Πρόκειται για ένα «ηλεκτρονικό ρομάντσο», τη σχέση μεταξύ μιας παντρεμένης γυναίκας, της Μέλπως, με τον επίσης παντρεμένο Μάριο, σχέση που γεννιέται και τροφοδοτείται αρχικά με τα e-mail (στον επίλογο η ίδια η συγγραφέας γράφει: είναι φανερό πως με το συμβατικό ταχυδρομείο η σχέση δεν θα εξελισσόταν με την ίδια ταχύτητα. Ένα γράμμα κάθε δεκαήμερο είναι κάτι πολύ διαφορετικό από ένα γράμμα κάθε δίωρο. Η ιδιάζουσα ποιότητα της σχέσης ανάμεσα στον Μάριο και στη Μέλπω (αυτή η υστερία του «είμαι μαζί σου κάθε στιγμή») δεν θα μπορούσε να είχε αναπτυχθεί με άλλο μέσο. Το μέσο προσδιόρισε λοιπόν σε κάποιο βαθμό τη σχέση ).
Τα χρόνια της ειρωνείας (κατά το «έρωτας στα χρόνια της χολέρας», του Μαρκές) είναι τα δικά μας, τα σύγχρονα χρόνια· τα χρόνια όπου με το κομπιούτερ, τα email και τα chat η επικοινωνία είναι άμεση κι ας υπάρχει η απόσταση, και η προσέγγιση των ερωτευμένων γίνεται πιο «ταχύρρυθμα».
Η ειρωνεία είναι ένα μοτίβο που επαναλαμβάνεται (αρκετά διακριτικά) σε διάφορες περιστάσεις, π.χ. στη σχέση της Μέλπως με τον άντρα της Στέφανο, (όπως αυτή εξελίχτηκε προς το τέλος του βιβλίου), ο οποίος την εξέπληξε με την αντίδρασή του στη μοιχεία, και σιγά σιγά την ξανακέρδισε (διαθέτουμε κι οι δυο ένα ειδικό χαρακτηριστικό και το διαθέτουμε μάλιστα σε μεγάλη δόση: είμαστε σε θέση να παίρνουμε απόσταση από τον εαυτό μας, να τον βλέπουμε, να τον ζυγίζουμε, να ζούμε και να σκεφτόμαστε ταυτόχρονα. Καταλαβαίνεις τι εννοώ: αυτή την απόσταση, που θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε και ειρωνεία…). Η φθίνουσα σχέση με τον Μάριο την κάνει ν’ αναπολεί το «πόσο τέλεια» τη θεωρούσε ο Μάριος, αλλά η επιστροφή στην αλήθεια αποτελεί μια επιστροφή στην «απόσταση» (δυστυχώς ή ευτυχώς ήταν καταδικασμένη στην ειρωνεία ).
Αυτή η σύλληψη, που υποδηλώνεται και στον τίτλο, είναι ό, τι άξιζε για μένα από το βιβλίο. Γιατί, πέρα από κάποια έξυπνα σημεία και παρατηρήσεις που αφορούν τη σύγχρονη καθημερινότητα, με κούρασε και με εκνεύρισε. Χάριν της προαναγγελθείσης ειρωνείας, υποθέτω, ο έρωτας προσεγγίζεται μόνο ως προς τα συμπτώματά του, όχι ως προς τα βαθύτερα κίνητρά του. Δε μαθαίνουμε ποτέ π.χ. τι ήταν αυτό που έκανε τη Μέλπω να δυσφορήσει τόσο με τον Μάριο προς το τέλος· υποθέτουμε ότι ήταν η «πολιτισμένη» αντίδραση του Στέφανου (της εξιστορεί τη ζωή του, τις αποτυχίες του, τα λάθη του, παραδέχεται ακόμα και τα πιο δυσβάσταχτα ελαττώματά του, και φέρεται σαν μικρος θεός), ίσως ακόμα κι ο ανταγωνισμός με τη φιλεναδίτσα του. Η «προκατάληψη» επίσης της συγγραφέως υπέρ της Μέλπως με απώθησε γιατί εγώ τη βρήκα …εγωίστρια και αντιπαθητική!
Κυρίως όμως, αυτό που βρήκα ως αδυναμία γραφής, ήταν η υπερβολική, μέχρι φλυαρίας, «αυτοαναφορικότητα». Η πλήξη του αναγνώστη όταν ο συγγραφέας αποφασίζει να του εξομολογηθεί με κάθε λεπτομέρεια το πώς σκέφτηκε για να ονομάσει τον ήρωα έτσι κι όχι αλλιώς, να του δώσει αυτό το επάγγελμα ή αυτή την ιδεολογία· προς τι αλήθεια; μου φαίνεται ανούσιο, ίσα για να γεμίζει κανείς σελίδες ή για να δίνει μια «μεταμοντέρνα» χροιά.
Τέλος, υποκειμενικά και προσωπικά, ίσως η όλη αρνητική αίσθηση να οφείλεται στο ότι μου φαίνεται ασύμβατο το ειρωνικό/εξυπνακίστικο και το ερωτικό/λυρικό στοιχείο. Εκτός αν έχει κάποιος πολλή μαστοριά.
Χριστίνα Παπαγγελή
Διάβασα το βιβλίο της Καστρινάκη- προτού κοιτάξω την κριτική σας. Επειδή τυχαίνει να έχω διαβάσει και κάτι διηγήματα της θα ήθελα απλώς να αναφέρω πως δεν της λείπει ο εγκέφαλος. Ίσως η συγγραφέας δεν καταφέρνει (και πάλι) να φτουρήσει λογοτεχνικά λόγω των ακαδημαϊκών ενοχών της ( της "ηθικής του επαγγέλματος" που λέει και σ'ένα σημείο του βιβλίου της). Το χαρακτηρίζετε ρομάντσο, τι επιείκεια! Προσωπικά, νομίζω ότι ούτε εκεί ανήκει. Μια απόπειρα να μαγειρέψει γκουρμέ ήταν που κατέληξε σε πατατοσαλάτα.
ΑπάντησηΔιαγραφή