Πρωταγωνιστής είναι ένας ηλικιωμένος κεραμοποιός που ζει με την κόρη του σ’ ένα «παραδοσιακό» σπίτι, κοντά σ’ ένα σύγχρονο εμπορικό Κέντρο, που κατονομάζεται με το συμβολικό όνομα «Κέντρο». Η πλοκή είναι απλή: ο κεραμοποιός παραδίδει μια φορά τη βδομάδα πιατικά και κεραμικά στο Κέντρο για να πουληθούν, αλλά κάποια μοιραία στιγμή αρνούνται πια οι έμποροι ν’ αγοράσουν τα βαριά κι εύθραυστα σκεύη, γιατί προτιμούν τα πλαστικά, φτηνά και βιομηχανοποιημένα. Τότε η κόρη του σκέφτεται να φτιάξουν πήλινες κούκλες, η αγορά δέχεται, αρχίζουν να φτιάχνουν μια υπεράριθμη ποσότητα, τελικά δεν προχωρά η δουλειά κι αναγκάζεται ο ήρωάς μας να παραιτηθεί. Τέλος, ο γαμπρός του ορίζεται φύλακας στο κέντρο και παρασύρει όλη την οικογένεια στο γιγαντιαίο εμπορικό οικοδόμημα.
Σαφώς δεν έχει τόση σημασία η απλή και συμβολική αυτή υπόθεση, όσο το βάθος: τα συναισθήματα, οι σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους, ανθρώπων και πραγμάτων, οι οπτικές γωνίες. Η σχέση του ανθρώπου με το χρόνο και τον «πολιτισμό», με την προσωπική δημιουργία και με την «αγορά».
Όπως υπαγορεύει και το «στυλ» του Σαραμάγκου, οι διάλογοι καταγράφονται σαν παραλήρημα, χωρίς παύλες και παραγράφους, διακόπτονται από ένα κόμμα, ενώ ενδιάμεσα παρεμβάλλονται οι μύχιες σκέψεις των ηρώων αλλά και του συγγραφέα-παρατηρητή. Ο παντογνώστης συγγραφέας είναι διαρκώς παρών, αλλά δεν ερμηνεύει, δεν κάνει παρεκβάσεις του συνηθισμένου τύπου, είναι παρούσα η «ματιά» του. Όλα έχουν νόημα και ουσία, καμιά φράση δε φαίνεται να είναι περιττή, αν και θα περίμενε κανείς μια τέτοια λιτή υπόθεση να αναπτύσσεται φλύαρα εφόσον πρόκειται για ένα βιβλίο περίπου 350 σελίδων. Δεν μπορείς να διαβάσεις τον Σαραμάγκου «διαγωνίως», όπως κάνουμε σε άλλα βιβλία όπου η σκέψη αφαιρείται πού και πού, αλλά μπορούμε και παρακολουθούμε τον βασικό κορμό. Η γραφή του σου επιβάλλει ένα ρυθμό, κάπως πιο αργό αλλά πολύ μεστό. Παρόλο που οπτικά (συνεχές κείμενο, χωρίς παραγράφους, χωρίς τελείες) σου δίνει την εντύπωση ότι θα διαβάσεις περιγραφές και στοχασμούς, τα συναισθήματα και οι σκέψεις δεν προβάλλονται σε πρώτο πλάνο, δεν υπογραμμίζονται, αλλά διαφαίνονται μέσα από λόγια και πράξεις.
Αν μπορούσα, θα τα’ αντέγραφα όλο· όποια σελίδα και ν’ ανοίξω, κάθε φράση που διαβάζω έχει κάτι μοναδικό:
Σελ. 13:
Ο γαμπρός του είναι ένας συμπαθητικός νεαρός, χωρίς αμφιβολία, μα είναι νευρικός, απ’ αυτούς τους εκ γενετής ανήσυχους που πάντα αδημονούν με το χρόνο, ακόμα κι όταν τους περισσεύει, οπότε δεν ξέρουν τι να βάλουν μέσα, μέσα στο χρόνο εννοούμε (…)
Σελ. 26:
Έχετε πρόβλημα, θέλετε βοήθεια, να δώσω ένα σπρωξιματάκι, μπορεί να είναι η μπαταρία. Κι αφού κι οι πιο δυνατές ψυχές έχουν στιγμές ακαταμάχητης αδυναμίας, τότε δηλαδή που το σώμα δεν καταφέρνει να φερθεί με τη συστολή και τη διακριτικότητα που χρόνια ολόκληρα του δίδασκε το πνεύμα, γιατί να μας παραξενέψει που η προσφορά βοήθειας, προερχόμενη μάλιστα από έναν άνθρωπο με κοψιά κοινού σαλταδόρου, άγγιξε την πιο ευαίσθητη χορδή του Σιπριάνο Αλγκόφ σε σημείο ν’ ανέβει ένα δάκρυ στην άκρη του ματιού του (…) μ’ αυτό (…) θέλουμε να πούμε πως θα ξέραμε πολύ περισσότερα για τις περιπλοκές της ανθρώπινης ζωής αν στρωνόμασταν να μελετήσουμε με επιμονή τις αντιφάσεις της αντί να χάνουμε τόσο καιρό με τις ταυτότητες και τις συνοχές, γιατί αυτές είναι υποχρεωμένες να εξηγούνται από μόνες τους.
Σελ.31:
Παρατήρησε τον εαυτό του στο καθρέφτη, δεν βρήκε καμιά επιπλέον ρυτίδα στο πρόσωπο, Την έχω σίγουρα μέσα μου, σκέφτηκε.
Σελ.34:
Δεν είμαι σε ηλικία για ελπίδες, Μαρσάλ, χρειάζομαι βεβαιότητες, και μάλιστα άμεσες, που δεν περιμένουν μέχρι το αύριο, που ίσως να μην είναι δικό μου.
Σελ.203:
Αγαπημένη μου κόρη, πολύ πιθανόν η απερισκεψία να είναι για τους νέους καθήκον, για τους γέρους όμως είναι ένα απολύτως σεβαστό δικαίωμα.
Όλη η υπόθεση του γιγαντιαίου Κέντρου που καταπίνει τη φυσική ζωή και αλλοτριώνει την προσωπικότητα, είναι μια αλληγορία που παραπέμπει κατευθείαν στην αλληγορία του σπηλαίου, του Πλάτωνα. Άλλωστε, το motto της αρχής είναι:
-Πόσο περίεργη η σκηνή που περιγράφεις
Και τι περίεργοι φυλακισμένοι,
-Όμοιοι μ΄εμάς.
(Πλάτων, Πολιτεία, Βιβλίο Ζ΄)
Σ’ όλα τα βιβλία του Σαραμάγκου μπορεί κανείς ν’ ανιχνεύσει το αλληγορικό στοιχείο, κάπως «μακροσκοπικά». Ενώ δηλαδή εστιάζει πολύ στη λεπτομέρεια, και μάλιστα την αφανή, δυσδιάκριτη λεπτομέρεια, ξαφνικά συνειδητοποιείς ότι στο σύνολό της η υπόθεση είχε μια βαθιά αλληγορική σημασία. Δεν υπογραμμίζει όμως (σύνηθες στον αλληγορικό λόγο), δε διδάσκει, δεν διακηρύσσει ο συγγραφέας. Είναι πάντα παρών, σαν ένας γέρος που αφηγείται σε ακροατήριο και παραθέτει εικόνες, χρωματίζοντας τες με τη δική του ματιά.
Έτσι και δω, όταν πια παρακολουθείς την τραγική σκηνή όπου ο συμπαθής και ταπεινός Σ. Αλγκόρ αποφασίζει να μην πετάξει τα άχρηστα πια πιατικά, αλλά τα κουβαλάει προσεκτικά και τα φυλάει στη σπηλιά, νιώθεις ότι όλο το βιβλίο γράφτηκε για να αναδείξει αυτή την εικόνα (σελ 161):
Θα, ναι λοιπόν γελοίος, σε ύψιστο βαθμό, τούτος ο Σ. Αλγκόρ που εξαντλεί τον εαυτό του κατεβαίνοντας αιωρούμενος στη σπηλιά κουβαλώντας στα χέρια του τα ανεπιθύμητα πιατικά αντί να τα πετάξει απλώς από πάνω στη τύχη και να τα μετατρέψει in continenti σε θρύψαλα, όπως υποτιμητικά τα ταξινόμησε όταν περιέγραψε στην κόρη του τη διαδικασία και τα επεισόδια της τραυματικής επιχείρησης της εκκένωσης (…). Αρκεί να δει κανείς με πόση προσοχή εναποθέτει στο χώμα τα διαφορετικά κομμάτια κεραμικών, πώς τα τακτοποιεί ανά οικογένεια, πώς τα στοιβάζει, όταν αυτό είναι εφικτό και σώφρον, αρκεί να δούμε την καταγέλαστη σκηνή που μας προσφέρεται για να επιβεβαιώσουμε πως δεν έσπασε ούτε ένα πιάτο, ότι κανένα χερούλι φλιτζανιού δεν κόπηκε, καμιά τσαγέρα δεν έμεινε χωρίς στόμιο. (+++)
Θα, ναι λοιπόν γελοίος, σε ύψιστο βαθμό, τούτος ο Σ. Αλγκόρ που εξαντλεί τον εαυτό του κατεβαίνοντας αιωρούμενος στη σπηλιά κουβαλώντας στα χέρια του τα ανεπιθύμητα πιατικά αντί να τα πετάξει απλώς από πάνω στη τύχη και να τα μετατρέψει in continenti σε θρύψαλα, όπως υποτιμητικά τα ταξινόμησε όταν περιέγραψε στην κόρη του τη διαδικασία και τα επεισόδια της τραυματικής επιχείρησης της εκκένωσης (…). Αρκεί να δει κανείς με πόση προσοχή εναποθέτει στο χώμα τα διαφορετικά κομμάτια κεραμικών, πώς τα τακτοποιεί ανά οικογένεια, πώς τα στοιβάζει, όταν αυτό είναι εφικτό και σώφρον, αρκεί να δούμε την καταγέλαστη σκηνή που μας προσφέρεται για να επιβεβαιώσουμε πως δεν έσπασε ούτε ένα πιάτο, ότι κανένα χερούλι φλιτζανιού δεν κόπηκε, καμιά τσαγέρα δεν έμεινε χωρίς στόμιο. (+++)
Μια εικόνα απ' αυτές που σημαίνουν όσα δε λένε χίλιες λέξεις...
