«A long, long way» είναι ο πρωτότυπος τίτλος του βιβλίου, κατευθείαν παραπέμποντας στο τραγούδι των στρατιωτών του Α΄Παγκοσμίου πολέμου «It’s a long way to Tipperary», που υπάρχει στην αρχή του μυθιστορήματος και ως motto.
Μια τραγική πτυχή της ιρλανδικής ιστορίας ξεδιπλώνει εδώ ο Ιρλανδός θεατρικός συγγραφέας, µυθιστοριογράφος και ποιητής Σεμπάστιαν Μπάρρυ, με τη διεισδυτική του ματιά και τη συναρπαστική του γραφή· μια χαραμάδα όπου η Ιστορία θαρρείς ειρωνεύεται τα ανθρώπινα, και που θυμίζει κάπως τη θέση των Ελλήνων φαντάρων της ΕΛΔΥΚ στον πόλεμο της Κύπρου το 1974[1] («εμ κερατάδες, εμ δαρμένοι» ): ο Ιρλανδός πρωταγωνιστής του βιβλίου, δεκαοκτάχρονος Γουίλι Νταν, κατατάσσεται εθελοντικά στο βρετανικό στρατό για να πολεμήσει εναντίον των Κεντρικών Δυνάμεων, ενώ η βρετανική κυβέρνηση έχει υποσχεθεί στους Ιρλανδούς στρατιώτες αυτοδιάθεση, με τη λήξη του πολέμου. Πριν όμως ακόμα τελειώσει, οι Βρετανοί, με τη δικαιολογία ότι ο πόλεμος αποτελούσε τώρα εθνική προτεραιότητα, υπαναχωρούν. Αυτή ήταν και η αφορμή της «Πασχαλινής εξέγερσης» του 1916 που δίχασε τους Ιρλανδούς σ’ αυτούς που πολεμούσαν το γερμανικό ιμπεριαλισμό ως Βρετανοί στρατιώτες και σ’ αυτούς που πολεμούσαν στο πλευρό της Γερμανίας τον ιμπεριαλισμό των Βρετανών! («Ποιοι στο διάολο είναι αυτοί; Για όνομα του θεού, τι συμβαίνει; Αλληλοσκοτωνόμαστε;»).
Έτσι εκτεθειμένος βρίσκεται και ο Γουίλι μέσα στη δίνη ενός απροσδόκητα καταστροφικού και παράλογου πολέμου, ενώ αργεί να συνειδητοποιήσει ότι από ένα σημείο και μετά (μετά το «Ματωμένο Πάσχα») δεν είναι ξεκάθαρο ποιοι πολεμούν εναντίον ποιων και γιατί. Ο παραλογισμός της ιστορικής συγκυρίας τον φέρνει αντιμέτωπο με τους ίδιους του τους συντρόφους. Διχασμένος ανάμεσα στην αγάπη στον φιλοβρετανό πατέρα του (ο οποίος υπηρετεί τη Μητροπολιτική αστυνομία και έζησε όλη του τη ζωή στην υπηρεσία της βασίλισσας και των δυο βασιλέων της Αγγλίας) και το θαυμασμό του απέναντι στους ιρλανδούς αντάρτες με κορυφαίο τον Τζέσε Κίργουαν, προσπαθεί να καταλάβει:
- Όχι, πρέπει να με εκτελέσουν. Το θέλω.
- Για όνομα του θεού, γιατί να θέλεις τέτοιο πράγμα;
- Το ίδιο κάνει, Γουίλι. (…) Γιατί ένας Ιρλανδός δε μπορεί να πολεμά σ’ αυτόν τον πόλεμο τώρα πια. Ύστερα από κείνες τις εκτελέσεις. Όχι και πάλι όχι.
- Και τους γονείς σου δεν τους σκέφτεσαι;
- Θα καταλάβαιναν, αν μπορούσα να τους εξηγήσω, πράγμα που φυσικά δεν μπορώ.
