Τετάρτη, Μαΐου 28, 2014

Ομορφιά και θλίψη, Γιασουνάρι Καουαμπάτα

Θέλω για λίγο να απομακρυνθούμε απ’ την ακτή
και ν’ αφεθούμε στο ρεύμα.
Να κόψουμε μαζί στη μέση τα κύματα της μοίρας
και να λικνιστούμε πάνω τους.
Το αύριο πάντα μάς ξεγλιστράει.
Σήμερα πρέπει, δε νομίζετε;

         Διεισδυτικό, αισθησιακό και ερωτικό μυθιστόρημα του εκκεντρικού Ιάπωνα συγγραφέα (αξίζει κανείς να διαβάσει το βιογραφικό του εδώ), με το θέμα διατυπωμένο ξεκάθαρα στον τίτλο: ομορφιά και θλίψη, ή αλλιώς, έρωτας/πάθος, μοναξιά, γηρατειά, θάνατος.
        Η δυνατή και μοιραία ερωτική ιστορία μεταξύ του Όκι (παντρεμένου με δυο παιδιά) και της δεκαεξάχρονης Οτόκο, είναι η αφορμή για να επιστρέψει ο Όκι μετά από είκοσι χρόνια στο Κιότο, αναζητώντας ίχνη από τον χαμένο παράδεισο του πάθους του. Η Οτόκο είναι πια ζωγράφος και μένει με την πιστή και αφοσιωμένη της μαθήτρια, την Κέικο. Η τελευταία που τρέφει μεγάλη αδυναμία στη δασκάλα της, σε τέτοιο -αρρωστημένο- σημείο που αναλαμβάνει να «εκδικηθεί» για την εγκατάλειψη της Οτόκο από τον Όκι, ή τέλος πάντων να την «προστατεύσει».
        Αυτό είναι συνοπτικά το γενικό περίγραμμα, κι ο Καουαμπάτα, με το λυρικό (τα αυτιά σου έχουν υπέροχο σχήμα, το προφίλ σου όμως είναι μιας ομορφιάς που παραλύει/η φρεσκάδα και η σπαρακτική ομορφιά της διαπέρασαν τον Όκι σαν μαχαίρι) και υπαινικτικό ύφος που τον χαρακτηρίζει, αναπαριστά, χρωματίζει, δίνει βάθος στις εξ ορισμού έντονες συναισθηματικές σχέσεις (σχέση δυο εραστών, σχέση Όκι με τη γυναίκα του, σχέση Οτόκο-Κέικο, κλπ) αλλά και τις φορτισμένες περιστάσεις όπου εμπλέκονται. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο που και οι δυο κεντρικοί ήρωες γίναν καλλιτέχνες! Με αφορμή τη λογοτεχνική επιτυχία του Όκι (στο πιο πετυχημένο του βιβλίο περιγράφει διεξοδικά τον έρωτά του με την Οτόκο) και τη ενασχόληση της Οτόκο με τη ζωγραφική, ο συγγραφέας δίνει πολλές ενδιαφέρουσες όψεις της τέχνης και της καλλιτεχνικής έμπνευσης (είναι μάλλον ακριβέστερο να πει κανείς ότι δεν ήταν τόσο η πραγματική Οτόκο, η οποία είχε αποτελέσει το μοντέλο για το κορίτσι του μυθιστορήματος, αυτή που είχε «αγαπηθεί» από τους αναγνώστες, αλλά η Οτόκο που είχε δημιουργήσει ο Όκι στο βιβλίο. (…) Μπορούσε άραγε να πει κανείς με σιγουριά ποια από τις δυο ήταν η Οτόκο; Αυτή που περιέγραψε ο Όκι ή αυτή που θα είχε δημιουργήσει η Οτόκο αν είχε αφηγηθεί η ίδια την ιστορία της;)
         Αλλά και στη ζωγραφική η Οτόκο εκδηλώνει πιο έμμεσα το πάθος που της άλλαξε τη ζωή:
Δεν ήταν μόνο το παιχνίδι του φωτός και της σκιάς, ούτε τα μεταβαλλόμενα περιγράμματα των πράσινων κυμάτων, που είχαν προσελκύσει την Οτόκο στις φυτείες τσαγιού της περιοχής του Ούτζι. Όταν ο έρωτάς της με τον Όκι κατακερματίστηκε και κατέφυγαν με τη μητέρα της στο Κιότο, στα διάφορα πηγαινέλα εκείνης της εποχής ανάμεσα στο Τόκιο και στο Κιότο ένα πράγμα που είχε μείνει ανεξίτηλα χαραγμένο στην καρδιά της Οτόκο ήταν οι φυτείες τσαγιού κοντά στη Σιζουόκα, όπως τις έβλεπε από το παράθυρο του τρένου. Άλλοτε ήταν καταμεσήμερο. Άλλοτε ήταν σούρουπο. Η θέα και μόνο των φυτειών τσαγιού άνοιγε τους κρουνούς του πόνου και του αναγκαστικού χωρισμού της απ τον Όκι.
       Μέσα από τη ζωγραφική της η Οτόκο ωριμάζει, ανατρέχει σε έργα του Ρεντόν, του Σαγκάλ, του Σεζάν, ξεπερνά τις πληγές που της άφησε η εγκατάλειψη της και η απώλεια του μωρού της κι αυτή την ψυχική διεργασία ο συγγραφέας μάς τη δίνει καθαρά (πολύ ενδιαφέρουσα η ψυχαναλυτική δύναμη της τέχνης!). Η Οτόκο αυτοθεραπεύεται μέσα από την τέχνη της, έχει μάλιστα την ιδέα να αναπαραστήσει την Κέικο με τα χαρακτηριστικά μιας «Παναγίας Παρθένου» στο στυλ των πορτρέτων του Ντάισι και σχεδιάζει τη δημιουργία της «Ανάληψης ενός βρέφους στον ουρανό»:
        Για μια ακόμη φορά αυτά που της ήρθαν στο μυαλό δεν ήταν δυτικά έργα αλλά οι αρχαίες ιαπωνικές ζωγραφιές του Κόμπο Ντάισι. Αυτά τα πορτρέτα του βρέφους Ντάισι είχαν ως καταγωγή τους ένα θρύλο σύμφωνα με τον οποίο το αγοράκι είδε σε όνειρο ότι καθόταν πάνω σ ένα άνθος λωτού με οκτώ πέταλα και συνομιλούσε με τον Βούδα/ο πόθος της ήταν να εκφράσει στον πίνακα την αίσθηση θλίψης και στοργής για ένα πλάσμα που είχε χάσει χωρίς να προλάβει να γνωρίσει την πραγματική του μορφή. Κι αυτή η επιθυμία που κουβαλούσε τόσα χρόνια είχε ριζώσει στα βάθη της ψυχής της σαν σύμβολο λαχτάρας.
Και παρακάτω:
        Το πάθος της για το βρέφος Ντάισι ήταν μήπως η συγκαλυμμένη επιθυμία να δει τον εαυτό της σε πορτρέτο; Πίσω από την επιθυμία της να ζωγραφίσει το νεκρό βρέφος και την Κέικο δεν κρυβόταν στην πραγματικότητα ο πόθος της για μια αυτοπροσωπογραφία; Και μήπως το όραμα του ιερού βρέφους κατά το πρότυπο του βρέφους Ντάισι, καθώς κι εκείνο της ιερής κόρης ως όραμα της παρθένου κόρης, δεν ήταν παρά εκείνο ενός πορτρέτου της Αγίας Οτόκο; Αυτή η αμφιβολία ήταν ένα ξίφος που διαπερνούσε το στήθος της, ένα ξίφος οδηγημένο από το ίδιο της το χέρι αλλά χωρίς τη θέλησή της. Η Οτόκο δεν αφέηκε να τρυπηθεί πιο βαθιά απ αυτό το σπαθί. Το τράβηξε και το έβγαλε. Εκείνο άφησε πίσω του όμως μια ουλή που κατά καιρούς την πονούσε. 

