Πρόκειται δηλαδή για ένα κλειστό σύστημα, έναν ιδιαίτερο μικρόκοσμο πολύ ξένο για τα ελληνικά δεδομένα: ένα ιδιωτικό κολλέγιο/οικοτροφείο όπου οι μαθητές έχουν όντως ζήλο να γίνουν μουσικοί, τραγουδιστές, αθλητές, παλαιστές, θεατρίνοι, αλλά προπαντός «γραφιάδες». Ένα μοναδικό σχολείο όπου οι φιλόλογοι χαίρουν άκρας εκτίμησης (!), όπου η γνώση φαίνεται να είναι ουσιαστική, αλλά και οι παιδαγωγικές μέθοδοι εμπνευσμένες. Οι περισσότεροι μαθητές είναι επιφανών οικογενειών, ωστόσο το σύστημα τούς προστατεύει ώστε να μη γνωρίζουν μεταξύ τους την οικονομική κατάσταση του καθένα, αντίθετα, γινόσουν δέσμιος ενός συστήματος αξιών που σε εκτιμούσε για ό, τι πετύχαινες μόνος σου.
Όλα αυτά ακούγονται εξωπραγματικά και ουτοπικά, ωστόσο περιγράφονται μέσα από το πρίσμα ενός πάλαι ποτέ μαθητή του σχολείου, που τώρα πια είναι ενήλικας και μέσα από την απόσταση του χρόνου και της εμπειρίας απαντά καίρια στα ερωτήματα του αναγνώστη: είναι ένα «σνομπ» σχολείο; Πώς κατάφερναν οι φιλόλογοί μας να εμπνέουν τόσο σεβασμό και δέος; Σε σύγκριση με όσους δίδασκαν φυσική ή βιολογία τι πραγματικά γνώριζαν για τον κόσμο; (σε αντίθεση με τους μαθηματικούς και τους καθηγητές των φυσικών επιστημών εκείνοι έτειναν προς την ευρυμάθεια. Όσο ικανοί κι αν ήταν στην ανάλυση ενός κειμένου, δεν άφηναν ποτέ ένα ποίημα ή ένα μυθιστόρημα τεμαχισμένο, σαν σφαγιασμένο βάτραχο που βρομάει φορμελδαΰδη· το ξαναέραβαν με Ιστορία και ψυχολογία, με φιλοσοφία και θρησκευτικά, ακόμα και κάποιες φορές με φυσικές επιστήμες. Χωρίς να σου κολακεύουν την επιθυμία να ταυτιστείς με τον ήρωα μιας ιστορίας, σ’ έκαναν να νιώσεις ότι αυτό που είχε σημασία για τον συγγραφέα, ήταν σημαντικό για σένα). Και, κυρίως, γιατί τόσο πολλοί από μας θέλαμε να γίνουμε συγγραφείς; (ίσως να νόμιζαν, όπως κι εγώ, ότι με το να γίνεις συγγραφέας, αποφεύγεις τα προβλήματα που έχουν να κάνουν με την κοινωνική τάξη και την καταγωγή. Οι συγγραφείς ζούσαν σε μια δική τους κοινωνία, έξω από την κατεστημένη ιεραρχία, κι αυτό τους έδινε μια εξουσία που δεν πήγαζε από κανένα προνόμιο· την εξουσία να πλάθουν εικόνες του συστήματος εκτός του οποίου παρέμεναν, και, επομένως, να το κρίνουν).
Ο ανώνυμος ήρωας- αφηγητής είναι υπότροφος, ταπεινής καταγωγής, εβραίος και παιδί χωρισμένων γονιών· κοινωνικά χαρακτηριστικά που υποσυνείδητα και συνειδητά αποσιωπά (εφόσον άλλωστε το σύστημα το «επιτρέπει»). Έτσι, δεν τολμά ή δε θέλει να αμφισβητήσει ένα σχολείο που είναι περήφανο για το ιεραρχικό του σύστημα, βασισμένο στο χαρακτήρα του ατόμου και τις πράξεις του. Πίστευε (το σχολείο) ότι το σύστημα αυτό ήταν ανώτερο από εκείνο που ίσχυε στον έξω κόσμο, κι ότι μας δίδασκε να υπερηφανευόμαστε και ν’ απαιτούμε την αναγνώριση, μονάχα όταν το αξίζουμε. Ωστόσο, αντιλαμβάνεται, έστω κι ενστικτωδώς -χωρίς να το ομολογεί ούτε στον εαυτό του- ότι είναι ένα ωραίο όνειρο, που παρουσιάζει ρωγμές. Αποκαλυπτικό π.χ. για την ψυχοσύνθεση του ήρωα είναι το επεισόδιο με τον εβραίο επιστάτη τον οποίο ο ήρωας προσβάλλει άθελά του σφυρίζοντας αφελώς μπροστά του ένα ναζιστικό τραγούδι (του είχε «κολλήσει» από την κατασκήνωση όπου δούλευε το καλοκαίρι…). Παρόλη την κατσάδα, δεν αποκαλύπτει την εβραϊκή του ταυτότητα, πράγμα που θα τον «έσωζε», ούτε «αξιοποιεί» τη συναισθηματική κατάσταση για να γράψει το διήγημα που σκέφτηκε. Πέρα απ’ το ότι οι αναγνώστες αποκτούν ένα πρώτο δείγμα της ουσιαστικής ταυτότητας του πρωταγωνιστή, που θ’ αποτελέσει το μοιραίο στοιχείο για τη συνέχεια, ο τρόπος αφήγησης είναι γλαφυρός και διασκεδαστικός.
Μια δεύτερη ένδειξη του μυστικού ψυχικού κόσμου του ανώνυμου ήρωα είναι το ποίημα που εμπνέεται από τη φωτιά, το ποίημα με ήρωα τον πυροσβέστη που μετά από μια μεγάλη πυρκαγιά γυρίζει στο μίζερο σπίτι του κι όλα τον ενοχλούν:
Νόμιζα ότι το γράψιμο μ’ ευχαριστούσε, και συνήθως έτσι συνέβαινε. Όμως το γράψιμο εκείνου του ποιήματος δεν το χάρηκα (…). Πάντως μιλούσε για κάτι πολύ οικείο· μιλούσε για το σπίτι μου, για τη μητέρα μου που είχε φύγει, για τον πατέρα μου (αν και δεν ήταν πυροσβέστης) που τον πλήγωνε η αδιαφορία μου, για μένα που η ανάγκη του για τρυφερότητα με τρόμαζε, (…+++), για μια ατμόσφαιρα ενυδρείου όπου όλα είναι κλειστά και κυκλικά. Άκουγα κι έβλεπα τα πάντα μέσα σ’ εκείνο το διαμέρισμα, ακόμα και το μοτίβο στη φορμάικα. Έβλεπα κι εμένα μέσα και δεν ήθελα να με βλέπω. Ούτε ήθελα να με δει κανένας άλλος.
Κρατώντας λοιπόν κρυμμένο έναν ολόκληρο κόσμο, ο αφηγητής μάς παρουσιάζει τη ζωή του, τα συναισθήματά του και τις αγωνίες του στην προσπάθεια να προσαρμοστεί στο κλειστό σύστημα του σχολείου αλλά και να διακριθεί στο διαγωνισμό, στοχεύοντας ιδιαίτερα στη συνάντηση με τον Έρνεστ Χεμινγουαίη τον οποίο υπερθαυμάζει. Υιοθετεί ένα «άνετο» στυλ, κατασκευάζει μια εικόνα ανέμελου νεαρούλη καλής οικογενείας, ειρωνικά εγκάρδιου επιμελώς αχτένιστου κλπ. Πέρα από τις γνήσιες λογοτεχνικές ανησυχίες (εγώ δε διάβαζα μόνο συγγραφείς, διάβαζα και για συγγραφείς (…). Οι επιδιώξεις μου ήταν μυστικιστικού χαρακτήρα· ήθελα ν’ αγγίξω χέρια που είχαν γράψει ζωντανά διηγήματα και ποιήματα, χέρια που είχαν αγγίξει χέρια άλλων συγγραφέων. Ήθελα το χρίσμα τους), πειθόμαστε για την έφεσή του στο λόγο, από τον τρόπο που παρατηρεί, βιώνει και μετασχηματίζει την πραγματικότητα. Είναι ένας μοναδικός παρατηρητής, με ευαισθησία και χιούμορ. Επίσης, δίνεται αφορμή στον αφηγητή/συγγραφέα, μέσα από την παρουσίαση των «ανταγωνιστών» του και των έργων τους, να μπει στην «ουσία της γραφής», να εκφράσει ένα σωρό πολύ καίριες παρατηρήσεις για τα έργα τους αλλά και για τη γλώσσα της λογοτεχνίας.
