Μου είχε αρέσει παάρα πολύ όταν το διάβασα προ δεκαπενταετίας περίπου, και δε με διέψευσε και τώρα. Αρχικά σε μεταφέρει στην Ιταλία του ΄60(;), ίσως και του ΄70, όπου αναγνωρίζεις πολλά στοιχεία απ’τα προβλήματα και τις ανησυχίες αντίστοιχα της εποχής στην Ελλάδα. Οι δυο πρωταγωνιστές είναι δυο φίλοι, συμμαθητές, διαφορετικοί και συμπληρωματικοί και πάρα πολύ συμπαθείς. Αυτοδύναμες προσωπικότητες, επαναστάτης ο καθένας με τον δικό του τρόπο, συγκλίνουν και αποκλίνουν οι ζωές τους με τρόπο αριστουργηματικό. Όπως γίνεται συνήθως όταν η πλοκή περιστρέφεται γύρω από δυο φίλους συμπληρωματικούς, ο αφηγητής είναι και ο πιο εγκρατής, πιο συγκροτημένος και στοχαστικός, ενώ ο «άλλος» είναι η δύναμη, η ακραία επανάσταση, ο αψήφιστος, ο αστόχαστος, το ανήσυχο πνεύμα κ.λ.π.
Έχει πολύ ενδιαφέρον η συμπεριφορά των δυο φίλων απέναντι στο σχολείο και στα προβλήματα που παρουσιάζει μια αγκυλωμένη εκπαίδευση, αλλά και στα πολιτικά προβλήματα που μας είναι τόσο οικεία (συνελεύσεις σκληροπυρηνικών με ξύλινη γλώσσα, πορείες, σταλινιστές, αποχές κ.α.). Αντίστοιχο ενδιαφέρον έχουν οι πρώτες ερωτικές σχέσεις. Εννοείται ότι ο Γκουίντο σταματά το σχολείο, οι δυο φίλοι απομακρύνονται προσωρινά εφόσον ο αφηγητής μας μπαίνει και στο πανεπιστήμιο, ενώ όταν έρχεται το χαρτί στράτευσης στον Γκουίντο, εκείνος αποφασίζει να παριστάνει τον τρελλό (νέα επεισόδια, πολύ διασκεδαστικά!) Τέλος, φεύγουν σε ταξίδι στην Ελλάδα.
Στο πλοίο:
Ο Γκουίντο κοίταζε γύρω του απογοητευμένος,μάλλον θα είχε φανταστεί συναντήσεις κι έντονες αισθήσεις ακόμα και σ’αυτό το πρώτο κομμάτι του ταξιδιού. Μ' έβαλε να τον ακολουθώ από κατάστρωμα σε κατάστρωμα, πάνω κάτω τις άσπρες μεταλλικές σκάλες, αλλά δεν καταφέραμε να βρούμε όμορφα κορίτσια ούτε παράξενους τύπους. Τελικά κάθισε σ’ένα παγκάκι την ώρα που το πλοίο απομακρυνόταν από τη βιομηχανική ακτή, είπε: «Είναι απλώς μια αηδια-στική ουδέτερη σύνδεση, δεν έχει τίποτα δικό της.
Οι ουδέτερες συνδέσεις ήταν μια από τις σκέψεις που κατά καιρούς τον απασχολούσαν: τα κομμάτια του χρόνου και της απόστασης που ήταν απαραίτητα για να προετοιμάσιουν και να συνδέσουν μεταξύ τους τις σπάνιες ενδιαφέρουσες στιγμές της ζωής. Δεν υπέκυπτε στην ιδέα πως αυτός ο ασήμαντος και κουραστικός συνδετικός ιστός απλωνόταν μέρα με τη μέρα τόσο που δεν άφηνε καθόλου σχεδόν χώρο στις αισθήσεις που κανονικά θα έπρεπε να καθιστά δυνατές.
Στην Ελλάδα ζουν τη χίππικη ζωή του τουρίστα-γυμνιστή με ελεύθερες σχέσεις κ.λ.π. Ο αφηγητής μας όμως αναγκάζεται να επιστρέψει για να συναντήσει τη μόνιμή του σχέση κι όταν την πείθει να πάνε να βρούνε την παρέα του, εκείνοι έχουν ήδη φύγει …
Έχοντας ωστόσο πάρει πια μια γεύση της απλής και αυθεντικής ζωής, ο φίλος μας εγκαταλείπει το «άστυ» και αγωνίζεται με νύχια και δόντια να ζήσει όσο πιο αρχέγονα και «φυσικά» μπορεί σ’ ένα κτήμα που αγόρασε.(«Είχα την αίσθηση πως μέχρι τώρα ζούσα μόνο με λέξεις σε μια χώρα λέξεων, όπου όσα λέγονται μετρούν πολύ περισσότερο απ’όσα γίνονται, και τώρα ήμουν πραγμάτικά μέχρι τον λαιμό. Ήθελα να οικοδομήσω μια άλλη ζωή με βάση την αφή, την όσφρηση, την όραση, σ’ ένα μέρος που θα μ’ευχαριστούσε να χρησιμοποιώ τις αισθήσεις μου, να μη λέω πια τίποτα» -σελ.179). Στην τιτάνια αυτή προσπάθεια τον βοηθά και η σύντροφός του (κάνουν και παιδιά, που τ’ ανατρέφουν με μη αστικές συνήθειες) κι ένα ζευγάρι φίλων που γνωρίζουν. Έτσι, «προτείνουν» ένα νέο τρόπο ζωής που περιγράφεται κατά «το εικός και αναγκαίον», σαν να συμμετέχει σ’αυτό το πείραμα και ο ίδιος ο συγγραφέας ή … ο αναγνώστης.
Ο Γκουίντο, παράλληλα, έχει χαθεί, έχει περιπλανηθεί σε διάφορες χώρες, έχει γίνει γνωστός εξαιτίας κάποιου βιβλίου που έγραψε, ενώ περιστασιακά φιλοξενείται από τον φίλο του, του οποίου η ζωή τον ελκύει μεν, αλλά απ’την άλλη δεν αντέχει τη στατικότητά της.
Σελ. 263:
« Μου έκανε εντύπωση να σκέφτομαι πόσο ήταν άνθρωπος της πόλης, κατά βάθος, παρόλο το μίσος του για το Μιλάνο.Έφτανε να τον δεις στο κοτέτσι, αμήχανο μπροστά στην απληστία που έδειχναν οι κότες, για να καταλάβεις πως η αφοσίωσή του στην εξοχή ήταν κατά ένα μεγάλο μέρος αφηρημένη. Του άρεσε πάρα πολύ η σκέψη να ζει σ’ ένα φυσικό τόπο, όπως και η σκέψη της αυτάρκους οικογένειάς μας και του χωριού που θα μπορούσαμε να χτίσουμε, αλλά δεν κα-τάφερνε να εδραιώσει μια στέρεη και μόνιμη σχέση με τη γη. Ήταν εξαιρετικά ανήσυχος για να υποταχτεί στη ρουτίνα των ημερών μας, εξαιρετικά ευάλωτος στις αναπάντεχες αισθήσεις για να κάνει πολύ μακροπρόθεσμα σχέδια».
Ο Γκουίντο ερωτεύεται και κάνει και παιδί, αλλά γρήγορα δυσανασχετεί και η σχέση τους ταλαντεύεται.
(Γκουίντο, σελ. 311):
«Έχεις την εντύπωση πως ο άνθρωπος αλλάζει απ’τη μια στιγμή στην άλλη, αλλά το μόνο που συμβαίνει είναι ότι του έχεις κολλήσει μια εικόνα για να τον κάνεις να αντιστοιχεί στο πώς θα τον ήθελες. Όλο αυτόν τον καιρό επέμενα να τη βλέπω σαν μια κοπελίτσα αβέβαιη και χωρίς ρίζες σαν και μένα, αναγκάστηκε ν’ αρχίσει να ουρλιάζει για να την κοιτάξω. Και μόνο τότε είδα μια τριαντάχρονη γυναίκα που έχει ανάγκη από οικογένεια κι ένα μέρος να ζει κι έναν άντρα δίπλα της, κι ήταν στ’αλήθεια ένα σοκ. Αλλά οι πληροφορίες ήταν εκεί απ’την αρχή κιόλας, τέλεια αναγνώσιμες, φτάνει να είχα θελήσει να τις διαβάσω».
Όπως είναι αναμενόμενο, ένας άνθρωπος που ζει τόσο οριακά δε …γερνά, αλλά το τέλος που του αρμόζει είναι αναπάνεχο όπως κι η ζωή του.
Το ύφος είναι αυτό που μ’ άρεσε εμένα προσωπικά πάρα πολύ.
επιμέλεια: Παπαγγελή Χριστίνα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου