Δευτέρα, Ιανουαρίου 05, 2015

Αναμνήσεις ενός επαναστάτη, Βικτόρ Σερζ (μέρος 1)

Μια επανάσταση δεν πρέπει να θεωρείται ως ένα συμπαγές σύνολο
παρά από μακριά∙ με τον καιρό μπορεί να συγκριθεί με ένα χείμαρρο που συμπαρασύρει
ορμητικά το καλύτερο και το χειρότερο και αναχαιτίζει
τα αληθινά ρεύματα της αντεπανάστασης

Σπάνια μαρτυρία από την εποχή της γέννησης του αναρχοσυνδικαλισμού και την πορεία του διεθνούς σοσιαλιστικού/κομμουνιστικού κινήματος (από το 1880 περίπου μέχρι το 1940) αποτελεί το αυτοβιογραφικό αυτό βιβλίο του γνωστού Ρώσου συγγραφέα[1], του οποίου  η «Υπόθεση Τουλάγιεφ» κατά τη γνώμη μου συγκρίνεται  με το «Μηδέν και το άπειρο» του Άρθουρ Καίστλερ. Ο Βικτόρ Σερζ, αλλιώς Βικτόρ Λβόβιτς, προερχόμενος από το χώρο του αναρχισμού, συμμετείχε ενεργά στη μπολσεβικική επανάσταση, παρακολούθησε εκ των έσω όλες τις αντιφάσεις της δικτατορίας  του προλεταριάτου, αγωνίστηκε για την εξάπλωση της διεθνοποίησης της επανάστασης· γρήγορα κατέφυγε στην Αριστερή Αντιπολίτευση (σε διεθνές επίπεδο), υποστήριξε πρώιμα τις τροτσκιστικές θέσεις, γλύτωσε απ τα νύχια του σταλινισμού προφανώς λόγω της διεθνιστικής του δράσης και της ακτινοβολίας του στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα, ενώ προς το τέλος της ζωής του διαχώρισε   τη θέση του κι απ τον Τρότσκι (πέθανε το 1947, εφτά χρόνια μετά τη δολοφονία του αρχηγού του Κόκκινου στρατού).
Οι ιδιαίτερες συνθήκες κάτω από τις οποίες μεγάλωσε και έζησε ο Σερζ δίνουν μια ξεχωριστή οπτική στα ιστορικά γεγονότα στα οποία αναφέρεται, τα οποία διαμόρφωσαν με μοναδικό τρόπο την επαναστατική του συνείδηση. Γεννήθηκε το 1890, στις Βρυξέλλες «κατά τύχη», εφόσον ο πατέρας του, μπλεγμένος στο κόμμα της Λαϊκής θέλησης (Ναρόντναγια Βόλια) -υπεύθυνο για τη δολοφονία του τσάρου Αλέξανδρου Β΄-, εξαφανίστηκε από τη Ρωσία, διέσχισε τα αυστριακά σύνορα κολυμπώντας κάτω από τις σφαίρες των χωροφυλάκων και ξανάρχισε τη ζωή του καταφεύγοντας στη Γενεύη. Η φτώχεια ήταν απίστευτη εκείνη την εποχή και στις Βρυξέλλες, και στο Λονδίνο, και στο Παρίσι, όπως θα δούμε αργότερα. Έτσι, η μοίρα του φτωχού πανεπιστημιακού πατέρα ταυτίζεται με τη μοίρα του μετανάστη (Βέλγιο, Λονδίνο, Παρίσι, Ελβετία). Άλλωστε, από υποσιτισμό ο Βικτόρ έχασε και τον μικρότερο αδερφό του (απεχθανόμουν την καθημερινή πείνα των φτωχών παιδιών. Μέσα στα μάτια των παιδιών αυτών πίστευα ότι αναγνώριζα τις εκφράσεις του Ραούλ/ μου προξενούσε έκπληξη το ότι η θλίψη μπορούσε να περάσει και κατόπιν να εξακολουθήσει κανείς να ζει). Οι  γονείς του, παρόλες τις αντίξοες συνθήκες διατήρησαν πάντα άσβεστη τη δίψα για γνώση (οι γονείς μου ταξίδευαν αναζητώντας τον άρτο τον επιούσιο και τις καλές βιβλιοθήκες), πάθος που το μεταβίβασαν στα παιδιά τους και μάλιστα, πάθος για «πρωτογενή» γνώση  (δεν είχα πάει στο δημοτικό γιατί ο πατέρας μου περιφρονούσε αυτή «τη βλακώδη αστική διδασκαλία για τους φτωχούς» και δεν μπορούσε να πληρώσει για το κολλέγιο. Με διάβαζε ο ίδιος, λίγο και άσχημα. Το πάθος όμως για γνώση και η ακτινοβολία μιας ευφυΐας η οποία δεν τα πήγαινε ποτέ καλά με την απραξία, δεν οπισθοχωρούσε ποτέ μπροστά σε μια αναζήτηση ή ένα πόρισμα, αναδύονταν από μέσα του σε τέτοιο βαθμό που με μαγνήτιζαν κι έτρεχα στα μουσεία, στις βιβλιοθήκες, στις εκκλησιές, γέμιζα τετράδια με σημειώσεις σκαλίζοντας τις εγκυκλοπαίδειες. Έμαθα να γράφω χωρίς να ξέρω γραμματική. Η γνώση για μένα δε διαχωριζόταν απ τη ζωή, ήταν η ίδια η ζωή).
Έτσι, η μπροσούρα του αναρχικού Κροπότκιν προς τους νέους (τι θέλετε να γίνετε; Μήπως δικηγόροι για να επικαλείσθε τον νόμο των πλουσίων που είναι εξ ορισμού ο μοναδικός; Γιατροί, για να θεραπεύετε τους πλούσιους και να συμβουλεύετε τους φτωχούς να διατρέφονται καλά; Αρχιτέκτονες, για να εγκαθίστανται σε ωραία σπίτια οι ιδιοκτήτες; κλπ κλπ) βρίσκει πρόσφορο έδαφος.  Δεκαπέντε χρονών, έχοντας βιώσει ήδη μια βαριά απώλεια, τον αδερφό του), μπλέκεται στους αναρχικούς κύκλους και γίνεται μαθητευόμενος φωτογράφος· έχει ήδη συνειδητά ταχτεί σ έναν αγώνα που ξέρει ότι μπορεί να είναι και αδιέξοδος (απευθυνόμενος νοερά στον πατέρα του: θέλω να αγωνιστώ, όπως αγωνίστηκες και συ, όπως πρέπει να αγωνίζεται κανείς όλη του τη ζωή. Είσαι ηττημένος το βλέπω. Θα προσπαθήσω να έχω περισσότερη δύναμη ή περισσότερη τύχη. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο να κάνει κανείς).
Πού να πας, τι να κάνεις μ αυτήν την επιτακτική ανάγκη για το απόλυτο, αυτή την επιθυμία να μπεις στη μάχη, αυτόν τον κρυφό πόθο να ξεφύγεις από όλα τα εμπόδια της πόλης και της ζωής, χωρίς δυνατότητα διαφυγής;
Μας χρειάζεται ένας κανόνας. Να εκπληρώνεις κάτι και να προσφέρεις. Να είσαι.
Και παρακάτω:
Ήμασταν σοσιαλιστές: Νέοι Φρουροί. Μας είχαν σώσει οι ιδέες μας. Δεν υπήρχε λόγος να αποδείξουμε κάτι, ούτε χρειάζονταν υποστηρικτικά κείμενα για να υπάρξουν κοινωνικοί αγώνες. Ο σοσιαλισμός έδινε νόημα στη ζωή: τον αγώνα. Οι διαδηλώσεις ήταν μεθυστικές, κάτω από τις βαριές κόκκινες σημαίες, που είναι τόσο δύσκολο να κρατήσεις όταν έχεις κακοκοιμηθεί και δεν τρέφεσαι καλά.
Σιγά σιγά άρχισε η διαμάχη μας όχι με τον σοσιαλισμό αλλά με όλα αυτά τα συμφέροντα τα καθόλου σοσιαλιστικά που υπήρχαν γύρω από το εργατικό κίνημα. Εισβάλλουν στο χώρο του, τον διαπερνούν, τον κατακτούν και τον βρομίζουν. (…) Η εκλογική πολιτική μάς εξόργιζε πιο πολύ απ όλα. Ήμασταν συγχρόνως, μου φαίνεται, πολύ δίκαιοι και πολύ άδικοι μέσα από την άγνοια της ζωής η οποία είναι γεμάτη περιπλοκές και συμβιβασμούς.
Ήμασταν άπληστοι για το απόλυτο.

Και:
Εμείς θέλαμε μια αναρχική επανάσταση, δημοκρατική  -χωρίς την υποκρισία και την ατολμία των αστικών δημοκρατιών-, εξισωτική, ανεκτική ως προς τις ιδέες και τους ανθρώπους. Από θεωρητική πλευρά, θέταμε πολύ άσχημα αυτά τα προβλήματα, ο μπολσεβίκος τα έθετε σίγουρα καλύτερα από μας· από ανθρώπινη πλευρά, ήμασταν μέσα στην αλήθεια πολύ περισσότερο απ ό, τι εκείνος.

Έτσι, ο Βικτόρ Σερζ μπαίνει στη δίνη της εποχής του, μιας εποχής όπου όλη η Ευρώπη βράζει… Οι οξείες κοινωνικές αντιθέσεις δημιουργούν και έντονες αντιδράσεις, κοινωνικά κινήματα και ιδεολογικές αντιπαραθέσεις που ετοιμάζουν τη μεγάλη διεθνή επανάσταση αλλά και ενίσχυση των δυνάμεων καταστολής, πολλές διαψεύσεις και πισωγυρίσματα.  Με τον απόηχο της Παρισινής Κομμούνας και της υπόθεσης Ντρέυφους, της δίκης της «συμμορίας του Μποννό», της εξέγερσης στην Καμπανία  (Μάρτιος του 1917) ο Σερζ ωριμάζει μέσα στις αρχές του αναρχισμού. Έζησε  άμεσα τα επαναστατικά κινήματα της Ευρώπης (Γαλλία, Βέλγιο, Ισπανία), είδε το ξέσπασμα του πρώτου παγκόσμιου πολέμου μέσα στη φυλακή του Παρισιού και  στάλθηκε με την ανταλλαγή ομήρων στη Ρωσία παραμονές της ρωσικής επανάστασης. Μια επανάσταση που υποστηρίζει με όλη του την ψυχή παρόλο που διαισθάνεται ότι από την πρώτη μέρα έχει ήδη προδώσει τις αρχές της (η ρωσική επανάσταση δεν μπορεί να περιοριστεί σε μια αλλαγή πολιτικού καθεστώτος· η επανάσταση είναι, πρέπει να είναι κοινωνική. Αυτό πάει να πει ότι οι αγρότες θα επιβάλουν την εθνικοποίηση ή τουλάχιστον τον έλεγχο στις μεγάλες βιομηχανίες και τις τράπεζες. Ήμουν, χωρίς να το ξέρω, στη γραμμή του Λένιν).
Ως αυτοβιογραφούμενος, ο συγγραφέας Βικτόρ Σερζ έχει χωρίσει την αφήγησή του σε χρονικές περιόδους μέχρι το 1941 περίπου, δίνοντας σε κάθε κεφάλαιο τίτλο όπου φαίνεται ξεκάθαρα η επαναστατική του οπτική.

1.     Ένας κόσμος χωρίς δυνατότητες διαφυγής
Αναρχικά αδιέξοδα μέχρι το 1912

Η αλήθεια θα σε κάνει ελεύθερο. Η ελευθερία θα σου κάνει καλό.
Le revolté. Feuille de Propagande Anarchiste.

Ψάχνοντας απελπισμένα για δουλειά, πρώτα στις Βρυξέλλες και στη συνέχεια στο Παρίσι  (το Παρίσι μάς καλούσε, το Παρίσι του Ζολά, της Κομμούνας, της CGT, με τις μικρές εφημερίδες που τις τύπωναν με τρόμο ψυχής, το Παρίσι όπου ο Λένιν κάποιες φορές ετοίμαζε την Ίσκρα και μιλούσε στις συγκεντρώσεις των εμιγκρέδων, σε γειτονιές κλπ κλπ) μέσα στη φτώχεια και την ανασφάλεια, γνωρίζει προσωπικότητες  όπως τον Ζωρές ή τον αναρχικό Albert Libertad (πάμφτωχος, κλοσάρ, ανάπηρος, βίαιος  κι ελκυστικός έγινε η ψυχή ενός κινήματος που είχε εξαιρετικό δυναμισμό) και δουλεύει ως φωτογράφος, μεταφραστής, συντάκτης ή τυπογράφος σε διάφορες εκδόσεις.
Διαμορφωμένος από αντιφάσεις, διαχωρισμένος σε τάσεις υπόγειες και μη, ο αναρχισμός απαιτούσε πάνω απ όλα τη συμφωνία ανάμεσα σε λόγο και πράξη. Γι αυτό και μεις φτάσαμε (εκείνη την εποχή) στην ακραία θέση όπου, μέσα από μια άτεγκτη διαλεκτική, κατέληγε κανείς, δια μέσου της επαναστατικότητας, να μην έχει πλέον ανάγκη την επανάσταση.
Το δόγμα, που έγινε δικό μας, έλεγε: «Μην περιμένετε την επανάσταση. Αυτοί που υπόσχονται την επανάσταση είναι φαρσέρ όπως και οι άλλοι. Κάνε την επανάσταση σου εσύ ο ίδιος. Να είστε άνθρωποι ελεύθεροι, και να ζείτε σε συντροφικότητα».
Ο αναρχικός ατομικισμός στον οποίο κατέληγαν κάτι τέτοιες σκέψεις, ήταν η αφορμή για την πιο οδυνηρή πραγματικότητα για μας τους ίδιους. Να είσαι ο εαυτός σου. Μόνο που αναπτυσσόταν πάλι σε μια πόλη – χωρίς πιθανότητα διαφυγής-, στο Παρίσι, σε μια απέραντη ζούγκλα όπου ένας πρωταρχικός ατομικισμός, διαφορετικά επικίνδυνος από τον δικό μας, ο πιο δαρβινικός ατομικισμός της πάλης για επιβίωση, ρύθμιζε όλες τις σχέσεις. Φεύγοντας από τους καταναγκασμούς της φτώχειας τους ξαναβρίσκουμε μπροστά μας. Να είσαι ο εαυτός σου θα αποτελούσε μια πολύτιμη εντολή και ίσως μια υψηλή εκπλήρωση, εάν ήταν κάτι το εφικτό· αυτό δεν αρχίζει να γίνεται δυνατόν παρά τότε μόνον όταν ικανοποιούνται οι πιο επιτακτικές ανάγκες του ανθρώπου (τροφή, κατάλυμα, ντύσιμο).
Είναι η εποχή όπου οι αναρχικές ιδέες εξαπλώνονται και πολυάριθμοι σύντροφοι θα βρίσκονταν, σύντομα, μέσα σε αυτό που ονομάζουμε παρανομία, σε μια ζωή που δεν κινείται πια στο περιθώριο της κοινωνίας, αλλά στο περιθώριο του νόμου. Πίσω από τις ιδέες υπάρχει η απελπισία, η αίσθηση ότι τίποτα δεν μπορούμε να κάνουμε, ότι ο κόσμος στην ουσία του είναι απαράδεκτος, κι όπως έλεγε ο Ανατόλ Φρανς, «η ζωή δεν είναι ένα τόσο σπουδαίο αγαθό που θα ταν τρομερό να το χάσεις ή έγκλημα να το αφαιρέσεις από κάποιον». Είναι η εποχή όπου παραδέχεται ότι για τον Μαρξ δεν ήξερε σχεδόν τίποτα (στον συνδικαλισμό καταδικάζαμε έναν μελλοντικό κρατισμό εξίσου αμφίβολο με οτιδήποτε άλλο. Ο «εργατισμός» ως αντίδραση ενάντια στους πολιτικούς  μάς φαινόταν κάτι πολύ περιορισμένο καθώς κουβαλούσε μέσα του το μικρόβιο ενός άλλου είδους αριβισμού…)
