Κυριακή, Μαρτίου 11, 2007

Τριανταφύλλου Σώτη, Συγχώρεση

Μιλάει μια μητέρα, μέση τυπική χαζοαμερικάνα, της οποίας η 11χρονη κόρη μια ωραία ημέρα εξαφανίστηκε καθώς γυρνούσε απ’ το σχολείο. Η αφήγηση έχει έντονα στοιχεία προφορικότητας, νιώθεις δηλαδή ότι μιλά σε κάποιον δημοσιογράφο κι έτσι εντείνεται η αρχική αίσθηση της «ρηχότητας» με την οποία βιώνει η γυναίκα αυτή την τραγωδία της.
Το θέμα από μόνο του προσελκύει το ενδιαφέρον, κι έτσι παρακολουθούμε με αγωνία τις προσπάθειες να βρεθεί απάντηση στο μυστήριο, αλλά και τις αντιδράσεις του πατέρα της μητέρας και του πατέρα. Η σχέση αυτοδιαλύεται, το ζευγάρι χωρίζει. Η σύγκριση με το τραγικό στοιχείο όπως εκφράζεται στο ελληνικό πνεύμα είναι χτυπητή: π.χ. δε γίνεται από τη μάνα καμιά σχεδόν αναφορά στο ίδιο το παιδί, στο τι ένιωσε, πού είναι, ποια ήταν, αλλά η αφήγηση της πονεμένης μάνας περιορίζεται στο τι έκανε η ίδια (π.χ. έκλαιγε, κοιμόταν στον καναπέ κ.λ.π.). Περιγράφονται οι αντιδράσεις, αλλά όχι η βαθιά ψυχική σύγκρουση. Έτσι, κυλά το πρώτο μέρος του μικρού αυτού βιβλίου, όπου νιώθεις ελαφριά απογοήτευση γιατί η ηρωίδα (μάλλον σκόπιμα) κινείται επιφανειακά.
Μετά τη σελίδα 52, η κατάσταση αλλάζει δραματικά: Βρίσκεται ο δολοφόνος. Έχει δολοφονήσει, χωρίς λόγο, δυο κορίτσια μικρά. Η χαζή, ρηχή μητέρα εξακολουθεί να περιγράφει ακατέργαστα τις αντιδράσεις και τα συναισθήματά της. Θέλει να γνωρίσει τον δολοφόνο. Κρυφά όμως, γιατί κανείς δεν το εγκρίνει. Επιοσκέπτεται το Σωφρονιστικό Ίδρυμα και , αρχικά, απλώς τον βλέπει. Με φλύαρο (απλοϊκό; λαϊκό;) τρόπο, μας περιγράφει το τι βλέπει και τι αισθάνεται. Τα αντιφατικά συναισθήματα (μίσος, λύπηση) περιγράφονται πειστικά, και η μια επίσκεψη διαδέχεται την άλλη. Ο αξιολύπητος δολοφόνος δεν έχει κανέναν στον κόσμο, άλλωστε είναι θανατοποινίτης.
Η δίκη και η καταδίκη περιγράφονται μές από τα μάτια της αφελούς, απλοϊκής μάνας («Δεν καταλάβαινα γρυ») η οποία, το μόνο που συνειδητοποιεί, είναι η φρίκη της θανατικής ποινής.
Η σχέση αγάπης- μίσους, ή μάλλον μίσους- αγάπης χτίζεται σιγά- σιγά, και μάλιστα ανοίγει και μια αλληλογραφία (να σημειώσω ως μείον συγγραφικό ότι ο δολοφόνος παραείναι …κουλτουριάρης). Παρόλο που το θέμα, φυσικά, είναι πολύ λεπτό και δύσκολο γιατί κινδυνεύει να γίνει ηθικοχριστιανικό, η μεταστροφή της μάνας είναι πολύ πειστική (σελ. 91)
- Θα ξαναρθείς, κυρία Μπελ; Ρώτησε.
- Κούπερ με λένε, είπα, Κού-περ.
- Θα ξαναρθείς;
- Όχι, δε θα ξαναρθώ.
Έμοιαζε ανήμπορος, σαν παιδί. Σαν τη Στέλλα, σαν την Έλση.
- Δεν ξέρω, Λούκας, είπα. Βγάλτα πέρα μοναχός σου.
Το ότι είπα «Λούκας» αντί για «Κλίφτον» ήταν για μένα μια μικρή αποκάλυψη. Μια μεγάλη αποκάλυψη, νομίζω: ένιωθα μουδιασμένη. Όταν γύρισα σπίτι, ήξερα πως δεν ήθελα «να πεθάνει το κτήνος» ++(σελ. 92) Επανέλαβα από μέσα μου «Αν πεθάνει το κτήνος, θα πεθάνει κι ο άνθρωπος», νομίζοντας πως ήταν μια φράση που είχα ξεσηκώσει απ’ την Αποκάλυψη του Ιωάννη.(…) το μόνο που ξέρω με βεβαιότητα είναι ότι αυτή η συγχώρεση έμοιαζε να κλείνει τις πληγές μου, κι ότι, χωρίς να μπορεί ν’ αλλάξει το παρελθόν, ένιωθα πως μπορούσε ν’ αλλάξει το μέλλον».

Το τέλος είναι πολύ συγκινητικό.

επιμέλεια: Παπαγγελή Χριστίνα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου