Ένα μυθιστόρημα πολυδιάστατο και πολύ διεισδυτικό, με σκηνικό τις μεγάλες δίκες της Μόσχας κατά την περίοδο των μεγάλων εκκαθαρίσεων του Στάλιν· εφάμιλλο, κατά τη γνώμη μου, του «Το μηδέν και το άπειρο». Διαβάζοντάς το, ο αναγνώστης που έχει διαβάσει και το βιβλίο του Άρθουρ Καίστλερ, δε μπορεί να μην ανακαλέσει το δράμα της ανάκρισης του Ρουμπάσοφ, του «μπολσεβίκου» της παλιάς φρουράς, που παλεύει με τη συνείδησή του και στο τέλος αναγκάζεται να συνθηκολογήσει και να ομολογήσει εγκλήματα που δεν έκανε, στο όνομα του Κόμματος. Το μυθιστόρημα του Σερζ είναι πολυφωνικό (σε αντίθεση με του Καίστλερ που εστιάζει σ’ ένα –δυο χαρακτήρες), εφόσον υπάρχουν πολλοί κεντρικοί ήρωες, πιο ανάγλυφοι, αλλά και η περιγραφή της σοβιετικής κοινωνίας την εποχή εκείνη είναι πιο ολοκληρωμένη: στα δέκα κεφάλαια στα οποία είναι χωρισμένο το βιβλίο («αλληλοσυμπληρούμενους πίνακες» όπως τα αποκάλεσε ο ίδιος ο Σερζ), μεταφερόμαστε σε διάφορες περιοχές της σοβιετικής ένωσης, από τις πιο απομακρυσμένες επαρχίες μέχρι τα Γραφεία του Γενικού Γραμματέα (Στάλιν). Η μυθιστορηματική δράση σε κάποια κεφάλαια μάλιστα, επεκτείνεται και εκτός Σοβιετικής ένωσης, στην Ισπανία και στο Παρίσι.
Δεν είναι σκόπιμη βέβαια μια σύγκριση με το «Μηδέν και το άπειρο», κι αν έγινε αυτή η αναφορά είναι για να δοθεί η οπτική γωνία του –τροτσκιστή, κυνηγημένου και αυτοεξόριστου- συγγραφέα[1], ο οποίος περιγράφει εκ των έσω, φωτίζοντας από πολλές πλευρές, μια πολύ σκοτεινή και τραγική πτυχή της παγκόσμιας ιστορίας. Άλλωστε, πολύ καλή αντιπαράθεση των δυο βιβλίων επιχειρεί ο Richard Greeman στο επίμετρο που βρίσκεται προς το τέλος του βιβλίου, περιλαμβάνοντας σύντομα και απόψεις άλλων κριτικών[2].
Η "υπόθεση Τουλάγεφ» είναι η δολοφονία ενός ανώτατου στελέχους του Κόμματος, του Τουλάγεφ, και η προσπάθεια του κρατικού μηχανισμού να ανιχνεύσει και να αποδώσει ευθύνες. Εμείς μαθαίνουμε, από το πρώτο κεφάλαιο-«πίνακα», ότι τον σκότωσε αυθόρμητα, σχεδόν τυχαία, ένας ασήμαντος εργάτης- χωρίς εξουσία αλλά νέος, υγιής και δραστήριο μέλος της Κομμουνιστικής Νεολαίας, ο Κόστια, πνιγμένος από το αίσθημα δικαίου. Κρατούσε κατά σύμπτωση το όπλο που του είχε δώσει ο γείτονάς του Ρομάσκιν (αντιδιαμετρικός χαρακτήρας), τον … είδε τυχαία στο δρόμο και τον πυροβόλησε (
Τι έκανα; Γιατί; Είναι αδιανόητο… Ενέργησα χωρίς να σκεφτώ… Χωρίς να σκεφτώ, σαν άνθρωπος της δράσης…» Σπαράγματα και ράκη ιδεών συγκρούονταν στο κεφάλι του, σαν ριπές χιονιού). Αυτό αποτελεί και το θέμα του πρώτου κεφαλαίου, που τίθεται σαν «προοίμιο», και αποτελεί τη βάση όσων αντιδράσεων ακολουθούν, σα χιονοστιβάδα. Όπως επισημαίνει και ο Greeman στο επίμετρο, η αυτοτέλεια του κεφαλαίου το κάνει αυτόνομο σα διήγημα, εφόσον διαγράφεται η αντίθεση των χαρακτήρων αλλά μας δίνεται ανάγλυφα και η κοινωνική κατάσταση στις παρυφές της σοβιετικής κοινωνίας.
Η «τυχαία» αυτή δολοφονία ταράζει τα νερά του κρατικού μηχανισμού και αρχίζουν οι συλλήψεις και οι μυστικές ανακρίσεις. Σε κάθε κεφάλαιο (τουλάχιστον στην αρχή) εστιάζει ο συγγραφέας σε ένα διαφορετικό «κεντρικό» χαρακτήρα, που κρατά και διαφορετική στάση απέναντι στη σκληρότητα, τη μονολιθικότητα της γραμμής του κόμματος. Οι περισσότεροι, άλλωστε, είναι «φορείς» του νέου πνεύματος, με κορυφαίο τον Μακέγεφ (μαύρη συμφορά σ’ όποιο μέλος του κόμματος είχε κληθεί για έλεγχο από κάποια επιτροπή και ο φάκελός του έπεφτε, εκείνη την ώρα, στα χέρια του Μακέγεφ! ).
Η ουσία είναι ότι το κράτος του Στάλιν βρίσκει ευκαιρία να «ξηλώσει» στελέχη της παλιάς φρουράς. Έτσι, βλέπουμε ότι ενοχοποιούνται κι εκτελούνται – ως το τέλος του βιβλίου -τρία ανώτατα στελέχη, (ο Ανώτατος Επίτροπος Έρχοφ, η περίπτωση του οποίου θυμίζει τον Ρουμπάσοφ του Καίστλερ), ο Ρουμπλιόφ (παλιό στέλεχος) και ο Κοντράτιεφ (απεσταλμένος της Κεντρικής Επιτροπής στην Ισπανία/ βλέπουμε επομένως έμμεσα το ρόλο της Σοβιετικής Ένωσης στον εμφύλιο της Ισπανίας)). Και οι τρεις πιέζονται κατά τέτοιο τρόπο ώστε ομολογούν την ενοχή τους. Το τέταρτο υποψήφιο θύμα, ο ήδη εξόριστος Ρύζικ, που τον επέλεξαν σκόπιμα γιατί ήξεραν ότι δε θα παραδεχτεί την ενοχή του και έπρεπε να φανεί ότι οι δίκες είναι ..αμερόληπτες), πέθανε από απεργία πείνας. Οι αυτόνομες ιστορίες των πρώτων κεφαλαίων σε κάποια στιγμή συναντιούνται και οι ήρωες διασταυρώνονται.
Η διαπλοκή των διαφορετικών χαρακτήρων (των σκληροπυρηνικών, των ανακριτών που λειτουργούν ως φερέφωνα, του γλοιώδους, υποκριτή, του ασυμβίβαστου, του ιδεολόγου, του εισαγγελέα, του Γενικού Γραμματέα) είναι κατά τη γνώμη μου αριστουργηματική, και η χαλαρή αυτή δομή που περιέγραψα πιο πάνω υποβοηθά στην ανάδειξη από πολλές οπτικές γωνίες, του τρόπου σκέψης και λειτουργίας, των αντιθέσεων και των τριβών διαφορετικών κοινωνικών τάσεων. Ο Κόστια, ο Ρουμπλιόφ, ο Στερν, ο Κοντράτιεφ, είναι οι ήρωες που «αντιστέκονται» στην ισοπέδωση ή, τέλος πάντων, στέκονται κριτικά. Ο Greeman θεωρεί ότι υπάρχει μια κάποια αντιστοιχία με υπαρκτά πρόσωπα (με τον Γιάκοντα/πρωτοπαλίκαρο του Στάλιν, τον Μπουχάριν, τον τροτσκιστή Κουρτ Λαντάου, τον Αντόνοβ Οσέενκο αντίστοιχα). Αλλά και ο Τουλάγεφ μπορεί να ταυτιστεί με τον Αντρέι Κίροφ. Αναρωτιέται κανείς αν ο γλοιώδης Ποπόφ (δική του δουλειά ήταν να στοιχειοθετεί τις μομφές, να μοιράζει τις προειδοποιήσεις, να προετοιμάζει τις αγορεύσεις, να σχεδιάζει τις εκτελέσεις, να προτείνει τις αμοιβές των εκτελεστών) είναι ο Ποπόφ του γνωστού σε μας αντάρτικου τραγουδιού.
Ο χαρακτήρας πάντως ο πιο ακέραιος, που φαίνεται να κατανοεί την ιστορική συγκυρία και να την «υπερβαίνει», είναι ο Ρύζικ. Αντίθετα, ευθυγραμμισμένος με τη σταλινική πολιτική είναι ο Μακέγεφ (μόλις τελείωνε την επίπληξη, ανασήκωνε το κεφάλι σα δυσαρεστημένο σαρκοβόρο, κοιτάζοντας το κενό, προσποιούνταν ότι δε βλέπει κανέναν/ άλλος ένας τέλειος θερμιδωριανός, άλλος ένας καρεκλοκένταυρος που ξέρει απ’ έξω τις τετρακόσιες φράσεις της τρέχουσας ιδεολογίας χάρη στις οποίες δε σκέφτεσαι, δεν βλέπεις, δε νιώθεις- δε θυμάσαι καν, ούτε νιώθεις την παραμικρή τύψη όταν κάνεις τις μεγαλύτερες βρομιές). Ο Μακέγεφ έρχεται σε αντίθεση με τον Κασπάροφ (δείγμα διαλεκτικής ο διάλογος μεταξύ τους, στις σελίδες 144-147, σχετικά με το ρόλο του Κόμματος). Ένα πιστό σκυλί του κόμματος, ο Μακέγεφ, αλλά αρνούμενος κάποια στιγμή να εκτελέσει κάποια απόφαση, συλλαμβάνεται κι αυτός.
Η υπόθεση εξελίσσεται με αντιθέσεις και ιδεολογικές αντιπαραθέσεις που εκφράζονται με πολύ καίριους διαλόγους. Το εσωτερικό δίλημμα που βασανίζει τους ήρωες, άλλους λίγο άλλους πολύ, αφορά την πίστη στο αρχικό όραμα, που έγινε σιγά σιγά πίστη στο Κόμμα και στη συνέχεια πίστη στον Αρχηγό. Η πίστη αυτή έρχεται σε μοιραία σύγκρουση με τις επιταγές της ατομικής συνείδησης και καθένας τραβά αλλού τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο «σύνολο» και στο «πρόσωπο».
Σελ. 141:
Εκείνη την περίοδο το Κόμμα γύριζε σελίδα. Τέρμα οι ήρωες, χρειάζονταν πια σωστοί διαχειριστές, άνθρωποι πρακτικοί, και καθόλου ρομαντικοί. Τέρμα οι ριψοκίνδυνες παραφορές της διεθνούς, παγκόσμιας και τα λοιπά επανάστασης, ας σκεφτούμε τον εαυτό μας, ας οικοδομήσουμε το σοσιαλισμό στη χώρα μας, για μας.
Σελ. 143:
- Σ΄αυτόν εδώ τον τόπο, φίλε μου, όλα έχουν αποφασιστεί αμετάκλητα. Τη γραμμή του Κόμματος, αυτήν βλέπω και τίποτ’ άλλο. Ένα νέο κόμμα, με ανοσία στον πανικό, γεμάτο εμπιστοσύνη
Σελ. 96:
(Ρουμπλιοφ) Δεν είναι δειλοί. Είναι πιστοί, καταλαβαίνεις, είναι ακόμα πιστοί στο Κόμμα, και δε υπάρχει πια Κόμμα, έχουν μείνει μόνο ιεροεξεταστές, δήμιοι, καθάρματα… εξακολουθούν να πιστεύουν ότι υπηρετούν τον σοσιαλισμό. (…) Σκέφτονται ότι θα είναι προτιμότερο να πεθάνουν ατιμασμένοι, δολοφονημένοι από τον Αρχηγό, παρά να τον καταγγείλουν στη διεθνή μπουρζουαζία…
Σελ. 116:
(Ρουμπλιοφ) Το Κόμμα μας δεν μπορεί να έχει αντιπολίτευση: είναι μονολιθικό, διότι συνδυάζουμε τη σκέψη με τη δράση, ώστε να επιτυγχάνουμε την πλήρη αποτελεσματικότητα. Προτιμούμε, αντί να έχουν κάποιοι από μας δίκιο και κάποιοι άδικο, να κάνουμε λάθος όλοι μαζί, ενωμένοι, γιατί έτσι είμαστε ισχυρότεροι για το προλεταριάτο. Και ήταν παλιό λάθος του αστικού ατομικισμού η αναζήτηση της αλήθειας για μια συνείδηση, τη συνείδησή μου, αυτή που ανήκει σε ΜΕΝΑ. Σκασίλα μας για το εγώ, σκασίλα μου για την αλήθεια, φτάνει να είναι δυνατό το Κόμμα!.
Διάλογος πολύ ουσιαστικός και περιεκτικός είναι ο διάλογος ανάμεσα στον Έρχοφ και τον Ριτσιόττι:
-(Ριτσιόττι) Ομολόγησε, αδελφέ. Ό,τι να’ ναι, ό, τι σου ζητήσουνε. Πρώτα απ’ όλα θα κοιμηθείς, έπειτα θα έχεις μια πολύ μικρή πιθανότητα. (…) Καταλαβαίνεις πολύ καλά ότι δεν μπορούν πια ν’ αφήσουν κανένα παλιό, πουθενά… Δεν θα αποφασίσουμε εμείς αν το Πολιτικό Γραφείο κάνει λάθος ή όχι …(…) Δέξου τουλάχιστον ότι το κόμμα δεν μπορεί να παραδεχτεί την αδυναμία του μπροστά σ’ έναν πυροβολισμό που ήρθε Κύριος είδε από πού, από τα βάθη ίσως της λαϊκής ψυχής(…) Είμαστε φτιαγμένοι για να υπηρετούμε αυτό το καθεστώς, αυτό έχουμε μόνο, είμαστε τα τέκνα του. (…) Κανείς δεν πρέπει, δεν μπορεί να αντισταθεί στο Κόμμα χωρίς να περάσει στο εχθρικό στρατόπεδο.
Αντίστοιχα κορυφαίος από άποψη διαλεκτικής (και μάλιστα τοποθετημένος σε μια κορύφωση των τριών «δραμάτων», ο διάλογος του «Αρχηγού» με τον Κοντράτιεφ. Αντιγράφω την αρχή, που προοιωνίζει και δυναμικά τη συνέχεια:
Ο αρχηγός ρώτησε ήρεμα:
-Τι έγινε λοιπόν, κι εσύ προδότης;
Ήσυχα, βαθιά γαλήνιος και σίγουρος, ο Κοντράτιεφ απάντησε:
-Δεν είμαι προδότης, ούτε εγώ.
Κάθε συλλαβή της τρομερής αυτής φράσης ξεκολλούσε σα κομμάτι πάγου μέσα σε πολική λευκότητα. Αδύνατον να πάρει κανείς πίσω τέτοιες κουβέντες. Μερικά δευτερόλεπτα ακόμα και όλα θα τέλειωναν. Κάτι τέτοιοες κουβέντες, μέσα εδώ, τις πληρώνει κανείς με την επί τόπου εξόντωσή του, ακαριαία, ο Κοντράτιεφ ολοκλήρωσε την κουβέντα του με σταθερότητα:
-Και το ξέρεις πάρα πολύ καλά.
Δεν θα φώναζε, δεν θα έδινε διαταγές με φωνή μαινόμενη τόσο, που θα κατέληγε ξέπνοη; Τα κρεμασμένα χέρια του Αρχηγού διέγραψαν πολλές μικρές κινήσεις χωρίς συνοχή κλπ. κλπ.
Τα μικρά δράματα των τριών βασικών θυμάτων αλλά κι άλλων δευτερευόντων χαρακτήρων οδηγούν, όπως και στη περίπτωση του Ρουμπάσοφ, στην ηθελημένη αποδοχή της ενοχής για να μην «εκτεθεί» το Κόμμα. Ο συγγραφέας με μεγάλη μαστοριά, με δραματικότητα και διεισδυτικότητα δίνει βήμα βήμα αυτή τη σταδιακή μεταστροφή, που διαφέρει από περίπτωση σε περίπτωση, ενώ οι ιστορίες αλληλοπλέκονται με μεγάλη ρεαλιστικότητα. Δίπλα σ’ όλους αυτούς τους βασικούς ήρωες διαγράφονται και γυναικείοι χαρακτήρες, με κορυφαία την Ξένια, την κόρη του Ποπόφ, η οποία βρίσκεται στο Παρίσι και συγκλονίζεται από την είδηση της επικείμενης εκτέλεσης του Ρουμπλιόφ και των υπόλοιπων, κάνει δε τα αδύνατα δυνατά για να αποτρέψει τον παραλογισμό με το ανάλογο, βέβαια, κόστος.
Οι συλλήψεις, οι εξορίες, οι δίκες, οι εκκαθαρίσεις όχι μόνο στο σοβιετικό κράτος αλλά και σ’ άλλα κράτη του αντολικού μπλοκ (περί τα 250 στρατόπεδα συγκέντρωσης π.χ. καταγράφει ο Τοντόροφ στο βιβλίο «Ο εκπατρισμένος») είναι πλέον γνωστά και τεκμηριωμένα. Δεν είναι η «ιστορική αλήθεια» αυτό που συγκινεί σ’ αυτό το βιβλίο, ούτε η αντίσταση, ακόμη και των πιο στενών συνεργατών του Στάλιν στην άτεγκτη πολιτική του. Είναι ότι ο Σερζ καταφέρνει να πιάσει, να συλλάβει το αδιόρατο, το ανθρώπινο, και ως εκ τούτου να δώσει μια όχι μόνο μια ιδεολογική τοποθέτηση απέναντι σ΄ αυτά τα θέματα που ταλάνισαν γενιές και γενιές, αλλά μια τραγική και ανθρώπινη διάσταση.
Όπως γράφει τελειώνοντας το επίμετρό του ο Richard Greeman, «ο Σερζ παρουσιάζει τους συλλογικούς ήρωές του τη στιγμή της «καταστροφικής» αυτοσυνειδησίας». Και αλλού: «Ο ανθρωπισμός και ο συμπαντικός λυρισμός του Σερζ δημιουργούν το πλαίσιο για μια τραγική αντίληψη της μοίρας του σύγχρονου προλεταριάτου». Στο ερώτημα που τίθεται στο τέλος, αν η θεώρηση του Σερζ «είναι πραγματικά τραγική», συμφωνώ με την άποψη ότι ο Σερζ καταφέρνει να περιγράψει τόσο καίρια την «πικρή ειρωνεία της σύγκρουσης ανάμεσα στις βαθιές κοινωνικές επιδιώξεις των λαών και στους περιορισμούς που επιβάλλει η ιστορική στιγμή», που την υπερβαίνει. Το έργο του δηλαδή δε χαρακτηρίζεται από μια τοποθέτηση ιδεολογική απέναντι στην ιστορική συγκυρία, όσο από μια προσπάθεια κατανόησης.
[1] Έχουν μεγάλο ενδιαφέρον τα βιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα, αλλά ιδιαίτερα οι συνθήκες συγγραφής του βιβλίου (σε μαύρη λίστα του Στάλιν αλλά και του Χίτλερ, ανασφαλής πρόσφυγας χωρίς πατρίδα, χωρίς χρήματα μετακινούμενος από το ένα καταφύγιο στο άλλο/ τέλος το ολοκλήρωσε στη Μαρτινίκα και στο Μεξικό)
[2] Πολύ διαφωτιστική και κριτική η ματιά της anagnostria εδώ , η οποία με τη σειρά της παραπέμπει σε παρουσιάσεις άλλων.
Χριστίνα Παπαγγελή