Σάββατο, Ιανουαρίου 30, 2010

Χωρίς να φοβάμαι τίποτα πια, Τζούλιαν Μπαρνς

Philosopher c’ est apprendre a mourir
(να φιλοσοφείς είναι να μαθαίνεις να πεθαίνεις)
Montaigne

Κάπως απωθητικός ο τίτλος, θυμίζει εγχειρίδιο ψυχολογικών συμβουλών σε νέους (του στυλ τι να κάνετε για να μη φοβάστε τίποτα πια)· αυτήν την αίσθηση την επιτείνει το κακόγουστο εξώφυλλο με τη φωτογραφία του συγγραφέα σε τηλεοπτική στάση συμβουλάτορα και δίπλα τη θυμοσοφική φράση που θυμίζει κωμωδία Γούντυ Άλλεν, «Δεν πιστεύω στον θεό αλλά μου λείπει» (θα συμφωνήσω με τον αδερφό του συγγραφέα που σχολίασε τη φράση αυτή ως «σαχλή»). Δεν θα το αγόραζα λοιπόν, αν δεν είχε προηγηθεί το μαγευτικότατο κι έξυπνο του ίδιου συγγραφέα, «Άρθουρ και Τζόρτζ».
Αυτό το βιβλίο όμως δεν είναι μυθιστόρημα παρότι έχει βιογραφικά στοιχεία· είναι ένα εκτενές ελεύθερο («λογοτεχνικό») δοκίμιο με θέμα το φόβο του θανάτου, και την ανθρώπινη σχέση με την ιδέα/γνώση του θανάτου. Και το βρήκα κι αυτό πολύ συναρπαστικό- ιδιαίτερα στην αρχή- κι έξυπνο. Ο συγγραφέας μιλά προσωπικά (πώς αλλιώς;) για την επαφή του, από την παιδική ακόμα ηλικία, με το φάσμα του θανάτου. Έτσι λοιπόν ανατρέχει με πικρό χιούμορ στο παρελθόν, σκιτσάροντας στιγμιότυπα καθημερινότητας με άξονα πάντοτε το θέμα της θνητότητας, είτε άμεσα είτε έμμεσα. Μιλά φερειπείν για τον «υποθετικό λόγο του μη πραγματικού» του οποίου κάνουμε κατάχρηση όταν πεθαίνει κάποιος δικός μας π.χ. «η θεία θα ήθελε να αφαιρεθούν τα θρησκευτικά σύμβολα του αποτεφρωτηρίου»:
Ο αδερφός μου επισήμανε ότι υπάρχουν οι επιθυμίες των νεκρών, κι επίσης υπάρχουν υποθετικές επιθυμίες· η παραπάνω φράση είναι η υποθετική επιθυμία ενός νεκρού κι ως εκ τούτου, διπλά συζητήσιμη.


Αναφέρεται σε βιογραφικές λεπτομέρειες, όχι όμως για να δώσει μια πλήρη βιογραφία, όσο για να αναδείξει τη σχέση, όπως διαμορφώνεται στην καθημερινότητα, με όλες τις διαστάσεις του θανάτου. Ο πατέρας αγνωστικιστής, η μάνα αθεΐστρια (οι άνθρωποι πιστεύουν στη θρησκεία μόνο και μόνο επειδή φοβούνται τον θάνατο- αυτή ήταν μια χαρακτηριστική δήλωση της μάνας μου: σαφής, αδιάλλακτη, απερίφραστα ανυπόμονη σε ό, τι είχε να κάνει με τις αντίθετες απόψεις. Η κυριαρχία της στην οικογένεια και οι βεβαιότητές της για τον κόσμο έκαναν τα πράγματα ξεκάθαρα με χρήσιμο τρόπο στην παιδική ηλικία, περιοριστικά στην εφηβεία και εκνευριστικά επαναλαμβανόμενα στην ενήλικη ζωή.)
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που κι ο συγγραφέας γίνεται αθεϊστής («ευτυχής αθεϊστής», το επίθετο αφορά μόνο το συγκεκριμένο ουσιαστικό, όπως σπεύδει να ξεκαθαρίσει):
Όχι Θεός, όχι Παράδεισος, όχι μετά θάνατον ζωή· επομένως ο θάνατος, όσο μακρινός κι αν ήταν, βρισκόταν στο πρόγραμμα μ’ έναν πολύ διαφορετικό τρόπο.