Η διάψευσή του από το αναρχισμό επανέρχεται και αργότερα, όταν οι ατομικιστές κοροϊδεύουν την επανάσταση.  «Δεν είστε στην πραγματικότητα υπέρ κανενός/ δεν θα πολεμήσετε ποτέ για τίποτα, γιατί για σας δεν αξίζει τίποτα στ αλήθεια/ είστε το προϊόν του εκφυλισμού των πάντων: της μπουρζουαζίας, των αστικών ιδεών, του εργατικού κινήματος, του αναρχισμού).
Η μαρτυρία του Σερζ πάνω σ αυτήν την πτυχή της ιστορίας είναι πολύτιμη, γιατί γίνεται πολύ εκτεταμένη και συγκεκριμένη αναφορά σε άπειρες περιπτώσεις αναρχικών προσπαθειών στο Παρίσι, ενώ παράλληλα έχει ανοιχτή την πόρτα προς τη Ρωσία λόγω της διασύνδεσής του με το Ρωσικό Σοσιαλιστικό Κόμμα. Παρελαύνουν ονόματα όπως του Σορέλ (θεωρητικός του επαναστατικού συνδικαλισμού που στήριξε τη μπολσεβικική επανάσταση), του Φερράλ (ο Φερράλ μ έμπασε σ έναν τρομακτικό κόσμο, τον κόσμο της πιο μεγάλης φτώχειας, της στέρησης που έχει γίνει αποδεκτή, του τέλους του ανθρώπου κάτω από το λιθόστρωτο της μεγάλης πόλης), του Λαβρόφ, του αναρχικού παιδαγωγού Γκουάρντια, του αναρχικού Αλμερέυδα, του Μερλό κι άλλων εκδοτών, του Αλφρέντ Γκαρσέν (συγγραφέας, φασίστας που κατέληξε στην… αριστερά) κ.α.
Έβλεπα με τρόμο τι μπορεί να κάνει η πόλη στον άνθρωπο, να τον περιορίσει στα ζωώδη ένστικτα του ψωριάρη, πεινασμένου, κυνηγημένου σκύλου… Ο κλοσάρ είναι ένα τελειωμένο, με θρυμματισμένες εσωτερικές αντιστάσεις πλάσμα που έχει μάθει να απολαμβάνει ασθενικά, αλλά και πεισματικά την ελάχιστη φυτική ζωή που του απομένει.
Το αυθόρμητο κίνημα και οι μεγάλες διαδηλώσεις στο Παρίσι το 1904 τις ακολούθησαν η εκτέλεση του παιδαγωγού κι ελεύθερου στοχαστή Φρανθίσκο Φερρέρ (ιδρυτής της μοντέρνας σχολής της Βαρκελώνης), η εκτέλεση του Λιαμπέφ. Αργότερα (1912) η περίφημη δίκη της συμμορίας του Μποννό στέλνει πολλούς εκλεκτούς συντρόφους στο απόσπασμα. Δημιουργούνται αναρχικές παροικίες όπως η παροικία του Ε. Σαπελιέ στο Στόκελ όπου εγκαθίσταται ένας «πειραματικός κομμουνισμός». Γεγονότα σημαδιακά, κοινωνικές μάχες («μάχη του υπόκοσμου») που βίωσε έντονα ο έφηβος/νεαρός  Σερζ κι έβαλαν τα θεμέλια στις κοινωνικές του αντιλήψεις (από την ημέρα της   εκτέλεσης του Λιαμπέφ χρονολογείται η αποστροφή  που μου προξενεί η θλίψη του θανάτου που δεν προέρχεται από το πρωτόγονο έγκλημα του υποβαθμισμένου, του παραπλανημένου, του μισότρελου, του απελπισμένου, αλλά προκαλείται από ένα συλλογικό έγκλημα που έχει διαπραχθεί με ψυχραιμία από ανθρώπους που έχουν περιβληθεί την εξουσία).
Μετά τη μάχη για τον ιδεολόγο Φερρέρ, τον νυχτερινό αγώνα για τον απελπισμένο Λιαμπέφ, φάνηκε μέσα σε ποιο αδιέξοδο βρισκόταν στο Παρίσι το επαναστατικό κίνημα, συμπεριλαμβανομένων όλων των τάσεων….
Είναι η περίοδος της «δεύτερης  έκρηξης του αναρχισμού στη Γαλλία (η 1η είναι το 1891-94) που καταλήγει ασφαλώς άδοξα, με σκληρή καταστολή κι εκτελέσεις (ανάμεσα στα εκτεταμένα συνθέματα του Πιοτρ Κροπότκιν και του Ελυζέ Ρεκλύς και στον παροξυσμό του Albert Libertad, η έκπτωση του αναρχισμού μέσα στην καπιταλιστική ζούγκλα γινόταν προφανής).

2.     Ζεις για να νικήσεις (1912-1919)

Απ αυτή τη δύσκολη παιδική ηλικία, απ αυτήν την ανήσυχη εφηβεία, απ αυτά τα τρομερά χρόνια δεν μετάνιωσα για τίποτα. Λυπάμαι αυτούς που μεγάλωσαν μέσα   σ αυτόν τον κόσμο χωρίς να γνωρίσουν την άλλη όψη της απανθρωπιάς, χωρίς να συνειδητοποιήσουν το αδιέξοδο και το χρέος να αγωνιστούν  -έστω και τυφλά- για τον άνθρωπο (…)
Οι απέξω βρίσκονταν στο πιο ακραίο, στο πιο σκοτεινό, στο πιο οδυνηρό σημείο της ήττας.
(…)
Δεν ζει κανείς ποτέ μόνο με τον εαυτό του, δεν ζει κανείς ποτέ μόνο για τον εαυτό του, πρέπει να ξέρει ότι και η πιο οικεία σκέψη, η πιο προσωπική, συνδέεται με χιλιάδες δεσμούς με τη σκέψη του κόσμου.

Το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου σαν άγρια θύελλα απότομη στον καθαρό ουρανό βρίσκει τον Σερζ στη φυλακή σ ένα νησί του Σηκουάνα (σ ένα μικρό κλουβί στο πεδίο της μάχης/αυτή η θύελλα μού εξηγούσε τον κόσμο). Είναι βέβαια ακατανόητη για τους διεθνιστές επαναστάτες η ξαφνική μεταστροφή των Γερμανών σοσιαλδημοκρατών, των συνδικαλιστών, των Γάλλων σοσιαλιστών και αναρχικών στον πατριωτισμό, μέσω της αδελφοκτονίας… (αυτό το παραλήρημα, γι μας ανεξήγητο, συνόψιζε το αποκορύφωμα μιας κοινωνικής καταστροφής που έμελλε να κρατήσει πολύ χρόνο ακόμα). Όταν αποφυλακίζεται  πηγαίνει στη Βαρκελώνη: από την άλλη πλευρά των Πυρηναίων απλώνονταν χώρες μέσα στη γαλήνη κι στην αφθονία, χωρίς πληγωμένους που αναρρώνουν, χωρίς αδειούχους που μετρούν ακόμη και τα λεπτά της ώρας, χωρίς πένθος, χωρίς βιασύνη για ζωή την παραμονή του θανάτου.
Στη Βαρκελώνη, όπου η επαναστατική παράδοση οφείλει πολλά στον Μπακούνιν, παρακολουθεί το αναρχικό κίνημα που κορυφώνεται στην εξέγερση του 1917 (κορυφαία προσωπικότητα ο Σαλβαδόρ Σεγί). Η Κομμούνα, όπως αργότερα και η Ισπανική επανάσταση, γέννησε χιλιάδες ήρωες, εκατοντάδες αξιοθαύμαστους μάρτυρες, αλλά δεν απέκτησε αρχηγό. Με απασχολούσε πολύ γιατί μου φαινόταν πως με τη Βαρκελώνη βαδίζαμε προς μια δεύτερη Κομμούνα. Η ήττα, στις 19 Ιουλίου «σχεδόν χωρίς να αγωνισθούμε» γέμισε με εκατοντάδες πτώματα και τη μια πλευρά και την άλλη και έσβησε χωρίς να σταματήσει τη φόρα που είχε πάρει η εργατική τάξη…
Το 1917 το σημαδεύει όχι μόνο η επανάσταση στη Βαρκελόνη και φυσικά, η ρωσική επανάσταση αλλά και οι εξεγέρσεις της Καμπανίας που, όπως λέει ο Σερζ, υπήρξαν πολύ σοβαρότερες απ όσο είχε ποτέ ανακοινωθεί και δείχνουν ότι η Γαλλία είχε μόλις βγει από μια επαναστατική κρίση που είχε καταπνιγεί. Η αποτυχία των εξεγέρσεων στρέφει τον Σερζ προς τη Ρωσία και ψάχνει τρόπο επαναπατρισμού αλλά περνά κάποιους μήνες χωρίς άδεια παραμονής πάλι στο Παρίσι, συλλαμβάνεται και φυλακίζεται σε στρατόπεδο συγκέντρωσης  όπου οι εμπειρίες του και οι επαφές του με διάφορους αναρχικούς ήταν καθοριστικές προτού τον στείλουν με ανταλλαγή ομήρων στην Πετρούπολη, λίγο μετά το ξέσπασμα του Εμφύλιου πολέμου (1918, μετά τη διάλυση της Συντακτικής Συνέλευσης) και την απόπειρα δολοφονία του Λένιν από την αναρχική Ντόρα Καπλάν.
Όλα όσα ξέραμε για τη γαλλική επανάσταση, για την Κομμούνα του Παρισιού, για το ρωσικό 1905, μας έδειχναν τη λαϊκή αναταραχή, τον αναβρασμό των ιδεών, τον ανταγωνισμό των ομάδων, των κομμάτων, των εφημερίδων, εκτός μόνο από την εποχή της Τρομοκρατίας. Περιμέναμε να αναπνεύσουμε τον αέρα της ελευθερίας στην Πετρούπολη, χωρίς αμφιβολία μιας ελευθερίας σκληρής ακόμη και βάναυσης απέναντι στους εχθρούς της, μιας ελευθερίας ωστόσο πλατιάς κι ενθαρρυντικής. Και βρήκαμε στην πρώτη εφημερίδα ένα ανούσιο άρθρο με την υπογραφή Γ. Ζινόβιεφ σχετικά με το «μονοπώλιο της εξουσίας». «Το Κόμμα μας κυβερνά μόνο του […] δεν θα επιτρέψει σε κανέναν […]. Είμαστε η δικτατορία του προλεταριάτου […] οι απατηλές δημοκρατικές ελευθερίες που απαίτησε η αντεπανάσταση...». Προσπαθήσαμε να δικαιολογήσουμε σκεπτόμενοι την κατάσταση πολιορκίας, τον θανάσιμο κίνδυνο, αλλά και το ένα και το άλλο μπορούσαν να δικαιολογήσουν τα γεγονότα, τα γεγονότα που άσκησαν βία στους ανθρώπους και στις ιδέες, όχι μια θεωρία καταστολής κάθε ελευθερίας.

3.     Η διάλυση και ο ενθουσιασμός (1919-20)

Μπήκαμε σ έναν κόσμο θανάσιμα παγωμένο.
Η φτώχεια, η στέρηση, η  αρρώστια (τύφος), το κρύο είναι τα χαρακτηριστικά στην Πετρούπολη τα χρόνια αυτά μετά τη διάλυση της Συντακτικής συνέλευσης όπου έχουν ήδη ξεκινήσει ορισμένα εγκλήματα της επανάστασης (παρατίθενται επώνυμα και με συγκεκριμένες λεπτομέρειες). Μια ετοιμοθάνατη επανάσταση στραγγαλισμένη από τον αποκλεισμό, έτοιμη να μεταμορφωθεί στο εσωτερικό σε μια χαοτική αντεπανάσταση. Η ύπαιθρος λεηλατούσε συστηματικά την πόλη κι η πείνα αποδεκάτιζε τις μάζες. Οι Εβραίοι ζούνε το άγχος ενός προσεχούς πογκρόμ. Ο Ζινόβιεφ, πρόεδρος του σοβιέτ, είναι βέβαια αισιόδοξος. Ο Σερζ όμως εκτιμά ότι οι διανοούμενοι αντιμπολσεβίκοι ήταν περισσότεροι.

Στη Μόσχα τα πράγματα φαίνεται να είναι λίγο καλύτερα. Όμως το καζάνι βράζει πολύ περισσότερο απ ό, τι μας έχει αφήσει να ξέρουμε η επίσημη  ιστορία του ΚΚΣΕ… Οι μενσεβίκοι απαιτούν την κατάργηση της Τσεκά (η γνωστή φοβερή επιτροπή καταστολής της αντεπανάστασης, της κερδοσκοπίας και της λιποταξίας, συλλαμβάνοντας μαζικά τους ύποπτους, είχε την τύχη η ίδια να τακτοποιεί την τύχη τους, κάτω απ τον τυπικό έλεγχο του κόμματος, στην πραγματικότητα εν αγνοία του οποιουδήποτε). Νέες αναρχικές ενώσεις υποστηρίζουν νέες εξεγέρσεις και την Ομοσπονδία ελεύθερων κοινοτήτων.  
Είναι τόσες οι εκτελέσεις, οι φυλακίσεις, οι εκτοπισμοί που ο ίδιος ο Σερζ, ουσιαστικά άνθρωπος του συστήματος (χαρακτηριστικά, του πρότεινε ο Ζινόβιεφ να οργανώσει τις υπηρεσίες της Γ΄ Διεθνούς αλλά αρνήθηκε) καταδικάζει απερίφραστα τις μεθόδους της: είχε καταντήσει κράτος εν κράτει, με την κάλυψη του πολεμικού απορρήτου και των μυστικών διαδικασιών. (…) Θεωρώ τη δημιουργία της Τσεκά ως ένα από τα πλέον σημαντικά σφάλματα, τα πιο αδιανόητα που διέπραξαν οι μπολσεβίκοι που κυβερνούσαν, καθώς οι συνωμοσίες, ο αποκλεισμός και οι ξένες παρεμβάσεις τούς έκανα να χάσουν κάθε λογικό έλεγχο.(…) Ήταν άραγε επιβεβλημένο να επιστρέψουν σε διαδικασίες Ιεράς Εξέτασης; Στις αρχές του 1919 η Τσεκά δεν μπορούσε πια να ελέγξει την ψυχολογική διαστροφή και τη διαφθορά.

Το 1919 ο Σερζ το αποκαλεί «τρομερή χρονιά». Γίνονται άλλωστε πολλές προσπάθειες αλλαγής καθεστώτος, όπως στη Γερμανία (Μόναχο, πρώτη συμβουλιακή Δημοκρατία της Βαυαρίας, που προήλθε από την παράξενη συμμαχία ανεξάρτητων, αναρχικών κ.α. ενώ δεν υποστηρίχτηκε από τους κομμουνιστές!-/ΠΡΟΣΟΧΗ: η γνωστή δημοκρατία της Βαϊμάρης που καταστάλθηκε άγρια τον Απρίλιο του 1919 ήταν η δεύτερη συμβουλιακή δημοκρατία)και  στην Ουγγαρία (με επιτυχία). Είναι η εποχή της Γ΄ Διεθνούς, είναι η ήττα στην Εσθονία από τη Λευκή Στρατιά. Γενικότερα, η εξάπλωση του κομμουνισμού στη Δύση αποτυγχάνει .
Ο Σερζ κάλυπτε εκείνη την εποχή μια πλειάδα λειτουργιών. Χάρη στη γλωσσομάθειά του, διηύθυνε την υπηρεσία των λατινογενών γλωσσών της Διεθνούς και τις εκδόσεις της, υποδεχόταν τους ξένους εκπροσώπους, συμπλήρωνε τα αρχεία της πρώην Οχράνα, ήταν στρατιώτης σε κομμουνιστικό τάγμα και ακόλουθος του Υπουργείου Άμυνας. Βλέπει ολοκάθαρα τα λάθη και τις αντιφάσεις του κόμματος (όπως θα φανεί και στο επόμενο κεφάλαιο), τα επισημαίνει και μας παραθέτει πολύτιμες, εξακριβωμένες μαρτυρίες. Παρόλ αυτά, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι:
Η Ρωσία δε θα μπορούσε να αποφύγει την κόκκινη τρομοκρατία παρά μόνο αν είχε υποστεί τη λευκή· δεν θα μπορούσε να αποφύγει τη δικτατορία του προλεταριάτου παρά μόνο αν είχε υποστεί μια δικτατορία της αντίδρασης… Ο τρόπος με τον οποίο διατύπωναν την αγανάκτησή τους οι πιο οργισμένοι από τους διανοούμενους αντιμπολσεβίκους για να γίνουν πειστικοί, δυσανασχετώντας ως προς την αντεπανάσταση, μου αποκάλυπτε την αναγκαιότητα του μπολσεβικισμού.
Και αλλού:
Μέσα σε μια αιματοκυλισμένη Ευρώπη, αφανισμένη και αποβλακωμένη εκείνη την εποχή, ήταν προφανές για μένα, ότι ο μπολσεβικισμός είχε αναμφισβήτητα δίκιο. Σημασιοδοτούσε ένα νέο ξεκίνημα της ιστορίας.

Παρόλο που ο Σερζ βλέπει το μπολσεβικισμό σα μοναδική λύση για να σωθεί η επανάσταση, φαίνεται να εντοπίζει αρκετά πρώιμα τις αντιφάσεις της πολιτικής των μπολσεβίκων (ή τις επισημαίνει εκ των υστέρων;) αλλά και των σοσιαλδημοκρατών. Λέει, π.χ., ότι η πλειοψηφία των μαρξιστών της αριστεράς, που είχαν προσχωρήσει στον μπολσεβικισμό, υιοθετούσαν μια αλαζονική στάση∙ οι λέξεις «δικτατορία του προλεταριάτου» τούς τα ερμήνευε όλα, μαγικά, χωρίς να τους περνάει από το μυαλό η ιδέα να αναρωτηθούν πού βρισκόταν, τι σκεφτόταν, τι αισθανόταν, τι έκανε ο προλετάριος δικτάτορας. Οι σοσιαλδημοκράτες, αντίθετα, είχαν κριτικό πνεύμα και έλλειψη κατανόησης.
Προς το τέλος του εμφύλιου μαθαίνεται και το καταπληκτικό νέο, το τέλος της τρομοκρατίας! Ήταν η φήμη ότι θα καταργηθεί η ποινή του θανάτου, σταθερό αίτημα πολλών στελεχών, που σε συμφωνία με τον Λένιν και τον Τρότσκι, πρότειναν την παύση των εκτελέσεων. Δυστυχώς η διάψευση έρχεται γρήγορα και με πολύ σκληρό τρόπο. Το Πολιτικό Γραφείο, όπως κρίνει ο Σερζ έθετε το πρόβλημα της απόλυτης εξουσίας χωρίς να τολμά να το λύσει μέσα σε μια ψύχωση φόβου και άτεγκτης εξουσίας. Η λευκή τρομοκρατία μπορεί να δικαιολογεί τη βία, αλλά ο Σερζ υποστηρίζει ότι η σοσιαλιστική επανάσταση θα ήταν πολύ πιο δυνατή και πιο ξεκάθαρη αν οι άνθρωποι που κατείχαν την ανώτατη εξουσία, αγωνίζονταν να υπερασπίσουν και να εγκαθιδρύσουν, με όση ενέργεια απέδειξαν για να νικήσουν, τις αρχές του ουμανισμού απέναντι στον νικημένο εχθρό.

4.     Ο κίνδυνος βρίσκεται μέσα μας (1920-21)

Είναι η εποχή που ο Σερζ την ονομάζει «πολεμικός κομμουνισμός»/πολιτική των επιτάξεων , ασκώντας σκληρή κριτική εφόσον είναι το αντίστοιχο του «καπιταλιστικός πόλεμος» (η λέξη «ολοκληρωτισμός» δεν υπήρχε ακόμη. Βρισκόμουν στην ανίσχυρη μειοψηφία που είχε συνείδηση της κατάστασης. Οι μεγάλες ιδέες του 1917 που είχαν επιτρέψει στο κόμμα των μπολσεβίκων να παρασύρει τις μάζες των αγροτών, τον στρατό, την εργατική τάξη και τη μαρξιστική διανόηση είχαν προφανώς πεθάνει). Ασκεί σκληρή κριτική κυρίως στον εξαναγκασμό και τη βία που επιβάλλονται σιγά σιγά, κάνοντας κάθε ελεύθερη σκέψη, δηλαδή κάθε κριτική σκέψη, επικίνδυνη.
Είναι το σύστημα που για την πλειονότητα του πληθυσμού είναι πολύ δύσκολο να ζεις… («το εργαλείο είναι εξαιρετικό, αλλά η σούπα χάλια!»). Ελάχιστο το φαγητό των κρατικοποιημένων συνεταιρισμών, έλλειψη θέρμανσης, κρύο, τύφος αλλά κυρίως… «κομισαριοκρατία». Οι χωρικοί ζητούν, με βίαιο πολλές φορές τρόπο τον τερματισμό των επιτάξεων. Το κόμμα αγνοούσε ότι ο Τρότσκι είχε προτείνει την κατάργηση των επιτάξεων.  Στις αντιδράσεις στο πνεύμα του «πολεμικού κομμουνισμού» ο Λένιν δηλώνει ότι δεν έχει καμιά πρόθεση να μπει σε μια διαδικασία συνθηκολογήσεων με την αγροτική αντεπανάσταση.

Το δράμα του αναρχισμού θα αποκτούσε, με την εξέγερση της Κροστάνδης, μια σημασία ιστορική. Ήδη η μπολσεβικική δικτατορία έχει δημιουργήσει καμιά πενηνταριά εστίες αγροτικών εξεγέρσεων («κίνημα ένοπλων αγροτών»), κι έξαρση του διεθνικού αναρχισμού (καμιά τριανταριά αναρχικές οργανώσεις)∙  οι αναρχικοί προετοιμάζουν το Συνέδριό τους (οι αρχηγοί συλλήφθηκαν από την Τσεκά και οι περισσότεροι εξουδετερώθηκαν βίαια), ενώ οι «κομμουνιστές  εργάτες» είχαν αρχίσει να επαναστατούν. Τα επεισόδια και οι απεργίες είναι συνεχείς -ο Τρότσκι πρότεινε τη συγχώνευση των συνδικάτων και του κράτους ενώ ο Λένιν επέμενε στην αρχή της συνδικαλιστικής αυτονομίας και στο δικαίωμα της απεργίας, με την ολοκληρωτική υποταγή όμως των συνδικάτων στο κόμμα.  Παρά τις υποσχέσεις (αμνήστευση και νομιμοποίηση), οι αναρχικοί και οι μενσεβίκοι τέθηκαν εκτός νόμου.  Ο Σερζ δηλώνει ότι ήταν το μόνο μέλος του κόμματος που ήταν αποδεκτό από τους αναρχικούς ως ένας από τους συντρόφους τους.
Η τραγωδία στην Κροστάνδη ξεκινά  με τη διάδοση της ψευδούς είδησης ότι «η Κροστάνδη πέρασε στα χέρια των λευκών» (αυτό ίσως να ήταν και το πιο σοβαρό, τελικά. Το χειρότερο ήταν ότι το επίσημο ψέμα μάς παρέλυε. Το να ψεύδεται έτσι το κόμμα απέναντί μας ήταν κάτι που δεν είχε συμβεί ποτέ στο παρελθόν). Ο Σερζ, παρόλο που ακόμα υποστηρίζει τον μπολσεβικισμό, αναγνωρίζει ότι ο Τύπος ήταν κυριολεκτικά βυθισμένος μέσα στο ψέμα. Και ήταν ο δικός μας Τύπος, ο Τύπος της επανάστασής μας, ο πρώτος σοσιαλιστικός, δηλαδή αδιάφθορος και ανιδιοτελής Τύπος. Καταδικάζει τις συλλήψεις της Τσεκά και αποδίδει απερίφραστα ευθύνες σε μέλη του κόμματος και σε λάθος χειρισμούς (από την πρώτη στιγμή, ενώ ήταν εύκολο να κατευνάσουν την κρίση, οι μπολσεβίκοι αρχηγοί δεν θέλησαν να χρησιμοποιήσουν παρά την οδό της βίας). Το Πολιτικό Γραφείο έστειλε τελεσίγραφο υπογραμμένο από Τρότσκι-Λένιν  «Παραδοθείτε, ειδάλλως θα πυροβοληθείτε σαν τα κουνέλια».

Ο Βικτόρ Σερζ φωτίζει με την προσωπική του μαρτυρία όλα αυτά τα γεγονότα, καταδεικνύοντας με στοιχεία τα λάθη και τις αντιφάσεις και καταγράφοντας άπειρα συγκεκριμένα περιστατικά. Παρά το άγχος όμως που του προκαλούσε η «απόλυτη καταστολή κάθε δημοκρατίας», ήταν ακόμα αισιόδοξος. Πρόκειται για μια περίοδο πολύ δύσκολη, με πολλές αντιφάσεις και πισωγυρίσματα, με λάθη και διαψεύσεις. Π.χ., ο ίδιος ο πράος και μειλίχιος Λένιν που αναγνωρίζει την αναγκαιότητα της ελευθερίας του Τύπου, και υπόσχεται ένα κράτος τελείως διαφορετικό από τα παλιά αστικά κράτη, «χωρίς κρατικούς υπαλλήλους και αστυνομικούς απέναντι στο λαό», δε διστάζει να συγκατατεθεί στις αμέτρητες συλλήψεις κι εκτελέσεις των αναρχικών. Ιδιαίτερα μετά την Κροστάνδη, ένα κύμα σκεπτικισμού διαχέεται στους κύκλους του Σερζ, ενώ το χάσμα μεταξύ κομμουνιστών και ελευθεριακών γίνεται ανυπέρβλητο.
Το επόμενο βήμα  διάψευσης είναι η αναγγελία της Νέας Οικονομικής Πολιτικής από τον Λένιν, την άνοιξη του 1921, που ο Σερζ χαρακτηρίζει  ως «μετριοπαθή παλινόρθωση του καπιταλισμού».   Η νέα πολιτική καταπράυνε την πείνα γεννώντας το αίσθημα της αποκατάστασης της ειρήνης,  αλλά αφόπλιζε τους οπαδούς της από το κριτικό τους πνεύμα∙ φαίνονταν σα να καταλαβαίνουν την ένταξη σαν μια παραίτηση από το δικαίωμα του σκέπτεσθαι. Η παράταση της τρομοκρατίας μετά τη λήξη του εμφυλίου ωθεί πολλούς συντρόφους να εγκαταλείψουν την πολιτική ή… τη Ρωσία. Ανάμεσά τους ο Σερζ που φεύγει για Κεντρική Ευρώπη, που φαινόταν να είναι η εστία των προσεχών γεγονότων (αν ο κίνδυνος βρισκόταν μέσα μας, μέσα μας έπρεπε να βρίσκεται και η σωτηρία).


(ζητώ συγνώμη για το μέγεθος της ανάρτησης, και να σκεφτεί κανείς ότι υπάρχει και δεύτερο μέρος... Η φύση του βιβλίου με οδήγησε σε ένα είδος περίληψης, αλλά ήθελα να κρατήσω, μ αυτό τον τρόπο τα συγκλονιστικά γεγονότα μιας εποχής που σημάδεψε τα δικά μας χρόνια)

Χριστίνα Παπαγγελή


[1] «Σερζ» είναι το λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Βικτόρ- Ναπολεόν Λβόβιτς, γιου του Λέοντος Κιμπάλμπιτς 

3 σχόλια:

  1. Άθλος η παρουσίασή σου!Και τα δυο πιο γνωστά βιβλία του Σερζ (αυτό και το «Υπόθεση Τουλάγεφ») είναι εξαντλημένα κι ίσως παρακινηθεί κάποιος εκδότης να τα ξαναβγάλει.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Μακάρι! νομίζω ότι αξίζουν 100%... όσο για τον "άθλο" τουλάχιστον από άποψη εργατοωρών ήταν η πιο μεγάλη ανάρτησή μου! όμως χαλάλι, γιατί μου ξαναφέρνει το βιβλίο, την εποχή, την προσωπικότητα του Σερζ, τη λογοτεχνική του ματιά!
    Καλή χρονιά Βιβή, επι τη ευκαιρία

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Μας προσφέρεις πολύ καλές δουλειές σου.Ευχαριστώ πολύ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή