Συναρπαστικό και βαθύ το βιβλίο, από την πρώτη κιόλας παράγραφο. Πρόκειται για την περιγραφή ενός και μοναδικού βιώματος, αλλά με τρόπο πολύ διεισδυτικό και αναλυτικό: ένας εξηντάχρονος άνδρας χάνει το πόδι του σε δυστύχημα. Ο συγγραφέας εισχωρεί στην ψυχολογία του ήρωα από την αρχή, ο αναγνώστης ταυτίζεται και νιώθει μ’ όλες τις λεπτομέρειες τις διακυμάνσεις των συναισθημάτων αλλά και τα στάδια της συνειδητοποίησης του τραγικού γεγονότος.
σελ. 22:
(…) του δόθηκε μια χρυσή ευκαιρία να δώσει το παράδειγμα για το πώς αποδέχεται κανείς με θάρρος ένα από τα πιο σκληρά χτυπήματα της μοίρας, κι αυτός την κλώτσησε. Ποιος μου το έκανε αυτό; Όσο θυμάται πως είχε βάλει τις φωνές στον δόκτορα Χάνσεν, σαν να του έλεγε Ποιος ήρθε κι έπεσε επάνω μου;, εννοώντας κατά βάθος Ποιος είχε το θράσος να μου κόψει το πόδι;, πλημμυρίζει από ντροπή. Δεν είναι ο πρώτος άνθρωπος στον κόσμο που πέφτει θύμα δυστυχήματος, ούτε ο πρώτος γέρος που βρίσκεται ξαφνικά στο νοσοκομείο, ανάμεσα σε καλοπροαίρετους αλλά παντελώς αδιάφορους νέους ανθρώπους οι οποίοι έχουν επιφορτιστεί με τη φροντίδα του. Η απώλεια ενός ποδιού: τι σημαίνει η απώλεια ενός ποδιού αν το δει κανείς ευρύτερα; λοιπόν, αν το δει κανείς ευρύτερα, η απώλεια ενός ποδιού δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια πρόβα απώλειας των πάντων. Ποιον θα έχει να του φωνάζει όταν φτάσει εκείνη η μέρα;
σελ. 72: (αρχικά αρνείται να κάνει «πρόθεση», δηλ. πρόσθεση μέλους)
«Συναντάς ανθρώπους στο δρόμο και ούτε που το παίρνεις είδηση το τεχνητό μέλος, τόσο φυσιολογικά περπατούν».
«Εμένα δε μ’ ενδιαφέρει να φαίνομαι ότι περπατάω φυσιολογικά», της λέει. «Εμένα μ’ ενδιαφέρει να νιώσω φυσιολογικά μέσα μου».
Του χαμογελάει και κουνάει το κεφάλι της σαν να μην πείθεται στα λεγόμενά του. «Είναι ένα καινούριο κεφάλαιο στη ζωή σου. Το παλιό έκλεισε, οφείλεις να το αποχαιρετήσεις και ν’ αποδεχτείς το καινούριο. Να το αποδεχτείς- το μόνο που πρέπει να κάνεις. Και τότε θα δεις ότι όλες οι πόρτες που θεωρείς κλειστές θ’ ανοίξουν. Θα το δεις».
Πράγματι, παρακολουθούμε αυτήν την πορεία «επαναπρογραμματισμού» του «καινούριου σώματος», μέσα από ασκήσεις που αρχικά τουλάχιστον τις θεωρεί εξευτελιστικές. Σιγά-σιγά όμως δένεται και με την Κροάτισσα που τον φροντίζει, μια γεροδεμένη και υγιή καθ’ όλα γυναίκα και προσπαθεί να «μπει» στη ζωή της με το να χρηματοδοτήσει τις σπουδές του μεγαλύτερου γιου της, με τον οποίο αναπτύσσει σταδιακά μια πατρική σχέση. Οι ισορροπίες ανατρέπονται όταν αναγκάζεται να της εξομολογηθεί τον έρωτά του.
Τότε εμφανίζεται ένα νέο μυστηριώδες πρόσωπο, η Ελίζαμπεθ Κοστέλο (πρωταγωνίστρια του Κούτσι σ’ άλλο βιβλίο), ηλικιωμένη συγγραφέας, η οποία στέκεται δίπλα στον ήρωα, τον παρακολουθεί, τον κριτικάρει, τον τσιγκλάει ή τον καθοδηγεί/συμβουλεύει και, απ’ ό,τι φαίνεται, τον χρησιμοποιεί ως θέμα στο βιβλίο της. Η παρουσία της Ελίζαμπεθ είναι ελαφρώς εξωπραγματική, κάτι σαν alter ego του συγγραφέα αλλά και του ήρωα.
σελ. 221:
Μήπως αυτός είναι ο πραγματικός λόγος που τούτη η γυναίκα εμφανίστηκε ουρανοκατέβατη στη ζωή του- όχι για να τον βάλει μέσα σε βιβλίο, αλλά για να τον εισαγάγει στον κύκλο των ηλικιωμένων; Μήπως όλη αυτή η ιστορία με τους Γιόκιτς, με το άσκεφτο και προς το παρόν άκαρπο πάθος του με την κυρία Γιόκιτς στο επίκεντρο, δεν είναι σε τελευταία ανάλυση τίποτα περισσότερο από μια περίπλοκη τελετουργία, ένα πέρασμα στο οποίο η Ε. Κ. ανέλαβε να τον καθοδηγήσει;
Έτσι, λοιπόν, η αντιπαθητική αυτή γυναίκα, σαν έκφραση της θηλυκής πλευράς του ήρωα, στέκεται δίπλα του και τον προσγειώνει, τον συμβουλεύει:
Υπάρχουν, ξέρεις, αυτοί που τους ονομάζω χθόνιους, που έχουν ριζωμένα τα πόδια τους στη γη των πατέρων τους. Υπάρχουν και οι πεταλούδες, πλάσματα του ήλιου και του αέρα, προσωρινοί κάτοικοι σ’ ένα τόπο, προσγειώνονται πότε εδώ, πότε εκεί. Ισχυρίζεσαι πως είσαι πεταλούδα, θέλεις να είσαι πεταλούδα. Όμως έρχεται η μέρα της πτώσης σου, μιας ολέθριας πτώσης, συντρίβεσαι στο έδαφος. Κι όταν πια τα καταφέρεις να σηκωθείς, διαπιστώνεις ότι δεν μπορείς να πετάξεις σαν πλάσμα των αιθέρων, δεν μπορείς ούτε καν να περπατήσεις, δεν είσαι παρά ένας βόλος από ύλη στερεή. (βλ. Shakespear, “O, that this too too solid flesh would melt”)
Παράλληλα με το θέμα της αποδοχής της αναπηρίας και των γηρατιών, ο συγγραφέας θίγει και το θέμα της σχέσης με τους αλλοδαπούς, αλλά και της «πάλης» του παλιού με το καινούριο στο πρόσωπο του Ντράγκο, του γιου της Μαριγιάνα, που «εισβάλλει» με το κομπιούτερ και με τη μηχανή στη ζωή του ήρωα, που αφού αντιδρά στο καινούριο, αναγκάζεται να τα’ αποδεχτεί.
Η ιστορία έχει αρχή, μέση, τέλος. Κορύφωση αποτελεί η παρ’ ολίγον μοιραία προσέγγιση του ήρωα Πολ και της Μαριγιάνα, η οποία απετράπη την τελευταία στιγμή λόγω συνθηκών. Δεν έχει όμως πράγματι νόημα η συνένωση τους γιατί έτσι θ’ ανατρέπονταν οι βασικές τροχιές των κεντρικών ηρώων (η Μαριγιάνα ήταν πολύ «υγιής», γήινη και ικανοποιημένη απ’ τη ζωή της, στοιχείο ουσιαστικό που προσέλκυσε τον Πολ).
επιμέλεια: Παπαγγελή Χριστίνα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου