαλύτερος πεζογράφος που έχει περάσει ποτέ από την παγκοσμία λογοτεχνία.Ειδικά το Έγκλημα και Τιμωρία είναι το κορυφαίο έργο περιγραφής ανθρώπινων συναισθημάτων.Ο Ρασκόλνικοφ νομίζω είναι ο πιο περίπλοκος χαρακτήρας που έχω συναντήσει ως τώρα,ένας άνθρωπος που εκ πρώτης όψεως μοιάζει ημίτρλος ή απλώς τρελός αλλά συγχρόνως παρουσιάζεται να λέει μεγάλες αλήθειες που πονάνε το ανθρώπινο γένος.Δεν ξέρω τι λέτε αλλά ο Ντοστογιέφσκι είναι άπιαστος,δεν νομίζω ότι θα τον φτάσει κανένας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕξαιρετική και θαρραλέα η καταγραφή αυτής της τσεκουριάς στην έσω θάλασσα. Διάβασα το βιβλίο πρώτη φορά, βιαστικά, στα γυμνασιακά μου χρόνια. Πρέπει κι εγώ κάποια στιγμή να επιστρέψω για μια δεύτερη ανάγνωση, με το βάρος των εμπειριών που μου`δωσε ως τώρα η ζωή.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝίκο@ έχει πολλά επίπεδα το γράψιμο του Ντοστογιέβσκι κι ο καθένας καθρεφτίζει και βλέπει αυτό που έχει μέσα του.
ΑπάντησηΔιαγραφήdimitri@ δεν ξέρω γιατί τη χαρακτηρίζεις "θαρραλέα" αλλά σίγουρα προχώρησε βαθιά σε μονοπάτια δύσβατα
Ο χαρακτηρισμός "θαρραλέα" αναφέρεται τόσο στην έκταση της ανάρτησης όσο και στο περιεχόμενο της απάντησής σου προς τον Ναυτίλο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλή σου μέρα, Χριστίνα.
Εξαιρετική "ανάλυση" του έργου. Αρκετή για να με κάνει να ξαναδιαβάσω αυτό το βιβλίο που είναι από εκείνα που δεν θα χάσουν ποτέ την αξία τους.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣ' ευχαριστώ πολύ Mike, αν κι επιμένω ότι δεν πρόκειται για "ανάλυση", αλλά για το αποτύπωμα μιας "τσεκουριάς"! Άλλωστε, ο καθένας "βλέπει ό, τι ξέρει", όπως λέγαμε και στην κοινωνιολογία...
ΑπάντησηΔιαγραφήΌταν λοιπόν με το καλό το ξαναδιαβάσεις, κι ας έχει περάσει καιρός, θυμήσου να μας μιλήσεις για τον δικό σου Ρασκόνικοφ...
Άλλος ένας στην παρέα όσων το διάβασαν κάποτε και θέλουν οπωσδήποτε να το ξαναδιαβάσουν! Ελπίζω μονάχα να μην αργήσει η ώρα της δεύτερης συνάντησής μου με αυτό το συνταρακτικό Έργο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ Μπαχτίν,στα "Ζητήματα της ποιητικής του Ντοστογιέφσκι" εξετάζει αναλυτικά την έννοια του πολυφωνικού μυθιστορήματος,εμμένοντας ιδιαίτερα στο "Έγκλημα και τιμωρία".
ΥΓ: Σε ποια έκδοση το διάβασες;
Johnny Panic@ έχω υπόψη την πολύ αξιόλογη μελέτη του Μπαχτίν πάνω στον Ντοστογέβσκι...
ΑπάντησηΔιαγραφήΔιάδασα τη μετάφραση του Άρη Αλε΄ξάνδρου, εκδόσεις Γκοβόστη. Άξιο επισήμανσης και το ότι το χει μεταφράσει κι ο Παπαδιαμάντης (εισαγωγικά του Ροΐδη), αναρωτιέμαι από ποια γλώσσα.
Επίσης, ψιλοάσχετο, αλλά είναι και πολύ ενδιαφέρον το ομώνυμο έργο/διασκευή του μεγάλου Φινλανδού σκηνοθέτη Άκι Καουρισμάκι.
ταπεινά σου εκφράζω τα συγχαρητήριά μου για την εξαιρετική σου ανάλυση και την βαθιά ματιά σου σε ένα από τα συγκλονιστικότερα πονήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας όλων των εποχών... υποκλίνομαι!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήευχαριστώ nimertis με κάνεις και κοκκινίζω...
ΑπάντησηΔιαγραφήKαλησπέρα σε όλους!!!Είμαι η Νάνσυ..Έχω αυτό το βιβλίο στην βιβλιοθήκη μου εδώ και 10 χρόνια και πότέ δεν έχω καταφέρει να το διαβάσω..Υστερα όμως από τα σχόλια όλων σας., και βέβαια απο την εμπειρία που μας παρουσίασε η Χριστινα που το διάβασε..Πείστηκα να το ξεκινήσω σήμερα κιόλας!!Ευχαριστώ!!
ΑπάντησηΔιαγραφήH ποιο τραγική φιγούρα του έργου είναι η γυναίκα του υπαλλήλου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜπράβο Χριστίνα. Εξαιρετική παρουσίαση των πτυχών αυτού του έργου. Μόλις το τελείωσα χθες και ανυπομονώ να διαβάσω ό,τι έχει γραφτεί γι΄ αυτό. Έχεις διαλέξει πολύ χαρακτηριστικά αποσπάσματα που δείχνουν την ψυχολογία του Ρασκόλνικοφ. Μπράβο!
ΑπάντησηΔιαγραφή