απο ποιον εκδοτικο οικο βγαινει;
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαστανιώτη
ΑπάντησηΔιαγραφήΠράγματι από την παρουσίασή σου φαίνεται ότι είναι εξαιρτικό βιβλίο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΧμμμμ, είναι εξαιρετικό βιβλίο ανεξάρτητα από κάθε παρουσίαση!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣ' ευχαριστώ ναυτίλε, τα χουμε ξαναπεί για τον Σαραμάγκου (για όποιον ενδιαφέρεται στην εξαιρετική ανάρτηση του ναυτίλου για το "Περί τυφλότητας", http://alexis-chryssanthie.blogspot.com/search/label/%CE%A3%CE%B1%CF%81%CE%B1%CE%BC%CE%AC%CE%B3%CE%BA%CE%BF%CF%85%20%CE%96%CE%BF%CE%B6%CE%AD
Γεια σου, Χριστίνα,
ΑπάντησηΔιαγραφήΑφού δηλώσω πρώτα ακραιφνής σαραμαγκικός, γοητευμένος από τον πορτογάλο συγγραφέα, να σου πω ότι χάρηκα πολύ για την "κοινή ματιά" που είδα να έχουμε πάνω στο έργο του.
Είναι κρίμα πολλοί αναγνώστες να μην έχουν υπομονή να εξοικειωθούν με το πολύ ιδιαίτερο (και χαριέστατο, βέβαια!)τρόπο γραφής του, με την παιχνιδιάρικη και διεισδυτική ματιά του που πέφτει παντού, με την κατάργηση αφηγηματικών στερεότυπων αλλά και την επινόηση τρόπων άλλων, με το πανηγύρι που στήνει σε κάθε βιβλίο του και τελικά να μην καταφέρνουν να μπουν σ' αυτό τον τόσο γοητευτικό κόσμο που χτίζει σε κάθε του βιβλίο.
Είναι υπέροχος, ολοζώντανος, επινοητικός, με οξύτατη και εύστοχη παρατήρηση επί παντός...
Ίσως έχεις δίκιο με τη Σπηλιά: Να αρχίσει κανείς απ' αυτό - αν και είναι από τα τελευταία του. Αρκεί...να συνεχίσει και στα υπόλοιπα.
ΥΓ. Διάβασα και το Σαββατοκύριακο του Σλινκ - παρακινημένος από την παρουσίαση που του έκανες. Κι εδώ συμφωνούμε. Παρά τις όποιες υπερβολές στο στόρι, είναι ένα βιβλίο προβληματισμού που αξίζει.
( Με τέτοια σύμπτωση απόψεων αρχίζω και τρέμω μήπως μου μένει στα ράφια μου κανένα βιβλίο σου από τά φοιτητικά μας χρόνια!)
Χαιρετώ
Γεια σου Διονύση,
ΑπάντησηΔιαγραφήπολύ μα πολύ χάρηκα που μοιραζόμαστε τον ενθουσιασμό για τον κόσμο του Σαραμάγκου. Συμφωνώ απόλυτα στους χαρακτηρισμούς "ολοζώντανος", "επινοητικός", "οξύτατος", "εύστοχος". Όσο για τα βιβλία, τίποτα δεν αποκλείεται, αλλά το σίγουρο είναι ότι εγώ για χρόνια γρατσούναγα το μπασο του παππού σου... Τώρα πού βρίσκεται, θα σε γελάσω!
αντιχαιρετώ!
Διονύση@ ξέχασα...
ΑπάντησηΔιαγραφήκαι το "ακραιφνής Σαραμαγκικός" μου άρεσε, και δηλώνω και γω το ίδιο! (τι λες για ένα σύλλογο, χαχα)
Αν κάνετε τον σύλλογο να μου πείτε να συμμετάσχω κι εγώ. Τον λατρεύω τον γερο-προφήτη. :-)
ΑπάντησηΔιαγραφή