Σάββατο, Μαρτίου 07, 2009

6384 χαρακτήρες για το βιβλίο του Γιάννη Μ. Καλιόρη, Παρεμβάσεις ΙΙ, Γλωσσικά

Ξεκίνησα να διαβάζω το βιβλίο με σκοπό να δω την αντεπιχειρηματολογία σχετικά με την άποψη που είχα ήδη υιοθετήσει για τη διαχρονία της γλώσσας. Δε ξέρεις ποτέ...
Αποτελεί συλλογή κειμένων γραμμένων στις αρχές της δεκαετίας του ’80 όταν εκδηλώθηκε η αντίδραση στις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις του 1976. Οι στρεβλώσεις της πολιτικής ήταν τέτοιες που η «νεοσυντηρητική» οπτική διεμβόλισε όλους τους πολιτικούς χώρους. Υπάρχουν κείμενα που δημοσιεύτηκαν σε ποικίλα περιοδικά όπου διεξάγονταν διάλογος για τη γλώσσα, στο Αντί, στον Πολίτη κλπ, όπως και στην έκδοση του ελληνικού γλωσσικού ομίλου.
Ο συγγραφέας ονομάζει τα κείμενά του «δοκίμια πολεμικού χαρακτήρα» (σελ. 28). Η οπτική που διαρθρώνει τη σκέψη του χαρακτηρίζεται από την πεποίθηση της ενότητας και του ενιαίου χαρακτήρα της ελληνικής γλώσσας, του κινδύνου να αφελληνιστεί εξαιτίας των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων γιατί μένει ανυπεράσπιστη σε κινδύνους όπως οι επιδράσεις που δέχεται από άλλες γλώσσες.
Τα περισσότερα κείμενα έχουν υπότιτλους που τα προσδιορίζουν ως «απάντηση σε ....» και ακολουθούν ονόματα όπως του Α. Σιδέρη, του Γ. Αράγη, του Α. Γκότοβου, της Α. Φραγκουδάκη, του Ε. Κριαρά, του Β. Φόρη, του Δ. Τομπαΐδη, του Φ. Βώρου κλπ.
Ο επιτηδευμένος και μακροπερίοδος λόγος με δυσκόλεψε. Φαίνεται ότι αποτελεί στοιχείο της ιδιολέκτου του συγγραφέα. Πολλές φορές η τελεία έρχεται μετά από 7-8 σειρές και περισσότερο, μετά από 80-90 λέξεις. Επέμενα θέλοντας να εντοπίσω συγκεκριμένα στοιχεία, τεκμήρια και κριτικές που να στηρίζουν τις γενικόλογες απόψεις. Ιδιαιτέρως φτωχά και επιλεκτικά μονομερή δε με πείσανε ή, για να είμαι δίκαιος, δε με μεταπείσανε. Παράδειγμα από τις σελίδες 153-155, η θέση ότι «στη σύγχρονη κοινή, οι 9 λέξεις στις 10 επλάσθησαν από τη λόγια γλωσσική παράδοση». Επίσης, δυσκολία στην ανάγνωση, αλλά και άσχημη εντύπωση μου έκανε το πλήθος χαρακτηρισμοί που έχουν και απροκάλυπτα προσβλητικό χαρακτήρα. Ενδεικτικά: «του κ. Δ. Τομπαΐδη, κατ’ εξοχήν εκφραστού της παρωπιδοφόρου αντιλήψεως για τη γλώσσα» (σελ. 23), «δασκάλων και καθηγητών που πλειοδότησαν σε μισαλλόδοξη μονολιθικότητα» (σελ. 25), εγκλωβισμένους κι αυτούς στη στρούγκα των κομμάτων» (σελ. 23). Ο ίδιος κρατά το ρόλο τιμητή που διαπιστώνει ότι «οι σπουδές εξελίσσονται σε επιστημονική οργάνωση της άγνοιας».
«Η πανθομολογούμενη κατάπτωση της νεοελληνικής» τεκμαίρεται με την επίκληση στην αυθεντία πολιτικών όπως ο Λαλιώτης (σελ. 35), - που σαφώς δεν είναι ειδικός, ώστε η γνώμη του να βαραίνει περισσότερο από κάποιου ανώνυμου γείτονα μας, - την οποία θεωρεί αυταπόδεικτη ο συγγραφέας. Ταυτίζεται με τη δική του.
Η Άννα Φραγκουδάκη αποτελεί έναν από τους «αποδέκτες», στόχους του Καλιόρη. Η περιφρονητική του στάση τεκμηριώνεται και από την εξακολουθητική αναφορά σε αυτήν μόνο με τα αρχικά του ονοματεπώνυμού της, ως Α. Φ. (σελ. 48-64) Στη σελ. 45 βρίσκει την ευκαιρία να γράψει για την Α. Φ. ότι «ευνοεί προφανώς τη δημοτική όπως αυτή αποτυπώνεται στην περιοριστική Γραμματική Τριανταφυλλίδη...». Μάταια σε όλο το βιβλίο έψαξα να βρω μια αναφορά σε μιαν άλλη περιγραφική ή λιγότερο περιοριστική Γραμματική της Δημοτικής. Προφανώς η Γραμματική του Τριανταφυλλίδη έχει περιοριστικό χαρακτήρα, αφήνει έξω τους τύπους της καθαρεύουσας που δεν έγιναν αποδεκτοί από τους φυσικούς ομιλητές και συναντά κανείς μόνο σε κείμενα καθαρευουσιάνων. Γιατί είναι ενοχλητικό αυτό;
Σε πολλά σημεία δεν καταλαβαίνω από πού απορρέουν αιτιάσεις. Πότε και ποιος απέρριψε τη λογοτεχνική γλώσσα του Καβάφη, του Κάλβου, του Παπαδιαμάντη κλπ; (σελ. 93) Εκτός αν ο συγγραφέας θεωρεί ότι πρέπει να διδάσκεται ως κοινή γλώσσα έκφρασης η ιδιόλεκτος των μεγάλων συγγραφέων. Προφανώς η γλώσσα της λογοτεχνίας και κυρίως της ποίησης έχει άλλες λειτουργίες.
