Δε συνηθίζω να διαβάζω σύγχρονους, τωρινούς, Έλληνες λογοτέχνες. Αυτό γιατί αρκετές ήταν οι φορές που ένιωσα το χρόνο, και τα χρήματα χαμένα. Όχι, δε γράφω υποτιμητικά, ούτε υπονοώ εμπορικές σκοπιμότητες. Απλώς δε μεσολάβησε ο απαραίτητος χρόνος ώστε να διυλιστούν και να μείνουν αυτά που αξίζουν. Ο καλύτερος κριτής όλων.
Ωστόσο, διάβασα σε δυο μέρες τις τετρακόσιες περίπου σελίδες του συγκεκριμένου βιβλίου. Πρόκειται για μυθιστόρημα με την «κλασική» έννοια της λέξης, όσο κι αν το μυθιστόρημα παραμένει ένα λογοτεχνικό είδος εν εξελίξει. Έχουμε ένα παζλ ιστοριών διαφορετικών προσώπων που δένουν μεταξύ τους καθώς εξελίσσεται η πλοκή. Η Κατερίνα, ο Αντώνης, η Αλεξάνδρα κλπ. πρόσωπα που σκιαγραφούνται μέσα από τη δράση και τις καταστάσεις που ζουν.
Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί με δεξιοτεχνία την τεχνική της αναδρομικής αφήγησης και της συχνότητας, δηλαδή της επανάληψης των γεγονότων μέσα στην αφήγηση. Έτσι πολλές φορές ένα γεγονός γίνεται αφορμή για να ξεκινήσει η εξιστόρηση από το αρχικό σημείο που εξηγεί και φωτίζει τις καταστάσεις. Αυτό είναι και το βασικό χαρακτηριστικό όλου του βιβλίου που ξεκινά με την επίσκεψη της Αλεξάνδρας στο γραφείο του Αντώνη. Το μεγαλύτερο μέρος της μυθοπλασίας είναι η εξήγηση αυτής της επίσκεψης και των όσων διαμείφθηκαν εκεί.
Η εξέλιξη της πλοκής προχωρά με αποκαλύψεις που στοχεύουν να κρατήσουν το ενδιαφέρον, οι συμπτώσεις πολλές φορές υπονοούνται εύκολα, όπως συμβαίνει με το Βασίλη, φτωχό φοιτητή που κατάγεται από την Καλαμαριά, όπου είχε καταφύγει η Αφροδίτη, μάνα του Άλκη με τον Αργύρη... Ή με τον ταξιτζή που μεταφέρει τη γυμνή Κατερίνα και είκοσι χρόνια αργότερα την κλαμένη Αλεξάνδρα. Άλλες φορές είναι σαφείς (δε θα μπορούσε αλλιώς) όπως με την περίπτωση της Κατερίνας η οποία στην αρχή του βιβλίου είναι πενηνταοκτώ χρονών με πρόβλημα αλκοολισμού και μπαινοβγαίνει σε κλινικές. Είναι η ίδια που τη συναντάμε δεκαεξάχρονη στο χωριό της, την Αγία Φωτιά και παρακολουθούμε τη ζωή της...
Το τέλος του βιβλίου μας επιφυλάσσει μία ανατροπή.
Διαβάζοντας, θα μπορούσε να πει κανείς ότι γίνεται κατάχρηση της τεχνικής της αναδρομής – καταντά κάτι προβλέψιμο από ένα σημείο και μετά. Μοιάζει με άσκηση στις αφηγηματικές τεχνικές. Ο Ντακάκης δένει πολύ καλά τις επιμέρους ιστορίες που διατηρούν και αυτοτελή χαρακτήρα. Σύμφωνα με τη σημείωση στο «αυτί» του βιβλίου κάποιες δημοσιεύτηκαν με τη μορφή αυτοτελών διηγημάτων. Η αναδρομική αφήγηση είναι αυτή που ολοκληρώνει, κυκλικά, μια αυτοτελή ιστορία. Επίσης, θα μπορούσε ο λόγος να είναι λακωνικότερος στις περιγραφές και στην αφήγηση. Αυτό, όμως, είναι κάτι που θα ταίριαζε σε μένα, ως αναγνώστη, αλλά χαρακτηρίζει το ύφος του συγγραφέα.
Η μυθοπλασία πολλές φορές ξεφεύγει από τη ρεαλιστική απόδοση της πραγματικότητας. Αυτό δε θα είχε καμιά σημασία αν τα γεγονότα δεν ήταν τόσο εμφανώς δεμένα στον ιστορικό χωρο-χρόνο και συνδυασμένα με σημαντικά γεγονότα της σύγχρονης ιστορίας, όπως η περίοδος της κατοχής κατά το Β΄ παγκόσμιο και η εξέγερση του Πολυτεχνείου το ’73. Επίσης το γεγονός της εμφάνισης του Αποστόλη, αδελφού του Μιχάλη που ήταν άνδρας της Κατερίνας μοιάζει σα λύση «από μηχανής Θεού». Κατ’ αυτό τον τρόπο θα οδηγηθούμε σε «χάπυ-έντ» που φέρνει σε «μελό». Βέβαια, ίσως η πραγματικότητα πολλές φορές να ξεπερνάει τη φαντασία. Στο οπισθόφυλλο της έκδοσης αναφέρεται ότι το βιβλίο είναι βασισμένο σε πραγματική ιστορία.
ΥΓ. Ένσταση θα είχα σχετικά με τη γραμματοσειρά. Μια πιο κλασική και «στρογγυλή» θα βοηθούσε. Και με το εξώφυλλο. Αλλά αυτά είναι άλλου είδους θέματα.
Ωστόσο, διάβασα σε δυο μέρες τις τετρακόσιες περίπου σελίδες του συγκεκριμένου βιβλίου. Πρόκειται για μυθιστόρημα με την «κλασική» έννοια της λέξης, όσο κι αν το μυθιστόρημα παραμένει ένα λογοτεχνικό είδος εν εξελίξει. Έχουμε ένα παζλ ιστοριών διαφορετικών προσώπων που δένουν μεταξύ τους καθώς εξελίσσεται η πλοκή. Η Κατερίνα, ο Αντώνης, η Αλεξάνδρα κλπ. πρόσωπα που σκιαγραφούνται μέσα από τη δράση και τις καταστάσεις που ζουν.
Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί με δεξιοτεχνία την τεχνική της αναδρομικής αφήγησης και της συχνότητας, δηλαδή της επανάληψης των γεγονότων μέσα στην αφήγηση. Έτσι πολλές φορές ένα γεγονός γίνεται αφορμή για να ξεκινήσει η εξιστόρηση από το αρχικό σημείο που εξηγεί και φωτίζει τις καταστάσεις. Αυτό είναι και το βασικό χαρακτηριστικό όλου του βιβλίου που ξεκινά με την επίσκεψη της Αλεξάνδρας στο γραφείο του Αντώνη. Το μεγαλύτερο μέρος της μυθοπλασίας είναι η εξήγηση αυτής της επίσκεψης και των όσων διαμείφθηκαν εκεί.
Η εξέλιξη της πλοκής προχωρά με αποκαλύψεις που στοχεύουν να κρατήσουν το ενδιαφέρον, οι συμπτώσεις πολλές φορές υπονοούνται εύκολα, όπως συμβαίνει με το Βασίλη, φτωχό φοιτητή που κατάγεται από την Καλαμαριά, όπου είχε καταφύγει η Αφροδίτη, μάνα του Άλκη με τον Αργύρη... Ή με τον ταξιτζή που μεταφέρει τη γυμνή Κατερίνα και είκοσι χρόνια αργότερα την κλαμένη Αλεξάνδρα. Άλλες φορές είναι σαφείς (δε θα μπορούσε αλλιώς) όπως με την περίπτωση της Κατερίνας η οποία στην αρχή του βιβλίου είναι πενηνταοκτώ χρονών με πρόβλημα αλκοολισμού και μπαινοβγαίνει σε κλινικές. Είναι η ίδια που τη συναντάμε δεκαεξάχρονη στο χωριό της, την Αγία Φωτιά και παρακολουθούμε τη ζωή της...
Το τέλος του βιβλίου μας επιφυλάσσει μία ανατροπή.
Διαβάζοντας, θα μπορούσε να πει κανείς ότι γίνεται κατάχρηση της τεχνικής της αναδρομής – καταντά κάτι προβλέψιμο από ένα σημείο και μετά. Μοιάζει με άσκηση στις αφηγηματικές τεχνικές. Ο Ντακάκης δένει πολύ καλά τις επιμέρους ιστορίες που διατηρούν και αυτοτελή χαρακτήρα. Σύμφωνα με τη σημείωση στο «αυτί» του βιβλίου κάποιες δημοσιεύτηκαν με τη μορφή αυτοτελών διηγημάτων. Η αναδρομική αφήγηση είναι αυτή που ολοκληρώνει, κυκλικά, μια αυτοτελή ιστορία. Επίσης, θα μπορούσε ο λόγος να είναι λακωνικότερος στις περιγραφές και στην αφήγηση. Αυτό, όμως, είναι κάτι που θα ταίριαζε σε μένα, ως αναγνώστη, αλλά χαρακτηρίζει το ύφος του συγγραφέα.
Η μυθοπλασία πολλές φορές ξεφεύγει από τη ρεαλιστική απόδοση της πραγματικότητας. Αυτό δε θα είχε καμιά σημασία αν τα γεγονότα δεν ήταν τόσο εμφανώς δεμένα στον ιστορικό χωρο-χρόνο και συνδυασμένα με σημαντικά γεγονότα της σύγχρονης ιστορίας, όπως η περίοδος της κατοχής κατά το Β΄ παγκόσμιο και η εξέγερση του Πολυτεχνείου το ’73. Επίσης το γεγονός της εμφάνισης του Αποστόλη, αδελφού του Μιχάλη που ήταν άνδρας της Κατερίνας μοιάζει σα λύση «από μηχανής Θεού». Κατ’ αυτό τον τρόπο θα οδηγηθούμε σε «χάπυ-έντ» που φέρνει σε «μελό». Βέβαια, ίσως η πραγματικότητα πολλές φορές να ξεπερνάει τη φαντασία. Στο οπισθόφυλλο της έκδοσης αναφέρεται ότι το βιβλίο είναι βασισμένο σε πραγματική ιστορία.
ΥΓ. Ένσταση θα είχα σχετικά με τη γραμματοσειρά. Μια πιο κλασική και «στρογγυλή» θα βοηθούσε. Και με το εξώφυλλο. Αλλά αυτά είναι άλλου είδους θέματα.
Κι εγώ σ΄αυτή την κατηγορία ανήκω, όσον αφορά την εμπιστοσύνη στους νέους λογοτέχνες, με μικρές εξαιρέσεις.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤελευταία έχω την εντύπωση ότι χάνω πολλά πράγματα κι αν αυτό προφανώς διορθώνεται κάποια στιγμή εκ των υστέρων,την αίσθηση για το τι συμβαίνει όμως πρέπει να την έχει κανείς στην ώρα της και δεν την έχω.
Κ.υ.π. @ δε νομίζω ότι χρειάζεται να γενικεύεις… και η αίσθηση ότι «κάτι χάνουμε απ’ αυτό που συμβαίνει», υπάρχει μόνο μέσα στο μυαλό μας. Η επικαιρότητα ενός έργου δεν εξαρτάται από τον χρόνο έκδοσής του. Στη συγκεκριμένη περίπτωση πάντως, η γνώμη μου είναι ότι …δεν έχασες τίποτα!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑς εων@ διάβασα κι εγώ συγκυριακά το βιβλίο (δε θα το διάλεγα), και έχω να πω ότι πρόκειται για ένα ολοφάνερα «εμπορικό» βιβλίο, και μάλιστα, όπως αποδείχτηκε, από τα χειρότερα του είδους του. Κιεπειδή ο χαρακτηρισμός είναι «βαρύς», θα γράψω πολλά για να τον στηρίξω:
Κατ’ αρχάς ο τίτλος, που όπως αποδεικνύεται έχει τελείως περιφερειακή σχέση με το «θέμα», ξεφωνίζει ότι απευθύνεται στο κοινό του «Κώδικα Ντα Βίντσι» και των θαυμαστών γενικά του Νταν Μπράουν και των συναφών (την αίσθηση επιτείνει το εξώφυλλο). Το οπισθόφυλλο μας πληροφορεί χαρτί και καλαμάρι για το βασικό μυστήριο, (ότι οι δυο ήρωες-εραστές είναι αδέλφια) στο οποίο προσπαθεί έντεχνα να εισαγάγει απ’ την πρώτη σελίδα ο συγγραφέας αιφνιδιάζοντάς μας με τις αντιδράσεις της ηρωίδας, και να μας λύσει σιγά σιγά για να μας κρατήσει σε αγωνία• ο επιμελητής της έκδοσης δηλαδή, για προφανώς εμπορικούς λόγους διαλύει και καταστρέφει το ελάχιστο μυστήριο κι ενδιαφέρον που μπορεί να χει κανείς στο πρώτο μισό του βιβλίου.
