Κάθε βιβλίο έχει το ρυθμό του. Εδώ έχουμε ένα ρυθμό περιήγησης, άλλοτε αργό και άλλοτε γρήγορο. Τα κεφάλαια του βιβλίου έχουν ένα κοινό παρονομαστή, τη θλίψη αυτής της μεγαλούπολης όπου συναντιούνται Δύση Ανατολή, Βορράς και Νότος και ακόμη, το παρελθόν μπερδεύεται στο παρόν και ο χρόνος γίνεται ασαφής.
Διάβασα το βιβλίο με διακοπές. Η ανάγνωσή του κράτησε περισσότερο από ένα μήνα. Μεσολάβησαν άλλα διαβάσματα, άλλα ενδιαφέροντα, σύντομα ταξίδια... Ακριβώς όπως θα ταίριαζε σε μια περιπλάνηση που σταματάς για να δεις κάτι πιο προσεκτικά, για να ξεκουραστείς, γιατί βαρέθηκες... Αυτό δε μείωσε σε τίποτε το ενδιαφέρον μου. Με ευχαρίστηση το ξανάπιανα, ίσως γιατί προηγήθηκε ένα ταξίδι στην Πόλη το καλοκαίρι και ανάλογη μελέτη. Και ξαναβρισκόμουν μέσα στις σελίδες του όπως κινείται κάποιος σε μια πόλη.
Αυτό το βιβλίο αποτελεί λοιπόν μια περιπλάνηση στο Βυζάντιο – Κωνσταντινούπολη – Ιστανμπούλ. Στα σοκάκια και στις λεωφόρους, στο Βόσπορο, στα Θεραπειά, στο Μπεμπέκ και στον Κεράτιο, στις γέφυρες, αυτή του Γαλατά και στις κρεμαστές, στα μνημεία, στην Αγιά Σοφιά, το Ντολμάμπαχτσε, και στα σπίτια, στις πολυκατοικίες των συνοικιών και στα γιαλί του Βοσπόρου, στις πλατείες και στα μαγαζιά. Περιπλάνηση στον αστικό ιστό και στα περίχωρα, περιπλάνηση και στο χρόνο δύο αιώνων. Χωρίς σχέδιο, πολλές φορές χωρίς σκοπό, πάντα με την ιδιαίτερη αυτή θλίψη που ο Παμούκ εμμένει να μεταδώσει. Τον ακολουθούμε και τον ακούμε να μιλά «στις πεζοπορίες που καμιά φορά κρατούσαν ώρες, καθώς περπατούσα στα μέρη όπου με πήγαιναν τα πόδια μου...». Η αίσθηση της περιπλάνησης και της θλίψης είναι συνεχής μέσα στις σελίδες του βιβλίου.
Επιστέφουμε ξανά και ξανά στα ίδια μέρη, στο Μπέγιογλου, στο Τακσίμ, στο Νισάντας, στο Τζιχανγκίρ, στο Ταρλάμπασι και άλλα και κινούμαστε ελεύθερα στο χρόνο με τα μάτια συγγραφέων που αγάπησαν την πόλη ή την επισκέφτηκαν και έγραψαν για αυτήν. Τούρκοι κάτοικοι της όπως ο Γιαχγιά Κεμάλ, ο Τανπινάρ, ο Αχμέτ Ρασίμ και Ευρωπαίοι περιηγητές όπως ο Γκοτιέ. Τα πρόσωπά τους μπερδεύονται με τα πρόσωπα των απλών κατοίκων, οι φιγούρες τους περιδιαβάζουν χαμένες μέσα στους ανθρώπους ή στην ερημιά των άδειων δρόμων του παρελθόντος. Η αίσθηση του ασπρόμαυρου, της ήττας, της απώλειας ενός σημαντικού παρελθόντος δε μπόρεσε να αντισταθμιστεί από τη δημιουργία ενός καινούργιου. Οι κάτοικοι δε φορούν όπως στο παρελθόν ρούχα με έντονα χρώματα.
Έτσι ο αναγνώστης έχει μια πολύπλευρη ματιά, που όμως η θλίψη δε χάνεται από το βλέμμα. (απόσπασμα 1) Αυτή γίνεται κριτική της καθημερινότητας και των συνηθειών, παρουσίαση των αντιφάσεων και των νοοτροπιών, σχόλιο στον εκδυτικισμό που δεν επιτυγχάνεται, παρά μόνο αλλοιώνει τον ανατολίτικο χαρακτήρα. Το οθωμανικό παρελθόν που χάνεται και το ευρωπαϊκό μέλλον που δεν έρχεται. Όταν δε μιλούν οι δυτικοί περιηγητές τότε οι ίδιοι οι μορφωμένοι Τούρκοι αναλαμβάνουν να δουν με δυτική ματιά την πόλη τους.
Η κριτική ματιά του συγγραφέα είναι διεισδυτική και χαρακτηρίζει όλο το βιβλίο. Από τη σελίδα 380 και μετά αγγίζει το δύσκολο θέμα της δημιουργίας του τουρκικού έθνους. Στα τρία κεφάλαια που ακολουθούν ως τη σελίδα 425 ο Παμούκ τολμά. Μιλά για την εντατικοποίηση του εκδυτικισμού, για την εθνοκάθαρση που επέβαλε το κράτος, για τις απαγορεύσεις σε Ρωμιούς και Αρμένιους να μιλούν τη γλώσσα τους στο δρόμο, για το ζήτημα των Κούρδων, για την κατάργηση του αραβικού αλφαβήτου και την αντικατάστασή του από το λατινικό, για τις φτωχές απόμερες γειτονιές όπου το τουρκικό έθνος στεκόταν ακόμα στα πόδια του και εκεί μπορούσε να ξεχάσει κάποιος τις μειονότητες των Ρωμιών, των Αρμένιων, των Εβραίων, των Κούρδων, για τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο και τον πόλεμο με τους Έλληνες στην Ανατολία, για τα βίαια γεγονότα της 6ης και 7ης Σεπτέμβρη σε βάρος των Χριστιανών και της δύσης, κυρίως των Ελλήνων και τη σιωπή ανθρώπων των γραμμάτων, για τον ιδεολογικό «εκτουρκισμό» της Ιστανμπούλ, για σπίτια που έμειναν άδεια εξαιτίας των εθνικιστικών διωγμών ενάντια στους Ρωμιούς, τους Αρμένιους και στους Εβραίους...
Επίσης, στο κεφάλαιο 19 που έχει τίτλο «Άλωση ή πτώση: ο εκτουρκισμός της Κωνσταντινούπολης, στις σελίδες 276 – 284 ο Παμούκ μιλά για όλη την περίοδο από το 1453 ως το 1955 και για το ελληνικό στοιχείο. Καταγράφει ότι «οι Ρωμιοί που εγκατέλειψαν τα τελευταία πενήντα χρόνια την Ιστανμπούλ εξαιτίας των λαθών των τουρκικών και των ελληνικών κυβερνήσεων που συμπεριφέρονταν στις μειονότητές τους, από τότε που η Ελλάδα και η Τουρκία έγιναν εθνικά κράτη, σαν να ήταν όμηροι, είναι περισσότεροι από κείνους που την εγκατέλειψαν στα πενήντα χρόνια μετά το 1453». Αλλά αυτό το κεφάλαιο έχει τόσο ιστορικό ενδιαφέρον εξαιτίας της «τόλμης» που το χαρακτηρίζει που αξίζει να παρατεθεί ολόκληρο. (απόσπασμα 2) Είναι εξαιρετικό δείγμα ψύχραιμης ματιάς στο παρελθόν, χωρίς υστερόβουλες σκοπιμότητες.
Ο Παμούκ στην Ιστανμπούλ του καταγράφει τη δική του πορεία στο χώρο και το χρόνο της, τη δική του θλίψη. Από τα παιδικά του χρόνια, στα χρόνια του σχολείου και των ελλιπών σπουδών του στην Αρχιτεκτονική καθώς το ενδιαφέρον του στρέφονταν στη ζωγραφική για να καταλήξει συγγραφέας. Ο λόγος του συχνά γίνεται μακροπερίοδος με τα ασύνδετα σχήματα να μην τελειώνουν. Σαν μουρμούρισμα ανατολίτικου τραγουδιού. Στις 589 σελίδες του βιβλίου περιλαμβάνονται πολλές φωτογραφίες που οπτικοποιούν εύστοχα την αφήγηση και τις περιγραφές.
Πολύ γοητευτική η περιπλάνηση στην Πόλη του Παμούκ- καταπληκτικά τα αποσπάσματα που διάλεξες... Μόλις διάβασα το πρώτο θυμήθηκα τους στίχους του Ρεμπώ:"Μου άρεσαν οι γελοίες ζωγραφιές, (…) τα παιδικά βιβλιαράκια, οι παλιές όπερες, τα σαχλά ρεφρέν, οι απλοϊκοί σκοποί.
ΑπάντησηΔιαγραφή-Αγάπησα την ερημιά, τα φρυγμένα περιβόλια, τα παλιοκαιρίσια μαγαζιά, τα αναψυκτικά που είχαν ζεσταθεί.
-Κατέγραφα σιωπές, σκοτάδια, αποτύπωνα το αόρατο.
-Καθήλωνα ιλίγγους"
ένα πραγματικά ωραίο post για ένα πραγματικά ξεχωριστό βιβλίο.
ΑπάντησηΔιαγραφήστο ίδιο μήκος κύματος κινείται και Το Μαύρο Βιβλίο (Ορχάν Παμούκ, εκδ. Ωκεανίδα), που όμως δεν αποτελεί την βουτιά του ίδιου του συγγραφέα στις αναμνήσεις του, αλλά την αναζήτηση δύο αγαπημένων προσώπων (της Ρουγιά και του Τζελάλ)μέσα από τις ιστορίες που έχει να μας πει κάθε δρόμος, κάθε περιοχή της Κωνσταντινούπολης.
Ο Παμούκ είναι κατά την γνώμη μου ένας από τους πιο ατμοσφαιρικούς συγγραφείς ever!!Συμφωνείς;
Χριστίνα, πρωτότυπος ο συνειρμός Παμούκ - Ρεμπώ. Ίσως το στοιχείο της περιπλάνησης που χαρακτηρίζει την Ιστανμπούλ θυμίζει τις περιπλανήσεις του Αρθούρου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑναγνώστη, καλώς ήρθες. Δεν ξέρω γενικά για τον Παμούκ... Τώρα διαβάζω το "Με λένε κόκκινο". Όμως η "Ιστανμπούλ" πραγματικά είχε την ατμόσφαιρα της πόλης. Το διάβασα, βήμα - βήμα, σχεδόν χωρίς να το καταλάβω! Για το "μαύρο βιβλίο" καθώς και για το "με λένε κόκκινο" έγραψε η Χριστίνα σε αυτό το blog. Μπορείς να τα βρείς από τον κατάλογο δεξιά στην οθόνη.
ας εων@ περιπλάνηση από περιπλάνηση διαφέρει, και ναι, η περιπλάνηση του Παμούκ στο πρώτο απόσπασμα μου θύμισε τους συγκεκριμένους στίχους του Ρεμπώ, για να μην πω και σκηνές αό τα "Φτερά του έρωτα", δηλαδή τη γοητεία του φευγαλέου, του άφατου, του ταπεινού, του παρακμιακού ...
ΑπάντησηΔιαγραφήαναγνώστη@ το "Μαύρο βιβλίο" ήταν για χρόνια το πιο αγαπημένο μου βιβλίο. Είναι καιρός που το χω διαβάσει, αλλά θυμάμαι ότι κάθε δεύτερο κεφάλαιο ήταν ανεξάρτητο, γιατί συνιστούσε άρθρο του χαμένου δημοσιογράφου Τζελάλ. όλα ήταν ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΑ, αλλά κυρίως αυτό που περιέγραφε το (!) βυθό του Βοσπόρου...
Μόνο την "Ινσταμπούλ" του Παμούκ έχω διαβάσει και που άρεσε πάρα πολύ. Σήμερα σκεφτόμουν να αγοράσω το "Με λένε κόκκινο" το οποίο έχω ακούσει ότι είναι το καλύτερό του. Εντυπώσεις μέχρι στιγμής;
ΑπάντησηΔιαγραφήΓεια σου Κωνσταντίνα. Εντυπώσεις για το "με λένε κόκκινο" από τη Χριστίνα στο http://anagnosi.blogspot.com/2008/04/blog-post_26.html.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕγώ το διαβάζω τώρα, αλλά δε νομίζω ότι μου δίνει την αίσθηση της "Ιστανμπούλ"
Έστω και καθυστερημένα το διάβασα. Πράγματι, τον Παμούκ πρέπει να τον διαβάσεις κομματιαστά. Εγώ έκανα το λάθος να τον διαβάσω μονορούφι. Με κούρασε. Σου αφήνει μια γλυκόπικρη γεύση στο στόμα. Στην Πόλη έχω να πάω είκοσι χρόνια, κι ας είναι ο (συνονόματος) παππούς μου θαμμένος εκεί, μετανάστης από την τότε Τουρκοκρατούμενη Ήπειρο, εκεί "ταξιδεύονταν" οι Ηπειρώτες, στην Αλεξάνδρεια και στη Βλαχιά. Τη θυμάμαι σαν Πόλη γεμάτη μυρωδιές, κάπου οι Τούρκοι με φόβιζαν, το σχολειό βλέπεις "έκανε" τη δουλειά του, "αγριάνθρωποι" νόμιζα, κι όμως: Αν εξαιρέσεις τους φαντάρους στους δρόμους, ήταν ημι-δικτατορία τότε, οι άνθρωποι ήταν φιλικοί, και μάλιστα, όταν χάθηκα νύχτα στα στενά του Πέραν (Μπεγίογλου σήμερα) με πήγαν δύο τετράγωνα παρακάτω για να βρω το δρόμο μου. Από τότε κατάλαβα ότι οι Τούρκοι έχουν ακόμα μιαν "αγνότητα" που εμείς τα τελευταία τριάντα χρόνια έχουμε χάσει, το έχει πει κι ο Ξανθούλης σε κάποια συνέντευξή του, θυμάμαι. Μπορεί να κάνω και λάθος, αλλά αυτό αποκόμισα. Μπορεί τώρα τα πράγματα να έχουν αλλάξει επίσης.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣτο βιβλίο τώρα: Σίγουρα αν δεν πας στην Πόλη πρώτα, δεν πρόκειται να καταλάβεις τίποτα. Και μάλιστα όχι με τις οργανωμένες εκδρομές: Πατριαρχείο, Αγιά Σοφιά, Μπλέ Τζαμί, Τοπ Καπί, Μπαλουκλή, Πριγκιπόνησα. Μόνος σου ή έστω με μια μικρή συντροφιά. Να γυρίσεις τα στενά και τις παλιές γειτονιές. Να δεις επίσης το μοντέρνο της πρόσωπο. Κάτι σαν επιστροφή στις ρίζες μεν, με το μάτι του ξένου όμως. Για αναστοχασμό: Τι έμαθα στο σχολειό, τι μου πέρασαν τα στερεότυπα, πόσο απέχουν από την πραγματικότητα. Μια άφαντη ελληνική παροικία, τα σπίτια με τις ελληνικές κτιτορικές επιγραφές, η παλιά αίγλη, η αίσθηση "μούχλας", που πράγματι αναδύεται και μέσα στο βιβλίο. Στο βιβλίο ανακαλύπτεις και κάτι ακόμα: Οτι τελικά η Πόλη πια δεν είναι "δικιά" μας. Στα χρόνια που πέρασαν οι δυο λαοί "ξέχασαν" πώς να ζούνε μαζί. Κι ας είναι μόνο μερικές δεκαετίες. Και, παρόλο τόσο κοντά, είναι τόσο μακριά. Η Πόλη έχει δικιά της πια ζωή, πέρα και μακρυά από Αλώσεις, μαρμαρωμένους βασιλιάδες, Ρωμιούς κι Αρμένηδες, όπως κάθε πόλη-μεγαλούπολη του κόσμου. Τουρκική πια. Ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Δε θυμάμαι πού είχα διαβάσει: "Δεν υπάρχουν κράτη, μόνο πόλεις". Κάτι τέτοιο ισχύει, μόνο που τα κράτη στην περίπτωση έπαιξαν τον (απαραίτητο για τη γένεση εθνικού κράτους) καταστροφικό τους ρόλο στην Πόλη-πόλη. Το λέει κι ο Παμούκ εξάλλου στο πολύ καλό απόσπασμα που παραθέτεις. Πάντως, για να ξαναγυρίσω στην επίσκεψή μου, από τότε μου γεννήθηκε η επιθυμία, να "μελετήσω" αυτήν την πόλη, αυτόν τον λαό, αυτήν τη χώρα. Γιατί δεν ξέρω, ίσως έτσι καταλάβω καλλίτερα τη χώρα μου. Και αν μου επιτρέψουν οι συνθήκες, θα ήθελα να ξαναπάω.
Stergios@ ταυτίζομαι απόλυτα με όσα γράφεις... Μια και αναφέρθηκες στον Ξανθούλη, έγραψε πρόσφατα ένα βιβλίο σχετικά με την Κωνσταντινούπολη ("Κωνσταντινούπολη των ασεβών μου φόβων"
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλώς ήρθες Στέργιο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΆμεσο και ζωντανό το σχόλιό σου. Πρώτη φορά πήγα και ‘γω στην Πόλη πριν από είκοσι χρόνια. Ήταν μετά το Πάσχα του 1988. Ξεκινήσαμε με ένα φίλο και, αφού για μέρες περιπλανηθήκαμε ασκόπως, συναντηθήκαμε με γνωστό που είχε πάει για σπουδές. Δέκα μέρες στην Πόλη δεν πήγαμε καν στην Αγιά Σοφιά!
Έχεις δίκιο, η Πόλη δεν ανήκει σε κανένα. Δε μπορεί να ανήκει. Καθόμασταν στην παλιά γέφυρα του Γαλάτα και χαζεύαμε την παλιά πόλη, τον Κεράτιο, το Βόσπορο. Μας μιλούσαν τουρκικά, κουρδικά, άλλες γλώσσες. Κανείς δεν υποψιαζόταν ότι είμαστε Γιουνάνηδες.
Αυτές τις στιγμές, στα στενά πίσω από το Σιδηροδρομικό Σταθμό, στο Μισιρλί Παζάρ, στο Ταξίμ και στο Μπέγιογου, μου θύμισε ο Παμούκ. Τα μικρά μαγαζιά, με ζωντανή μουσική, αργά τη νύχτα, που άκουγαμε Teli-teli, Olmasa Mektubun, Maskeli Balo σε τουρκική απόδοση από τους Yeni Türkü και νιώθαμε μια περίεργη οικειότητα. Ή καταμεσήμερο στην Ιστικλάλ, που ερχόταν ήχοι από τραγούδια του Θεοδωράκη και του Λιβανελί.
Αυτά και άλλα πολλά...
Κωνσταντινούπολη για μας, Istanbul για τους Τούρκους. Πόλη για όλους.
Καλημέρα!
Βιβλίο ακατάλληλο για Ελληναράδες αλλά πραγματικός θησαυρός για σκεπτόμενους πατριώτες. Το Χάρισα σε 88χρονη κυρία και ευχαριστώντας με μου είπε μα είναι δυνατό Τούρκος να είναι τόσο τρυφερός; μήπως πρόκειται για κανένα δικό μας που αναγκάστηκε να τουρκέψει, και λόγω κρητικής καταγωγής είπε αυτολεξεί " Μάλλον για μπαμπακένιο πρόκειται"
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλώς ήρθες Νέαρχε,
ΑπάντησηΔιαγραφήτί σημαίνει ακριβώς το " Μάλλον για μπαμπακένιο πρόκειται";