Κάποια στιγμή η ζωή μετατρέπεται σε διήγηση
αλλά δεν υπάρχει κανείς που να μπορείς να του διηγηθείς,
που να ακούει
Η ιστορία ενός έρωτα παράφορου, ακραίου και μονόπλευρου, επομένως απεγνωσμένου. Ενός έρωτα που ακολούθησε ως εμμονή όλη την ταραχώδη ζωή του Αλεξάντερ φον Μπρύκεν, μέχρι τον θάνατό του· που παρέμεινε ανεκπλήρωτος και θερμάνθηκε σ΄όλη τη διάρκεια των 70 χρόνων (από τη στιγμή που εκδηλώθηκε) μόνο από δυο τρία εκβιαστικά φιλιά, το πρώτο μάλιστα μετά από συναλλαγή 50 μάρκων! (ποσό τεράστιο, δεδομένου ότι βρισκόμαστε στον β΄ παγκόσμιο πόλεμο).
Ο παθιασμένος ήρωας είναι πια στο τέλος της ζωής του, πάμπλουτος αλλά απομονωμένος και καλεί στη βίλα του τον συμπρωταγωνιστή/ αφηγητή, νεαρό συγγραφέα, παραγγέλλοντάς του να συγγράψει την προσωπική του ιστορία. Έτσι ξεκινά ένας κύκλος αφηγήσεων του Αλεξάντερ, που διακόπτεται από τα σχόλια και τα συναισθήματα του συμπρωταγωνιστή. Έχουμε δηλαδή δυο συγγραφικά «εγώ», μια πρωτότυπη δομή που διασφαλίζει την …υποκειμενικότητα του αρρωστημένου έρωτα, ενώ το ύφος είναι προφορικό αλλά μεστό, ευχάριστο, γλαφυρό. Όλ’ αυτά κρατούν τον αναγνώστη σ’ ενδιαφέρον, παρόλο που το περιεχόμενο, ιδιαίτερα προς το τέλος, είναι λίγο τραβηγμένο.
Ο Αλεξάντερ αναλώνει όλη του τη ζωή στο «απόλυτα μεγάλο παιχνίδι». Από τη στιγμή που γνώρισε τη Σόφι, στο καταφύγιο όπου κρύβονταν ως παιδιά κατά τη διάρκεια των αεροπορικών επιδρομών, νιώθει να τον τρελαίνει ο έρωτας, και σχεδιάζει κάθε του κίνηση με τόλμη και απίστευτο κόστος, για να τη φέρει κοντά του. Ένας έρωτας παραλυτικός, τον οποίο καταφέρνει ο ήρωας με τον λυρισμό του να τον κρατήσει ανέπαφο, να τον μεταφέρει και σε μας, παρόλη την απόλυτη άρνηση που συναντά, άρνηση που γίνεται πολλές φορές και απέχθεια. Τα πενήντα μάρκα που ζήτησε η Σοφία για να δεχτεί το φιλί του Αλεξάντερ εκείνος τα έκλεψε από τον πατέρα του, ευχόμενος «να αντιληφθεί τη κλοπή, θέλοντας να με δείρει για το κακούργημά μου, σαν μια μεγάλη, μεγάλη απόδειξη της αγάπης μου γι’ αυτήν». Το φιλί ήταν μοιραίο όχι μόνο γιατί άναψε τον αγιάτρευτο πόθο στον Αλεξάντερ, αλλά και γιατί μεταβίβασε τον ιό της ανεμοβλογιάς στη Σόφι, κι όλοι κατάλαβαν την παράδοξη σχέση τους (δεν έκανε και καμιά προσπάθεια ο ήρωας να την κρύψει!). Ύστερα απ’ αυτό η μοίρα τούς απομάκρυνε για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα.
Γόνος πλούσιας οικογένειας εργοστασιαρχών, με επαφές με υπουργούς και ανώτατα στελέχη των ναζί, ο Αλεξάντερ μένει μόνος μετά από μια τρομερή οικογενειακή καταστροφή, με διαλείψεις στη μνήμη (αρχικά) αλλά και με μια τεράστια περιουσία. Χωρίς κανένα είδος κοινωνικής συνείδησης (αντίθετα με τη Σόφι, που λόγω της κοινωνικής της τάξης συναναστρέφεται προοδευτικά και ριζοσπαστικά στοιχεία της μεταπολεμικής Γερμανίας), θύμα του ανελέητου πάθους του, αφιερώνει όλο του το είναι στο να την ξαναβρεί και να ακολουθήσει τα ίχνη της.
Την ψάχνει απεγνωσμένα, την παρακολουθεί κρυφά, την ξανασυναντά μετά από πολλά χρόνια κλαμένη για έναν άτυχο έρωτα κι αποτολμά να χτυπήσει το κουδούνι της:
Δεν ξέρω πώς να το περιγράψω για να το καταλάβετε, θα έπρεπε να ανατρέξουμε σε μυθικές υπερβολές. Έτσι πρέπει να ένιωσε ο Ορφέας όταν ξαναείδε την Ευρυδίκη στον Άδη (…)· έτσι ένιωσα τότε, στο τέλος ενός μεγάλου ταξιδιού. Μέσα στο κεφάλι μου ατελεύτητα πυροτεχνήματα, το νόημα της ύπαρξής μου με σάρκα και οστά βρισκόταν μπροστά μου, συμφιλιωμένος με κάθε πόνο, προικισμένος με τη βαθύτερη γνώση του κόσμου, (…) για να το πω τετριμμένα: τόσο μεγάλη ανάταση ένιωσα μέσα μου.
Την παρηγορεί, την καλεί σπίτι του όπου για να πάνε έχει ήδη …ναυλωμένο αεροπλάνο (όπως καταλαβαίνετε, είχα τρελαθεί τελείως, μόνο στα πιο τολμηρά μου όνειρα είχα την προσδοκία να βγάλω τη Σόφι από δω μέσα και να την πάρω σπίτι μαζί μου). Κι εκείνη, γιατί άραγε δέχεται; (Αυτό ήταν πάντα το πρόβλημά μου. Οι άνθρωποι που συναντούσα, το πρώτο πράγμα που έβλεπαν σε μένα ήταν οι ευκαιρίες που τους παρείχε η περιουσία μου, μετά εμένα, τον άνθρωπο, ήμουν ένα πλάσμα με κεραίες ευκαιριών, ένα είδος δένδρου των επιθυμιών, ένας υπηρέτης που πραγματοποιεί όνειρα ).
Ο Αλεξάντερ, τώρα πια που αφηγείται τα περιστατικά, έχει επίγνωση, λίγο καθυστερημένα βέβαια, της απίστευτης αφέλειάς του (μα ήμουν αξιαγάπητος, ήμουν γενναιόδωρος, ήμουν καλόκαρδος, ικανός να μάθω, δεν ήμουν άσχημος! Ήμουν όμως και νέος και βλάκας και ασυγκράτητος. Και φυσικά εκτός εαυτού). Την οδήγησε λοιπόν σ’ έναν παραμυθένιο πύργο, όπου την υποδέχτηκαν με τρομακτική επισημότητα ( υπηρέτες με μαύρα κουστούμια, τεράστιο τραπέζι κλπ.). Η Σόφι φυσικά φρίκαρε (εσύ θέλεις να με αγοράσεις σαν άλογο…), έδωσε το δεύτερο εκβιαστικό φιλί και έφυγε πανικόβλητη. Μα δεν έχει εδώ σημασία το τι ακριβώς συνέβη, όσο ο τρόπος που βιώνει ο αφηγητής το πάθος, την ήττα, την ταπείνωση τα αλλεπάλληλα λάθη του. Όλο του το μίσος στρέφεται στον εαυτό του, όχι στη Σόφι, κι αυτό είναι το μεγαλείο του.
Μετά από αυτό το περιστατικό δεν ξανατολμά να εμφανιστεί πια μπροστά της. Στέλνει όμως τον έμπιστό του οικογενειακό οικονόμο, τον Λούκιαν στο Βούπερταλ όπου μένει η Σόφι, να την παρακολουθεί και να τη γνωρίσει. Ο Λούκιαν δένεται μ’ έναν περίεργο τρόπο με τη Σόφι, και δίνει συνέχεια πληροφορίες στον Αλεξάντερ, ο οποίος έχει χάσει πια κάθε έλεγχο (Κάποια στιγμή δεν γελούσα πια, μόνο έκλαιγα. Από αυτολύπηση. Γιατί δεν ήμουν ικανός να κάνω στη ζωή μου κάτι λογικό, γιατί; Θα ξόδευα όλες τις δυνατότητες που μου είχαν δοθεί σ’ ένα πρόσωπο που δεν αισθανόταν τίποτα για μένα; Κάτι που είχε νομιμοποιηθεί ως σαγηνευτική τρέλα, ως διασκεδαστικό παιχνιδάκι, αναπτυσσόταν όλο και περισσότερο σε ξόδεμα μιας ζωής).
Οι δρόμοι από κει και πέρα αποκλίνουν περισσότερο για να συγκλίνουν με διαφορετικό τρόπο (χαρακτηριστικός ο τίτλος του κεφαλαίου «Στο άπειρο οι παράλληλες συγκλίνουν»). Η Σόφι μπλέκεται σε φοιτητικές οργανώσεις και σε διαδηλώσεις, ενώ ο Αλεξάντερ, που έχει βάλει ανθρώπους να την παρακολουθούν βήμα βήμα, φτάνει στο σημείο να μεταμφιεστεί για να τη …σώσει από την επίθεση των αστυνομικών δυνάμεων σε μια φοιτητική διαδήλωση. Σ’ αυτή τη φάση μάλιστα, της …κράτησε για λίγα λεπτά το χέρι!(Δεν ήθελα το κακό της, δεν ήθελα να εισβάλω στη ζωή της, μόνο πότε πότε να τη βοηθάω λίγο, να την προστατεύω, να τη φροντίζω. Είναι κατακριτέο αυτό; Είναι; Έχει η αγάπη ηθική;)
Η κοινωνική αντίθεση φτάνει στο αποκορύφωμά της: ο Αλεξάντερ γίνεται σταδιακά σημαίνον πρόσωπο με μεγάλη επιρροή και πλούτο αλλά πάντα ιδιόρρυθμος (η φήμη μου, ενός λοξού ιδιότροπου που, κρυμμένος από τον κόσμο, υπάρχει ως σκοτεινή θεότητα, έγινε θρύλος/ το όνομά μου, που ήταν από παλιά μισητό, έγινε η ενσάρκωση του καπιταλιστή δικτάτορα κλπ.), ενώ η Σόφι, χώνεται όλο και πιο βαθιά σε φεμινιστικές και αριστερίστικες οργανώσεις ώσπου καταζητείται ως ύποπτη για σοβαρές εγκληματικές πράξεις! Όταν μπαίνει για τα καλά στην παρανομία (Ερυθρές Ταξιαρχίες) καταζητείται. Δίνεται εδώ η ευκαιρία στον Krausser να σκιαγραφήσει την κατάσταση στη Γερμανία της Μπάαντερ Μάινχοφ αλλά και της Στάζι. Ο Αλεξάντερ νομίζει για χρόνια ότι η Σόφι έχει πεθάνει και φυτοζωεί, μεγαλοπρεπώς πάντως. (Η ευτυχία έχει να κάνει και με την αυταπάτη +++, σελ. 323).
Η υπόθεση μπερδεύεται με τραγελαφικό τρόπο, γιατί η παράνομη οργάνωση χρησιμοποιεί τη Σόφι ως δόλωμα για ν’ απαγάγουν τον Αλεξάντερ, η Σόφι του τηλεφωνά για να τον αποτρέψει, κι εκείνος, θύμα της έκπληξης και του έρωτά του έρχεται πειθήνια στο ραντεβού μαζί με το υπέρογκο ποσό των λύτρων! Η εξέλιξη γελοιοποιεί ακόμα περισσότερο τον ήρωα, γιατί κανείς δεν ήρθε ποτέ στο ραντεβού… (έχετε το ελεύθερο να με περιγράψετε ως έναν τρελό. Μην κάνετε οικονομία στην κωμικότητα)
Μετά την αυτοκτονία της Ουλρίκε Μάινχοφ, η Σόφι φυγαδεύεται στην Ανατολική Γερμανία. Αλλάζει το όνομά της και ζει στην αφάνεια, όλοι χάνουν τα ίχνη της. Ο Krausser περιγράφει με πολύ χαρακτηριστικές σκηνές το ιδιόμορφο πολιτικό σκηνικό των δυο Γερμανιών. Οι ήρωες ξανασυναντιούνται μετά πολλά χρόνια, όταν ο Αλεξάντερ ανακαλύπτει την αγαπημένη του και με χίλιες δυσκολίες καταφέρνει να τη φυγαδεύσει με τη μέθοδο «ψητό κατάψυξης» (πτώμα ανθρώπου που έχει πεθάνει από βαριά εγκαύματα, και δεν αναγνωρίζεται). Ο μεταμφιεσμένος Αλεξάντερ καταφέρνει να της δώσει το τρίτο φιλί της ζωής του (ακόμα και σήμερα δεν ξέρω αν με αναγνώρισε εκείνη τη στιγμή, υπήρχε μια ελαφριά λάμψη στο πρόσωπό της, σκέφτηκα ότι ίσως, δεν ξέρω, το φιλί όμως θεέ μου,το φιλί-)
Φυσικά η Σόφι εξαφανίζεται. Δεν την κυνηγά άλλο πια ο Αλεξάντερ. Αποσύρεται στον πύργο του και αναμασά τα συναισθήματά του: (σελ. 437) Είναι ωστόσο ευχαριστημένος, αν και κατηγορεί για κάποια πράγματα τον εαυτό του. Τη ζωή του την καθόρισε ο έρωτας , αυτή είναι μια περίπλοκη, πολύπλευρη δύναμη, που στο τέλος σε διαλύει, με το συναίσθημα όμως ότι δεν είσαι ολομόναχος και ασήμαντος.
Ήταν λίγο τραβηγμένη η ιστορία, ίσως όχι πολύ αληθοφανής, όπως κρίνει και ο librofilo. Ο αθεράπευτος, μονόπλευρος έρωτας θυμίζει το «Παλιοκόριτσο» του Λιόσα, ή τον «Έρωτα στα χρόνια της χολέρας» του Μαρκές. Όμως, η εξομολογητική «φωνή» του Αλεξάντερ δίνει όλες τις διαστάσεις, τη γελοιότητα και το μεγαλείο αυτού του ταπεινωτικού και αδιέξοδου έρωτα. Τόσο πολύ καταξιώνεται όλη του η ζωή μέσα απ’ αυτόν, που αισθάνεται την ανάγκη να τον διαιωνίσει μέσα από τη συγγραφή. Ο νεαρός συγγραφέας είναι ελεύθερος να διασκευάσει όπως εκείνος θέλει το πρωτογενές υλικό (αφηγήσεις, ντοκουμέντα, μαγνητοταινίες), αλλά αποφασίζει να μην «εξωραΐσει», να μην αλλοιώσει τα λεγόμενα του ήρωα, να καταγράψει απλώς τα λόγια και τις αντιδράσεις, καθώς κι όλες τις «πηγές» που του παρέχει ο Αλεξάντερ. Όπως άλλωστε ο ίδιος ο – μυθιστορηματικός- συγγραφέας εκμυστηρεύεται στον Λούκιαν,
«η εξουσία που θα ασκήσω εγώ ως συγγραφέας είναι αντίστοιχη με εκείνη που άσκησε ο Αλεξάντερ πάνω στην πραγματικότητα». Στην απάντηση του Λούκιαν «με τη βοήθειά σας (ο Αλεξάντερ) θα μετατρέψει τα πάντα σ’ ένα έργο τέχνης», εκείνος απαντά:
Τα έργα τέχνης είναι ένα ψέμα. Ίσως θα ήταν καλύτερα να έμενε η ιστορία αποσπασματική · μόνο τα αποσπάσματα διατηρούν, με την έννοια του ρήματος, μια οπτική της αλήθειας.
Χριστίνα Παπαγγελή
Υ.Γ. Πολύ αξιόλογη η παρουσίαση της anagnostrias εδώ.