- Και τι νόημα έχει να πεθάνεις, αφού κανένας δεν θα ξέρει ούτε γιατί το έκανες, ούτε τίποτα;
-Α, μάλιστα. Είναι προσωπικό το θέμα, ανάμεσα σε μένα και το φύλακα άγγελό μου. Κατάλαβες; Κοίτα, όλα είναι αποφασισμένα. Ήθελα απλώς να σε ξαναδώ. Έτσι, για να υπάρχει κάποιος που θα ξέρει τι έγινε και γιατί. (…) Ξέρω ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος να φύγω από δω. Έχω καταταχτεί για όλη τη διάρκεια του πολέμου. Αλλά δεν θα υπηρετήσω φορώντας την ίδια στολή με κείνους τους τύπους που εκτέλεσαν τους άλλους τύπους. Δεν μπορώ. Δεν τρώω, ώστε να συρρικνωθώ και να μην ακουμπάω το ύφασμα αυτής της στολής, το καταλαβαίνεις; Μάλλον προσπαθώ να εξαφανιστώ.
Αυτή η αυταπάρνηση του Τζέσε στοιχειώνει τις σκέψεις του Γουίλι (όταν βέβαια προλαβαίνει να σκεφτεί), που βλέπει πια τα γεγονότα από άλλη οπτική. Στέλνει μάλιστα σχετική επιστολή στον πατέρα του, ο οποίος αντιδρά απαξιωτικά, στη συνέχεια δε θέλει να τον δει στα μάτια του. Δεν είναι όμως η μοναδική ψυχική σύγκρουση αυτή μέσα στην εφηβική και άδολη καρδιά του πρωταγωνιστή. Η αγάπη του για τη Γκρέτα, (την κόρη κάποιου εργάτη του οποίου τον κεφάλι άνοιξαν οι αστυνομικές δυνάμεις του …πατέρα του) τον στηρίζει σ’ όλες τις απίστευτες στιγμές που βιώνει, για να τη βρει παντρεμένη με κάποιον άλλον από μια παρεξήγηση… Οι αντιφατικές σχέσεις όπου οδηγούν οι συνθήκες του πολέμου, η ένταση των συναισθημάτων του φόβου, της νοσταλγίας, του ρίσκου, της ανθρωπιάς, οι μάχες πρόσωπο με πρόσωπο με το θάνατο, όταν μάλιστα «δεν υπάρχει νόημα», ωριμάζουν τον ήρωα (στις άκρες των ματιών του τώρα πάντα υπήρχε ένας ίσκιος) ο οποίος στην τελευταία του άδεια καταλήγει να είναι απόλυτα μετέωρος: τον έχει διώξει ο πατέρας, τον έχει απαρνηθεί η ερωμένη, τον έχει προδώσει ο συμπολεμιστής.
Η μαγεία της γραφής του Σεμπάστιαν Μπάρρυ έγκειται στο ότι, ενώ δεν περιγράφει -ακόμα περισσότερο δεν υπογραμμίζει τα συναισθήματα των ηρώων-, αυτά υποβάλλονται μέσα από τον τρόπο περιγραφής τών από τη φύση τους συγκλονιστικών γεγονότων. Με μοναδικό τρόπο φερειπείν περιγράφεται το πώς βιώσανε οι στρατιώτες τα δηλητηριώδη αέρια που για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκαν σε πόλεμο από τους Γερμανούς (το χαράκωμα ήταν γεμάτο πτώματα που στα μάτια του φάνταζαν σαν αναρίθμητα αγάλματα), όπου ο αγαπητός λοχαγός Πέισλι, αρνούμενος να το βάλει στα πόδια, βρέθηκε νεκρός (έπρεπε να την είχε κοπανήσει μαζί με όλους μας, εννοώ να είχε οπισθοχωρήσει- ο Γουίλι έβραζε από το θυμό του. Ο λοχαγός Πέισλι είχε κάνει την επιλογή του, κι αυτοί είχαν κάνει τη δική τους. Στην ουσία, το ζήτημα ήταν ιερό).