        Η ομορφιά κι η θλίψη συνοδεύει όχι μόνο τους ήρωες αλλά και το γράψιμο του Καουαμπάτα, που μας βάζει στο κλίμα της ιαπωνικής παράδοσης με διακριτικές περιγραφές. Αντίθεση σ αυτή τη σκοτεινή εγκατάλειψη των δύο φέρνει η δυναμική, γεμάτη φλόγα κι έπαρση καταλυτική παρουσία της νεαρής Κέικο, που αναστατώνει τους πάντες: τον Όκι, τον γιο του Τάιτσικο (και τους δυο τους εκμαυλίζει ερωτικά), αλλά κυρίως την ίδια την Οτόκο.
        Η Κέικο όμως είναι… εξωφρενική. Η «αγάπη» της προς την Οτόκο έχει κάτι τόσο ακραίο και αρρωστημένο που δεν είναι αγάπη, είναι αυτό το είδος του υπερπροστατευτικού εγωισμού που στο μυαλό της συγχέεται με την αγάπη («Εμένα μου αρέσει να θυσιάζομαι. Ίσως το να θυσιάζομαι για κάποιον είναι ο σκοπός της ζωής μου/η ρίζα κάθε θυσίας είναι η αγάπη. Ο έρωτας./δεν με νοιάζει αν είναι για πέντε μέρες ή για δέκα, αυτό που θέλω είναι ο άλλος να με κάνει να ξεχάσω εντελώς τον εαυτό μου/δεν φοβάμαι καθόλου την αυτοκτονία. Υπάρχουν πολύ χειρότερα πράγματα απ αυτήν, όπως η απελπισία και η απώλεια χαράς της ζωής. Θα ήμουν ευτυχισμένη αν με στραγγαλίζατε»). Είναι κυριαρχική και θυελλώδης (ο Όκι αναρωτιέται αν είναι «υπολογιστική εκμαυλίστρια»), παρεμβαίνει ανεπίτρεπτα στις σχέσεις και τα συναισθήματα των άλλων, απαιτεί και προκαλεί εκμηδενίζοντας. Χάρη στο «πάθος» της, που κατά τη γνώμη μου ισοδυναμεί με εξουσιαστική μανία, η υπόθεση παίρνει μια απρόσμενη τροπή και οδηγείται σε μια απογοητευτική κάθαρση.
Χριστίνα Παπαγγελή


Πέμπτη, Μαΐου 22, 2014

Το κόκκινο στο φτερό του παπαγάλου, Ντανιέλ Τσαβαρία

τὸν δὲ Ἀρδιαῖον καὶ ἄλλους συμποδί
σαντες  
οὐκ ἐδέχετο τὸ στόμιον, ἀλλ’ ἐμυκᾶτο ὁπότε τις τῶν οὕτως

ἀνιάτως ἐχόντων εἰς πονηρίαν ἢ μὴ ἱκανῶς δεδωκὼς δίκην

ἐπιχειροῖ ἀνιέναι
(Πολιτεία Πλάτωνα, 613e)

Αστυνομικό –αλλά βασικά πολιτικό-  μυθιστόρημα, με θέμα την αυτοδικία/ εκδίκηση ενός από τα θύματα της σκληρής χούντας της Αργεντινής[1]  (1976-1983 επί Χόρχε Βιντέλα[2]). Ο συγγραφέας, με ευφυή τρόπο μας δίνει να καταλάβουμε ότι από ένα σημείο και μετά, πίσω από την ασήμαντη αστυνομική υπόθεση  που αναλαμβάνει ο αστυνόμος Μπαστίδα κρύβεται η δίωξη ενός ανελέητου Ουρουγουανού βασανιστή που μέσα σ ένα κύμα αμνηστεύσεων άλλαξε ταυτότητα, μεταμφιέστηκε και κατέφυγε στην Κούβα. 
Βρισκόμαστε στα 1999 κι έχουν επομένως περάσει σχεδόν  είκοσι χρόνια από το στρατιωτικό καθεστώς τρομοκρατίας που έζησε η Αργεντινή,  γνωστό κι ως «βρώμικος πόλεμος»∙ μια περίοδος φοβερών διώξεων, απίστευτων βασανισμών και εξαφανίσεων (κατά το πρότυπο της Χιλής) κάθε αντιφρονούντα, σοσιαλιστή, κομμουνιστή και γενικότερα, ύποπτου. Στην δίωξη του δικού μας πρωταγωνιστή, ιδιαίτερα καταλυτικό ρόλο παίζει η αδηφάγα ερωτικά «χινετέρα»[3] Μίνι, που τυγχάνει να έχει «πελάτες»και τους δυο συμπρωταγωνιστές, και της οποίας ο χαρακτήρας είναι πολυεπίπεδος και απολαυστικότατος (δεν σκοτιζόταν καθόλου που μπορεί να έμπαινε φυλακή λίγους μήνες. Είχε πάρει την υπόθεσή σου και την εκδίκηση για την Τερεσίτα σαν δική της υπόθεση. Ήταν συγκινητική η αλληλεγγύη της και ανιδιοτελής αυτοθυσία της. Την ενθουσίαζε που το κτήνος θα έμπαινε φυλακή και θα ξεκινούσε η διεθνής καταδίκη των εγκλημάτων του. Η δική της φυλάκιση δεν την πείραζε).
Θα μπορούσε κανείς να απαριθμήσει αρκετές αδυναμίες στο περιεχόμενο, στην πλοκή: π.χ. υπερβολικός ο ζήλος της αργεντίνικης αστυνομίας να διερευνήσουν την περίπτωση δολοφονίας ενός ποδηλάτη, και μάλιστα εξ αμελείας, τραβηγμένη η ιστορία με τα ίχνη του σπάνιου και πανάκριβου παπουτσιού.  Υπερβολικά επίσης τυχαία η αναγνώριση του βασανιστή μέσω της σπάνιας λέξης που χρησιμοποιούσε στο παρελθόν και την αναπαρήγε αυθόρμητα και ανέμελα  η «χινετέρα» του, ενώ ο «καλός» δεσμοφύλακας Μαριάνο είναι εξωπραγματικός, εφόσον όχι μόνο οργανώνει σούπερ πάρτυ στη φυλακή, αλλά επιτρέπει και… παράνομη έξοδο στον υπόδικο εγκληματία μας.  Αν δεν υπήρχαν αυτές οι κομβικές αλλά υπερβολικές συμπτώσεις δε θα μπορούσε να σχεδιαστεί τόσο άψογα το πλάνο εκδίκησης, ούτε να προκαλεί τόση αγωνία η έκβαση της δίωξης. Επίσης εξωπραγματική είναι και η επίσκεψη του Άλντο (δηλ. του εκδικητή) στο κελί του βασανιστή του, με σαφές ρίσκο τέχνασμα όπου βέβαια ο αναγνώστης απολαμβάνει τη δικαίωση και την ικανοποίηση.
Όλα αυτά τα σημεία που προσβάλλουν την αληθοφάνεια, ο συγγραφέας τα έχει φροντίσει ιδιαίτερα, ώστε να δικαιολογούνται εν μέρει. Στη βασική ένσταση πάντως που μπορεί να προβάλλει κανείς απέναντι στο ηθικό δίλημμα, αν επιτρέπεται η αυτοδικία, αν ο θιγμένος δηλαδή δικαιούται  να πάρει το νόμο στα χέρια του, το κοινό αίσθημα καταθέτει τα όπλα μπροστά στον αποτροπιασμό που προκαλούν τα απίστευτα εγκλήματα του βασανιστή, και την ανεπάρκεια της δικαιοσύνης. Ο συγγραφέας μάς έχει προετοιμάσει μ ένα εκτενές βιογραφικό του Τρεσό (τρία Ο: Ορλάντο Ορτέγα Οτρίς), που αποτελεί «σκιαγράφημα» της καριέρας ανάλογων περιπτώσεων: λαμπρός μαθητής στην Ουρουγουάη, τελείωσε Αστυνομική Σχολή, παρακολούθησε σεμινάρια «Επαγωγικής Πειθούς» από τον ειδικό της CIA Νταν Μιτριόνε  (υπαρκτό πρόσωπο), δηλαδή σεμινάριο για τις Μεθόδους Αναμόρφωσης των πολιτικών κρατουμένων. Συμμετείχε στα πειράματα στα εργαστήρια Μεθόδων Αναμόρφωσης  όπου διέθεταν άφθονα πειραματόζωα (αλήτες, αλκοολικούς ρακοσυλλέκτες (“beachcombers”)), με προτίμηση στους πολιτικούς κρατούμενους (ο σαδισμός του ξεπερνά κατά πολύ το… μέσο όρο). Με το βαθμό του λοχαγού βρίσκεται στο Μπουένος Άιρες όπου, με την ιδιότητα του συμβούλου του δικτάτορα Βιντέλα έδινε μαθήματα στην περιβόητη ESMA ( το χειρότερο άντρο βασανιστηρίων στην Αργεντινή)!  Όταν πια ο -παντογνώστης- συγγραφέας μάς αφηγείται το περιστατικό όπου θύμα ήταν ο Αλντο και η κοπελιά του, τον έχουμε μισήσει τόσο πολύ που δεν υπάρχουν ηθικοί ενδοιασμοί. Άλλωστε, η γενική αμνηστία που έχει δοθεί διεθνώς σε εγκληματίες πολέμου και σαδιστές βασανιστές σπρώχνει αυτοδίκαια όσους τους πνίγει το δίκιο στο να καταφύγουν στην αυτοδικία… είναι το «κόκκινο στο φτερό του παπαγάλου», γιατί η φωτιά σβήνει, μα το κόκκινο στο φτερό του παπαγάλου δε σβήνει ποτέ. Ήταν το αίμα που έχει χύσει ο Αλμπέρτο, για τον οποίο δεν θα υπάρξει συγχώρεση μήτε λησμονιά. Έπρεπε να πληρώσει για τα κρίματά του.

Όσο αφορά τη δομή, ο Τσαβαρία ακολουθεί την κλασική μέθοδο των παράλληλων ιστοριών, χωρίς να καταλαβαίνει ο αναγνώστης στις πρώτες περίπου 80 σελίδες πού συγκλίνουν αυτές∙ το αποκαλύπτει σιγά σιγά. Προσωπικά δε μου αρέσει αυτή η τεχνική. Μου θυμίζει την τεχνική της σαπουνόπερας (όπου, εκεί που κορυφώνεται η αγωνία ξενερώνεις, γιατί σε μεταφέρει ο συγγραφέας σε άλλο σκηνικό με άλλα πρόσωπα, πολλές φορές άγνωστα, οπότε «χτίζεις» από την αρχή). Παρόλ αυτά, το πώς θα κάνεις χρήση μιας τεχνικής είναι ζήτημα… τέχνης! Το βιβλίο αυτό, παρόλες τις αδυναμίες που μπορεί να εντοπίσει κανείς,  σου κόβει την ανάσα, δε μπορείς να το αφήσεις απ τα χέρια σου γιατί έχει μια κινηματογραφική ροή και σε κρατά σε αγωνία, αλλά κυρίως γιατί θεματικά θίγει ένα από τα πιο καίρια ηθικά διλήμματα  της εποχής, τον τρόπο απόδοσης δικαιοσύνης απέναντι στα εγκλήματα των  «νόμιμων»/κρατικών εγκληματιών (δικτατόρων, βασανιστών, ή εγκληματιών πολέμου): Μνήμη ή λήθη;
Χριστίνα Παπαγγελή


[1] Στα τέλη της δεκαετίας του '60 και στις αρχές του '70, ένοπλες ομάδες, όπως ο Επαναστατικός Λαϊκός Στρατός απήγαγαν και δολοφονούσαν πολίτες σχεδόν κάθε εβδομάδα. Το αυτονομαζόμενο καθεστώς της Εθνικής Διαδικασίας Αναδιοργάνωσης καταπίεζε την αντιπολίτευση και τα αριστερά ρεύματα με βίαια και παράνομα μέτρα, γνωστά και ως ο βρώμικος πόλεμος (dirty war, http://en.wikipedia.org/wiki/Dirty_War) Χιλιάδες διαφωνούντες εξαφανίστηκαν, ενώ η μυστική υπηρεσία SIDA συνεργάζονταν με τη χιλιανή DINA και άλλες νοτιοαμερικανικές υπηρεσίες, αλλά και τη CIA, στην Επιχείρηση Κόνδορας. Πολύ από τους στρατιωτικούς αρχηγούς που έλαβαν μέρος στον βρώμικο πόλεμο εκπαιδεύτηκαν σε σχολές με αμερικανική χρηματοδότηση, όπως οι Αργεντινοί δικτάτορες Ρομπέρτο Βιόλα και Λεοπόλντο Γκαλτιέρι[17]. Αυτή η νέα δικτατορίαέφερε αρχικά σταθερότητα στη χώρα και κατασκεύασε μεγάλο αριθμό σημαντικών δημοσίων έργων. Αλλά το συχνό πάγωμα μισθών και η απορρύθμιση της οικονομίας κατέληξε σε απότομη μείωση του επιπέδου ζωής και υψηλό δημόσιο χρέος[12]. Η αποβιομηχάνιση, η κατάρρευση του πέσο της Αργεντινής και η πτώση των επιτοκίων, μαζί με τη διαφθορά, τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την τελική ήττα της Αργεντινής στον πόλεμο των Φόκλαντ, οδήγησαν στην πτώση του καθεστώτος και στις ελεύθερες εκλογές του 1983.
[2] Ηταν ο επικεφαλής της τριανδρίας που οργάνωσε το πραξικόπημα και κυβέρνησε με σκληρότητα μέχρι το 1981 σε μια περίοδο που χαρακτηρίστηκε από δολοφονίες αντιφρονούντων, απαγωγείς νεογέννητων και χιλιάδες εξαφανίσεις ανθρώπων, οι περισσότεροι από τους οποίους ακόμη αγνοούνται, ενώ κυβέρνησε τη χώρα βασισμένος σε ένα πολύ στενό πυρήνα εννέα στρατιωτικών.
[3] Χινετέρα: «πεταλουδίτσα» της Αβάνας, που ψαρεύει πλούσιους τουρίστες για 10-15 μέρες

Σάββατο, Μαΐου 17, 2014

Ο άγγελος του Βορρά, Μίκα Βαλτάρι (Mikael Karvazalka, τίτλος πρωτότυπου)

Το μυαλό μου έβραζε κιόλας απ τα σχέδια
που μου χαν εμπνεύσει η φιλαργυρία μου και η φιλοδοξία μου!
Σκεφτόμουν πως κρατάγαμε στα χέρια μας
το πεπρωμένο όλου του κόσμου!

Χορταστικό ιστορικό μυθιστόρημα από τον μάστορα του είδους (κορυφαίο του Βαλτάρι «Ο Αιγύπτιος»).  Μυθιστόρημα που σε κάνει να αγαπήσεις την ιστορία, και μάλιστα την στριφνή/άχαρη ιστορία του 15ου 16ου  αιώνα, της μεταρρύθμισης και αντιμεταρρύθμισης, της Ιεράς εξέτασης, της ατέλειωτης σειράς από πολέμους και ανταγωνισμούς ανάμεσα στα ευρωπαϊκά κράτη, της εξέγερσης των χωρικών ενάντια στους ευγενείς/φεουδάρχες∙ εποχή  των μεγάλων ανακαλύψεων, της αμφισβήτησης,  της γέννησης των επιστημών.
Είναι αδύνατον να παρακολουθήσεις το βιβλίο αν δεν συμβουλεύεσαι κάθε τόσο  την πολύ κατατοπιστική εισαγωγή (είναι άραγε του μεταφραστή; Οι εκδόσεις Κάκτος του 1989 δεν το κάνουν σαφές), όπου παρατίθενται, εκτός από το χρονολόγιο της βιογραφίας του πρωταγωνιστή, χρονολόγιο της επανάστασης στη Σουηδία, χρονολόγιο της μεταρρύθμισης του Λούθηρου στα γερμανικά κράτη, χρονολόγιο του Πολέμου των Χωρικών, και χρονολόγιο των ιταλικών γαλλικο-γερμανικών πολέμων!
Όταν λοιπόν ο καλοπροαίρετος αναγνώστης καταφέρει να ξεμπλέξει τους Καρόλους και τους Φραγκίσκους, ξεκαθαρίσει ποιοι ήταν με το μέρος του βασιλιά της Δανίας Χριστιανού 2ου ο οποίος ήθελε την ένωση της Σουηδίας και της Φινλανδίας, κλπ κλπ, και καταλάβει τις μάχες και τα συμφέροντα, απολαμβάνει πραγματικά μια εξαιρετική περιπέτεια που τον μεταφέρει στον παλμό της προαναγεννησσιακής Ευρώπης.
Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση έχει ως άξονα τον βίο και την πολιτεία του  Mikael Karvazalka  (εξ ου και ο τίτλος του βιβλίου στα φινλανδικά), παρωνύμι του Μίκαελ Μπαστ. Γεννημένος στο Άμπο[1] στη Φινλανδία, σε μια εποχή όπου η Φιλανδία εξαρτιόταν από τη Σουηδία, [2]γίνεται από πολύ νωρίς θύμα της δίνης της ιστορίας, εφόσον την ανύπαντρη μάνα του σκότωσαν οι Δανοί («Ζυτλανδοί»), και τον μεγαλώνει σα δικό της παιδί η Πίρχο Καρβαζάλκα[3] (=τριχωτό πόδι). Η Πίρχο, παρόλο που η ίδια ασχολείται με βότανα και μαγικές δυνάμεις, φροντίζει για την εκπαίδευση του Μίκαελ. Ο συγγραφέας  χτίζει μια προσωπικότητα στα μέτρα της εποχής, κατάλληλο ώστε να μπορεί να τον εμπλέξει άνετα με όλα τα σημαντικά, κοσμικά κι εκκλησιαστικά γεγονότα: είναι ορφανός από ανύπαντρη μητέρα, επομένως δεν μπορεί να ακολουθήσει την εκκλησιαστική σταδιοδρομία. Είναι περίεργος/φιλομαθής, έχει πάθος για τα βιβλία, είναι φιλόδοξος, τυχοδιώκτης, ολίγον καιροσκόπος, ολίγον αμοραλιστής, αδίστακτος και τολμηρός. Είναι και τυχερός, εφόσον η Πίρχο που τον περιμαζεύει και τον προστατεύει, φροντίζει για τη μόρφωσή του. Διακατέχεται πάντα από την επιθυμία να γίνει πάστορας, ομολογεί όμως ευθαρσώς ότι το κίνητρό του είναι γιατί η χειροτονία αποτελεί τη μόνη πόρτα που επιτρέπει τη συνέχιση των σπουδών και ίσως την επίτευξη μιας πανεπιστημιακής θέσης ή κάποιου εκκλησιαστικού αξιώματος (Είσαι παιδί προικισμένο, η τάση όμως που έχεις για να εμβαθύνεις τα πράγματα και με τις απορίες σου να δυσκολεύεις ακόμα και τους πιο ικανούς, μ έχει συχνά βάλει σε ανησυχία. Πολλές φορές μου φαίνεται ότι δεν υπακούς μέσα σου στη χριστιανική ταπεινοφροσύνη αλλά στην πιο καταδικάσιμη αλαζονεία)! Άλλωστε, αφενός το «αμάρτημα της προέλευσής του» δεν του επιτρέπει να ακολουθήσει το δρόμο της εκκλησίας, αφετέρου το επιστημονικό του πνεύμα διατυπώνει αιρετικές αντιλήψεις...
Ο ήρωάς μας λοιπόν, φύση τυχοδιωκτική, φιλοπερίεργη και παθιασμένη, μαζί με το αδιάσπαστο δίδυμό του, τον μεγαλόσωμο και χειροδύναμο Άνντι (το μοτίβο θυμίζει Αστερίξ/Ομπελίξ, ή, Δον Κιχώτη/Πάντσο) ανοίγεται στο άγνωστο. Παρόλο που ζει τη ζωή του τυχοδιώκτη, όμως, προτιμά το δρόμο της γνώσης. Μετά από περιήγηση με περιπέτειες καταλήγει στην Πόλη του Φωτός, το Παρίσι, που είναι από τις πιο ευτυχισμένες περιόδους της ζωή του (ήμουν ακόμη νέος, η ψυχή μου ήταν ακόμη αγνή. Το απέραντο βασίλειο της γνώσης ανοιγόταν μπροστά μου, κι όντας ελεύθερος φοιτητής μπορούσα να περάσω πολλές πόρτες που λίγοι μόνο μπορούσαν ν  ανοίξουν. Μου προξενούσε μέθη το ότι το ανθρώπινο πνεύμα δεν γνώριζε κανένα εμπόδιο και το ότι δεν υπήρχε τίποτα ανώτερο από τη γνώση. Καταβροχθίζει τα βιβλία και τα συγγράμματα στη βιβλιοθήκη, κάποια στιγμή μάλιστα γνωρίζει και τον Έρασμο (για το «Εγκώμιο της τρέλας»: ποτέ κάτι που είχα διαβάσει δεν μ είχε αναστατώσει σε τέτοιο βαθμό! Το γραπτό αυτό ήταν τόσο ειρωνικό που’ ταν σαν δηλητήριο για το πνεύμα μου και ξύπνησε μέσα μου την αμφιβολία)και μαθητεύει δίπλα στον επιστήμονα και γιατρό Παράκελσο (ο οποίος, παρεμπιπτόντως παρουσιάζεται αλαζόνας και  «εξαντλητικός»).
Ο Μίκαελ βουτά σε κάθε λογής εμπειρία, που τις παρακολουθούμε σχεδόν σαν αυτόνομα και ολοκληρωμένα επεισόδια: σαγηνεύεται από τις φιλοσοφικές σκέψεις ενός.. δήμιου, μαθητεύει δίπλα σε κάποιον Γερμανό κατασκευαστή κανονιών (!!!), διδάσκει λατινικά στους μικρούς μαθητές παρηγορώντας τους για τις τιμωρίες του δάσκαλου Μαρτίνου,  ερωτεύεται  βαθιά τη Μπάρμπαρα, μια κοκκινομάλλα απόκληρη που φυσικά καταλήγει ως μάγισσα στην πυρά (υπάρχει ένα όριο σ αυτά που ο άνθρωπος μπορεί να αισθανθεί και να υποφέρει. Μετά απ αυτό το όριο, η ψυχή κατά κάποιον τρόπο διαλύεται μέσα σ ένα τεράστιο και ήσυχο ωκεανό χωρίς πόνο), και η αγάπη του αυτή θέτει και τον ίδιο σε κίνδυνο. Δεν είναι λίγες και οι στιγμές όπου κινδυνεύει οριακά: αρχικά, παρασύρεται από τον έμπορο είναι ανεπιθύμητος στη Φινλανδία, αφ ης στιγμής τάχτηκε υπέρ του Χριστιανού 2ου (παρόλο που οι Δανοί του είχαν σκοτώσει τους γονείς!), αναλαμβάνει παρόλ αυτά κάποια στιγμή να μεταφέρει στη Φινλανδία το μήνυμα ότι ο Χριστιανός 2ος διαφεντεύει πλέον τη χώρα!  Στις μάχες για την επικράτηση των χωρικών αποτολμά να ρίξει ένα… ρηξίπυλο (ανθεκτική σιδερένια χύτρα με μπαρούτι) σε μια από τις πύλες του επισκοπικού παλατιού!  Συναντά ως και τον Λούθηρο, τον Κάρολο Κουίντο, παίρνει μέρος σε συνωμοσίες, χρηματίζεται για να μην προδώσει μυστικά, χρηματίζεται για να τα προδώσει κλπ κλπ… Όταν πια πέφτει στα χέρια του και εφτασφράγιστη επιστολή που απευθύνεται στον Φραγκίσκο τον Α΄ με πληροφορίες για συνωμοσία εναντίον του, η πλοκή αγγίζει τα όρια του παραμυθιού εφόσον  αυτή η επιστολή είναι ένα τρομερό όπλο για να κερδοσκοπήσει (είτε τη δώσει στους Γάλλους είτε στους Γερμανούς!)
Μέσα από τα μάτια λοιπόν του Μίκαελ, δηλαδή με την περιορισμένη οπτική γωνία ενός ανθρώπου της εποχής (κι αυτό έχει ενδιαφέρον), βλέπουμε από κοντά ιστορικά γεγονότα μεγάλης σημασίας όπως τη σφαγή της Στοκχόλμης[4],  τη σύγκρουση του Λούθηρου με τον Πάπα, την εξέγερση των χωρικών (τα περίφημα «Δώδεκα άρθρα» του Μέμμινγκεν είναι το φυτίλι που ανάβει την εξάπλωση της εξέγερσης ), την αντιζηλία των εικοσάχρονων Φραγκίσκου 1ου και Κάρολου 1ου της Ισπανίας ο οποίος αναγορεύτηκε σε αυτοκράτορα της Γερμανίας (Κάρολος Κουίντος), την αιχμαλωσία του Φραγκίσκου Α και το ρόλο της βασιλομήτορος, τις απέλπιδες μάχες των χωρικών στο Λάιπχαμ και στο Φρανκεχάουζεν (20.000 νεκροί…), την καταστολή των επαναστατών της Αλσατίας  (16.000 νεκροί….), τον ρόλο των τραπεζών της εποχής, π.χ. της παντοδύναμης τράπεζας των Φούγγερ (τι θα ήταν η ευρωπαϊκή ισορροπία χωρίς τους τραπεζίτες του Καρόλου 5ου;). 
Σ αυτά όλα τα επεισόδια της ιστορίας, μερικά από τα οποία έχουν φτάσει σε μας με  ψιλά γράμματα, ο πολυμήχανος Μίκαελ παίρνει ενεργό μέρος και οι περιπέτειες  του (με τη σύγχρονη αλλά και με την αρχαία σημασία της λέξης, δηλαδή της απότομης μεταβολής της τύχης) είναι σκέτη απόλαυση!
Χριστίνα Παπαγγελή


[1]Η πόλη Άμπο είναι λιμάνι, η σημερινή Τούρκου, απέναντι από την Στοκχόλμη (δυτικά του Ελσίνκι)
[2] Οι τρεις βόρειες χώρες (Δανία, Νορβηγία, Σουηδία) έχουν ενωθεί με τη συνθήκη του Καλμάρ (1397), αλλά από τα τέλη του 15ου αι. η Σουηδία συμπεριφέρεται σαν αυτόνομη.
[3] Παραπέμπει σε άγριες και δαιμονικές δυνάμεις. Τον Μεσαίωνα πίστευαν ότι το παιδί που γεννιόταν μ αυτό το σημάδι είχε πατέρα δαίμονα
[4] Η στρατηγική και οικονομική σημασία της πόλης κατέστησε τη Στοκχόλμη σημαντικό παράγοντα στις σχέσεις μεταξύ των Δανών Βασιλιάδων της Ένωσης του Κάλμαρ και του εθνικού κινήματος ανεξαρτησίας το 15ο αιώνα. Στις 14 Οκτωβρίου 1471 η Σουηδία υπό τον Στεν Στούρε, με την υποστήριξη του λαού της Στοκχόλμης, κατάφερε μία σημαντική νίκη επί του Δανού βασιλιά Χριστιανού Α’. Ο εγγονός του, Χριστιανός Β’, κατέλαβε μάταια την πόλη το 1518, αλλά τελικά κατάφερε να εξασφαλίσει την πόλη το 1520. Στις 8 Νοεμβρίου 1520, έλαβαν χώρα μαζικές εκτελέσεις μορφών της αντιπολίτευσης, αποκαλούμενες το Λουτρό αίματος της Στοκχόλμης. Η σφαγή αυτή πυροδότησε νέες εξεγέρσεις, που τελικά κατέληξαν στη διάλυση της Ένωσης του Κάλμαρ.

Κυριακή, Μαΐου 11, 2014

Παρίσι Μπλουζ, Maurice Attia

Αγαπώ τους μπάτσους
υπογραφή η πέτρα

Παρίσι μπλουζ (Paris Blues), ή  «Το μπλε Παρίσι» -για να ταιριάζει με τα άλλα δύο νουάρ μυθιστορήματα της τριλογίας του Αττιά (Το μαύρο Αλγέρι και  Η Κόκκινη Μασσαλία)-  είναι το τρίτο και τελευταίο βιβλίο του συγγραφέα, που διαδραματίζεται αυτή τη φορά στο Παρίσι μετά τα γεγονότα του Μάη του ’68. Κεντρικός ήρωας κι εδώ ο αστυνομικός  Πάκο, γιος  ισπανού αναρχικού και μητέρας από φασιστική οικογένεια που τον εγκατέλειψε  στα έξι του χρόνια. Όποιος έχει διαβάσει τα δύο προηγούμενα βιβλία, μπορεί να καταλάβει γιατί ο Πάκο δεν είναι ένας συνηθισμένος μπάτσος. Η λαϊκή του καταγωγή και η προσωπική, συναισθηματική του εμπλοκή στις υποθέσεις που αναλαμβάνει  τον κάνουν ξεχωριστό. Αντιτάχτηκε στην εγκληματική οργάνωση OAS στην Αλγερία (υπεύθυνη για τη δολοφονία του καλύτερού του φίλου) αλλά και το γκωλικό παρακράτος στη Μασσαλία. Δεν δίστασε άλλωστε να έρθει σε κόντρα με τις εντολές της αστυνομίας και με το «βαθύ κράτος»,  να πάρει τη δικαιοσύνη στα χέρια του με κόστος και να μπει σε διαθεσιμότητα, και μάλιστα δύο φορές. Η μετάθεσή του στο Παρίσι έχει ως αίτιο την αντιδεοντολογική (δηλαδή ανυπάκουη) συμπεριφορά του ως αστυνομικού. Το μεγαλύτερο όμως κόστος ήταν ο αποτρόπαιος βιασμός του μεγάλου του έρωτα, της Ιρέν, η οποία  του καταλόγισε ακέραιη την ευθύνη κι εξαφανίστηκε από τη ζωή του…
Έτσι,  το «μπλε» Παρίσι ταιριάζει στη  μελαγχολική διάθεση του Πάκο, που βρίσκεται σε δυσμένεια λόγω των γεγονότων στη Μασσαλία, που νοσταλγεί την Αλγερία, τη Μασσαλία, αλλά κυρίως την Ιρέν… (στην πραγματικότητα, εδώ κι ένα χρόνο, είχα βουλιάξει σε βαθιά μελαγχολία. Η αλλαγή πόλης, όσο ωραία πόλη κι αν ήταν, δεν άλλαξε τη ζωή μου, μια ζωή διαποτισμένη από πόνο κι ενοχή. (…) Πάνω από έναν χρόνο και βάλε, ο μπάτσος ήταν σε λήθαργο, ο άντρας σε χειμερία νάρκη. Πάνω από έναν χρόνο και βάλε, ο Πάκο Μαρτίνεθ δεν υπήρχε πια...).
Βρισκόμαστε στο καλοκαίρι του 1968 και ο απόηχος από τα γεγονότα του Μάη είναι αισθητός (η πόλη μόλις είχε συνέλθει από τις εξεγέρσεις, τα οδοφράγματα και τις απεργίες της, η χώρα από το μαύρο φόβο της για τους κόκκινους). Στο Πανεπιστήμιο της Βενσέν, με αφορμή τον μυστηριώδη θάνατο ενός κινηματογραφιστή, του Ζακ Κουβερτύρ, από… τσίμπημα μυγαλής (είδος μύγας) η αστυνομία προσπαθεί να διεισδύσει στους εξτρεμιστές, στους αριστερίστικους κύκλους.  Η αποστολή που αναθέτει τώρα η αστυνομία στον Πάκο είναι αρκετά προκλητική και πρωτότυπη: να παριστάνει τον φοιτητή και να διεισδύσει στους κύκλους αυτούς.  Έτσι, ο Πάκο δέχεται με χαρά (ετούτη η αποστολή ήταν ένα θεόσταλτο δώρο που μου επέτρεπε να ξεφύγω από την υποτιθέμενη πλήξη)∙ μεταμφιέζεται αφήνοντας μακριά μαλλιά, και, με στρατιωτική τσάντα, καινούρια ταυτότητα, και με την πολιτική ταυτότητα του… λουξεμπουργκιστή (συμπαθών από τις συναναστροφές του στη Μασσαλία),  εγγράφεται στη σχολή κινηματογράφου του πανεπιστημίου (ο συγγραφέας επινοεί ένα πανέξυπνο τέχνασμα για να αφιερώσει κάμποσα κινηματογραφικά σχόλια, άλλωστε ο Πάκο και στ άλλα βιβλία φαίνεται να έχει πάθος με τον κινηματογράφο).

Αυτό είναι το στοιχειώδες σκηνικό, κι από κει και πέρα, ο Αττιά βλέπουμε ότι αναπτύσσει παράλληλα κι αλληλομπλεκόμενα διάφορα επίπεδα: Ο Πάκο είναι πρώτα απ’ όλα φοιτητής, παρακολουθεί μαθήματα για την ιστορία του κινηματογράφου, παριστάνει τον μελετηρό σπουδαστή κι όλα αυτά σε μια  εποχή όπου η πρωτοπορία ψάχνεται. Ο συγγραφέας σατιρίζει ιδιαίτερα τα μαθήματα π.χ. ψυχανάλυσης όπου ο λακανιστής ψυχαναλυτής το παίζει αυθεντία βασανίζοντας το ακροατήριό του. Ιδιαίτερα διασκεδαστικό το μάθημα «σωματικής έκφρασης», όπου όλοι, με την περιβολή του Αδάμ, κάνουν αναπνοές και μυϊκή χαλάρωση (φροντιστηριακές ασκήσεις σε μια προσομοίωση παρτούζας(…) Βγήκα από το μάθημα εξουθενωμένος, σαν έφηβος μετά το ξεπαρθένεμα του). Κατά δεύτερον, έρχεται σε επαφή με κάθε είδους αριστερίστικη τάση, αλλά κυρίως με μαοϊκούς, στους οποίους εντάσσεται με «πάθος», στρατεύεται μάλιστα υιοθετώντας την επαναστατική φρασεολογία τους και  γράφοντας  την «αυτοκριτική»  του! (ξαναδιαβάζοντας την αυτοκριτική μου, ντράπηκα, όχι εξαιτίας του πλέγματος των ψευδών που έγραψα, αλλά από τον γραπτό λόγο που αμφιταλαντευόταν μεταξύ στόμφου και αδέξιας επαναστατικής φρασεολογίας. Συνέχισα το εγχείρημα, απαλείφοντας τις βεβαιότητές του, παρεμβάλλοντας ερωτηματικά, πασπαλίζοντάς το με συναισθηματικές νότες. Φαινόταν πιο ανθρώπινο, αποκαλύπτοντας μια αδυναμία που μου έμοιαζε περισσότερο. Οι πραγματικές και προσωπικές αναφορές ήταν προφανείς όνο για μένα, αλλά μου άρεσε που ξεπρόβαλλαν μέσα από γραμμές και λέξεις, τελείες και κόμματα. Λες κι έπρεπε να υπάρχω, έστω και λίγο, μέσα σε τούτη την επαναστατική μυθοπλασία…).  Για να γίνει μάλιστα πιο πιστευτός και πιο αποδεκτός από τους αριστεριστές, σκηνοθετεί ένα επεισόδιο όπου τις τρώει από τους συναδέρφους του!!! Αφ ης στιγμής οι μαοϊκοί τον αποδέχτηκαν, του ανέθεσαν τα «βασικά καθήκοντα», μοίρασμα προκηρύξεων, συνεδριάσεις όπου εκφράζονταν αντιμαχόμενες απόψεις για τον διεθνισμό με άλλα γκρουπούσκουλα, ιδεολογικές διαμάχες για το ρόλο της χειρωνακτικής εργασίας κλπ. Παράλληλα όμως, ο ήρωάς μας δεν παύει να είναι μπάτσος! κυνηγά το νήμα του μυστηρίου του φόνου, παρακολουθώντας  διακριτικά τα άτομα όπου τον οδηγεί η έρευνά του.
Μέσα λοιπόν απ αυτές τις τρεις ιδιότητες (του φοιτητή, του μαοϊκού, του μπάτσου), γνωρίζει γυναίκες που τις ερωτεύεται και τον ερωτεύονται, κάθε μια με την ιδιαιτερότητά της. Με ένα σωρό ψέματα τις προσεγγίζει, ιδιαίτερα την Ιζαμπέλ,  καθηγήτρια ιππασίας (σχέση παράταιρα…  ταιριαστή), ενώ στο φόντο τη σκέψη του βασανίζει  η εξαφανισμένη Ιρέν…  Αυτή η σύγχυση ταυτοτήτων στην αρχή τον βοηθά να ξεχάσει ένα παρελθόν οδυνηρό, στη συνέχεια όμως, ίσως επειδή η Ιζαμπέλ, η Κάρεν, η Βιρζινί τον παρασύρουν να εμπλακεί και συναισθηματικά, ο Πάκο διαλογίζεται συχνά:
Ένιωθα τουλάχιστον άσχημα γιατί δεν έπαιζα καθαρό παιχνίδι μαζί του. Ούτε με κανέναν άλλον, άλλωστε. Άφησα το αφεντικό μου να πιστεύει ότι η αποστολή παρείσφρησης με ενδιέφερε, την κολεκτίβα του σινεμά ότι ο στρατευμένος κινηματογράφος ήταν το πάθος μου, τη Βιρζινί ότι η Προλεταριακή Αριστερά ήταν αυτό που μου ταίριαζε, την Ιζαμπέλ ότι ήμουνα μυθιστοριογράφος.
Και:
Μισούσα τα πάντα σε μένα, το κοντανάσασμά μου, τη στάση μου, στάση επισκέπτη στραπατσαρισμένου από μια άγρυνη νύχτα, τα δάχτυλά μου που έπλεκα για να καταλαγιάσω το τρέμουλό τους, τον γιο που υπήρξα για τόσο λίγο διάστημα, όχι πολύ, μα αρκετό, τον απόντα εγγονό και φίλο, τον απογοητευτικό εραστή, τον μπάτσο, τον σφετεριστή που είχα γίνει. Τα πάντα.

Η αστυνομική πλοκή φαίνεται να μπαίνει σε δεύτερο πλάνο (άλλωστε η λύση της παράξενης δολοφονίας του κινηματογραφιστή αλλά και των τεσσάρων αλόγων της Ιζαμπέλ αργότερα είναι χλιαρή), ενώ ο συγγραφέας φαίνεται να επιδιώκει να κλείσει ο Πάκο όλους τους «ανοιχτούς λογαριασμούς» του με το παρελθόν. Πρώτα πρώτα γνωρίζεται πιο βαθιά με τον πατέρα της Ιζαμπέλ, τον Φιλίπ, που ήταν μέλος της OAS, φίλος και θαυμαστής  του Ντελγκέντρ, του επικεφαλής των κομάντος Δέλτα (θα ‘πρεπε να σηκωθώ και να φύγω επί τόπου. Να ουρλιάξω μπροστά σε τούτη την κοπέλα ότι ο Ντελγκέντρ ήταν δολοφόνος του χειρίστου είδους: σκότωσε όλους όσοι δεν ασπάστηκαν τον αγώνα του για τη γαλλική Αλγερία. Η αποαποικιοποίηση ήταν μια ανθρώπινη καταστροφή εξαιτίας ανθρώπων όπως ο Ντελγκέντρ και ο Σαλάν. Εξαιτίας της εγκληματικής επιμονής των στρατιωτικών νοσταλγών της Αυτοκρατορίας και της κυνικής αποφασιστικότητας ενός πολιτικού στρατιωτικού, του Ντε Γκωλ. Αλλά δεν είπα τίποτα, απλώς έμεινα άναυδος. Με τη γλώσσα παράλυτη και τους μυς να έχουν πάθει τετανία. Στοιχειωμένος από έναν θυμό παγερό, βουβό. Όχι πια μπάτσος, απλώς ένας άνθρωπος που δυσκολευόταν να ελέγξει την οργή του). Η σχέση του Πάκο με τον Φιλίπ περνά διάφορα στάδια, όπως και της Ιζαμπέλ με τους δύο άντρες.
Η αιφνιδιαστική εμφάνιση της μητέρας του και η πρόσκλησή της μετά από δεκαετίες απουσίας στη Μαδρίτη,  αποδιοργανώνει ακόμα περισσότερο τον Πάκο, ενώ η  συναισθηματική ένταση κορυφώνεται όταν συναντά και την Ιρέν (έγκυος που ετοιμάζεται να παντρεφτεί), κι αποφασίζει να μην την ξαναχάσει ποτέ.
(Ιρέν): Ο ακρωτηριασμός μου, το κώμα του Πάκο, ο βιασμός, ο θάνατος του Μαξ με είχαν διδάξει ότι κάθε πρόβλεψη   για τη ζωή μου ήταν μια απάτη. Τα πάντα μπορούσαν να συμβούν παντού, οπουδήποτε. Έπρεπε να ζω το τώρα. Carpe diem. Κι ό, τι είναι να γίνει, ας γίνει. Έτσι οδήγησα τη ζωή μου. Όπως και το αυτοκίνητό μου, δίχως στέγη, δίχως νόμο…

 Χριστίνα Παπαγγελή