Le reveil mortel
(θα προτιμούσες να λάβεις το reveil mortel ή να παραμείνεις μισοκοιμισμένος σε μια προστατευμένη τυφλότητα; (..) Η διαδεδομένη θεωρία της ηθικής φιλοσοφίας είναι ότι αποτελεί μεγάλη συμφορά να χαθεί κανείς· παρόλ’ αυτά, εγώ πιστεύω ότι η μεγάλη συμφορά είναι να ξέρεις ότι πρόκειται να συμβεί)

Η επίγνωση του θανάτου ήρθε νωρίς, όταν ήμουν δεκατριών ή δεκατεσσάρων. Ο Γάλλος κριτικός Σαρλ Ντυ Μπω δημιούργησε μια χρήσιμη φράση γι’ αυτή τη στιγμή: le reveil mortel. Πώς να το μεταφράσω καλύτερα; «Η αφύπνιση στη θνητότητα» ακούγεται λίγο σαν υπηρεσία δωματίων. «Η γνώση του θανάτου», «η συνειδητοποίηση του θανάτου»; -μάλλον υπερβολικά γερμανικό. «Η επίγνωση του θανάτου»; -μα αυτό υπονοεί μάλλον μια κατάσταση παρά ένα συγκεκριμένο κοσμικό χτύπημα. Από κάποια άποψη, η πρώτη (κακή) μετάφραση είναι η καλύτερη: είναι σα να βρίσκεσαι σ’ ένα ανοίκειο δωμάτιο ξενοδοχείου, όπου το ξυπνητήρι έχει μείνει ρυθμισμένο από τον προηγούμενο ένοικο, και κάποια εξωφρενική ώρα σε βγάζει ξαφνικά απ’ τον ύπνο και σε ρίχνει στο σκοτάδι, στον πανικό και σε μιαν άγρια επίγνωση ότι βρίσκεσαι σε νοικιασμένο κόσμο.
(…) Μια απ’ τις ελάχιστες παρηγοριές του θανάτου είναι ότι πάντα υπάρχει –σχεδόν πάντα- κάποιος σε χειρότερη κατάσταση από σένα. Ο φίλος Γκ είναι ο χρυσός ολυμπιονίκης στη θανατοφοβία, καθώς εκείνον το reveil mortel τον ξύπνησε στην ηλικία των τεσσάρων!