Ωστόσο, αυτό που παρουσιάζει μεγαλύτερο ενδιαφέρον στο βιβλίο αυτό δεν είναι η- πάντα συναρπαστική- σχολική ζωή και οι σχέσεις της, ούτε οι διαπιστώσεις σχετικά με το λογοτεχνικό λόγο. Προχωρά σε περισσότερο βάθος και εστιάζει γύρω από το πολυσυζητημένο θέμα της σχέσης ζωής και έργου ενός συγγραφέα, αλλά αυτή τη φορά από μέσα. Δηλαδή, ο ίδιος ο πρωταγωνιστής, χωρίς να το συνειδητοποιεί αρχικά τουλάχιστον, αντιστέκεται σθεναρά στο να αποκαλύψει τον εαυτό του στους άλλους αλλά και στα διηγήματα του. Τα δυο επεισόδια που προαναφέρθηκαν είναι χαρακτηριστικά. Όσο περνά ο καιρός όμως και πλησιάζει η προθεσμία να υποβάλει το διήγημα στο διαγωνισμό (με επικείμενη την επίσκεψη του Χεμινγκουέι) η έμπνευσή του παγώνει, δε γράφει, δε μπορεί να γράψει τίποτα (ήμουν κι εγώ τόσο εξουθενωμένος, περιμένοντας με το χέρι απλωμένο να με ελεήσουν οι λέξεις, ώστε πραγματικά μπήκα στον πειρασμό να του πω την αλήθεια- ότι δεν είχα γράψει τίποτα, ότι δεν μπορούσα να γράψω τίποτα).
Κι όμως, ο ήρωας ανυπομονεί να βγάλει τη μάσκα του. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που λατρεύει τον Χεμινγουαίη:
Σελ. 130:
Μπήκα στον κόσμο του αναζητώντας εικόνες δύναμης, αυτάρκειας, απελευθέρωσης από τα δεσμά του σχολείου, (…) τώρα όμως διάβαζα έναν διαφορετικό συγγραφέα. Μπορεί να συμβαίνουν σκληρά πράγματα σ’ αυτά τα διηγήματα, αλλά οι άνθρωποι δεν είναι σκληροί, τα νιώθουν τα χτυπήματα. (…) Ο άνθρωπος που ζούσε μέσα σ’ αυτά τα διηγήματα, δεν ήταν ο ατσάλινος πολεμιστής που η εικόνα του είχε θολώσει τόσο πολύ τις πρώτες εντυπώσεις μου. Από πολλές απόψεις ήταν ένας ασήμαντος, σχεδόν κοινός άνθρωπος που έκανε λάθη, που έπασχε από νευρικότητα και φόβο- φόβο ακόμα και για τα ίδια του τα πνευματικά δημιουργήματα- και που μερικές φορές δεν ήξερε πώς να συμπεριφερθεί.
Αυτή είναι η ψυχολογία του ήρωα όταν πέφτει στο «μοιραίο σφάλμα». Ένα σφάλμα μεγάλο για το σχολείο, για το διαγωνισμό και για τους άλλους, αλλά για τον ίδιο μια προσωπική υπέρβαση: ανοίγει από περιέργεια ένα περιοδικό με λογοτεχνικά διηγήματα της Ακαδημίας Θηλέων και το ειρωνικό μειδίαμα σβήνει με την πρώτη αράδα ενός διηγήματος μιας κοπέλας:
«Ελπίζω να μη με είδε κανείς να μαζεύω τη γόπα από κάτω, αλλά έχω ξεμείνει και θέλω να φουμάρω…»
Η αποκάλυψη για τον ήρωα είναι συγκλονιστική. Το διαβάζει ολόκληρο με κομμένη ανάσα και σχολιάζει:
«Όλα εντάξει». Αυτή ήταν η τελευταία φράση του διηγήματος, μιας ιστορίας όπου τίποτα δεν ήταν εντάξει. Το ξαναδιάβασα από την αρχή, αργά αυτή τη φορά, νιώθοντας ότι κάποιος είχε διαρρήξει και λεηλατήσει το θησαυροφυλάκιό μου, κι ότι όλα μου τα μυστικά ήταν τώρα εκτεθειμένα σ’ εκείνες τις σελίδες. Από την πρώτη φράση, έβλεπα κατάφατσα τον εαυτό μου.
(..) Πώς αρχίζει κανείς να γράφει την αλήθεια;
Δε νιώθει καμιά ενοχή να το αντιγράψει και να το υποβάλει αυτούσιο στο διαγωνισμό, γιατί αισθάνεται ότι «είναι δικό του» (ολόκληρο το διήγημα ήταν σα να’ χε από το ημερολόγιο που δεν κράτησα ποτέ).
Το αντέγραψε όλο με την ικανοποίηση και τη σιγουριά ότι «όποιος διάβαζε αυτό το διήγημα, θα μάθαινε ποιος ήμουν στ’ αλήθεια».
Τα γεγονότα εξελίσσονται ραγδαία, η ουσία άλλωστε του βιβλίου έχει ειπωθεί: ο Χεμινγκουέι εντυπωσιάζεται, στέλνει εκτενή κριτική την οποία σχολιάζει ο ήρωας με μεγάλη οξυδέρκεια, αλλά όταν γίνεται αντιληπτή η απάτη, φυσικά αποβάλλεται από το σχολείο. Τον παρακολουθούμε με αξιοπρέπεια να αποδέχεται την τιμωρία και να παίρνει το τρένο της αποχώρησης, λίγες μέρες πριν το ίνδαλμά του επισκεφτεί το σχολείο.
Το βιβλίο ωστόσο δεν τελειώνει, μας επιφυλάσσει κάποιες ανατροπές:
Ο ήρωας χρόνια μετά γίνεται καταξιωμένος συγγραφέας και τον προσκαλούν, ως συγγραφέα πια, στο σχολείο. Αρνείται όμως- κι έχουν ενδιαφέρον τα συναισθήματα που τον οδήγησαν σ’ αυτήν την απόφαση. Στην τυχαία του συνάντηση μ’ έναν καθηγητή του, μαθαίνει κάποια καθοριστικά παρασκήνια των γεγονότων που δεν τα ήξερε, και το βιβλίο τελειώνει με την ιστορία του Άρτς, ενός άλλου καθηγητή που παραιτήθηκε για παρόμοιους λόγους και εντέλει επέστρεψε ως άσωτος υιός (μάλιστα η τελευταία φράση του βιβλίου είναι «ο πατέρας του, μόλις τον είδε να’ ρχεται, έτρεξε να τον προϋπαντήσει». Ένα τέλος λίγο άστοχο, ακόμα κι αν δει κανείς τον Άρτς σα μια διαφορετική περσόνα του πρωταγωνιστή.
Κατά τη γνώμη μου πάντως, η πιο αξιόλογη –και κωμικοτραγική- ανατροπή είναι όταν συναντιέται λίγο καιρό μετά την αποβολή του από το σχολείο με τη Σούζαν, την κοπέλα που έγραψε το διήγημα. Η συνάντηση είναι «καθαρτική». Δεν ήταν τυχαίο που το διήγημα της Σούζαν μίλησε τόσο στην ψυχή του ήρωα. Η Σούζαν είναι άμεση, αυθόρμητη, διεισδυτική, νομίζει ότι η απάτη με το διήγημα της είναι μια καλοστημένη φάρσα που γελοιοποιούσε το κυριλέ εκτροφείο επιβητόρων, τον Χενινγκουέι και την ιδέα της λογοτεχνίας ως μεγάλης φαλλοκρατικής (!) επιχείρησης. Η συνάντησή τους είναι μια ακόμα αφορμή κατάπληξης για τον ήρωα, ο οποίος εκδηλώνει το θαυμασμό του για το θάρρος και την ειλικρίνεια του διηγήματος (Σούζαν: Πώς το ξέρεις ότι δε είναι απάτη, απ’ την αρχή ως το τέλος;) και τελειώνει όχι βέβαια με ρομάντζο, αλλά με τη σοκαριστική της δήλωση ότι δε γράφει πια γιατί είναι ανούσιο, γιατί απλώς σε αποκόβει από τον κόσμο, σε κάνει εγωιστή και, γενικά, δε σε ωφελεί σε τίποτα. Αμέσως μετά ο ίδιος σημειώνει: «ξέρουμε τι είναι ιερό για μας όταν αποστρεφόμαστε έντρομοι το βέβηλο, κι αυτήν ακριβώς την επίδραση είχε πάνω μου η άνεση με την οποία η Σούζαν πρόδιδε το χάρισμά της».