Άλλωστε, διαβάζοντας το βιβλίο, όλα συνεχίζουν να είναι προβλέψιμα. Οι τεχνικές γραφής ενός βιβλίου όπου όλα είναι δραματικά, συμβαίνουν γρήγορα, υπάρχουν τραγικές ειρωνείες, τραγικές άγνοιες, απότομες μεταβολές της τύχης (κλισέ της «τραγωδίας» που συγκινούν ένα ευρύ κοινό), οι ήρωες είναι ή πανέμορφοι ή παμπόνηροι κλπ., είναι τεχνικές δοκιμασμένες, συνταγές που συνήθως ακολουθούν τα σήριαλ, κοινώς οι σαπουνόπερες. Επειδή απευθύνονται σ’ ένα μέσο όρο που διαβάζει «διαγωνίως» κι ως εκ τούτου θέλει εύπεπτη και δοκιμασμένη τροφή. Έτσι, σε κάθε «δραματική» αλλαγή, ένας υποψιασμένος αναγνώστης ξέρει τι θ’ ακολουθήσει.
Ναι, η αφήγηση κάνει κατάχρηση της τεχνικής «in medias res», αλλά ακόμα περισσότερο, σε βαθμό που είναι πολύ κουραστικό, του «φλας μπακ», προκειμένου να μας διαφωτίσει για το παρελθόν κάποιου καινούριου ήρωα. Επίσης, μπαίνει και λίγο ιστορικό αλατοπίπερο, (Πολυτεχνείο), που κατά η γνώμη μου επιτείνει το βαθμό εμπορικότητας.
Ήταν σίγουρο από την αρχή ότι αυτό το γράψιμο δε θα μας άφηνε τους δυο ήρωες να παραμείνουν αδελφάκια, αλλά στο τέλος θ’ αποδεικνυόταν ότι δεν ήταν! Για να γίνει όμως αυτό και να αιφνιδιαστεί- πλην όμως ΑΝΑΚΟΥΦΙΣΤΕΙ- ο αναγνώστης, η υπόθεση ξεχείλωσε επικίνδυνα: η μάνα η οποία παρουσιάζεται να «έχει τρελαθεί» ΕΠΕΙΔΗ ο αγαπημένος της την εξέθεσε και δεν τη βοήθησε όταν γέννησε το κορίτσι ΤΟΥ, εντέλει είχε κάνει τη δουλειά με κάποιον άλλον(!) – συγνώμη, αλλά να υπάρχει κάποια συνέπεια στοιχειώδης, ε; Αλλά –έστω-δε σχολιάζω τόσο την υπόθεση που’ ναι τραβηγμένη απ’ τα μαλλιά. Πολλές φορές, όπως Λες κι εσύ ας εων, η ζωή υπερβαίνει τη φαντασία και οι συμπτώσεις ή οι αναποδιές αγγίζουν τα όρια του απίστευτου. Δεν ήταν αυτό που μ’ ενόχλησε τόσο πολύ. Πέρα απ’ αυτές τις αδυναμίες στην πλοκή (παρεμπιπτόντως, χρειάζεται πολλή μαστοριά), δεν ξεχώρισα ούτε μια φράση, ούτε ένα συναίσθημα που να ξεφύγει απ’ αυτό το «αγοραίο» στυλ. Όλα είναι τακτοποιημένα και υπογραμμισμένα, σαν ν’ απευθύνονται σε μικρά παιδιά που δεν καταλαβαίνουν.
Πρόκειται ίσως για πρωτόλειο έργο, κι επομένως δε θα’ πρεπε να είναι κάποιος τόσο αυστηρός. Απ’ την άλλη, ακριβώς επειδή είναι πρωτόλειο, ας είμαστε αυστηροί: δε γράφεις ΓΙΑ ΝΑ . Όταν γράφεις, γράφεις ΕΠΕΙΔΗ•. Υποθέτω, επειδή δε μπορείς να κάνεις αλλιώς, όταν δηλαδή ΕΧΕΙΣ κάτι να πεις, όταν καίγεσαι. Όταν όμως υπερισχύει το ΤΕΛΙΚΟ αίτιο του ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΟΥ, δυστυχώς η τέχνη γίνεται εμπορική, μαζική και μέτρια.
Δεν έχεις και πολύ άδικο, αγαπητέ ας εων,
ΑπάντησηΔιαγραφήόταν λες πως αισθάνεσαι να χάνεις χρόνο και χρήμα διαβάζοντας σύγχρονους έλληνες συγγραφείς.
Ωστόσο αυτό δεν μπορεί να λειτουργήσει αφοριστικά νομίζω, γιατί υπάρχουν αρκετοί αξιόλογοι έλληνες, όπως υπάρχουν και ξένοι που έχουν γράψει σκουπίδια. Βέβαια δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε το γεγονός πως για να φτάσει ένα βιβλίο στα χέρια μας καθοριστικό ρόλο παίζει η διαφήμιση και η προώθησή του.
Πάντως το ότι μπήκες στον κόπο να διαβάσεις το βιβλίο μου με τιμά ιδιαίτερα και σ' ευχαριστώ γι' αυτό.
Πολύ περισσότερο που βρήκες χρόνο να το σχολιάσεις. Ελπίζω να καταλαβαίνεις πως μια ανεξάρτητη κριτική από έναν άγνωστο αναγνώστη έχει μεγαλύτερη αξία και είναι αυτή που τελικά βοηθά τον συγγραφέα.
Τώρα ως προς την ουσία ένα μονάχα θέλω να σου πω. Πράγματι το βιβλίο είναι βασισμένο σε πραγματική ιστορία. Το αξιοπερίεργο είναι πως σε αρκετούς αναγνώστες φαντάζουν εξωπραγματικά τα αληθινά γεγονότα. Ίσως γιατί όπως πολύ σωστά επισημαίνεις πολλές φορές η πραγματικότητα ξεπερνά τη φαντασία. Και πάλι σ' ευχαριστώ όπως ευχαριστώ και την Χριστίνα για τα πολύ κακά της λόγια. Πάντως κι αυτή την κριτική θα την ανεβάσω στο blog μου http://iadelfotistwnstenagmwvn.blogspot.com/
Κ. Ντακάκη,
ΑπάντησηΔιαγραφήδεν ξέρω αν είναι καλό ή κακό ν' ακούει κανείς "πολύ κακά λόγια". Αν η κριτική μου σας έθιξε,οπωσδήποτε οι προθέσεις μου δεν ήταν να κρίνω τον συγγραφέα του βιβλίου ως άνθρωπο, αλλά το ίδιο το βιβλίο, με τα στοιχεία που αυτό το ίδιο μου δίνει. Επομένως, θα ήταν προτιμότερο να γίνει ο διάλογος πάνω σε συγκεκριμένα ζητήματα/ επιχειρήματα που μου έδωσαν την εικόνα ενός -ακόμα-εμπορικού καθαρά βιβλίου που σκοπό έχει το κέρδος, κι όχι γενικά κι αόριστα.
Εξηγώ γιατί δεν είναι κακό ν' ακούει κανέις "πολύ κακά λόγια": αν η πρόθεση ήταν καθαρά εμπορική, δηλαδή ένα εύκολο κέρδος, καλώς έπραξα και το επισήμανα. Αν πάλι, ως πρώτο έργο, υπάρχουν αδυναμίες που ο συγγραφέας δεν τις συνειδητοποιεί, καλό είναι να του τις επισημαίνουν παρά να τον φουσκώνουν και να τον βαυκαλίζουν με "ψεύτικα εύγε".
Εκτίμησα ιδιαίτερα το θάρρος να δημοσιεύσετε την αρνητική αυτή κριτική στο blog σας.
Με ειλικρινή σεβασμό,
Χριστίνα
Νομίζω ότι ο διάλογος που διεξάγεται είναι ουσιαστικότατος και ανυστερόβουλος που χαρακτηρίζεται από ειλικρίνεια. Για μένα, εκτός των άλλων που θίγονται στη δημοσίευση και τα σχόλια, παραμένει σημαντική η επιφύλαξη σχετικά με την νεοελληνική λογοτεχνία. Θέλω να εξηγήσω περισσότερο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜε βάση τα στοιχεία του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου για το 2007 (ας το θεωρήσουμε ενδεικτικό) εκδόθηκαν 9566 νέοι τίτλοι, από αυτούς 1083 ήταν ελληνική λογοτεχνία και πιο συγκεκριμένα οι 322 αφορούσαν ελληνόγλωσσο μυθιστόρημα.
Ως αναγνώστης, ψάχνω κριτήρια για να προσανατολιστώ. Υπάρχουν οι βιβλιοπαρουσιάσεις και βιβλιοκριτικές των εφημερίδων, υπάρχουν λογοτεχνικά περιοδικά και περιοδικά για το βιβλίο, υπάρχουν – τώρα πια – βιβλιόφιλα blog, υπάρχουν οι φίλοι που διαβάζουν. Επίσης υπάρχει ο εκδοτικός οίκος που για μένα κατέληξε ένα σημαντικό κριτήριο. (Σχετικά με τη ξένη λογοτεχνία, προφανώς, η επιλογή και η αξιολόγηση των έργων που θα μεταφραστούν και θα εκδοθούν είναι διαφορετική και επηρεάζεται και από άλλους παράγοντες, όπως η εντύπωση του βιβλίου στη χώρα που πρωτοκυκλοφόρησε, οπότε υπάρχει και η ηχώ της).
Παρόλα αυτά η επιφύλαξη παραμένει (τη στιγμή μάλιστα που ακόμα δε διάβασα, ας πούμε, την «Άννα Καρένινα»). Κατά καιρούς κάνω εξαιρέσεις και διαβάζω κάποια από τα λογοτεχνικά βιβλία της νέας παραγωγής. Έτσι διάβασα το «μ.Χ» του Βασίλη Αλεξάκη (Εξάντας), τον «Παλιόκαιρο» της Αμάντας Μιχαλοπούλου (Καστανιώτης), τον «Άγιο της Μοναξιάς» της Καρυστιάνη (Καστανιώτης), το «ερωτευμένη με άλλον της Νένας Πανταζοπούλου (Νέα Σύνορα- Λιβάνης), το «θείο Πέτρο και την εικασία του Γκόλντμπαχ» (Καστανιώτης), τα «πυθαγόρεια εγκλήματα» του Τεύκρου Μιχαηλίδη (Πόλις) και άλλα. Μόνο η αναφορά των προηγούμενων παραδειγμάτων, νομίζω, αρκεί για να φανεί το «πέλαγος» και να δικαιολογηθεί η επιφύλαξή μου χωρίς άλλα σχόλια (αρκεί να τα έχει διαβάσει κάποιος για να κρίνει και να τα διαχωρίσει). Έχεις δίκιο κυπ όταν λές «έχω την εντύπωση ότι χάνω πολλά πράγματα», αλλά το ζήτημα είναι πόσο χρόνο και χρήμα θα πρέπει να χάνουμε για να βρούμε αυτό που αξίζει;
Το συγκεκριμένο βιβλίο του Ντακάκη ήταν μια πρόκληση. Ήταν άγνωστα και συγγραφέας και ο εκδότης. Ήταν ένα ι-μέιλ μέσα στον Αύγουστο που μου μιλούσε για αυτό. Το διάβασα και οδηγήθηκα στη συγκεκριμένη δημοσίευση.
Ο χρόνος θα δείξει αν τα αντίτυπα του βιβλίου θα πολτοποιηθούν ή όχι, αν ο Ντακάκης μπορέσει να γράψει κάτι που θα αποδείξει ότι δεν είναι μόνο καλός στις τεχνικές της αφήγησης αλλά θα κερδίσει το αναγνωστικό κοινό. Το ίδιο ισχύει με κάθε νέα προσπάθεια που εκδίδεται. Το πρόβλημα παραμένει και περιπλέκεται εξαιτίας του «καθοριστικού ρόλου που παίζει η διαφήμιση και η προώθησή του», όπως ο Νίκος Ντακάκης αναφέρει (ίσως κάτι παραπάνω ξέρει αφού ενεπλάκη ως συγγραφέας)
Τέλος, αναπαράγω τις 54 λέξεις για μια διευκρίνιση: Τα κείμενα που δημοσιεύονται εδώ δεν θέλουν να αποτελούν μεσολάβηση ανάμεσα στον αναγνώστη και το βιβλίο. Γράφονται με την οπτική του αναγνώστη και όχι του "κριτικού". Αν τα βιβλία αξίζουν επειδή αποτελούν μια «τσεκουριά στην παγωμένη θάλασσα που βρίσκεται εντός μας», τότε τα κείμενα αυτά είναι ο ήχος αυτής της τσεκουριάς και τίποτα περισσότερο.
(καλώς ήρθες πάλι κυπ, οξύτατη η άποψή σου Χριστίνα, με ανυστερόβουλη τόλμη και αγάπη για το γραπτό λόγο. Νίκο Ντακάκη ελπίζω να βγεις «κερδισμένος» από όλα αυτά, αφού η δεκτική σου στάση δείχνει ότι θα τα αξιοποιήσεις)
Ειλικρινά μου είναι δυσάρεστος ο διάλογος που ξεκίνησε, αγαπητέ ας εών, με αφορμή ένα δικό μου βιβλίο γι’ αυτό και δεν σκοπεύω να τον συνεχίσω. «Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα», λένε στο χωριό μου και στην περίπτωσή μας κάποια σημασία έχει. Επίτρεψέ μου μόνο να σου αναφέρω πως το συγκεκριμένο βιβλίο μπορεί να αρέσει μπορεί και όχι. Άλλωστε ο καθένας μας έχει τα δικά του κριτήρια. Ο απόλυτος μηδενισμός της Χριστίνας όμως ή οι εικαζόμενες προθέσεις που μου καταλογίζονται, θεωρώ πως είναι τουλάχιστον υπερβολικές. Κριτής των πάντων το αναγνωστικό κοινό γι’ αυτό και στο blog μου έχω συγκεντρώσει όλες τις κριτικές είτε καλές είναι αυτές είτε όχι. Εγώ πάντως σίγουρα δεν επιδίωξα ούτε το εύκολο κέρδος ούτε «Η Αδελφότης των Στεναγμών» είναι το πρώτο μου βιβλίο. Μια επίσκεψή σου στις «Αθιβολές» ίσως σου δώσει μια πληρέστερη εικόνα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠράγματι το βιβλίο στην Ελλάδα είναι μια πονεμένη ιστορία. Άραγε με ποιον τρόπο μπορεί να φτάσει στα χέρια μας το βιβλίο ενός παντελώς άγνωστου; Αμφιβάλλεις πως μπορεί να υπάρχουν αξιόλογα έργα που οδηγούνται σε πολτοποίηση επειδή δεν έτυχε να τα ανακαλύψει κάποιος;
Πριν σε ευχαριστήσω για άλλη μια φορά αισθάνομαι την υποχρέωση να σου ζητήσω συγγνώμη για τον διάλογο που, άθελά μου, ξεκίνησε.
Καταλαβαίνω, εν μέρει, τη δυσαρέσκεια σου αγαπητέ Νίκο Ντακάκη. Όταν κάποιος εκτίθεται δημοσιοποιώντας κείμενά του, εκδίδοντας βιβλία του, πράττοντας δημόσια κλπ, προφανώς έχει υπόψη του ότι θα συζητηθεί. Θετικά και αρνητικά. Αν ο λόγος ήταν απλώς «περί ορέξεως» τότε δε θα συζητούσαμε στο διαδικτυακό χωριό, αλλά ο καθένας στο χωριό του. Και όταν η «κολοκυθόπιτα» στοιχίζει, ας πούμε 17 ευρώ, τότε οφείλουμε να πούμε αν ήταν νόστιμη ή όχι. Και εγώ ως αναγνωστικό κοινό γράφω και εκθέτω τον εαυτό μου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΒεβαίως, και δέχομαι τους ισχυρισμούς σου για τις καλές προθέσεις σου. Προφανώς κάποια ανάγκη έκφρασης σε οδήγησε στη συγγραφή και μακάρι (ίσως πρέπει) να συνεχίσεις. Έχω υπόψη μου – και από το αυτί του εξώφυλλου – ότι έχεις γράψει το βιβλίο «Όπως τ’ όνειρο», έχω υπόψη μου και τις «Αθιβολές», έχω δει και άλλα διαδικτυακά σχετικά δημοσιεύματα. Έχεις δίκιο και συμφωνούμε απόλυτα για τα σχετικά με το βιβλίο, την αξία του και την προώθησή του.
Δεν υπάρχει λόγος να με ευχαριστείς. Δε μπορώ να καταλάβω γιατί πρέπει να ζητάς συγγνώμη για το διάλογο. Εγώ σ’ ευχαριστώ για την αξία που δίνεις στο δημοσίευμα ενός απλού αναγνώστη. Συνέχισε να γράφεις.
(Αν θες μπορείς να λάβεις υπόψη σου κάποιες επισημάνσεις αναγνωστών σου, έστω τις θετικές).
Αν σου είναι τόσο δυσάρεστο, μπορώ να σβήσω το ποστ και τα σχόλια.
Βασίλης Συμεωνίδης
Έγραψα ένα περίπου αυτοκριτικό σχόλιο,επειδή αισθάνθηκα ότι δεν θα μπορούσα να μιλήσω θεωρητικά για κάτι που δεν έχω διαβάσει, αλλά και γενικότερα επειδή πλήν εξαιρέσεων δεν διαβάζω ιδιαίτερα σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία.
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ αίσθηση μου αυτή κάθε άλλο παρά τυχαία είναι, σε σχέση με το είδος της βιβλιοκριτικής που ασκείται στο συγκεκριμένο blog από τη Χριστίνα και τον as eon και είναι πάντα πραγματική κριτική και αφορμή για ευρύτερους προβληματισμούς, άρα δεν ταιριάζει με κανενός είδους γενικολογίες.
Δεν μπορώ να κρίνω το βιβλίο, μπορώ όμως να πάρω θέση στο διάλογο.
Πιστεύω ότι η κριτική της Χριστίνας θέτει πολύ συγκεκριμένα ζητήματα, που ζητούν αντίστοιχης επικέντρωσης στο θέμα απαντήσεις και όχι γενικολογίες ή κολοκυθόπιτες.
Δεν βλέπω γιατί ο διάλογος με τον τρόπο που αναπτύχθηκε εδώ είναι δυσάρεστος.
Θεωρώ κλισέ κάθε διαλόγου περί βιβλίου και καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων, ότι η επαφή με το κοινό είναι σχεδόν αποκλειστικά,ζήτημα προώθησης και διαφήμισης, χωρίς να παραγνωρίζω το πόσο σημαντικές παραμέτρους αποτελούν. Δεν πιστεύω ότι κανένα αξιόλογο βιβλίο πολτοποιείται, μόνο και μόνο επειδή το φάγαν τα...κυκλώματα.
Παραμένω δύσπιστος σε μιά χώρα που κυριαρχούν κλισέ τέτοιου τύπου κι έτσι με πείθει απόλυτα η επιχειρηματολογία και καθόλου οι διαθέσεις και οι ορέξεις.
Ίσως πράγματι ο πιο ακατάλληλος να μιλήσει για το έργο του να είναι ο ίδιος ο δημιουργός του. Η συναισθηματική του εμπλοκή τον κάνει ανίκανο να έρθει στην κατάλληλη απόσταση και να αντιμετωπίσει κάποια αρνητική κριτική με καθαρό μυαλό. Τώρα καταλαβαίνω περισσότερο τον ας εων που διστάζει να σχολιάζει σύγχρονα έργα, "τελευταίας σοδειάς".
ΑπάντησηΔιαγραφήΚ. Ντακάκη, δε μίλησα για αρνητικές προθέσεις με απόλυτη σιγουριά: " ΑΝ η πρόθεση ήταν καθαρά εμπορική, δηλαδή ένα εύκολο κέρδος, καλώς έπραξα και το επισήμανα κλπ. κλπ". Πώς άλλωστε μπορεί κανείς να ξέρει;
ας εων@ συμφωνώ φυσικά ότι εκτίθεται και ο αναγνώστης όταν καταθέτει την απόψή του.
κ.υ.π.@ με κάλυψες απόλυτα, σ' ευχαριστώ...
Με αφορμή ένα δικό μου e-mail διάβασε ο Ας εών το βιβλίο «Η Αδελφότης των Στεναγμών» του Νίκου Ντακάκη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣτόχος μου ήταν και είναι να γίνει ευρύτερα γνωστό ένα βιβλίο στο οποίο βοήθησα πολύ στο να γίνει σε διάφορα στάδια. Τον ευχαριστώ πολύ για τη σημασία που έδωσε σ’ αυτό. Το ότι το διάβασε μέσα σε 2 μέρες και ασχολήθηκε μαζί του γράφοντας 536 λέξεις (δεν είναι και λίγες), μού λέει κάποια πράγματα.
Καταρχήν ότι το βιβλίο «τραβάει», διαβάζεται και δεν σε κάνει να θέλεις να το παρατήσεις στη μέση και δεύτερο και σημαντικότερο, αφού δεν ήταν υποχρεωμένος να γράψει κάτι, ήθελε να πει κάτι θετικό κατά την άποψή μου. (Αν ήταν να «μη χάνεις τίποτα που δεν το διάβασες» ή «αποδεδειγμένα είναι ένα από τα χειρότερα του είδους του», θα το πετούσε σε μια άκρη και θα έκλαιγε τα 17 ευρώ που πέταξε στα σκουπίδια)
Κι ερχόμαστε στην άποψη της Χριστίνας, η οποία έγραψε 535 λέξεις απαξιώνοντας και ευτελίζοντας τη δημιουργία ενός ανθρώπου χωρίς, νομίζω, να έχει δίκιο.
Συμφωνώ ότι «ο συγγραφέας είναι ο πιο ακατάλληλος να μιλήσει για το έργο του», όμως οι άλλοι που το διαβάζουν σε 2 μέρες ή ξενυχτάνε για να το τελειώσουν, τι είναι;
Σύμφωνα με ποια κριτήρια τέτοια απαξίωση, τέτοια ισοπέδωση, τέτοιος μηδενισμός; Αν αυτού του είδους τα βιβλία δεν σου αρέσουν οφείλεις σαν «κριτικός αναγνώστης» που καταθέτει την άποψη του
να πεις ότι δεν είναι του γούστου σου κι όχι να λιβελογραφείς.
Ποιος είναι αυτός που γράφει ΓΙΑ ΝΑ. Ο ήδη γνωστός συγγραφέας, ο ευπώλητος, που θέλει να τροφοδοτήσει την αγορά με άλλο ένα «ευπώλητο» βιβλίο. Όλοι οι άλλοι γράφουν ΕΠΕΙΔΗ. Επειδή κάτι
θέλουν να μεταδώσουν, επειδή λένε ωραία παραμύθια, επειδή θέλουν να καλύψουν τη μοναξιά και το κενό στη ζωή τους, χίλια επειδή.
Και ποιος απ’ αυτούς που γράφουν ΕΠΕΙΔΗ όλα τα παραπάνω και βάζει κι από την τσέπη του το κόστος έκδοσης, δεν θέλει να πουλήσει το βιβλίο του; Πού είναι το κακό ένα βιβλίο να είναι και εμπορικό; Όλοι δεν θέλουν να πάνε σε επαναληπτικές εκδόσεις; Πόσοι το πετυχαίνουν όμως; Λίγοι. Πολύ λίγοι. Και αυτό, ξέρετε πολύ καλά, ότι δεν οφείλεται στο καλό περιεχόμενο του βιβλίου τους αρκετές φορές, αλλά σ’ ένα σωρό άλλους παράγοντες, που τους ξέρετε.
Τώρα, θα μου πεις, blog μου είναι, γράφω την άποψή μου και σ’ όποιον αρέσει. Υπ’ αυτήν την έννοια, λοιπόν, κακώς που ασχολούμαστε εμείς μ’ αυτήν.
Ευχαριστώ για τη φιλοξενία σας.
Παρακαλώ Φωτεινή, μας είναι ουσιώδες να συζητάμε για βιβλία.
ΑπάντησηΔιαγραφήΩστόσο δε μπορώ να καταλάβω γιατί η αυστηρή κριτική ενός αναγνώστη (που αφορά το βιβλίο και όχι πρόσωπα ή προσπάθειες, ή οτιδήποτε άλλο εκτός σελίδων του) δεν έχει δικαίωμα να ακουστεί.
Προσωπικά, βλέπω θετικά κάθε έργο που προέρχεται από την επαρχία και από "μικρούς" εκδότες. Κουράγιο στις προσπάθειές σας. Απαντήστε με το έργο σας.
Βασίλης Συμεωνίδης
Ως τακτικότατος αναγνώστης του και σχολιογράφος του blog, ειλικρινά εκπλήσομαι από κάποια πράγματα που διαβάζω και επί της ουσίας επιχειρούν να ακυρώσουν τη διαδικασία της κριτικής.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίδα σκληρή κριτική με επιχειρήματα,σε καμμία περίπτωση κάτι που να θυμίζει λίβελλο.
Όσο καιρό σχολιάζω εδώ, πουθενά δεν είδα καμμία αντιμετώπιση του τύπου, αυτά γράφω,δικό μου είναι σ΄όποιον αρέσει, όπως υπονοεί η Φωτεινή και φυσικά δεν το είδα ούτε στην περίπτωση που συζητάμε.
Το θέμα της κριτική ούτε είναι ούτε ήταν ποτέ ηθικό με όρους μελοδράματος.
Ο Χ καλός άνθρωπος που παλεύει μέσα στο αρχιπέλαγος της εμπορικότητας και των άνισων ευκαιριών μ΄αφήνει εντελώς αδιάφορο, από τη στιγμή που εμείς εδώ συζητάμε για την ποιότητα της δημιουργίας του και όχι για τις κοινωνικές ανισότητες.
Αν είναι να βοηθήσω να πέσει η εμπορευματική κοινωνία και ο καπιταλισμός,δικαιούμε να ξέρω το γιατί.
μέσα απο προσωπικέ΄ς ιστορίες αναβιώνει ολόκληρη η ιστορία της Ελλάδας ..απο κατοχή πείνα εμφύλιο και μεταπολίτευση.ιστορικές μνήμες που αναβιώνουν απο τα προσωπικά δράματα , και έχουμε χρέος να τις διασώσουμε, και να τις δώσουμε ως ιστορική κληρονομιά στους νεώτερους.έχουμε χρέος..... μπράβο κύριε Νίκο
ΑπάντησηΔιαγραφήΑγαπητή Χριστίνα,
ΑπάντησηΔιαγραφήΑπόφυγα να σου απαντήσω εν θερμώ. Τουλάχιστον αυτό το έχω καταφέρει με τα χρόνια. Να βάζω δηλαδή χαλινάρι στα συναισθήματά μου, να τιθασεύω την παρόρμηση της στιγμής και να ενεργώ με απόλυτη ψυχραιμία. Δεν σου κρύβω πως με σόκαρε η «κριτική» σου γιατί, ειλικρινά σου λέω, μόνο κριτική δεν ήταν. Απαξίωση έβγαζε, εμπάθεια και μηδενισμό τέτοιο, που τελικά δεν μπόρεσα να καταλάβω το γιατί. Καλά, μπήκες σε τόσο κόπο να διαβάσεις το βιβλίο, έγραψες ένα αρκετά μεγάλο κείμενο και δεν βρήκες ούτε ένα θετικό σημείο; Πώς να το εξηγήσω αυτό; Κι αν δεν κατάλαβες ακριβώς τι θέλω να σου πω, θα σου το εξηγήσω σε απλά ελληνικά.
Ας ξεκινήσουμε απ’ αυτό που συμφωνούμε. «Ο πιο ακατάλληλος για να μιλήσει για το έργο του είναι ο ίδιος ο δημιουργός του», γράφεις και με βρίσκεις απόλυτα σύμφωνο. Από κει και πέρα όμως, έβαλες ένα σωρό ζητήματα. Καταρχήν χαρακτήρισες το βιβλίο «εμπορικό» και μάλιστα «από τα χειρότερα του είδους του». Άποψή σου είναι και έχεις κάθε δικαίωμα να την εκφράζεις. Μόνο που δεν δημιουργεί σε κανέναν την υποχρέωση να την πάρει στα σοβαρά.
Εγώ πάλι από τη μεριά μου, σου λέω πως η έκθεση ιδεών σου, μόνο κριτική δεν είναι, γιατί μια τέτοια για να είναι σωστή θα πρέπει να τεκμηριώνεται και να αναφέρεται σε επιμέρους τομείς, όπως γλώσσα, δομή, πλοκή, ιστορία, ικανότητα του συγγραφέα στην περιγραφή, την αφήγηση, τους διαλόγους, να δώσει κάτι τέλος πάντων κι ένα σωρό άλλα όπως του Βασίλη Συμεωνίδη, για παράδειγμα, που χωρίς να «χαϊδεύει αυτιά» δεν είναι μηδενιστική. Οι αφ’ υψηλού αφορισμοί αντίθετα, μόνο κακό κάνουν και εκθέτουν όχι τόσο τον κρινόμενο, όσο τον κριτή.
Θα μπορούσα σ’ αυτό το σημείο μιμούμενος τη λογική σου να αμφισβητήσω την ικανότητά σου να κρίνεις ένα βιβλίο. Δεν το έκανα όμως. Αντίθετα έκρινα αρχικά πως δεν άξιζε καν τον κόπο να ασχοληθώ. Έτσι το μόνο που έκανα ήταν να σε ευχαριστήσω μέσω του Ας εών για τα πολύ κακά σου λόγια.
Επέμενες να με προκαλείς όμως. Βάναυσα. Σαδιστικά μιας και γνώριζες πως με φέρνεις σε δύσκολη θέση αποδίδοντάς μου προθέσεις που δεν μου πέρασαν ποτέ από το μυαλό ή καταλογίζοντάς μου απειρία και ανικανότητα. Ένα από τα δυο. Τίποτα διαφορετικό. Ώσπου είπα : Για κάτσε, δεν μπορεί η Χριστίνα να διεκδικεί το αλάθητο. Αυτό μόνο ο Πάπας το είχε κατακτήσει. Με την πάροδο των αιώνων ωστόσο, όταν ξύπνησαν οι κουτόφραγκοι, που τόσο θαυμάζεις, πάει, του το αφαίρεσαν κι αυτό. Εσύ όμως, όπως φαίνεται, επιμένεις να το διεκδικείς ακόμη. Κι επειδή με προκάλεσες σε διάλογο με επιχειρήματα θέλω να σου θέσω κάποια ερωτήματα: Αλήθεια, τι εννοείς όταν χαρακτηρίζεις κάτι σαν «εμπορικό»; Αν υπονοείς το «φτηνό», τότε λυπάμαι ειλικρινά γιατί είσαι πολύ μακριά από τον τρόπο ζωής, την καθημερινότητα, τους πόθους και τα πάθη αυτού του υπέροχου λαού, που εσύ ειρωνεύεσαι.
Αλήθεια, όλη αυτή η φιλολογία για τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία τι υποκρύπτει; Μια κεφαλαιώδη άγνοια για τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα ή έναν ιδιότυπο ρατσισμό ίσως, για τους ατάλαντους έλληνες, σε αντίθεση με τους ταλαντούχους ξένους; Ίσως και να είναι κάτι τέτοιο αφού σνομπάρεις την πλειοψηφία των αναγνωστών που αποτελεί τον «μέσο όρο που διαβάζει “διαγωνίως”» σε αντίθεση μ’ εσένα, ας πούμε, που είσαι «υποψιασμένη». Μήπως όμως αυτό ξεπερνά κατά πολύ τον ανεκτό μέσο όρο και καταντά «ύβρις» με την αρχαιοελληνική έννοια του όρου; Εκεί πάντως εντάσσονται και τα αφοριστικά «ΓΙΑ ΝΑ», «ΕΠΕΙΔΗ» που βάζεις με κεφαλαία και τα φτηνά μαθήματα. Και κάτι άλλο. Αλήθεια, ποιος είναι αυτός που θα δώσει την άδεια στον άλλο να γράψει;
Μου έκανε ιδιαίτερα κακή εντύπωση η αναφορά σου στο Πολυτεχνείο, που κι αυτό το ευτελίζεις αφού σου «επιτείνει τον βαθμό εμπορικότητας». Δεν γνωρίζω τα βιώματα, τις καταβολές, ούτε την παιδεία σου, αγαπητή Χριστίνα. Εγώ όμως αυτά τα γεγονότα τα έχω ζήσει στο πετσί μου κι ανατριχιάζω όταν τα σκέφτομαι και μόνο. Και βέβαια σέβομαι την αντίθετη άποψη και επιζητώ εναγώνια την καλοπροαίρετη κριτική, ακόμη κι αν αυτή είναι κακή. Αυτή που επισημαίνει αδυναμίες και θα με βοηθήσει στην παραπέρα προσπάθειά μου. Άραγε διέθετε τέτοια στοιχεία η δική σου όμως;
Δεν σου άρεσε το βιβλίο μου; Δεν ήταν του επιπέδου σου; Κι εγώ τι να κάνω τώρα; Να παραγγείλω να το ρίξουν στην πυρά ή να ψάξω μέρος να κρυφτώ; Πληροφοριακά σου αναφέρω όμως πως πάρα πολλοί άλλοι έχουν αντίθετη άποψη από σένα. Γι’ αυτό και «Η Αδελφότης των Στεναγμών» απέσπασε βραβεία σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς με κριτές καθηγητές Πανεπιστημίου. «Ανυποψίαστους αναγνώστες» σύμφωνα με τη θεωρία σου ίσως, εκπροσώπους του «μέσου όρου», καθηγητές Πανεπιστημίου πάντως που διδάσκουν λογοτεχνία. Γι’ αυτό και αρκετοί, άγνωστοι σ’ εμένα, μπήκαν στον κόπο να το προβάλουν, να το παρουσιάσουν και να το σχολιάσουν.
Όλες αυτές τις κριτικές τις έχω ανεβάσει στις «Αθιβολές», και μπορείς εύκολα να τις βρεις «κλικάροντας» πάνω στο εξώφυλλο του βιβλίου. Εκεί που έβαλα και τα σχόλιά σου, παρά το ότι τα θεωρώ άκρως προσβλητικά και επιεικώς απαράδεκτα. Ελπίζω να μου επιτρέψεις να εξακολουθήσω να υπάρχω, να ενεργώ και να γράφω με τον τρόπο που ξέρω. Από τη μεριά μου σου υπόσχομαι να μην ασχοληθώ ξανά με ό,τι κι αν γράψεις. Στο κάτω της γραφής δεν μου ταιριάζει κάτι τέτοιο. Θα εξακολουθήσω ωστόσο να ανεβάζω στις «Αθιβολές» τις απόψεις σου για να μπορεί ο κριτής των πάντων, το αναγνωστικό κοινό, να βγάζει απερίσπαστο τα συμπεράσματά του.
Φιλικά Νίκος Ντακάκης
Ας δεχθώ ότι δεν έχω την ικανότητα να κρίνω ένα βιβλίο. Και ας μην είναι τόσο ενοχλητική μία αυστηρή κριτική αφού υπάρχουν τόσοι έπαινοι και βραβεία. Εύχομαι ο χρόνος να διαψεύσει τη δική μου "ανάγνωση" του βιβλίου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠαρακαλώ τον ας εών να διακόψει τα σχόλια στην ανάρτηση αυτή. Είναι εξίσου δυσάρεστα για μένα όπως και για τον κύριο Ντακάκη.
Χρόνια Πολλά σ' αυτούς που γιορτάζουν σήμερα. Πάω να ευχηθώ στην Αγγελική, εδώ δίπλα μας...
ΑπάντησηΔιαγραφή