Οι σελίδες περνούν με τις ίδιες γενικόλογες ιδεοληπτικές μομφές για «προοδευτικούς» σε εισαγωγικά (υποθέτω ότι φανερώνουν ειρωνεία και αμφισβήτηση), διανοούμενους, αγροτοποιμένες, λιμενεργάτες και ευθύνες απέναντι στο λαό του οποίου φτωχαίνουν τη γλώσσα (σελ. 104). Η στρέβλωση είναι τέτοια, ώστε αποδίδεται στους δημοτικιστές «ο φετιχισμός του γραμματικού τύπου», ότι «θέλουν να επιβάλουν την αρχή της μονολιθικότητας... από τον οδοστρωτήρα της δημοτικιστικής μονοτυπίας... » (σελ. 134). Μα δεν ήταν ο δημοτικισμός αυτός που απάλλαξε τη γλώσσα από την επιβολή των νεκρών γραμματικών τύπων;
Επιμένω και διαβάζω στα όρια του μαζοχισμού (βίτσιο που μου δημιούργησε η εμμονή μου με τα γλωσσικά κατά τους τελευταίους μήνες;), προσπαθώ να ξεπεράσω τις συνεχείς «πολεμικές» απέναντι «στους στενοκέφαλους φανατισμούς των μαινόμενων ορθοδόξων που μόνο καταστροφές μπορούν να προκαλέσουν» (σελ. 155). Ακόμα και σε περιπτώσεις όπου φαίνεται να υπάρχει συγκεκριμένο ενδιαφέρον, όπως η σχέση της «μητρικής» με την «κοινή ομιλουμένη και γραφομένη» το πλήθος χαρακτηρισμοί κυριαρχεί σε βάρος μιας κυριολεκτικής περιγραφής και απόδειξης (σελ. 172)
Στη σελίδα 201 ο συγγραφέας ξεχνά την υπεράσπιση της πολυτυπίας και θέλει τη διατήρηση των ονομάτων: Κάντιος, Έγελος, Δάντης, Καρτέσιος και όχι τα: Καντ, Χέγκελ, ... ή Kant, Hegel… Εδώ μπαίνω στον πειρασμό να τονίσω την αντίφαση που υπάρχει. Η πολυτυπία είναι επιχείρημα μόνο για τα δικαιώματα που μας συμφέρουν; Άλλα έλεγε στη σελίδα 134. (Επίσης, θα μπορούσε εδώ να ανοίξει μεγάλη κουβέντα για το σεβασμό στα ονόματα των άλλων).
Σε άλλες περιπτώσεις (σελ. 210- 218) ο συγγραφέας υπερασπίζεται την αφομοιωτική δύναμη που έχει η γλώσσα να ενσωματώνει ξένες λέξεις στο κλιτικό της σύστημα. Έχει απόλυτο δίκιο, αλλά δεν έχει αντίπαλο! Ίσως γι’ αυτό απουσιάζουν οι χαρακτηρισμοί. Αλλά όλα όσα επισημαίνει ως τη σελίδα 247 μάλλον είναι συγκυριακά χαρακτηριστικά εισόδου ξένων λέξεων και όχι «γλωσσικός αφελληνισμός». Εξάλλου αν δεχθούμε τον κίνδυνο «γλωσσικού αφελληνισμού» μάλλον αμφισβητούμε τη δύναμη της γλώσσας να αφομοιώνει τις ξένες λέξεις.
Η κινδυνολογία για το «γλωσσολογικό αφελληνισμό» μετατρέπεται σε υμνητική διάθεση για την καθαρεύουσα (σελ. 273).
Στη σελίδα 337 ο συγγραφέας δηλώνει ότι οφείλουμε τα 3/4 του σύγχρονου λεξιλογίου στη λόγια συνιστώσα της γλώσσας. Είναι μία καλή έκπτωση από τα 9/10 που έγραφε στη σελίδα 153.
Στις υπόλοιπες σελίδες, ως την 387, κυριαρχεί το ιδεολόγημα ότι η αρχαία ελληνική αποτελεί την τροφό της νεοελληνικής και την προϋπόθεση για την οικειοποίηση της.
Ευτυχώς το βιβλίο ήταν δανεικό. Θα ήθελα να βρω συγκεκριμένα στοιχεία, αναφορές και επιχειρήματα. Tα ιδεολογήματα και οι υβριστικοί χαρακτηρισμοί θολώνουν το νου, ξεγελούν, δεν πείθουν.
silisav sidinoemis καθρεφτιζόμενος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου