Πέμπτη, Δεκεμβρίου 18, 2014

Επιχείρηση ζάχαρη, Ίαν Μακ Γιούαν (Sweet tooth)

Δεν ήταν, ή δεν ήταν μόνο μια ολέθρια προδοσία, μια προσωπική καταστροφή. Η προσβολή με είχε απασχολήσει τόσο ώστε δεν είχα διακρίνει αυτό που πραγματικά ήταν – μια ευκαιρία, ένα δώρο.  Ήμουν ένας μυθιστοριογράφος χωρίς μυθιστόρημα  και τώρα η τύχη μου είχε ρίξει στον δρόμο μου, ένα νόστιμο κόκαλο,
το γυμνό περίγραμμα μιας απίστευτης ιστορίας.
Κι εμείς, οι αναγνώστες του βιβλίου διαβάζουμε αυτή την απίστευτη ιστορία; Την ιστορία δηλαδή που γράφει πυρετωδώς ο νεαρός εξαπατημένος συγγραφέας, εραστής της πρωταγωνίστριας/αφηγήτριας, μόλις αποκάλυψε την απροσμέτρητη προδοσία σε βάρος του; Μάλλον, τουλάχιστον ένα μέρος της! Μόνο που αυτό το ανακαλύπτουμε κι εμείς στο τέλος, γιατί στις τελευταίες σελίδες ο πραγματικός συγγραφέας, ο Μακ Γιούαν δηλαδή, μας επιφυλάσσει μια μεγάλη ανατροπή.
Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί τεκμηριωμένα ότι πρωταγωνιστής είναι ουσιαστικά η λογοτεχνία∙  το πάθος για διάβασμα, το πάθος για γράψιμο. Η πρωταγωνίστρια και αφηγήτρια  είναι μια νεαρή αποτυχημένη μαθηματικός που ουσιαστικά ήθελε να σπουδάσει αγγλική φιλολογία. Μια «ταχυαναγνώστρια» που αγαπά  τη λογοτεχνία και ρουφά κυριολεκτικά τα βιβλία. Δε βλέπει φιλολογικά όμως το πράγμα, η αναγνωστική της δίψα είναι μια ανάγκη πιο άμεση, πιο ζωτική (οι ανάγκες μου ήταν απλές. Δε με πολυαπασχολούσε το θέμα ή οι εύστοχες φράσεις και πηδούσα τις εκλεπτυσμένες περιγραφές του καιρού, των τοπίων ή των εσωτερικών χώρων. Ήθελα χαρακτήρες πειστικούς και ήθελα ο συγγραφέας να μου εξάπτει την περιέργεια για το τι επρόκειτο να τους συμβεί). Μάλιστα οι φίλες της που σπούδαζαν φιλολογία γελάνε με τις επιλογές της, όμως, όπως λέει η ίδια, εκείνα τα βιβλία προετοίμασαν την καριέρα της στις μυστικές υπηρεσίες.
Πώς η πηγαία αγάπη της Σερίνα για τη λογοτεχνία την οδηγεί στη μυστική ασφάλεια των βρετανών, τη Μ15, όπου προσλαμβάνεται μετά από την παρότρυνση του αρκετά μεγαλύτερου σε ηλικία ερωτικού της συντρόφου Τόνυ Κάννινγκ; Κατά το «εικός και αναγκαίον»! Ο Γιούαν βάζει την ηρωίδα του -ένα έξυπνο και εντυπωσιακό σε εμφάνιση αλλά άπραγο κορίτσι-  να αφηγείται με εξομολογητική διεισδυτικότητα όλα τα βήματα που την οδήγησαν σε μια καταστροφική αυτοπαγίδευση: τη συμμετοχή της σε μια φοιτητική φυλλάδα με κριτικές σε βιβλία, απ όπου την έδιωξαν επειδή τα βιβλία που διάβαζε (π.χ. Το μηδέν και το άπειρο του Άρθουρ Καίστλερ, Το αρχιπέλαγο Γκουλάγκ, του Σολζενίτσιν, Η επικίνδυνη στροφή του Ναμπόκοφ, το 1984 του Όργουελ) είχαν «παρασοβαρέψει», το ίδιο  και οι κριτικές της∙  τις ερωτικές της σχέσεις και κυρίως τη σχέση της με τον Τόνυ, καθηγητή ιστορίας , που, πεισμένος για την αντισοβιετική και ψυχροπολεμική ιδεολογία της Σερίνα, την ωθεί στο να ασχοληθεί με τα προβλήματα της εποχής, να έχει άποψη, και να δώσει εξετάσεις στη Μυστική Υπηρεσία∙ την πρόσληψή της στη Μ15 που της εξασφαλίζει μια σταθερή δουλειά (μπορούσα να ανακοινώσω στους γονείς μου ότι είχα μια αξιοπρεπή δημοσιοϋπαλληλική θέση στο τμήμα Υγείας και Κοινωνικής Ασφάλισης∙ τη συμμετοχή της στην «Επιχείρηση ζάχαρη», ένα σχέδιο των μυστικών υπηρεσιών για να προωθήσουν την κουλτούρα και να καλλιεργήσουν το σωστό είδος διανοουμένων (!)∙ τον έρωτα ανάμεσα σ εκείνη και τον υποψήφιο νεαρό συγγραφέα/ θύμα, τον Τομ Χάλεϋ (πώς μπορείς ν αγαπήσεις έναν άνθρωπο μέσα από τα διηγήματά του;),  τα ψέματα που αναγκάζεται να λέει. Και ύστερα ο… γκρεμός, το αδιέξοδο, η καταστροφική ντροπή μπροστά στη γελοιοποίηση και των δύο όταν γίνεται γνωστό ότι το βραβείο Όστεν, που ποτέ δεν είχε δοθεί σε πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα, δόθηκε σε κάποιον που έπαιρνε επιχορήγηση από τη μυστική ασφάλεια! Η προδοσία που σκοτώνει τον έρωτα…
Τέλος,  ποιος είπε ότι η ποίηση δεν προκαλεί κανένα γεγονός;

Το ενδιαφέρον που προκαλεί στον αναγνώστη η μυθιστορηματική πλοκή  (σε συνδυασμό βέβαια με το εγγυημένο ύφος του Μακ Γιούαν) είναι πολυδιάστατο:
·              Αρχικά, μας μεταφέρει στην καρδιά της δεκαετίας του ’70, κάτω από μια… ασυνήθιστη οπτική (την οπτική των στελεχών της Μ15, φιλτραρισμένη βέβαια μέσα από τα μάτια μιας καλοπροαίρετης συνηθισμένης κοπέλας) είναι η δεκαετία όπου φτάνει στο αποκορύφωμα ο ψυχρός πόλεμος, η δεκαετία των απεργιών, των διαδηλώσεων  και των εξεγέρσεων του ΙΡΑ. Της σοβιετικής/κομμουνιστικής απειλής αλλά και του πολέμου του Γιομ Κιπούρ στο Ισραήλ, των ερυθρών ταξιαρχιών, της πυρηνικής απειλής, των μπητλς, των χίππις. Η νέα απειλή ήταν η τρομοκρατία. Δεν ήταν μόνο ο ΙΡΑ, ή οι διάφορες παλαιστινιακές ομάδες. Οι παράνομες αναρχικές   οργανώσεις και οι αριστερίστικοι πυρήνες στην ηπειρωτική Ευρώπη ήδη έβαζαν βόμβες και απήγαν πολιτικούς και βιομηχάνους. Οι Ερυθρές Ταξιαρχίες, η Ομάδα Μπάαντερ Μάιχοφ, οι Τουπαμάρος και αντίστοιχες οργανώσεις στη Λατινική Αμερική, ο Συμβιωτικός Απελευθερωτικός Στρατός  στις ΗΠΑ- αυτοί οι διψασμένοι για αίμα μηδενιστές και ναρκισσιστές ήταν πολύ καλά διασυνδεδεμένοι διεθνώς και σύντομα θα αντιπροσώπευαν και εδώ μια εσωτερική απειλή.
            Βλέπουμε το μηχανισμό των Μυστικών Υπηρεσιών, που ανταγωνίζονται η μια την άλλη (αρχής γενομένης από τις ΗΠΑ) όχι μόνο να επιβληθούν στρατιωτικά μέσα στο ψυχροπολεμικό κλίμα, αλλά να επιβάλουν μια κουλτούρα. [1] Μέσα σ αυτό το κλίμα, η μικρή χλωμή τσιλιβίθρα φιλοδοξεί να σώσει το ετοιμόρροπο κράτος. Βέβαια, αρχικά δεν προσλαμβάνεται σε κάποια θέση αξιωματούχου, όπως ήλπιζε… Όπως ακριβώς ένας νεοσύλλεκτος υποχρεώνεται να αποδεχτεί την καινούρια του ζωή ξεφλουδίζοντας πατάτες και τρίβοντας το προαύλιο με οδοντόβουρτσα, έτσι κι εγώ πέρασα τους πρώτους μου μήνες συνθέτοντας καταλόγους των μελών των επαρχιακών οργανώσεων του Κομμουνιστικού Κόμματος της Μεγάλης  Βρετανίας και φακελώνοντας όποιον δεν είχε ήδη φακελωθεί.
Η Σερίνα όμως, λόγω της σχέσης της με τη λογοτεχνία και της εντυπωσιακής της εμφάνισης,  γρήγορα κρίνεται ότι είναι το κατάλληλο άτομο να παγιδεύσει τον Τομ και να φέρει σε πέρας την «Επιχείρηση ζάχαρη» (Sweet tooth). Η ιδέα ήταν να δελεάσουν τους αριστερότερα του κέντρου Ευρωπαίους διανοούμενους και να τους απομακρύνουν από τη μαρξιστική προοπτική. Να εστιάσουν σε πρόσφορους νέους συγγραφείς που έχουν ανάγκη από οικονομική ενίσχυση… Ο συγγραφέας δε χρειάζεται να είναι κανένας φανατικός του Ψυχρού Πολέμου. Απλώς να βλέπει με σκεπτικισμό τις ουτοπίες της Ανατολικής Ευρώπης ή την επικείμενη καταστροφή της Δύσης/η ΥΕΠ στο απόγειό της δεν υπέδειξε στον Όργουελ ή στον Κέσλερ τι να γράψουν στα βιβλία τους. Όμως έκανε ό, τι μπορούσε για να διασφαλίσει ότι οι ιδέες τους θα κυκλοφορήσουν ευρύτατα σ όλον τον κόσμο. Ο  Τομ Χάλεϋ γράφει διηγήματα και δημοσιογραφικά κείμενα όπου φαίνεται να είναι «καθαρός», δηλαδή φιλοατλαντικός…  Η πρωταγωνίστρια θα παρουσιαστεί στον πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα Τομ Χάλεϋ σαν εκπρόσωπος του φορέα «Ίδρυμα Διεθνούς Ελευθερίας»  και θα του προσφέρει γενναία επιχορήγηση ώστε να τον ενθαρρύνει να γράψει μυθιστόρημα, που είναι καλύτερο μέσο διάδοσης της κυρίαρχης ιδεολογίας απ  ό, τι το διήγημα.
·              Το συναισθηματικό βάθος που δίνει στην πλοκή ο συγγραφέας είναι απαράμιλλο. Η Σερίνα, άλλωστε, πριν από τη σχέση της με τον Τομ, έχει δοκιμάσει ποικίλες ερωτικές σχέσεις που τις γευόμαστε με την αφήγηση της ηρωίδας, αλλά αυτή που τη σημάδεψε περισσότερο είναι η τραγική ιστορία με τον Τόνυ Κάννινγκ,  τον αρκετά μεγαλύτερό της άντρα που την προέτρεψε να δώσει εξετάσεις για τη Μυστική Ασφάλεια. Είναι καταπληκτικές οι αναφορές στο πώς βλέπει ένα νέο κορίτσι τον πενηνταπεντάρη εραστή της. Οι αποχρώσεις της ερωτικής επιθυμίας αλλά και της σεξουαλικής επαφής ξεφεύγουν απ όλα τα συνήθη κλισέ…
Ποικίλες διακυμάνσεις έχει η φιλία με τη συνάδελφο στη Μ15, την Σίρλεϋ, μια κοπέλα ταπεινής καταγωγής που δε δίστασε να συγκρουστεί με την υπηρεσία, με τίμημα την απόλυσή της. Ενδιαφέρον έχει η σκηνή όπου οι δυο φίλες συγκρούονται ιδεολογικά (ενάντια σε τι αγωνιζόμαστε;/ ενάντια σ ένα παρανοϊκό μονοκομματικό κράτος χωρίς ελευθερία του τύπου, χωρίς ελευθερία να ταξιδεύεις. Ενάντια σ ένα έθνος όμοιο με στρατόπεδο συγκέντρωσης/ το δικό μας κράτος είναι μονοκομματικό. Ο τύπος μας είναι της πλάκας. Και οι φτωχοί δεν μπορούν να ταξιδέψουν πουθενά. Το κοινοβούλιο είναι το μοναδικό μας κόμμα. Ο Χιθ και ο Γουίλσον ανήκουν στην ίδια ελίτ).
Όμως  το μεγαλύτερο βάρος, πιστεύω όλου του μυθιστορήματος, είναι η εξέλιξη της σχέσης με τον Τομ. Κι εδώ συνυφαίνεται και η σχέση με τη λογοτεχνία. Γιατί πριν ακόμα τον συναντήσει  π.χ., βλέπουμε ότι η Σερίνα ερωτεύεται…  τα διηγήματά του, που αναγκάζεται να διαβάσει! Καθώς πληροφορείται κι ο αναγνώστης  το περιεχόμενο των διηγημάτων και παράλληλα τον αντίκτυπό τους στην παθιασμένη αναγνώστρια, αρχίζει να αισθάνεται κι αυτός περιέργεια για τον συγγραφέα (είχα βρεθεί μέσα στο μυαλό ενός άγνωστου. Μια χυδαία περιέργεια μ έκανε να αναρωτιέμαι αν κάθε πρόταση επιβεβαίωνε , αρνιόταν ή μεταμφίεζε μια μυστική προαίρεση. Ένιωθα πιο κοντά στον Τομ Χάλεϋ απ ό, τι αν ήμουν συνάδελφός του στο Μητρώο τους περασμένους εννιά μήνες. Όμως, μολονότι αισθανόμουν κάποια οικειότητα, ήταν δύσκολο να πω τι ακριβώς είχα κατανοήσει από κείνον. Χρειαζόμουν ένα εργαλείο, κάποιον μηχανισμό μέτρησης, το αφηγηματικό ανάλογο των κινούμενων σκελών με το οποίο θα μπορούσα να υπολογίσω την απόσταση ανάμεσα στον Χάλεϋ και τον Έντμουντ (ήρωας του Χάλεϋ)). Παρακολουθούμε έτσι από κοντά κι άλλα διηγήματα του συμπρωταγωνιστή (την πλοκή, αποσπάσματα, αλλά κυρίως την « ανάγνωση» της Σερίνα), όπως και το εκτενέστερο φυσικά μυθιστόρημα που θα υποβληθεί για το βραβείο Όσκαρ, το οποίο όπως βλέπουμε δεν τηρεί τις προβλεπόμενες προδιαγραφές (ιδού η καταδικασμένη δυστοπία που δεν επιθυμούμε, ένας αποκαλυψιακός εφιάλτης του συρμού, που καταγγέλλει και απορρίπτει όλα όσα επινοήσαμε, οικοδομήσαμε ή αγαπήσαμε ποτέ, ένα χιλιαστικό όραμα που απολαμβάνει την κατάρρευση του πολιτισμού μας).  
Όμως η ερωτική επικοινωνία εξελίσσεται ραγδαία κι ανάλογα μεγαλώνει η αγωνία για το τι πρόκειται να γίνει αν αποκαλυφθεί η απάτη.  Η αγάπη δεν μεγαλώνει με σταθερό ρυθμό, αλλά προελαύνει κατά κύματα, με αιφνίδια σκιρτήματα και ξέφρενα άλματα.(…) Όμως πάντα στα κατάβαθα του μυαλού μου υπήρχε εκείνη η μικροσκοπική κηλίδα.  Γενικά προσπαθούσα να την αγνοώ και βρισκόμουν σε τέτοια υπερδιέγερση, ώστε συχνά το κατάφερνα. (…) όμως ήταν πια πολύ αργά. Η αλήθεια ήταν πολύ βαριά, θα μας κατέστρεφε. Θα με μισούσε για πάντα. Βρισκόμουν στην άκρη του γκρεμού και ήταν αδύνατον να γυρίσω πίσω.

Ποιος είπε ότι η ποίηση δεν προκαλεί κανένα γεγονός;
Η βράβευση του Τομ και το ξεγύμνωμα της αλήθειας μπήγει το μαχαίρι πολύ βαθιά (κρίνω ότι ο εγγλέζικος τίτλος «sweet tooth = γλυκό δόντι δεν είναι τυχαίος∙  ο πόνος είναι βαθύς και γλυκός). Η Σερίνα ταξιδεύει ολοταχώς προς την καταστροφή(ένιωσα και πάλι εκείνο το αόριστο μείγμα νοσταλγίας και ματαίωσης που συμπορευόταν με την ιδέα ότι ζούσα λάθος ζωή). Βλέπουμε την ηρωίδα να προσπαθεί να πιαστεί μέσα από τη συναισθηματική θύελλα όλων των αντιφάσεων που βιώνει, και στις τελευταίες σελίδες αναρωτιόμαστε μαζί με κείνη, ποια θα είναι η «λύση», ποια θα είναι η κατάληξη…
Τη λύση τη δίνει η… γραφή:
τώρα που ξέρω όσα ήξερες, όσα είχες να κρύψεις, προσπαθούσα να φανταστώ ότι είμαι εσύ, ότι είμαι σε δυο μέρη ταυτόχρονα, ότι και αγαπούσα και… έδινα αναφορά. Πώς θα μπορούσα να βρίσκομαι εκεί και ταυτόχρονα να δίνω αναφορά; Κι αυτό ήταν. Το κατάλαβα. Τόσο απλό. Αυτή την ιστορία ήταν αδύνατον να την πω εγώ. Έπρεπε να την πεις εσύ. Η δουλειά σου ήταν να δίνεις αναφορά για μένα. Έπρεπε να βγω από το πετσί μου, να μπω στο δικό σου. Ήταν ανάγκη να μεταποιηθώ, να παρενδυθώ, να γλιστρήσω μέσα στις φούστες σου και στα ψηλοτάκουνά σου, να φορέσω τα εσώρουχά σου, να περάσω στον ώμο το λουρί εκείνης της λευκής, γυαλιστερής σου τσάντας.
Ήταν δυνατόν και να σε θέλω και να σε παρατηρώ.
(…)
Ήξερα ότι όλα αυτά ήταν σε βάρος μου αλλά δεν με ένοιαζε, φερόμουν αψήφιστα και παράτολμα, είχα κυριαρχηθεί από την έμμονη ιδέα μου,
ήθελα να δω τι θα συμβεί.
Χριστίνα Παπαγγελή




[1] Ενδεικτικά, η CIA είχε χρηματοδοτήσει τον Μάλβιν Λάσκυ, πρώην τροτσκιστή και αντισταλινικό αριστερό, ο οποίος πολιτικοποίησε το περιοδικό Encounter προς την κστεύθυνση μιας αντι- κομουνιστικής , αντι- ολοκληρωτικής αριστεράς». Στη Βρετανία, η Υπηρεσία Έρευνας Πληροφοριών έχει συνεργαστεί με τη Μ15 και Μ16 προάγοντας συγγραφείς, εκδότες, εφημερίδες. Ο Τζορτζ Όργουελ λίγο πριν πεθάνει το 1949 είχε συντάξει την περίφημη « λίστα του Όργουελ» με 38 συγγραφείς και καλλιτέχνες που ήταν «κρυπτοκομμουνιστές» https://athens.indymedia.org/post/330871/! Με το αζημίωτο φυσικά! 

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 15, 2014

Ήταν όλοι τους τόσο καλά παιδιά…, Πατρίκ Μοντιανό

Δεν είναι τυχαίο που ο  -πρόσφατα νομπελίστας-  Γάλλος συγγραφέας ονομάστηκε από κάποιους «ο συγγραφέας της μνήμης» ∙ άλλωστε, όπως γράφει και η σουηδική ακαδημία,  το συνολικό του έργο βραβεύτηκε  "για την τέχνη της ανάμνησης με την οποία ζωντανεύει τις πιο ασύλληπτες ανθρώπινες μοίρες και αποκαλύπτει τον πραγματικό κόσμο της κατοχής"[1].

Αναμνήσεις από την εφηβική ηλικία, τη μαθητική ζωή ανάκατες με αναστοχαστικές παρατηρήσεις που αφορούν το παρόν, είκοσι χρόνια μετά όπου κάθε πρόσωπο έχει πάρει διαφορετικό δρόμο… Ατμόσφαιρα περιπλανώμενου θίασου (δεν είναι τυχαίο αυτό το αγαπημένο μοτίβο του Μοντιανό, εφόσον η ηθοποιός μητέρα του συχνά έλειπε σε τουρνέ) ή κινηματογραφική (θυμίζει λίγο την ατμόσφαιρα του Τρυφώ ή του Γκοντάρ -nouvelle vague- μου θύμισε και λίγο την  υπαινικτική ατμόσφαιρα του Κισλόφσκι)∙ σκηνές η μια μετά την άλλη με χαλαρή αλληλουχία, με μόνο άξονα αυτό το ανεξίτηλο που προσδίδει η ανάμνηση σε κάθε τι που έχει σημαδέψει το παρόν. Ύφος διακριτικό, κυριαρχία του παρατατικού ονειρικού χρόνου, σιωπές, έντονες εικόνες, νοσταλγικός ρυθμός.
Όπως και στο «Στο café της χαμένης νιότης, η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη∙ ο εσωτερικός μονόλογος κάποιου που αναθυμάται, αλλά και όπως και στο Café, κι εδώ δυσκολεύτηκα να αποκτήσω συγκροτημένη εικόνα του «εγώ», του προσώπου που αφηγείται. Σίγουρα δεν είναι παντού το ίδιο, εφόσον κάποια στιγμή αφηγητής είναι ο Εντμόντ Κλοντ που αυτοπαρουσιάζεται σαν «ας πούμε ηθοποιός» στον περιοδεύοντα θίασο Μπαρέτ, ενώ σε κάποια κεφάλαια το «εγώ» είναι ο Πατρίκ (που παρουσιάζεται να γράφει αστυνομικά μυθιστορήματα), δίνοντας τη λαβή να ταυτίσεις τον αφηγητή με τον συγγραφέα. Δίνεται μάλιστα η εντύπωση ότι υπάρχει ένας νοερός διάλογος μεταξύ του Ενμόντ και του Πατρίκ (απ ό, τι έμαθα είχες κι εσύ, Εντμόντ, την ευκαιρία να δεις τον Λαφόρ…/ε λοιπόν, εγώ ξαναείδα τον Νιούμαν).
Δεν έχει ωστόσο τόσο μεγάλη σημασία… Ο εκάστοτε αφηγητής περιηγείται στο παρελθόν, στις αναμνήσεις από το αυστηρό και ιδιαίτερο σχολείο στο οποίο φοιτούσαν ως οικότροφοι παιδιά από διάφορες οικογένειες, όχι κατ ανάγκην φτωχές, που για διαφορετικούς λόγους η καθεμιά άφησε το παιδί της στα χέρια του Πέδρο, του διευθυντή. Είναι το κολλέγιο Βαλβέρ, του οποίου περιγράφονται με αδρές γραμμές όλα τα οικήματα (με διαφορετικά ονόματα, όπως Πράσινο Περίπτερο, Ωραία Ζαρντινιέρα, Σαλέ) με δεσπόζοντα τον «Πύργο». Φαίνεται ότι στην περιγραφή όχι μόνο των εξωτερικών χώρων αλλά και των αυστηρών κανονισμών ο συγγραφέας «φωτογράφισε» το ανάλογο σχολείο όπου φοίτησε ο ίδιος από το 1956 ως το 1960, το Montcel  στο Jouy-en-Josas. Οι καθηγητές που είναι υπεύθυνοι για κάθε οίκημα ονομάζονται «λοχαγοί»- υπενθυμίζοντας ότι υπάρχει ένα είδος στρατιωτικής πειθαρχίας. Ωστόσο στην αφήγηση αυτό που κυριαρχεί είναι η αναπόληση κάθε ιδιαιτερότητας, ένα δέσιμο που υπερβαίνει όλες τις αντιθέσεις, και σε πολλές περιπτώσεις σκιαγραφούνται οι ιδιαίτεροι δεσμοί όχι μόνο ανάμεσα στους συμμαθητές αλλά και μεταξύ μαθητών- καθηγητών. Ένα δέσιμο που επιτυγχάνεται ίσως και με τις κοινές δραστηριότητες: αθλητισμός, χόκεϋ, προβολές κινηματογράφου μέσα στο κολλέγιο, κιθάρα χαβάγια από τον δάσκαλο της μουσικής.
Ο άξονας της αφήγησης φυσικά δεν είναι γραμμικός, ακολουθεί τις τεθλασμένες του μηχανισμού της ανάμνησης. Καθένα σχεδόν από τα δεκατέσσερα κεφάλαια είναι αφιερωμένο σε ένα από τα πρόσωπα, που παρουσιάζονται μέσα από τη μνήμη στο τότε και στο τώρα. Ιστορίες σχεδόν αυτόνομες. Μάλιστα, τρεις από τους χαρακτήρες αποτέλεσαν έμπνευση για ξεχωριστό διήγημα, στο ένα κεφάλαιο δε περιγράφεται εκτενώς η σχέση του «παλιού μαθητή» του κολλεγίου, του Τζόνι, με τη «Μικρή Μπιζού», ηρωίδα σε άλλο βιβλίο του Μοντιανό, ίσως το πιο γνωστό του στην Ελλάδα. Για όσους έχουν διαβάσει τη ΜικρήΜπιζού έχει μεγάλο ενδιαφέρον  η « συνομιλία» των δύο μυθιστορημάτων…  Η αινιγματική κοπέλα που ταράχτηκε γιατί συνάντησε ένα κίτρινο παλτό που της έφερε στο νου την εξαφανισμένη μητέρα της, εδώ είναι ένα ακόμα ένα εφτάχρονο κορίτσι, κόρη της βεντέτας της δραματικής Σχολής Μιραμπό, Σόνιας Ο Ντογιέ.   Άλλωστε, ο Τζόνυ, αφηγητής στο αντίστοιχο κεφάλαιο,  δίνει κάποιους υπαινιγμούς  για τη μυστηριώδη συμπεριφορά της  ηρωίδας  που πολύ αγαπήθηκε στο ομώνυμο βιβλίο.
         Η αντιστικτική παρουσίαση των ηρώων δίνει ένα ιμπρεσιονιστικό αποτέλεσμα. Δε μοιάζουν μεταξύ τους, δεν ανήκουν στην ίδια κοινωνική  τάξη, παρόλ αυτά όλους εμάς, τους παλιούς του Βαλβέρ μας ταλαιπωρούσαν κατά καιρούς ανεξήγητες μελαγχολίες και εκρήξεις θλίψης, που ο καθένας μας πάσχιζε να αντιμετωπίσει με τον τρόπο του. Μερικές σκόρπιες πινελιές: ο Κριστιάν (πίσω από τα γυαλιά του από ταρταρούγα, το σκούρο φανελένιο κουστούμι και το καμιλό παλτό του, ήταν κατά βάθος ένα παιδί με ταραγμένη ψυχή) με τη νεαρή μητέρα που μοιάζει με ηθοποιό και σαγηνεύει τον αφηγητή Πατρίκ. Ο καθηγητής Λαφόρ με την υποχθόνια φωνή, που είχε το παρατσούκλι «ο νεκρός», γιατί το πρόσωπό του ήταν λευκό σαν κιμωλία.Ο Ντεζότο που αμέσως μετά την αποβολή του από το σχολείο εμφανίζεται με κόκκινο αμάξι, που έχει ιστιοφόρο αλλά παρακολουθείται από έναν μυστήριο γιατρό. Ο Γιοτλάντ που με τον τρόπο του αρνείται να μεγαλώσει. Ο Τζόνυ που περιφέρεται στα κινηματογραφικά στούντιο παρακαλώντας για μια δουλειά κομπάρσου, Εβραίος που τον μπουζουριάσαν  ξαφνικά στο κονβόι προς τα Ανατολικά. Ο Μισέλ Καρβέ, ο διπλανός στο θρανίο, που δηλώνει ως επάγγελμα των γονιών του « Εμπορία γνωριμιών», η γοητευτική αδερφή τού Υβόν, η Μαρτίν (καμιά κοπέλα δεν είχε τόσο πυρόξανθα μαλλιά, τόσο φωτεινά μάτια, αυτή την ανασηκωμένη μυτούλα, τόσο μακριά πόδια και τόσο χαριτωμένη κίνηση). Το άλυτο μυστήριο του Νιούμαν/ Κοντρατσέφ. 
       Πράγματι, όλοι είχαν μια ιδιαιτερότητα, όλοι είχαν ένα είδος "γενναιότητας", και νομίζω ότι αυτό το νόημα έχει κι ο τίτλος " De si braves garcons", αν θεωρήσουμεότι η λέξη brave σημαίνει περισσότερο "γενναίος"...
       Η τελευταία πράξη είναι η επιστροφή στο χώρο του εγκαταλειμμένου πια κολλεγίου μετά από είκοσι χρόνια, από τον Εντμόν και τον Σαρέλ. Η πύλη είναι μισάνοιχτη. η αλέα ανοίγεται μπροστά μας, διστάζουμε όμως. Σιγά σιγά διακρίνονται μέσα στο φως αυτής της αρκτικής νύχτας το ιατρείο, το κοντάρι της σημαίας και τα δέντρα. δεν τολμούμε να προχωρήσουμε πέρα από το μεγάλο πλατάνι. 
Χριστίνα Παπαγγελή



[1] Δε συνηθίζω να παραθέτω βιογραφικά των συγγραφέων, αλλά εδώ θα κάνω μια εξαίρεση, γιατί ο « κόσμος» του Μοντιανό έχει άμεση σχέση με το ύφος των βιβλίων του:
Ο Patrick Modiano γεννήθηκε στις 30 Ιουλίου του 1945 στην Boulogne-Billancourt, από Ιταλοεβραίο πατέρα (καταγωγή από Θεσσαλονίκη - κατά κάποιους θα έπρεπε να ονομάζεται Μοδιάνο-) και Βελγίδα μητέρα. Μικρός άκουγε πολλές προβληματικές ιστορίες για τον πατέρα του, ενώ η μητέρα του, που ήταν ηθοποιός,  έλειπε συχνά σε τουρνέ. Αναγκάστηκε να τελειώσει το σχολείο με κρατική βοήθεια. Ο αδελφός του Rudy πέθανε σε ηλικία 10 ετών και τα  έργα του (από το 1967 έως το 1982) είναι αφιερωμένα σε κείνον. Σπούδασε σε διάφορα λύκεια και σχολές και πήρε το baccalauréat στο Annecy, αλλά δεν συνέχισε σε υψηλότερες βαθμίδες εκπαίδευσης.  Η συνάντησή του με τον Queneau, συγγραφέα τού Η Ζιζί στο μετρό, αποδείχτηκε καταλυτική. Το πρώτο του μυθιστόρημα La place de l’Étoile εκδόθηκε το 1968 και από τότε δεν κάνει τίποτε άλλο εκτός από το να γράφει. Έχει γράψει και σενάρια για ταινίες.