Εξίσου μοναδική είναι η περιγραφή της σκηνής όπου ένας στρατιώτης τραγουδά μια μπαλάντα (…μοναχική, τρυφερή και ματωμένη. Μιλούσε για έναν στρατιώτη, ένα κορίτσι κι έναν θάνατο.(…) Ο άντρας τελείωσε το τραγούδι και μια διαφορετική σιωπή απλώθηκε, η σιωπή ανθρώπων που έβλεπαν στο μυαλό τους εικόνες κι έκαναν σκέψεις από τα περασμένα).
Αλλά και σκηνές «καθημερινές», χωρίς φόρτιση συναισθηματική, χρωματίζονται μ’ έναν τρόπο ιδιαίτερο:
Ήταν αρρωστημένα απολαυστικό να βλέπεις τους κούληδες να πελεκούν και να σκάβουν σα να αγνοούν τον κίνδυνο. Τι άλλο μπορούσαν να κάνουν; Οι βόμβες έπεφταν ανάμεσά τους, κάθε τόσο ακούγονταν μακρινές κραυγές, οι σειρές των σκαφτιάδων για μια στιγμή πύκνωναν, κι ύστερα συνέχιζαν κανονικά τη δουλειά τους. Αυτοί κι αν ήταν ήρωες, οι γαμημένοι, σκέφτηκε ο Γουίλι. Ήταν η απεικόνιση του πιο ακατανόητου θάρρους, της πιο γκροτέσκας αδιαφορίας.
Αυτό το κενό, η έλλειψη νοήματος σ’ όλα αυτά που βλέπει να συμβαίνουν γύρω του ο Γουίλι, φαίνεται να δικαιώνει εκ των υστέρων το μυστήριο, τον παραλογισμό της ηρωικής παράδοσης του Τζέσε (συλλογιζόταν ότι ο Τζέσε είχε περάσει στο λαιμό του μια θηλιά που την είχε φτιάξει μόνος του· το ήξερε κι ο ίδιος. Είχε στήσει παγίδα στον εαυτό του, μέσα στο δάσος της καρδιάς. Ήταν ο ίδιος δόλωμα, ο λαγός κι ο κυνηγός – όλα μαζί).
Κι όμως, ήξερε πια ότι δεν είχε πατρίδα. Το ήξερε καλά. Τα λόγια του Τζέσε είχαν φτάσει στο μεδούλι του και τώρα τα καταλάβαινε. Κανένα είδος Ιρλανδίας δεν υπήρχε πια, δεν ήξερε καν ποια Ιρλανδία είχε αφήσει πίσω του. Μπορεί να το λιθοβολούσαν όταν επέστρεφε, ή να του έκαιγαν το ίδιο του το σπίτι, ή να τον τουφέκιζαν, ή να τον ανάγκαζαν να κοιμάται κάτω από τις γέφυρες του Δουβλίνου και να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του εξαθλιωμένος και άστεγος.
(…) Τόσο μακριά, τόσο μακριά είχαν πάει που είχαν φτάσει στην άκρη του γνωστού κόσμου και είχαν κατρακυλήσει σε βασίλεια άλλα, στις σφαίρες που εξουσιάζουν οι καταρράκτες, η βροντή και η αντάρα τους. Ο δρόμος που είχαν πάρει δεν είχε επιστροφή...
Χριστίνα Παπαγγελή
[1] Τα αθώα φανταράκια της ελληνικής δύναμης της ΕΛΔΥΚ, (που είχε συσταθεί ήδη από την ανεξαρτητοποίηση της Κύπρου το 1959, αντίστοιχα με την ΤΟΥΡΔΥΚ) και που η ιστορία τούς αγνόησε, ταυτίζοντάς τους με τις χουντικές δυνάμεις που ανέτρεψαν το Μακάριο, θέμα με το οποίο καταπιάνεται ο Βασίλης Γκουρογιάννης στο Κόκκινο στην πράσινη γραμμή