Ο συγγραφέας επισημαίνει ότι παλιά οι άνθρωποι «μιλούσαν πιο πρόθυμα για τον θάνατο», «φοβούνταν τον θάνατο αλλά δεν τον απέφευγαν». Με άξονα με πόσο διαφορετική ένταση και πόσο διαφορετικό τρόπο βιώνει ο καθένας το φόβο αυτό αλλά και την πίστη στο θεό, αναφέρεται σε διαφορετικές στάσεις αντιμετώπισης από προσωπικότητες όπως ο Ραχμάνινοφ (έτρεμε το θάνατο, εξέπληττε τους φίλους του μόνο όταν δεν ήθελε να συζητάει για το θάνατο), ο Βιτγκενστάιν ο οποίος, νέος, σε κάποια δύσκολη στιγμή νυχτερινής επιστροφής μέσα από δάσος είπε:«Εμπρός, πίστεψε! Δεν βλάπτει!,», (και –σχόλιο του Μπαρνς- θεωρητικά, δεν έβλαπτε. Ένας ανύπαρκτος θεός τουλάχιστον θα σε προστατέψει από ανύπαρκτα ξωτικά, τελώνια και δαιμόνια του δάσους, έστω κι αν δε σε προστατέψει από υπαρκτούς λύκους και αρκούδες). Σχολιάζει ως απλό το «στοίχημα» του Πασκάλ «Αν πιστεύεις, κι αποδειχτεί ότι υπάρχει θεός βγαίνεις κερδισμένος. Αν πιστεύεις, κι αποδειχτεί ότι δεν υπάρχει, βγαίνεις χαμένος αλλά όχι όσο χαμένος θα’ βγαινες αν επέλεγες να μην πιστεύεις και τελικά ανακάλυπτες ότι υπάρχει θεός». (Όμως, όπως λέει παρακάτω, κι αν ο θεός προτιμά τον ειλικρινή αμφισβητία από τον δουλοπρεπή τζογαδόρο;) ο Ζυλ Ρενάρ, ο Σώμερσετ Μωμ (ένας αγνωστικιστής που πίστευε ότι η καλύτερη στάση ζωής ήταν η εύθυμη παραίτηση), ο Στραβίνσκι (ο καλύτερος τρόπος για ν’ αφομοιώνουμε το χρόνο -η μουσική για τον Στραβίνσκι- ίσως μας βοηθήσει ν’ αφομοιώσουμε τις απαρχές του θανάτου) κλπ.
Αναφέρεται στα βιώματα και στα αποστάγματα όλων αυτών των συγγραφέων με μια άνεση, σχολιάζοντας, αντικρούοντας, επαινώντας γιατί είναι οι καθημερινοί σύντροφοί μου, αλλά και οι πρόγονοί μου. Αυτοί είναι οι πραγματικοί μου συγγενείς.
Θεωρεί ότι ο σύγχρονος τρόπος σκέψης μας για τον θάνατο ξεκινάει από τον Μοντέν (Montaigne). Ο Μοντέν πίστευε ότι, εφόσον δεν μπορούμε να νικήσουμε τον θάνατο, η καλύτερη μορφή αντεπίθεσης είναι να τον έχουμε διαρκώς κατά νου (…) Αυτή η διαρκής επίγνωση του θανάτου δεν προκαλεί μελαγχολία στον Μοντέν· αντίθετα, τον καθιστά επιρρεπή σε φαντασιώδη όνειρα, σε ονειροπολήσεις. Για τον Μοντέν, ο θάνατος της νιότης, που συχνά περνά απαρατήρητος, είναι ο σκληρότερος θάνατος, ενώ το ασφαλέστερο θεμέλιο της θρησκείας είναι η περιφρόνηση προς τη ζωή: το να έχεις σε χαμηλή εκτίμηση αυτόν τον δανεικό κόσμο ήταν λογικό, και μάλιστα για κάποιον χριστιανό.
Με αφορμή τις σκέψεις του Αλφόνς Ντωντέ όταν συνειδητοποίησε ότι η σύφιλη τον οδηγούσε αναπόφευκτα στο θάνατο, μιλά για την «αποδυνάμωση του «εγώ», αυτήν την ανθεκτική αίσθηση της ιδιαιτερότητας, ώστε να είναι λιγότερο αυτό που θα μας λείψει. (!)
Και
Όταν μετέφραζα τις σημειώσεις του Ντωντέ γύρω από το θάνατο, δυο διαφορετικοί φίλοι σχολίασαν ότι πρέπει να είναι καταθλιπτική δουλειά. Κάθε άλλο: Αυτό το παράδειγμα σωστής ενατένισης της μαύρης καταβόθρας- το ακριβές βλέμμα, η ακριβής λέξη, η άρνηση είτε να μεγαλοποιήσει είτε να υποτιμήσει το θάνατο- μου φάνηκε αναζωογονητικό (αχ, η πλάνη περί θεραπευτικής δράσης της αυτοβιογραφίας. Όσο καλοπροαίρετη κι αν είναι με εκνευρίζει όσο εκνευρίζει τον αδερφό μου η υποθετική επιθυμία των νεκρών).

Φοβόμαστε το θάνατο ή τη διαδικασία του;
Αφού ο συγγραφέας επισημαίνει ότι σχεδόν όλοι φοβούνται ή το ένα ή το άλλο, σχολιάζει ότι δεν υπάρχει εύλογη αιτιολογία που να εξηγεί γιατί το ένα θα έπρεπε να αποκλείει το άλλο· δεν υπάρχει λόγος για τον οποίο το μυαλό, με λίγη εξάσκηση, δεν μπορεί να μεγεθυνθεί για να περικλείσει και τα δύο.
Έτσι, παραθέτει ένα σωρό οδυνηρές περιστάσεις της διαδικασίας του θανάτου, ξεκινώντας από τη σωματική κατάρρευση αλλά αναδεικνύοντας ως αποκορύφωμα τη διανοητική κατάρρευση, την απώλεια συνείδησης που συνοδεύει πολλές φορές τα γηρατειά:
Η μνήμη είναι ταυτότητα. Αυτό το πιστεύω από –τι να πω- από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Είσαι αυτά που έχεις κάνει· αυτά που έχεις κάνει είναι η μνήμη σου· αυτά που θυμάσαι ορίζουν αυτά που είσαι.

Το φάντασμα στη μηχανή
Σελ. 204:
«Εγώ, το επίμονο, εμφατικό εγώ με τα πλάγια στοιχεία. Το εγώ στο οποίο είμαι άγρια προσκολλημένος, το εγώ που θα πρέπει να αποχαιρετήσω. Κι όμως, αυτό το εγώ, ή ακόμα και η καθημερινή σκιά του χωρίς τα πλάγια στοιχεία, δεν είναι αυτό που νομίζω ότι είναι. (…)Η ιδέα που έχουμε για τον σταθερό Εαυτό ή Εγώ ή εγώ – πόσο μάλλον για έναν εντοπίσιμο εαυτό- είναι ακόμα μια ψευδαίσθηση βάσει της οποίας ζούμε.

Παρόλ’ αυτά, θεωρούμε ότι ο εαυτός μας έχει «ένα περίγραμμα, μια καθαρότητα, μια αναγνωρισιμότητα, μια ακεραιότητα». Δεν υπάρχει «φάντασμα στη μηχανή», όπως περιγράφει υποτιμητικά ο φιλόσοφος Γκίλμπερτ Ράιλ το δυϊσμό νους/σώμα του Ντεκάρτ. Η θεωρία του Εγώ αντικαθίσταται από τη «θεωρία των Δεσμών» του Χιουμ, οι άνθρωποι δεν είναι παρά μια δέσμη, ένα σύνολο από διαφορετικές αντιλήψεις· ο εσωτερικός εαυτός μας είναι το σύνολο των εμπειριών μας.
Αν λοιπόν αυτό το Εγώ δεν υπάρχει στ’ αλήθεια όπως το φαντάζομαι και το νιώθω, τότε γιατί να το πενθώ, εγώ ή Εγώ, προκαταβολικά;
Ο Μπαρνς «βουτάει» μέσα στη φιλοσοφία (με την οποία ασχολείται δυο εξάμηνα- ας σημειώσουμε και ότι ο αδερφός του, τον οποίο πολύ συχνά μνημονεύει, είναι φιλόσοφος, αναρχικός, όχι με την πολιτική έννοια, αλλά με την ευρύτερη φιλοσοφική έννοια):
Όμως η φιλοσοφία έμοιαζε να έχει να κάνει περισσότερο με τη διαδικασία του φιλοσοφείν παρά με το σκοπό που της είχα αποδώσει προκαταβολικά: να μας πει τι εστί κόσμος, και ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να ζεις σ’ αυτόν τον κόσμο. Αναμφίβολα αυτές οι προσδοκίες ήταν αφελείς.
Εντυπωσιάζεται από την κινηματογραφική θέαση του Μπέρκλεϋ (όλα είναι μονάχα προσωπικές εικόνες, αισθητηριακές εμπειρίες) για να επιστρέψει στη λογοτεχνία:
Θυμάμαι να ευφραίνομαι με την απάντηση της Λογοτεχνίας στη Φιλοσοφία: Κλοτσάς μια πέτρα, το πόδι σου πονάει, κι αυτό είναι απόδειξη. Ο θεωρητικός ηττάται από τον κοινό νου.
Και παρακάτω (σελ.207):
Ο κοινός νους ανυψώνει τη χρησιμότητα σε τεχνητή αλλά πρακτική αλήθεια. Για τους δικούς μας σκοπούς, για τα δεδομένα μας, είναι στερεός. Δεν είναι αλήθεια, παρόλ’ αυτά είναι μια χρήσιμη γνώση για μας.

Όταν με ρωτούν: «Τι κάνει το μυθιστόρημα»; Έχω την τάση να απαντώ: «Αφηγείται όμορφα, καλοσχηματισμένα ψέματα που περικλείουν σκληρές, ακριβείς αλήθειες». Ο Άμλετ σκοτώνει το Λαέρτη, δεν συνέβη ποτέ, δεν θα μπορούσε ποτέ να συμβεί, αλλά πιστεύουμε ότι συνέβη κι ότι θα μπορούσε να συμβεί. Μια τέτοια προσωρινή παύση της δυστυχίας δεν απέχει πολύ από την ενεργή παραδοχή της πίστης.

Οι αναφορές στον τρόπο αντιμετώπισης του θανάτου, του θεού, της μνήμης, της φθοράς ή της τέχνης από διάφορες προσωπικότητες πυκνώνουν προς το τέλος του βιβλίου, οπότε η μελέτη του θανάτου δε γίνεται πια σε βάθος αλλά πλατιάζει. Εδώ το επαναλαμβανόμενα έξυπνο/ακίστικο βρετανικό ύφος κουράζει και οι τελευταίες 80 σελίδες προχώρησαν βεβιασμένα προς το τέλος, προς ένα τέλος που ο συγγραφέας προτίμησε να μορφοποιήσει με γράμματα κεφαλαία μεν, αλλά μικρού μεγέθους:

ΤΕΛΟΣ

Χριστίνα Παπαγγελή


Σάββατο, Ιανουαρίου 16, 2010

558 και 682 λέξεις για το «τι είναι η πατρίδα μας» της Αννας Φραγουδάκη – Θάλειας Δραγώνα (επιμ.)

Είμαι σίγουρος ότι οι κατήγοροι δεν έχουν διαβάσει το συγκεκριμένο βιβλίο. Απλούστατα γιατί δε μπορούν, δεν τολμούν, δεν είναι σε θέση. Γιατί, αν δεν ήταν έτσι, αν δεν ίσχυαν τα προηγούμενα, δεν θα ήταν κατήγοροι...
Πρόκειται για ένα βιβλίο με διεπιστημονικό περιεχόμενο που αναλύει τα σχολικά βιβλία ιστορίας, γεωγραφίας και γλώσσας της υποχρεωτικής εννιάχρονης εκπαίδευσης και τις αντιλήψεις των δασκάλων σχετικά με τους τρόπους που περιγράφονται και αξιολογούνται τα έθνη. Προφανώς είναι αντιληπτή η σκοπιμότητα της παρουσίασης εδώ. Προσωπικά απέφευγα συστηματικά να μιλήσω για επίκαιρα βιβλία που μου είπαν κάτι• όμως σ’ αυτήν τη περίπτωση νομίζω ότι πρέπει.
Το βιβλίο είναι μια ψύχραιμη αποστασιοποιημένη έρευνα και σχολιασμός με προσεκτική διατύπωση και επιστημονική συνείδηση, γραμμένο από μια ομάδα επιστημόνων ειδικών στα θέματα που επικεντρώνονται και με σεβασμό στην οπτική της επιστήμης τους.
Η Θάλεια Δραγώνα και η Άννα Φραγκουδάκη υπογράφουν την εισαγωγή, την αρχή της οποίας παραθέτω (σελ. 13-14).



__Το βιβλίο που παρουσιάζουμε διερευνά τους τρόπους με τους οποίους περιγράφονται και αξιολογούνται τα έθνη, το ελληνικό και τα αλλά, στο ελληνικό σχολείο. Το ερευνητικό υλικό στο οποίο στηρίζεται πηγάζει από δύο εργασίες: από την ανάλυση περιεχομένου σχολικών εγχειριδίων ιστορίας, γεωγραφίας και γλώσσας της εννιάχρονης υποχρεωτικής εκπαίδευσης, και από την ανάλυση ερευνητικών δεδομένων που αφορούν τις αντιλήψεις εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Δίνει άρα μια μερική εικόνα του εκπαιδευτικού συστήματος.
__Το αντικείμενο του βιβλίου, η περιγραφή και αξιολόγηση των εθνών, είναι επίκαιρο και βρίσκεται, εξαιτίας συγκυριών (όπως η συμμετοχή της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η κρίση με τη γειτονική πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, ο πρόσφατος πόλεμος στην πρώην Γιουγκοσλαβία, οι συνεχώς κρίσιμες σχέσεις της Ελλάδας με την Τουρκία), στην κόψη του ξυραφιού ανάμεσα στην κοινωνική επιστήμη και την πολιτική ανάλυση. Με άλλα λόγια, τα θέματα που αγγίζει είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα και περίπλοκα, τόσο από επιστημονική όσο και από πολιτική σκοπιά.
__Επιλέξαμε να μελετήσουμε το σχολείο, γιατί είναι ο κατεξοχήν κοινωνικός θεσμός μέσα από τον οποίο μαζί με τη μετάδοση –γνώσεων καλλιεργείται και αναπαράγεται η εθνική ταυτότητα των νέων γενεών. Στα σύγχρονα έθνη κράτη το σχολείο εξασφαλίζει τη συγκρότηση, την εδραίωση και την αναπαραγωγή της εθνικής ταυτότητας. Η διδασκαλία της ιστορίας, της γλώσσας και της γεωγραφίας ασκεί ουσιαστικό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία. Σύμφωνα με τον εκπαιδευτικό θεσμό, η γλώσσα, η ιστορία και η γεωγραφία είναι τα μαθήματα μέσα από τα οποία μεταδίδεται η πεποίθηση στην πολιτισμική ομοιογένεια του έθνους, αναπαράγεται η διάρκειά του στο χώρο και το χρόνο και εξασφαλίζεται η συνέχεια της γλώσσας. Επομένως ο εκπαιδευτικός θεσμός έχει κεντρική σημασία για την περιγραφή και την αξιολόγηση του έθνους και των άλλων εθνών, που είναι κυρίαρχη σε μια κοινωνία.
__Το βιβλίο είναι προϊόν συλλογικής εργασίας. Θεωρήσαμε εξαρχής ότι για ένα τόσο πολύπλοκο θέμα ο συνδυασμός των διαφορετικών επιστημολογικών οπτικών θα προσέφερε πλουσιότερα στοιχεία από τη μονοδιάστατη προσέγγιση. Έτσι το ερευνητικό εγχείρημα υπήρξε σύνθετο: χρησιμοποιήθηκαν θεωρητικά εργαλεία και τεχνικές ανάλυσης από τρεις επιστήμες, την ιστορία, την κοινωνιολογία και την ψυχολογία. Η πολυδιάστατη προσέγγιση αναγκαστικά τοποθετεί τους ερευνητές στο ολισθηρό και αρκετά ανεξιχνίαστο πεδίο της διεπιστημονικής συνεργασίας και φέρνει στην επιφάνεια τα δύσκολα θέματα του«διεπιστημονικού» διαλόγου. Για τούτο, θα θέλαμε να διευκρινίσουμε εισαγωγικά, θεωρώντας ότι η απόδειξη περιέχεται στην επεξεργασία των ερευνητικών υλικών, ότι ο συνδυασμός των εννοιολογικών προσεγγίσεων δεν κατέληξε στην ανάμιξη των επιστημονικών εργαλείων και μεθόδων. Η συλλογική εργασία έθεσε παράλληλα τις προσεγγίσεις, έτσι ώστε κατά κάποιον τρόπο η μια να συμπληρώνει την άλλη. Γι' αυτό το λόγο, εκτός από το θεωρητικό πλαίσιο για το έθνος και τη συγκρότηση της εθνικής ταυτότητας στα εθνικά εκπαιδευτικά συστήματα, δεν υπάρχει στο βιβλίο κοινή θεωρητική τοποθέτηση για τις βα­σικές έννοιες που χρησιμοποιήθηκαν στην έρευνα, όπως «ταυτότητα», «αναπαραστάσεις», «ιδεολογίες». Κάθε επιμέρους κείμενο -του πρώτου ιδίως μέρους- προτείνει το δικό του εννοιολογικό πλαίσιο αναφοράς, ανάλογα με την επιστημονική σκοπιά από την οποία είναι γραμμένο, συνομιλώντας συχνά με τα υπόλοιπα.



Ακόμα, τα κείμενα υπογράφουν:
Η Έφη Αβδελά, συζητά για τη συγκρότηση της εθνικής ταυτότητας στο ελληνικό σχολείο. Επίσης, σ’ άλλο κεφάλαιο, σχολιάζει τη σχέση ιστορίας και εθνικής ταυτότητας στο ελληνικό σχολείο.
Ο Γεράσιμος Κουζέλης γράφει για τα υποκείμενα του έθνους, δηλαδή για την εθνική ταυτότητα, για τα χαρακτηριστικά που αποδίδονται στα άτομα με κριτήριο την ένταξή τους σ’ ένα έθνος. Εξετάζει το ζήτημα με βάση συγκεκριμένη κοινωνιολογική θεώρηση
Η Νέλλη Ασκούνη, αναλύει τον λόγο των εκπαιδευτικών και σε άλλο κεφάλαιο τα βιβλία της γλώσσας στην Στ΄ δημοτικού και στις τρεις τάξεις του Γυμνασίου.
Η Χρύση Ιγγλέση παρουσιάζει τα συμπεράσματα από συνεντέυξεις. Σχολιάζει τους φόβους της εθνικής αλλοίωσης και την εθνική εικόνα που έχουν για τον εαυτό τους οι εκπαιδευτικοί.
Η Λίνα Βεντούρα, αναλύει τα σχολικά βιβλία γεωγραφίας.
Η Θάλεια Δραγώνα σχολιάζει από τη σκοπιά της κοινωνικής ψυχολογίας την αίσθηση απειλής της εθνικής ταυτότητας και επισημαίνει ότι η κοινωνιοψυχολογική ερμηνεία που επιχειρείται δεν υποκαθιστά την κοινωνιοπολιτική. Ακόμα, στο δεύτερο κεφάλαιο, παρουσιάζει τη μεθοδολογία και τα ερευνητικά εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν. Η ίδια μαζί με τον Γ. Κουζέλη και τη Ν. Ασκούνη παρουσιάζουν και την έρευνα για τη στάση των δασκάλων και την εικόνα που έχουν για τον εθνικό εαυτό και για τα άλλα έθνη.
Τέλος, η Άννα Φραγκουδάκη παρατηρεί τις πολιτικές συνέπειες που έχει η παρουσίαση του ελληνικού έθνους έξω από τα ιστορικά συμφραζόμενα με πολύ ενδιαφέρουσες επισημάνσεις για την καλλιέργεια ανασφαλούς εθνικής ταυτότητας που συνδέεται με φοβικά συναισθήματα απέναντι στους ξένους. Επίσης, στο δεύτερο κεφάλαιο, σχολιάζει τα βιβλία ιστορίας.

Το βιβλίο περιλαμβάνει σε παράρτημα όλα τα απαραίτητα στοιχεία για την έρευνα και τα ερωτηματολόγια. Επίσης, ελληνική και ξένη βιβλιογραφία. Η πρώτη έκδοση του βιβλίου έγινε το Φεβρουάριο 1997, όταν οι καθηγητές βρίσκονταν σε απεργία διαρκείας, επί υπουργίας του «κάτσε-καλά Γερασιμέ» Αρσένη και ίσως δεν προσέχτηκε όσο θα έπρεπε. Σήμερα θα ίσχυε το εξής: «Ὀλίγου δέω χάριν ἔχειν, ὦ βουλή, τῷ κατηγόρῳ, ὅτι μοι παρεσκεύασε τὸν ἀγῶνα τοῦτον».

Οι 489 σελίδες διαβάζονται «εύκολα». Βέβαια βοηθάει η εξοικείωση με τα εκπαιδευτικά πράγματα, αλλά και ο χωρισμός του σε ενότητες σύμφωνα με την προσέγγιση που επιχειρήθηκε και το ζήτημα που ερευνήθηκε. Δεν έχει νόημα η προσπάθεια μιάς εκτενούς περιληπτικής παρουσίασή του βιβλίου. Οι δυσκολίες θα ήταν ανυπέρβλητες εξαιτίας του πολύπλευρου επιστημονικού χαρακτήρα του. Ο κίνδυνος της παραχάραξης ελλοχεύει, ακόμα και ασυναίσθητα κάτι τέτοιο θα ήταν ασυγχώρητο.

Ας μου επιτραπεί να δώσω και το κείμενο που έχει στο οπισθόφυλλο του βιβλίου.



__Σύμφωνα με τα αναλυτικά προγράμματα, το σχολείο πρέπει να καλλιεργεί «το γνήσιο πατριωτικό φρόνημα». Μελετώντας τα σχολικά εγχειρίδια και τις αντιλήψεις εκπαιδευτικών, οι συγγραφείς αυτού του βιβλίου διαπιστώνουν ότι το σχολείο περιγράφει το ελληνικό έθνος με τα ερμηνευτικά εργαλεία και τις αντιφάσεις του εθνικιστικού λόγου του 19ου αιώνα. Η αρχαιότητα χρησιμοποιείται σαν πρότυπο υπεριστορικό, με αποτέλεσμα να «αποδεικνύει» την αναξιότητα της ελληνικής κοινωνίας και του πολιτισμού της. Το έθνος περιγράφεται ως οντότητα υπερχρονική και στατική, με αποτέλεσμα να ναρκοθετείται η έννοια της εξέλιξης και να καλλιεργείται αντίθετα με τις αξίες της εποχής μας εθνοκεντρισμός και ξενοφοβία.
__Το σημαντικότερο συμπέρασμα των ερευνών που περιλαμβάνονται σε αυτό το βιβλίο είναι ότι η εθνική ταυτότητα που καλλιεργεί ο εκπαιδευτικός θεσμός σήμερα είναι εύθραυστη και αντιφατική, «ανάδελφη» και υποτιμημένη, απειλημένη από παντού και σε διαδικασία παρακμής.
__Το βιβλίο αυτό προτείνεται σε όλους/ες και ιδίως τους/τις εκπαιδευτικούς ως αντικείμενο διαλόγου γύρω από τις αλλαγές που χρειάζονται στο εκπαιδευτικό σύστημα, με στόχο η καλλιέργεια της εθνικής αυτογνωσίας στις νέες γενιές να οδηγεί σε μια εθνική ταυτότητα αρκετά ανθεκτική, ώστε να μη φοβούνται την αλλοίωση ή παρακμή της από τη συνεργασία των λαών και την αλληλεπίδραση των πολιτισμών, και αρκετά ανεκτική, ώστε να μην την υπερασπίζονται αμυντικά απορρίπτοντας τις ετερότητες, τις διαφορές και τους «άλλους».




Τα σχόλια στο συγκεκριμένο ποστ δεν έχουν νόημα. Έχει νόημα να διαβάσουμε το βιβλίο.





Βασίλης Συμεωνίδης